Χανς
Μπέλμερ, Η κούκλα, 1934. Hans Bellmer, La Poupée, 1934.
Κάποιος
«Ο Μπλέσνερ είναι ένας μάλλον αγχώδης τύπος.
Κινείται βιαστικά με κινήσεις κοφτές, κοντές και γρήγορες. Το ίδιο και η ανάσα
του που εγκλωβίζεται στην περιοχή του στήθους –μια ξύλινα σανίδα χωρίζει το
στομάχι του από την κοιλιά αποκόβοντας την επικοινωνία ανάμεσα στο πάνω και το
κάτω μέρος του σώματος. Ο Μπλέσνερ είναι ένας κομμένος άνθρωπος. Κάποιες φορές
αλλού πηγαίνουν τα πόδια του κι αλλού το υπόλοιπο κορμί και το κεφάλι του,
σπασμένη κούκλα. Όταν κάθεται, το κεφάλι του πέφτει βαρύ ανάμεσα στα ανοιγμένα
πόδια, αμφιβάλλω αν κοιτάζει τη γη, καμπύλη τόξου η πλάτη του.
Hans Bellmer, Child and Seeing
Hands, c. 1950.
»Είναι Σάββατο βράδυ, τα μαγαζιά κλειστά. Με δικά
του κλειδιά, μπαίνει γρήγορα σ’ ένα πολυκατάστημα, σχεδόν βιάζοντας την
κλειδαριά με το κλειδί. Ο φύλακας του ισογείου δεν κουνιέται καθόλου από τη
θέση του –είναι συνηθισμένος να τον βλέπει οποιαδήποτε ώρα. Εξάλλου, και να του
μιλήσει, με τα ζόρια ο Μπλέσνερ θα του απευθύνει κουβέντα, και μάλιστα με τρόπο
που υπονοεί «άσε με ήσυχο». Ο μόνος λόγος που μπορεί κάποια φορά να σηκωθεί ο
όποιος φύλακας του ισογείου είναι για ν’ ανοίξει αυτός την πόρτα, γιατί τα
νευρικά χέρια του νυχτερινού επισκέπτη δεν μπορούν να ενώσουν το κλειδί με την
κλειδαριά –κομμένα κι αυτά όπως το σώμα του. Καμιά φορά, ο φύλακας τον αφήνει
να παιδεύεται για λίγη περισσότερη ώρα απ’ ό,τι αντέχει το νευρικό σύστημα του
Μπλέσνερ. Τότε τα χέρια του ιδρώνουν, τα δάχτυλά του στάζουν, οι παλάμες του
γεμίζουν υγρό, όπου το κλειδί κολυμπάει σαν υβριδικό έμβρυο γλιστρώντας από
κάθε σταθερό πιάσιμο. Το μόνο που μπορεί να κάνει εκείνη τη στιγμή ο Μπλέσνερ
είναι να το δει σαν αισθητικό φαινόμενο και να το απολαύσει ως τέτοιο –«Το
κλειδί που κολυμπάει»-, μέχρι να έρθει ο φύλακας και να του ανοίξει. Αλλά τότε
ξεχνιέται και μένει απ’ έξω παρακολουθώντας το έργο τέχνης που σχηματίστηκε
μπροστά στα μάτια του.
»Ανά πάσα στιγμή είναι στο κατάστημα, τον βλέπουν
πάντα να έρχεται, ποτέ να φεύγει, και αυτό αφήνει στους πάντες την αίσθηση ότι
είναι πάντα εκεί, ότι, ακόμη κι όταν δεν τον βλέπουν, είναι εκεί. Ποτέ δεν
ανεβαίνει τους οκτώ ορόφους του πολυκαταστήματος με τον γυάλινο ανελκυστήρα.
