O Μάρκος Βαμβακάρης και ο Παναγιώτης Τούντας
έγραψαν τα περισσότερα τραγούδια για τον πόλεμο του 1940.
Ο
πόλεμος του 1940 είναι μελωδικά συνυφασμένος, όπως όλοι γνωρίζουμε, με την
φωνή και τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο. Η «τραγουδίστρια της νίκης» με τις
ερμηνείες της κρατούσε υψηλό το εθνικό φρόνημα και διατράνωνε την πίστη για την
τελική δικαίωση.
Επίκαιροι
στίχοι, συχνά με σκωπτική διάθεση για τον εχθρό, πάνω σε παλιότερες ή
νέες μελωδίες δημιούργησαν τα
χιλιοτραγουδισμένα λαϊκά εμβατήρια του έπους, που ακούγονται με την ίδια
διάθεση ως σήμερα.
Μέσα
στο 1941 έφυγε από την ζωή ο Ανέστος Δελιάς ή Ανεστάκι ή Αρτέμης: Ο Δελιάς
γεννήθηκε στην Σμύρνη το 1912. Ο πατέρας του ήταν περίφημος μουσικός. Ο Δελιάς
ήρθε στην Αθήνα μετά το 1922 και εμφανίστηκε το 1928 παίζοντας κιθάρα, ενώ μετά
το 1930 άρχισε να παίζει μπουζούκι. Μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο
Παγιουμτζή και τον Γιώργο Μπάτη συγκρότησαν την θρυλική ´Τετράδα του Πειραιώς´,
την πρώτη δηλαδή ρεμπέτικη κομπανία με μπουζούκια που εμφανίστηκε το 1934, στου
Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά. Ο Δελιάς ήταν πολύ αγαπητός. Στην ζωή
του μοιραίο ρόλο έπαιξε μια πόρνη, η οποία τον έριξε στην πρέζα. Η ίδια πέθανε
στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Για ένα διάστημα τον βοήθησαν πολύ ο
Παγιουμτζής και ο Μπαγιαντέρας. Δυστυχώς ξανασυνδέθηκε μαζί της λίγο πριν τον
πόλεμο. Ο Δελιάς έφυγε μόνος και το άψυχο σώμα του βρέθηκε σε ένα καροτσάκι στο
Βαρβάκειο το 1941. Tetras, the Legendary of Piraeus - rebetiko music
band. Top row clockwise: Giorgos Batis, Anestos Delias, Markos Vamvakaris,
Stratos Payoumtzis.
Πέρα
όμως από τα τραγούδια αυτά, που κινούνται στο χώρο του ελαφρού, επιθεωρησιακού
άσματος, υπήρξαν και τα αντίστοιχα ρεμπέτικα με παρόμοια θεματολογία, τα οποία
παρέμειναν λιγότερο γνωστά. Από την πλευρά τους οι οιωνεί περιθωριακοί και
αμφιλεγόμενοι από το μουσικό κατεστημένο, ρεμπέτες, έθεσαν το δικό τους
μελωδικό στίγμα, με αφορμή τις κοσμοϊστορικές για το έθνος, εκείνες στιγμές και
μάλιστα με τρόπο εντυπωσιακό.
Ένας
άλλος καλλιτέχνης που έφυγε μέσα στην Κατοχή, ήταν ο Γιάννης Εϊτσιρείσης, ή
Εϊζερίδης, ή Ιντζιρίδης, ή Γιοβάν Τσαούς. Από τους καλύτερους μουσικούς. Όταν
έπαιζε, ο Μάρκος Βαμβακάρης ακουμπούσε το μπουζούκι του δίπλα και καθόταν να
τον ακούσει. ´Παίξε ρε Γιοβάνη´ του ’λεγε ο Μάρκος, ´να χαρείς τα παιδιά σου´. Ο
Γιοβάν Τσαούς γεννήθηκε στην Κασταμονή του Ικονίου της Μ. Ασίας από Έλληνες
γονείς το 1896. Στα δεκαοκτώ του ήταν ξακουστός μουσικός σε όλη την Μικρά Ασία.
