Συγκέντρωση
για μη αναγνώριση του ληστρικού χρέους οργάνωσαν χθες το απόγευμα στο άγαλμα
Βενιζέλου στην Πλατεία Αριστοτέλους και κατόπιν στον Λευκό Πύργο στη Θεσσαλονίκη
διάφορες συλλογικότητες. Μέλη εκπαιδευτικών οργανώσεων, ΕΛΜΕ, σωματείων και
άλλων φορέων συμμετείχαν στη διοργάνωση της διαμαρτυρίας.
Μανόλης Αναγνωστάκης, Αναμονή
Κι
όμως η μυρουδιά της χυμένη παντού
Ξεχασμένη
σ’ όλο το δωμάτιο στις πιο απίθανες γωνιές
Σάμπως
να ζει ακόμη ανάμεσά μας!
Όμως
πρέπει να γύρισε ύστερα από τόσα χρόνια
Αυτές
τις ώρες την προσμένω κάθε βράδυ
Σχεδιάζοντας
με το μολύβι κόκκινα στόματα απάνω στο χαρτί
Όπως
και να ’τανε έπρεπε να τρίξει πάλι η πόρτα
Ας
είναι κι απ’ τον άνεμο.
Ας
είν’ με δυο ημικύκλια στεγνά πάνω στα χείλη
Στο
μέτωπο κατάμαυρες ραβδώσεις
Φτάνει
που θά ’ρθει μοναχά ύστερα από χρόνια
Σχεδιάζοντας
κόκκινα φλογερά στόματα απάνω στο χαρτί.
…Νόμισα
πως θα πνιγόμουνα!
*
Manolis Anagnostakis, Warten
So viele Jahre sind
es, bis sie zurück kommt…
Trotzdem schwebt
ihr Geruch überall
Liegt im ganzen
Raum auch in den verstecktesten Ecken
Als wäre sie noch
unter uns!
Aber sie müsste
nach diesen Jahren längst zurückgekommen sein
In dieser Zeit
erwarte ich sie jeden Abend
Zeichne mit dem
Bleistift rote Münder auf Papier
Egal wie, müsste
die Tür doch noch einmal knarren
Vielleicht auch mit
eingetrockneten Schwüngen auf ihren Lippen
Mit rabenschwarzen
Rillen auf der Stirn
Es genügt, dass sie
zurückkommt nach Jahren
Und feurige Münder
auf das Papier zeichnet.
… Ich meinte, zu
ersticken!
Μανόλης Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη,
Μέρες του 1969 μ.Χ.
Στην
οδό Αιγύπτου - πρώτη πάροδος δεξιά -
Τώρα
υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά
γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και
τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα
Άλλωστε
τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα
πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα
επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες,
καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες΄
Θυμούνται
τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν
έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν,
λένε
το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας
πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως
στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς
το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
-εγώ
συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται-
Τουριστικά
γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
-εμείς
μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-
Όπου
και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η
Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές
*
Manolis Anagnostakis, Thessaloniki,
Jahrestage 1969 n. Ch.
An der Ägyptischen
Allee - erste Nebenstraße links -
Schießen heute das
Hochhaus der Handelsbank,
Reisebüros und
Emigrationsbehörden in die Höhe.
Und die Kleinen
können nicht mehr wegen des dichten Verkehrs,
der vorbeirauscht,
auf der Straße spielen.
Außerdem sind die
Kinder älter geworden,
die Zeit, die ihr
gekannt, ist vergangen
Jetzt lachen sie
nicht mehr, flüstern sich keine Geheimnisse zu,
Diejenigen
allerdings, die überlebten,
denn es kamen
seither schwere Krankheiten,
Hochwasser,
Untergänge, Erdbeben, gepanzerte Soldaten,
Εrinnern sich an
die Worte des Vaters: du wirst bessere Tage sehen
Es ist nicht von
Bedeutung, wenn sie die am Ende nicht kennen gelernt haben,
Sie erzählen das
Gleiche ihren Kindern
Hoffen weiter, dass
irgendwann der Kreis durchbrochen wird
Vielleicht bei den
Kindern ihrer Kinder oder den Kindern ihrer Kindeskinder Zur
Zeit aber, an der
alten Straße, von der wir erzählten, erhebt sich die Handelsbank
- ich handle, du
handelst, er handelt –
Reisebüros und
Emigrationsbehörden
- wir emigrieren,
ihr emigriert, sie emigrieren –
Wohin ich auch
fahre, Griechenland verletzt mich, sagte der Dichter
Griechenland mit
den schönen Inseln, den schönen Büros, den schönen Kirchen
Μανόλης Αναγνωστάκης, Οι νικημένοι
Ανάβαλες
την τελευταία πάντα μέρα τη φυγή σου,
Είχαμε
μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού,
Νοσταλγούσαμε
τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ’ όνειρο,
Όμως
ποιός δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πληγώσαν τα χρόνια μας,
Ποιός
δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκερο
Και
βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας,
αισθήματα
πιο πλούσια από τ’ άναμμα της σάρκας;
Ξέρεις
πως πια ξεχάσαμε τ’ αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους,
Ξέρεις
πως θά ’ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας.
Συντροφεύοντας
τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες
Χωρίς
δίπλα μας να ’ναι κανείς ν’ ακούσει την αγωνία της φωνής μας.
Αγαπήσαμε
μια τρικυμία καινούρια,
Κι
όμως γιατί ν’ αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία;
Και
μένουμε δυο νικημένοι μ’ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.