Κάποιες φορές χρησιμοποιεί τις κυλιόμενες σκάλες, συνήθως ανεβαίνει από τη
γυριστή σκάλα που βρίσκεται στο κέντρο του κτιρίου, μια τρύπα που ενώνει το
πάνω με το κάτω, πλάι σ’ ένα τεράστιο οδοντωτό ατσάλινο πριόνι που υποτίθεται
ότι διαπερνά το κτίριο σχίζοντάς το, αλληγορία για τον βιασμό της γης –ο
Μπλέσνερ το προτιμά να βγαίνει από τη θάλασσα, οι ιδιοκτήτες το αξιοποίησαν
διακοσμητικά, κρέμασαν κρεμάστρες με ρούχα από τα δόντια του, ωραίο το θέαμα,
πολύχρωμο και αεράτο.
»Το δάπεδο και το ταβάνι των ορόφων δεν είναι από
συμπαγές μπετόν αλλά από χοντρό χρωματιστό γυαλί –σε κάθε όροφο διαφορετικό
χρώμα. Πυκνό πλέγμα από μεταλλικές δοκούς στηρίζουν καλά τα γυάλινα
διαχωριστικά των ορόφων δημιουργώντας στον επισκέπτη του κτιρίου –πάντως όχι
στον πελάτη του πολυκαταστήματος– την αίσθηση ενός δάσους ή υπόγειων
στηριγμάτων πάνω στα οποία στερεώνονται επιφάνειες. Μόνο που ο
θεατής-παρατηρητής του κάθε ορόφου δεν μπορεί να ξέρει τι υπάρχει πάνω σε αυτές
τις επιφάνειες του κάθε πάνω ορόφου («ρούχα, αγαπητέ μου Μπλέσνερ, είδη
άθλησης, καλλυντικά, τσάντες, ζώνες και άλλα ασεσουάρ, είδη προς πώληση, πόσες
φορές θα σου το πω;»). Ειδικά ο τρίτος όροφος που έχει μπλε δάπεδο μοιάζει να
είναι το κάτω μέρος από τον βυθό θάλασσας –τον κρατούν τα υπόγεια στηρίγματα
των δοκών–, ενώ οι σκιές που βλέπουν οι θεατές του δεύτερου ορόφου που κοιτούν
προς τα πάνω θυμίζουν θαλάσσιες υπάρξεις, φύκια που αιωρούνται στον ρυθμό
υποθαλάσσιων ρευμάτων, ψάρια που κολυμπούν νωχελικά ή διεισδύουν σβέλτα ανάμεσα
στα βράχια («πόδια ανθρώπων είναι, καλέ μου Μπλέσνερ, και τα βράχια μέσα στα
οποία εσύ βλέπεις –και νομίζεις ότι βλέπουν και οι άλλοι– να μπαίνουν ψάρια ή
να βγαίνουν από αυτά, είναι πάγκοι όπου εκτίθενται προϊόντα προς πώληση, πόσες
φορές θα σου το πω;»).
Hans Bellmer, Bound. Unica Zürn, 1959.
»Αλλά βέβαια ο Μπλέσνερ θα προτιμούσε τα δάπεδα να
είναι διαφανή, προς Θεού όχι από κάποια διαστροφή, όχι για να βλέπει τα πόδια
των γυναικών βαθιά μέχρι τη χοάνη του κόλπου τους· για άλλους λόγους.
***
Hans Bellmer et la poupée.
Ο Μπλέσνερ
«Κυρίες και κύριοι, χαίρετε. Λέγομαι Μπλέσνερ.
Είμαι διακοσμητής σε μεγάλα καταστήματα, για την ακρίβεια τα τελευταία χρόνια
σε ένα μόνο κατάστημα, πολυκατάστημα. Δεν το διάλεξα εγώ, δεν είχα αυτή την
πολυτέλεια, δουλειά έψαχνα. Στην αρχή, για να με δοκιμάσουν, να δοκιμάσουν τις
ικανότητές μου, μου έδωσαν έναν όροφο. Έπρεπε να ντύνω τις κούκλες με τα ρούχα
που μου έδινε ο υπεύθυνος του ορόφου –μου έδωσαν τον όροφο με τα γυναικεία
ρούχα.»