Στην Ελλάδα ήρθε το 1923 και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Ζούσε δουλεύοντας ως
ράφτης με βοηθό την γυναίκα του, καθώς αρνιόταν επίμονα και σταθερά να ανέβει
σε πάλκο. Έπαιζε μόνο για το κέφι του. Αυτήν την αρχή την παρέβηκε μία ή δυό
φορές σε όλη του την ζωή. Ήταν αυτοδίδακτος σε εννέα όργανα τα οποία έπαιζε
περίφημα. Ο μόνος που μπορούσε να του φτιάξει όργανα έτσι όπως τα ήθελε ήταν ο
Κυριάκος Πεσματζόγλου ή Λαζαρίδης. Ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε τον Οκτώβριο του 1942
από δηλητηρίαση. Έφαγε τηγανόψωμο που έφτιαξε με χαλασμένο αλεύρι που είχε
πάρει από κάποιο βομβαρδισμένο πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά. Λίγες ώρες
αργότερα από την ίδια αιτία πέθανε και η γυναίκα του. Η γυναίκα του Γιοβάν
Τσαούς έχει γράψει σχεδόν όλους τους στίχους των τραγουδιών του. Συχνά τα
βραδάκια αυτή η γυναίκα καθόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού της και μεταξύ των
ανθρώπων που παρατηρούσε καθώς περνούσαν ήταν και οι πρεζάκηδες, πραγματικές
ανθρώπινες σκιές που πήγαιναν να κοιμηθούν στα βαγόνια του σιδηροδρόμου. Αυτές
τις τρομακτικές εντυπώσεις της, τις έκανε στην συνέχεια στίχους.
Η
άμεση σύνθεση και ηχογράφηση κάποιων δεκάδων επίκαιρων τραγουδιών, μετά την
έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων - ως
τα τέλη του 1940 και τους πρώτους μήνες του 1941 – απέδειξε πόσο άδικες υπήρξαν
οι διώξεις των εκφραστών του είδους από το καθεστώς Μεταξά και η απαξίωσή του
από την καθωσπρέπει κοινωνία. Το ρεμπέτικο τραγούδι ούτε αντεθνικό θεωρείται,
ούτε συντηρούσε αποκλειστικά την προτροπή σε περιθωριακές και κατακριτέες
συμπεριφορές.
Ο Παναγιώτης Τούντας δικαίως ονομάστηκε ο
´ευφυής μάστορας της προσφυγιάς´, καθώς ήταν όχι μόνο ο διασημότερος συνθέτης
της Σμυρναϊκής Σχολής αλλά επιπλέον ανήκει στην ομάδα των Μικρασιατών μουσικών
που μετά την καταστροφή του 1922, διαμόρφωσαν το ρεμπέτικο τραγούδι στην
Ελλάδα. Ο Παναγιώτης Τούντας γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1886 από ευκατάστατους
γονείς, που του έδωσαν τη δυνατότητα να ασχοληθεί από μικρός με τη μουσική. Άρχισε
από παιδί να παίζει μαντολίνο και στις αρχές του 20ού αιώνα συμμετείχε στην
Σμυρνέικη Εστουδιαντίνα του Σιδέρη, που έμεινε γνωστή με το όνομα ´Τα
Πολιτάκια´. Συμμετείχε σε διάφορα μουσικά σχήματα που έκαναν περιοδείες εκτός
Σμύρνης, για την ψυχαγωγία των Ελλήνων της διασποράς και ταξίδεψε στην Αίγυπτο,
την Αβησσυνία, την Ελλάδα και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες με ελληνική παροικία.
Ο ίδιος λέει σε ένα τραγούδι του: ´Εταξίδευα
Συρία Πορτ-Σάιντ και Ασκεντερία´. Τα πρώτα χρόνια μετά τη μικρασιατική
καταστροφή, έπαιζε σε διάφορα κέντρα σαν μαντολινίστας. Το 1924 αναλαμβάνει τη
διεύθυνση του ελληνικού παραρτήματος της γερμανικής ´ODEON´ στην Αθήνα. Μέχρι
να κατασκευαστεί το εργοστάσιο δίσκων στην Ελλάδα, συνεργάζεται σχεδόν με όλες
τις δισκογραφικές εταιρείες και διηύθυνε τις περισσότερες ηχογραφήσεις που
γίνονταν στην Ελλάδα. Τον ίδιο χρόνο ηχογραφεί τη ´Σμυρνιά´με την Αθηναϊκή
Εστουδιαντίνα του Τάσου Μαρίνου και γίνεται ο πρώτος Έλληνας λαϊκός συνθέτης
που το όνομά του αναγράφεται σε ετικέτα δίσκου. Το 1931 αναλαμβάνει
καλλιτεχνικός διευθυντής της «COLUMBIA» και της ´His Master voice´ και
παραμένει στη θέση αυτή μέχρι το 1940. Ο Παναγιώτης Τούντας πέθανε τον Μάιο του
1942.