*
Manolis Anagnostakis, Die Besiegten
Du hattest die
Flucht immer wieder verschoben bis auf den allerletzten Tag,
Beide spürten wir
tief in uns die Panik vor Trennung
Wir sehnten uns
sehr unsere Ungewissheiten an den Traum zu verlieren
Aber wer gäbe nicht
auf die weißen Sommer acht, die unsere Jugend verletzen
Wer glaubte, dass
wir unsere Pflicht schon ganz erfüllt hätten
Und jetzt finden
wir die im entscheidenden Moment gefangenen Schwüre unserer Jugend, reichere
Gefühle als bloße Erregung der Lust
Du weißt, dass wir
die unbekümmerten Kinder schon vergessen hatten, die ihr Lachen verschenkten,
Du weißt, dass ein
Tag kommen wird, an dem wir uns gedankenlos unser Selbst überstreifen.
Indem wir unseren
kostbaren Zweifeln Gesellschaft leisteten, blieben wir endlos wach in den
Nächten,
Ohne dass jemand
bei uns war, der die Agonie hörte, die in unserer Stimme lag.
Wir haben einen
neuen Orkan geliebt,
Aber warum zweifeln
wir immer am fälligen Datum?
Und wir zwei
bleiben wir von vergeblichen und banalen Gewohnheiten Besiegte.
Μανόλης Αναγνωστάκης, Το
σκάκι
Θα
σου χαρίσω τη βασίλισσά μου.
(Ήταν
για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα
δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα
σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα
πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν
πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι
ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι
ύστερα τόσους στρατιώτες τί τους θέλω;
(Τραβάνε
μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα,
και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσω
Μονάχα
ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Που
ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας
τη μια άκρη ως την άλλη
Γελώντας
μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας
μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας
τις στέρεες παρατάξεις.
Κι
αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.
*
Manolis Anagnostakis, Schach
Ich werde dir meine
Königin opfern.
(Sie war einmal
meine Geliebte
Nun habe keine
Geliebte mehr )
Ich werde dir meine
Türme opfern
(Jetzt erschieße
ich meine Freunde nicht mehr
Sie sind lange vor
mir gestorben)
Und dieser König
war nie der meine.
Und was will ich
mit so vielen Läufern?
(Sie ziehen nach
vorne, blind, ganz ohne Vision)
Αlles, auch meine
Springer werde ich dir schenken
Nur den Narren
behalte ich
Der vermag, auf
einer einzigen Farbe zu gehen
Quer vom einem Ende
zum anderen
Lachend im
Angesicht deiner Rüstungen Zahl
Plötzlich in deine
Reihen tretend
Versetzt er die
soliden Flügel in Aufruhr.
Und diese Partie
wird niemals enden.
Μανόλης Αναγνωστάκης, Θα΄ρθει
μια μέρα
Θα΄ρθει
μια μέρα που δε θα΄χουμε τι να πούμε
Θα
καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η
σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη,
μα
δε βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω
Θα
ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία
ή
για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.
Ο
κόσμος ψάχνει σ΄όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα,
Σκέφτομαι
συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή
που
δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απ΄την
Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη,
είναι
κάτι κι αυτό δε μπορείς να το αμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε
– θυμήσου – ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ
-ξεχνώ
πάνω σε τι – κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.
Μια
μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου
αλλά
κι εκεί θα΄ρθεις και θα με ζητήσεις.
Δε
μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς μοναχός του.
*
Manolis Anagnostakis, Ein Tag wird kommen
Ein Tag wird
kommen, an dem wir uns nichts zu sagen haben
Wir werden einander
gegenüber sitzen und uns in die Augen schauen
Mein Schweigen wird
dir sagen: wie schön du bist du,
und da ist keine
andere Weise, es auszusprechen.
Wir werden
irgendwohin fahren, aus Langeweile
oder nur um zu
sagen, dass wir dort gewesen sind.
Die Leute suchen
Zeit ihres Lebens, um wenigstens die Liebe zu finden,
aber sie finden gar
nichts.
Ich denke oft, dass
unser Leben so kurz ist,
dass es sich kaum
lohnt, damit anzufangen.
Von Athen aus werde
ich nach Montevideo oder auch nach Shanghai gehen,
das ist schon mal
was, da kannst du nichts sagen.
Wir rauchten eines
Abends während einer Diskussion - erinnere dich! –
unendliche viele
Zigaretten - ich vergaß worüber wir sprachen
und das ist schade,
denn es war so sehr interessant.
Wenn ich doch eines
Tages fortginge!
Aber du würdest
überallhin gehen, um mich zu finden.
Man kann, mein
Gott, nicht alleine fortgehen.
Ο
Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ιατρική
και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη . Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου
στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Για την πολιτική του
δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949
καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Δημοσίευσε ποιήματα και
κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά.Έγραψε ποίηση, κριτικά κείμενα και
δοκίμια. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά
και μελοποιήθηκαν από αρκετούς συνθέτες, μεταξύ των οποίων είναι και ο Μίκης
Θεοδωράκης.
*
Manolis
Anagnostakis (1925-2005) wurde in Thessaloniki geboren, studierte Medizin in
Wien und arbeitete er als Facharzt für Radiologie in Thessaloniki. 1978 zog er
nach Athen. Aufgrund seiner politischen Aktivitäten in der griechischen
Studentenbewegung wurde er von 1948 bis 1951 inhaftiert und im Jahr 1949 durch
eine provisorisches Gericht zum Tode verurteilt. Er veröffentlichte Gedichte
und kritische Anmerkungen in Literaturzeitschriften, kritische Essays und
Aufsätze. Seine Gedichte wurden ins Englische, Französische, Deutsche und
Italienische übersetzt und von verschiedenen Komponisten, darunter Mikis
Theodorakis, vertont.
Φωτογραφίες:
© Κωνσταντίνος Βακουφτσής