***
Augusto Giacometti, Adam and Eve,
1907.
Η γυναίκα
«Όταν τον είδα, είπα ότι είναι κατάλληλος για το
γυναικείο τμήμα. Στεκόταν αμήχανα μπροστά μου, τα μάτια του τα είχε ριγμένα στο
πάτωμα και δεν κατάφερα να τον κάνω να τα σηκώσει παρά το επίμονο βλέμμα μου
και την παρατεταμένη κάποιες φορές σιωπή μου. Η δειλία του, μπορεί και συστολή,
με έκανε να υποψιαστώ έναν άνθρωπο με πολλές φαντασιώσεις. Αυτές χρειαζόμουν
για να δώσει στις βιτρίνες μου το ξεχωριστό που ήθελα αλλά δεν μου το έδινε
κανείς. Όλο συντηρητικά πράγματα ή εξεζητημένα μοντέρνα. Δεν μου έδωσε το χέρι
του, όταν έτεινα το δικό μου για χειραψία, μετά, είπε. μετά, μου
είπε, όταν, καιρό αργότερα, ζήτησα να πιάσω τα χέρια του –το ενδιαφέρον μου,
μπορεί περιέργεια, ήταν καθαρά καλλιτεχνικό, ήθελα να πιάσω τα χέρια ενός
καλλιτέχνη, διέφεραν από τα χέρια των μη καλλιτεχνών; Δεν μου τα έδωσε.
μετά, είπε. Όταν τα έδωσε, αποκαλύφθηκε. Τα χέρια του.»
***
Portrait de Hans Bellmer et de Unica Zürn, 1955.
Ο Μπλέσνερ
«Βγαίνω τα βράδια στους δρόμους και κάνω μεγάλες
βόλτες στους εμπορικούς δρόμους της πόλης. Στέκομαι μπροστά στις βιτρίνες,
μικρές βιτρίνες, μεγάλες, καταστήματα με φθηνά ρούχα, με ακριβά –όλα με
ενδιαφέρουν. Στην αρχή έφτιαχνα τη δική
μου αντιγράφοντας, κάμνοντας ό,τι πίστευα πως θα ικανοποιούσε πελάτες
και εργοδότες, την κυρία που με προσέλαβε. Μου έλεγε καλές κουβέντες,
ενθαρρυντικές, αλλά το βλέμμα της ήταν σβησμένο, συμβατικό, δεν ήταν
ικανοποιημένη, δεν της έδινα αυτό που περίμενε. Τι περίμενε; Η επιδοκιμασία δεν
ερχόταν. Μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα.
»Από μικρός άκουγα πόσο χαρούμενες είναι οι γιορτές
–εγώ τις βίωνα με θλίψη, μοναχικά και στη γωνία. Ως ενήλικος, διακοσμητής, και
μέσα από τη βιτρίνα πια, βλέπω ανθρώπους να στέκονται μπροστά από μια,
περισσότερο για να δουν τον εαυτό τους στο τζάμι, αφηρημένα, το ίδιο αφηρημένα
να φτιάξουν το παλτό ή τα μαλλιά, παρά για να δουν τα εμπορεύματα, μετά
μπαίνουν μέσα και επιλέγουν, αναγκαστικά –έχουν υποχρεώσεις, παιδιά,
βαφτιστήρια, χριστουγεννιάτικα τραπέζια–, βιασμένα γιορτινά χαμόγελα –να
πείσουν τον εαυτό τους ότι είναι μέσα στο πνεύμα των ημερών, και να το δείξουν.
Κάποιοι μπαίνουν μέσα όχι για να ψωνίσουν αλλά για να αγγίξουν μέσα στην
πολυκοσμία ανθρώπους, κατά λάθος, κι όμως επίτηδες, από ανάγκη, όχι σεξουαλική.