Οι
δημιουργοί του απέδειξαν το 1940 ότι διέθεταν δυνατή φιλοπατρία, όπως και ικανή
κρίση, ώστε να αντιλαμβάνονται την σοβαρότητα των ημερών και να συμβάλλουν με
το δικό τους μέτρο στην τόνωση του εθνικού φρονήματος.
Αρκετά
από τα τραγούδια αυτά είναι προσαρμογές επίκαιρων στίχων σε παλιότερες
καταξιωμένες και αποδεκτές μελωδίες (όπως άλλωστε και πολλά τραγούδια της Σ.
Βέμπο) κι αυτό έχει προφανή σκοπιμότητα: αφ’ ενός η έτοιμη μουσική βοηθούσε
στην αμεσότερη κυκλοφορία του τραγουδιού κι αφετέρου, εφ’ όσον αυτή προέρχονταν
από επιτυχίες της εποχής, η αποδοχή της νέας εκδοχής θεωρούνταν εξασφαλισμένη.
Η
θεματολογία τους κινείται, όπως είναι αναμενόμενο, στις εξής πάνω –κάτω κατευθύνσεις:
α)
Επισημαίνεται η άδικη επίθεση των Ιταλών και η πέρα για πέρα δίκαιη ελληνική
αντίσταση «υπέρ βωμών και εστιών». Κι αυτό θα οδηγήσει στην δικαίωση και στην
τελική νίκη.
β)
Εξυμνείται το θάρρος και το αξιόμαχο του ελληνικού στρατού που θα συντρίψει τον
εχθρό, με μεγαλόστομες, ενίοτε, εκφράσεις ενθουσιασμού και πατριωτισμού.
γ) Εκφράζονται ειρωνικοί και απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί για τον υπερφίαλο επιδρομέα – κυρίως στο
πρόσωπο του Ιταλού ηγέτη – εξευτελίζοντάς τον.
δ) Καταγράφονται τα πανελλήνια συναισθήματα με λιτό, άμεσο τρόπο, γεγονός που
επιβεβαιώνει ότι οι δημιουργοί των τραγουδιών αφουγκράζονταν στο έπακρο τη
σοβαρότητα και τα αιτήματα εκείνης της,
σημαδιακής για τον τόπο, περιόδου.
Γράφτηκαν
και γραμμοφωνήθηκαν (κάποια παραμένουν ακυκλοφόρητα) από την έναρξη του πολέμου
ως και τους πρώτους μήνες του 1941 κατά κύριο λόγο, δίχως να λείπουν και οι μεταγενέστερες,
στα χρόνια της Κατοχής, συνθέσεις.
Στην
εμπεριστατωμένη, πολυσέλιδη μελέτη του, «Το
αστικό τραγούδι στα πέτρινα χρόνια 1940 -1949)» ο κ. Σάκης Κ. Πάπιστας
(εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2007, σ.σ 1023) καταγράφει και σχολιάζει επαρκέστατα
έναν ευρύ αριθμό ρεμπέτικων τραγουδιών
που αναφέρονται και στον πόλεμο του 1940-1941).
Σε
τούτο το μικρό, επετειακό σημείωμα θ ‘ αναφερθούμε γενικότερα στους δημιουργούς
και το σύνολο των «πολεμικών» τραγουδιών που συνέθεσε ο καθένας. (Όλα τα
στοιχεία προέρχονται από το προανεφερθέν έργο).
Από
τους συνθέτες του ρεμπέτικου που έγραψαν
τραγούδια για τον πόλεμο του 1940 την πρώτη θέση κατέχει ο Παν. Τούντας, ένας
πολυγραφότατος σπουδαγμένος μουσικός της σμυρνέικης σχολής, με έξι συνολικά
τραγούδια. Σε ορισμένα υπογράφει ο ίδιος και τους στίχους, ενώ άλλα ανήκουν σε
καταξιωμένους στιχουργούς της εποχής.
Αυτά
είναι: