Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Είκοσι χρόνια φωτογραφίας μόδας. Archaeology of Elegance: 1980-2000 Twenty Years of Fashion Photography

Archeology of Elegance is an exceptional and dynamic collection of 200 superb photographs by sixty-two of today's most acclaimed photographers from Robert Mapplethorpe to Peter Lindbergh, Miles Aldridge, Herb Ritts, Ellen von Unwerth, Nick Knight, David Lachapelle and Jean-Baptiste Mondino, presenting fashion photography as art. 








































  





  



























  




















































































   

   
  


      




   
    




During the past twenty years, there is no question that fashion photography has become a driving force for new directions in fashion, design and cosmetics and a vital source of ideas for the visual arts and design–manifesting itself in forms as diverse as punk rock, glamour or high-tech futurism. 

According to culture critic Ulf Poschardt, fashion photography has become the new, almost self-sufficient leitmedia of international culture, a culture that is expressed increasingly in visual terms. As seen in Archeology of Elegance, this once commercial and functional craft has become, without question, an art form in itself.

Roots Manuva, Movements

Lyrics:

I bring you tents and girth to this homegrown range
Bona fide what you hear, tis the sound of pain
But pain leads to gain so we dare not stagnate
We elevate to that next state, motion divine
Glisten like crystal ball and stand tall
With this knowledge and overstanding
Enterprise landing, bringing dem new brands of buff
Yes, we come proper with potency
Ain't no blood in my body, it's liquid soul in my vein
I dance on a thin line of sane and deranged
And it's all criss once I get neatly in the cipher
Chat like pickney to the piper that pied
As this natural mystic blows through the air
These lessons of life become crystal clear
Precision of my vision is ital
Separating sharks from the blessed is vital
Now I can smell a rat coming from a mile round the corner
One time I bored ya, twice you can't couf
No, we won't stop rebuke thee
You satanics, you fools can't recruit me
Not now while there's

[Chorus]
Movements fi make, typhoons grew
Strong and cold-sheist them a still coast through
Movements fi make, typhoons grew
Strong and cold-sheist them a still coast through
Left, right, left, right, left, right, left, right

I'll slap the bacon out your mouth, dance upon your sarnie
Rolling with Jah bredren dem, God-blessed army
How the hell you gon stop this tide from steady coming
Run and catch in tune with the elements
At speed we proceed, traction for action
Hot 125, government goons get dashed to the side
Too big to slide now, though they try to disguise
I can still recognize devilworks when I see it
Weakheart disciples keep weakheart friends
Always had a hate for what their weakhearts defend
They fiend for that crack, ain't no one to tax
We might run home and smoke a brown bag of seed
Best believe that these times is treacherous
And I know not how else I'm supposed to act
But stand close to culture roots-fi
See me getting deft with that two-step shuffle
Haggling others who for the cause
Reigning with that roots type terror
Freaking at your weakhearty era but

We build, move and prove that we don't suffer fools.

Δημήτρης Παπαδίτσας, «Άλλοι τρόποι»

Ν. Εγγονόπουλος, «Πηνελόπη και Οδυσσέας».

    με τέτοιους τρόπους κερδίζεται η αιωνιότητα
                                                         ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ


Άλλος τρόπος να κερδίσεις αιωνιότητα είναι
Το αεράκι ν' αφήσεις να φυσήξει την κάφτρα
Της στιγμής, που κοιτάς και σε κοιτάζει η αράχνη
Και σύγκορμος ένστιχτο σημαντικός ενώπιον της αμφιβολίας
Δρέπεις από κάθε λογής κήπο ταχέως τέλεια φυτά
Που τα κρατεί ορθά η ανθοφορία

Gustave Doré, Les Saltimbanques

Άλλος τρόπος η θέα ο καταρράκτης το πηγαινέλα
Των φθινοπωρινών κυμάτων στα ύφαλα των διαβατών
Το πηγαινέλα επίσης του γεγονότος του θανάτου ή της γεν-
   νήσεως
Που λειαίνεται σε κάθε ταλάντευση
Και κάποτε απαράλλαχτο με την πραγματικότητα πάνω του
    καθρεφτίζει το καθετί:
Ένα ρολόι φαγωμένο από τους χτύπους του
Βράχια και μάτια ονειρόπλεχτα με αλμύρες και με ανάσες
Και δυσκολίες να εκφραστεί η επαφή και η ένωση
Που βαραίνει το μέτρημα του υπολοίπου ή περισσεύματος
    της ζωής

Hubert Robert, Ruins of a Doric Temple

Άλλος τρόπος να κερδίσεις αιωνιότητα είναι
Της σιγής ο απόηχος να σου καίει το άσπρο πλάσμα που το
   μάζευες αιώνες
Να το ξαναμαζέψεις
Άλλος τρόπος είναι να κρύψεις στον αντικρινό σου
Ο,τι δια της πυράς και δια της τέφρας άστραψε
Σε σπηλιά και ουρανό. 

Gustave Doré, Dante et Vergil dans le neuvième cercle de l'enfer, 1861.

Δημήτρης Παπαδίτσας


Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Πρωτοχρονιά 2015 , «Τα μάτια της Έλσας» και «Πρελούδιο»

Τόσο βαθιά τα μάτια σου πoυ ’σκυψα να πιω πάνω
Κι είδα τους όλους ήλιους σ’ αυτά ν’ αντιφεγγούν
Και τους απελπισμένους να πέφτουν να πνιγούν
Τόσο βαθιά τα μάτια σου που εκεί τη μνήμη χάνω

Κάτω από σύννεφο πουλιών μουντός ωκεανός
Και φέξιμο ύστερα ουρανών στα μάτια σου ανεφέλων
Το θέρος κόβει σύννεφα στις ρόμπες των αγγέλων
Πάνω απ’ τα στάχυα ο ουρανός τόσο είναι γαλανός

Πασχίζει η αύρα του γλαυκού τα νέφη ν’ αλαφιάσει
Τα μάτια σου πιο διάφανα στο δάκρυ τους υγρά
Που κι ο ουρανός ο απόβροχος ζηλιάρης τα θωρά
Γαλάζιο τόσο το γυαλί στο μέρος που ’χει σπάσει

Πασχίζει η αύρα του γλαυκού τα νέφη ν’ αλαφιάσει
Τα μάτια σου πιο διάφανα στο δάκρυ τους υγρά
Που κι ο ουρανός ο απόβροχος ζηλιάρης τα θωρά
Γαλάζιο τόσο το γυαλί στο μέρος που ’χει σπάσει

Μάνα των εφτά βάσανων σελαγισμέ μου υγρέ
Εφτά ρομφαίες πέρασαν το πρίσμα των χρωμάτων
Οι ωραίες μέρες έχουνε πικρό το χάραμά των
Η μελανόστικτη ίριδα στα μαύρα είναι πιο μπλε

Τα πονεμένα μάτια σου ρήγμα διπλό ανοιγμένο
Απ’ όπου μεταγίνεται το θαύμα σαν μεμιάς
Οι Μάγοι οι τρεις αντίκρυσαν με χτύπο της καρδιάς
Το φόρεμα της Παναγιάς στη φάτνη κρεμασμένο

Λόγια στου Μάη τη μουσική και στον πολύ καημό
Θά ’φτανε κι ένα μοναχό στόμα να δώσει πλέρια
Μονάχα έν’ άπειρο στενό και θά ’πρεπαν στ’ αστέρια
Τα μάτια σου με των Διδύμων τον αστερισμό

Ούτε παιδί που εκστατικό θαυμάζει ωραίες εικόνες
Δε στήνει μάτια σαν κι εσέ μεγάλα φωτερά
Δεν ξέρω αν λες και ψέματα σα γίνονται γλαρά
Άγριες θαρρείς απ’ τη βροχή κι ανοίγονται ανεμώνες

Να κρύβονται άραγε αστραπές μες στη λεβάντα αυτή
Που εντόμων μέσα της σφοδρός ερωτισμός ανάφτει
Στων διαττόντων πιάστηκα το δίχτυ σαν το ναύτη
Μεσαύγουστο από κύματα που ’χει άξαφνα αρπαχτεί

Τράβηξα αυτό το ράδιο από ουρανίτη ουσία
Τα δάχτυλά μου καίγοντας σ’ απρόσιτη φωτιά
Κοντά μου είσαι παράδεισε κι ωστόσο είσαι μακριά
Περού μου είναι τα μάτια σου Γολκόνδη μου κι Ινδία

Κι ήρθε ένα βράδι που το σύμπαν έγινε κομμάτια
Σε βράχους που τους κόρωσαν οι ναυαγοί μα εγώ
Πάνω απ’ τη θάλασσα έβλεπα ζευγάρι λαμπερό
Τα μάτια της Έλσας τα μάτια της Έλσας τα μάτια

Από το βιβλίο: Αλέξανδρος Μπάρας, «Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση / μεταφράσεις», Εκδόσεις Πρόσπερος, Αθήνα 1986, σελ. 74-75.

Πρελούδιο

Μπροστά τραβούν οι λεύκες
μα λάμψη δεν αφήνουν πίσω τους.

Μπροστά τραβούν οι λεύκες
και μας αφήνουνε τον άνεμο.

Ο άνεμος στο δρόμο σαβανώνεται
συνέχεια κάτω απ’ τα ουράνια.

Μα εκεί που ανέμιζε, έριξε
όλον του στα ποτάμια τον αντίλαλο.

Ο κόσμος ήρθε των πηγολαμπίδων
και εισέβαλε στις αναμνήσεις μου.

Και μια καρδιά μικρούλα τώρα
στα δάχτυλά μου επάνω αναβλύζει.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα


Φωτογραφίες: © Κωνσταντίνος Βακουφτσής



Καλλιόπη Εξάρχου, «Εφημερεύουσα πρόσκληση»

Federico Zandomeneghi, Portrait of a Young Beauty.  

Σου έχτισα μια καλύβα
από πούπουλα,
αγάπη μου,

Εκεί θα έρθεις
σαν στρογγυλέψει το φεγγάρι

Μόνος
γυμνός
αποκάλυψη
σώμα
πνοή

Μη φέρεις αποσκευές
ντύσου μόνο φιλιά

Θα σε περιμένω
νηστική
στους αιώνες των αιώνων
καρδιά ορθή
φωνή ψιθύρου

Θα με ταϊσεις
χώμα κι ουρανό

Θα σε χορέψω
στόμα με στόμα

Pablo Picasso, Nus entrelacé, 1905.

και μετά θα λιτανεύσουμε
το όνειρο
που μας ανέχθηκε
ανταύγειες νοσταλγών
εφάμιλλες
του έαρος και του θέρους.

Καλλιόπη Εξάρχου, "Μάχιμα χείλη", Σοκόλης, 2014.


Carlos Alcolea και η Ποίηση της εικόνας μέσα από την Ποίηση...

Carlos Alcolea. Matisse de día, Matisse de noche, 1977. Painting. Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofía Collection, Madrid.

Carlos Alcolea (A Coruña, 1949 - Madrid, 1992) is recognised as one of the leading protagonists of the so-called New Figuration in Madrid, which emerges in the early seventies and continues for the next decade and whose favourable reception coincides with an emerging trend towards a melange of critics, galleries and art markets.

Alcolea lives painting intensely and passionately, as a language of shapes, colours, gestures, winks and meanings. In the beginning, he adopts some basis from Pop showing his European side, with David Hockney as the main reference. Alcolea considers that paintings cannot be created from ideas, but from experience and vision, which leads him to vindicate the practice of art, painting as a trade and the theme as the ultimate foundation of the painting.

Recognisable in his work is a lively and acid colour palette as well as a tendency to use large fields of gently blurred colour, which result in luminous paintings. The role of the line, drawings and his art history lessons (from Titian Vecellio to Paul Cézanne, Claude Monet and Henri Matisse) can also be appreciated along with the concepts of paradox and reversibility, which manifest in the recurrence of the representation of the Möebius strip. Autorretrato. Moebius y su amigo (1975) is an example of this, as well as works like Dassein, (1977) and Matisse de Día, Matisse de Noche (1977), which act as formulae of distinction and "upon which painting is established and supported", as noted by Ángel González, curator of the exhibition.

Alcolea is a dandy and an intellectual who creates his own iconography stemming from a number of themes appearing at the beginning of his career. The artist emphasises these themes and their variations, because as he himself says, "thinking does not exhaust the idea." One of the recurring themes is swimmers and the pool so that he can then use water as a state (liquid) and as a medium as in Los Borrachos (1979-1980). The story of Lewis Carroll's Alice in Wonderland allows him to enter the magical world of underground adventures; another medium that fosters the imbalance. Thus, this alleged figuration present in the swimmers, intellectualised portraits of Ángel González (1980) or María Vela. Veccellia (1982) or figures extracted from imaginary Pop, such as the Queen of England, become an iconography of a swallowed experience.