Πιάνουν κουβέντα με τις πωλήτριες –«Αυτό είναι καλύτερο ή εκείνο; Διαλέξτε αντί
για μένα, βασίζομαι στη γνώμη σας» –μόνο και μόνο για να ακούσουν τον ήχο της
φωνής τους, να εξασκηθούν στη μητρική τους γλώσσα που κοντεύουν να ξεχάσουν μέσα
στην τόση σιωπή, να ακούσουν από κοντά τη φωνή ενός άλλου ανθρώπου, να μυρίσουν
ένα χνώτο, κι ας είναι πεινασμένο, να δουν από κοντά ένα χαμόγελο, κι ας είναι
φανερό ότι είναι ένα κατά παραγγελία από την εργοδοσία χαμόγελο, οι επόπτες των
ορόφων παρακολουθούν και σημειώνουν σε καρνέ, η όποια αύξηση στον μισθό, μπορεί
και μείωση, είναι συνάρτηση του πόσο πλατύ και
πειστικό είναι το χαμόγελο πωλητών και πωλητριών. Όταν τελείωνει το
ωράριό τους, μαζεύονται στις τουαλέτες και βοηθά ο ένας τον άλλον να χαλαρώσει
τους μύες του προσώπου, για οκτώ ώρες συσπασμένοι στην ακινησία του χαμόγελου,
οκτώ ώρες χαμόγελου –«Γιατί δεν χαμογελάς, που να σε πάρει ο διάβολος;»–, ο
καθένας στρώνει το δέρμα στο πρόσωπο του άλλου σαν να είναι από εύπλαστο υλικό,
μικρά τσιμπηματάκια, μασάζ, μετακινεί κόκκαλα, κρακ -πώς και δεν βιώνουν
ερωτικά την αφή;- το πρόσωπο κρεμάει, τα μάτια αδειάζουν –δεν αρκεί ο χρόνος
μέχρι το επόμενο οκτάωρο για να γεμίσουν από τη δική τους ύπαρξη, αρκετοί δεν
αντέχουν το διαδοχικό άδειασμα και γέμισμα του κουβά, αποφεύγουν να
σφουγγαρίζουν. Γιατί δεν χαμογελάς; Μη με δείρεις. Γιατί δεν χαμογελάς, που να
σε πάρει ο διάβολος;
Hans Bellmer, Les jeux de la poupée,
1949.
»Αυτό είναι το κυρίαρχο πνεύμα των ημερών –μέσα και
έξω από το κατάστημα. αυτό
έδειξα στη βιτρίνα μου. Ζήτησα να φτιάξουν τις κούκλες όπως συνήθως, το
μακιγιάζ ίδιο –μεγάλες βλεφαρίδες, κόκκινα μάγουλα, έντονα βαμμένα χείλη,
υπομειδιούσαν υποσχετικά, μαλλιά πασπαλισμένα με χρυσόσκονη –το βλέμμα
στραμμένο προς τα κάτω. Μόνο αυτό. Τις έστησα δίπλα δίπλα, την καθεμία με το
κεφάλι στραμμένο στην άλλη, καμία δεν κοιτούσε την άλλη, ούτε καν το
παιδάκι-κούκλα με το πλατύ χαμόγελο που τοποθέτησα ανάμεσα σε μια γυναικεία
ενήλικη και μια ανδρική, η αγία οικογένεια των Χριστουγέννων. Σε κάποιες έβαλα
στα χέρια μια μεγάλη χρωματιστή χριστουγεννιάτικη μπάλα, στο δάπεδο τοποθέτησα
συγκεντρωμένες πολλές μικρές, μία φορά μεγάλο το είδωλο του υποψήφιου
πελάτη-παρατηρητή της βιτρίνας στη μεγάλη μπάλα, πολλές φορές μικρό το είδωλό
του στις μικρές μπάλες. Για να τις τοποθετήσω ομοιόμορφα, χρησιμοποίησα το