His paintings are a balance between colour and composition, like in La camarera roja, (1973) or Finisterre (1988-1989) and within them, the clearly visible horizon line dominates. From 1975-1976 the size of the canvas grows and he works diptychs and triptychs in pieces such as Alicia en el país de las Maravillas or Alicia a través del espejo (1979), where he emphasises the duplication and consistency of materials "In or out of the painting, but in the frame" as the artist says.

Recognisable in his work is a lively and acid colour palette as well as a tendency to use large fields of gently blurred colour, which result in luminous paintings. The role of the line, drawings and his art history lessons (from Titian Vecellio to Paul Cézanne, Claude Monet and Henri Matisse) can also be appreciated along with the concepts of paradox and reversibility, which manifest in the recurrence of the representation of the Möebius strip. Autorretrato. Moebius y su amigo (1975) is an example of this, as well as works like Dassein, (1977) and Matisse de Día, Matisse de Noche (1977), which act as formulae of distinction and "upon which painting is established and supported", as noted by Ángel González, curator of the exhibition.

ΚΡΙΟΣ

Της νηφαλίου πομπής τα περιστέρια
Χτυπούν τα ράμφη τους στα γυάλινα ανθογυάλια
Κι’ από τα βήματα των οδηγών
Ανθούν τα κόκκινα λουλούδια των ενόρκων
Για την συσπείρωσι στους θάμνους
Της δεκτικής προδιαθέσεως των κρίνων
Στα βελουδένια γάντια των ανθρακωρύχων
Όταν σκορπούν τα σκύβαλα στους κύκνους.

Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ενδοχώρα»,.




ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΟΥΝ ΖΑΡΕΣ

Να μην έχουν ζάρες οι μορφές, αδρές,
ζάρες μίσους, πάθους, πόνου, μα χαρές,
στην ψυχή να πλένε και να μην ξεσπούν,
φυλαχτές για ωραίες, που θα τις χαρούν.
Είναι σαν εικόνες οι άνθρωποι βουβοί,
σαν ιππότες, άγιοι, όμορφοι, καλοί·
κατεβαίνουν όλοι δίχως πονηριά
μες στο μεσημέρι, μες στη δημοσιά.

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ




Ο ΚΥΚΝΟΣ

Ο μόχθος τούτος, που απ’ του ακόμα ακάμωτου τη γεύση
μπορεί να διέρχεται, μα σάμπως να φορά αλυσίδες,
τελείως με την άκτιστη του κύκνου μοιάζει πλεύση.

Μα και η θανή: ό,τι στη μη αντίληψη μάς κατεβάζει
αιτιών και λόγων που διορίσαμε ασφαλείς νησίδες,
με το περίτρομο κεφαλοβούτηγμά του μοιάζει –:

μες στα νερά που το χωνεύουνε γαληνεμένα,
γλυκά, στον όλβο μέσα μα και σαν παρωχημένα,
αποχωρούν και αποτραβιούνται ρεύμα με το ρεύμα,
κι ενόσω εκείνος, ηρεμότατος και με την τόση
ολοένα πιο βαθειά και πιο βασιλική του γνώση,
ατάραχος κινά να φύγει δίχως ένα γνεύμα.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

RAINER MARIA RILKE




ΦΩΝΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Στο κοίλωμα του χρόνου μια σπονδή
Και πέρασε η ώρα που περνάει
Κι όμως το βράδυ και το γέλιο σου κι αυτή η φωνή
Που πάει τόσο βαθειά μας και μαδάει
Δεν πέρασε στην ώρα που περνάει.

Και ο πόθος μας, χωρίς κανένας δισταγμός
Καθόλου να παρεμποδίζη
Έστω και τόσο δα την ηδονή
Που σφύζει μέσα μας ξανά και πλημμυρίζει
Σαν στρόβιλος του βαλς που πάλι ανθεί
Και σε σαλόνι πλήρες κόσμου φτερουγίζει
Θα την γεννήση πάλι την φωνή
Που πάει τόσο βαθειά μας και μαδάει

Κ’ έτσι σαν πράγματα που λαχταρούν πολύ
Και τούτες οι σταγόνες πια να πέσουν
Κ’ αίφνης πηδούν και πέφτουνε βροχή –
Στο κοίλωμα του χρόνου μια σπονδή
Πέφτουν και πέσανε κι ωστόσο θα μας μείνουν.

Και τίποτε δεν μας αφήνει πια
Χωρίς αυτές την νέα στιγμή που ζούμε να την ζούμε.

Ανδρέας Εμπειρίκος, «1934, Προϊστορία ή Καταγωγή».