ξύλινο τρίγωνο που έβλεπα νεαρός στα μπιλιάρδα, έβαζαν μέσα σε αυτό τις
πολύχρωμες μπάλες και μετά το αφαιρούσαν –το ίδιο έκανα κι εγώ, κάποια που πήγε
να κυλήσει την έσπρωξα μαλακά πίσω στη θέση της με το δάχτυλό μου. Πλάι σε
αυτές είχα τοποθετήσει ένα ζευγάρι ανδρικά παπούτσια, σκαρπίνια για το βράδυ
της Πρωτοχρονιάς, παπούτσια που δεν τα φορούσε καμιά κούκλα, παπούτσια που
χωρίς κανέναν στέκονταν μπροστά στις τριγωνικά τοποθετημένες στρόγγυλες μπάλες,
ούτε καν μια αίσθηση κινδύνου ότι τα παπούτσια θα μπορούσαν να τις
θρυμματίσουν, καμία κίνηση. Στον τοίχο της βιτρίνας, πίσω ακριβώς από μία
κούκλα, τοποθέτησα έναν καθρέφτη, που σε συνδυασμό με το τζάμι της βιτρίνας και
τις πολύχρωμες μπάλες, δημιουργούσε πολλαπλά είδωλα –της κούκλας, του απέναντι
καταστήματος, των αμαξιών που ήταν παρκαρισμένα μπροστά, των περαστικών.
»Αυτά τα Χριστούγεννα μένω με τις ώρες πίσω από τη
βιτρίνα μου παρατηρώντας τους περαστικούς που στέκονται μπροστά της –τότε ήταν
που ζήτησα από την κυρία που με προσέλαβε να με αφήσει να παραμείνω στο
κατάστημα και όταν θα έκλεινε, όταν οι άνθρωποι δεν θα αισθάνονταν καμία
υποχρέωση να μπουν μέσα και να αγοράσουν κάτι. Αυτές τις νεκρές ώρες στέκονται
μπροστά και κάτι σαν να αναγνωρίζουν στο βλέμμα της κάθε κούκλας, οικεία,
συγγενής. Ύστερα χάνονται στον πολλαπλασιασμό της εικόνας τους –στις μπάλες,
στον καθρέφτη, στο τζάμι, στα τζάμια των αυτοκινήτων που περνούν. Κάπου εκεί
χάνονται με το μέσα και το έξω –τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα μοιάζουν να είναι
μέσα στη βιτρίνα, οι διερχόμενοι στον δρόμο περνούν σαν σκιές μπροστά και
ανάμεσα σε κούκλες και μπάλες, κάποιοι που μπλέκονται στη σύγχυση των πολλαπλών
ειδώλων γυρνούν προς την πλευρά του δρόμου, ώστε με σιγουριά και ασφάλεια να
διαχωρίσουν το μέσα και το έξω. Πρώτη φορά βλέπω το βλέμμα της γυναίκας που με
προσέλαβε να γεμίζει από μη προσποιητή, μη συγκαταβατική ικανοποίηση.»
***
Η
γυναίκα
«Αισθάνομαι δικαιωμένη, επιτέλους μπορώ να κοιτάξω
ειρωνικά όσους αμφισβητούσαν την επιλογή μου να προσλάβουμε τον Μπλέσνερ. Δεν
είναι μόνο δικαίωση, όχι, να δεις τι είναι… Ικανοποίηση, ευχαρίστηση, όχι όμως
άδολη…, αρχίζει και αποκαλύπτεται, ξεγυμνώνεται. Θα του δώσω όλες τις
ευκαιρίες. Θέλω να τον δω να τρομάζει.»
***
Κάποιος
«Δεν τρόμαξε. Παθιάστηκε.»
***
Hans Bellmer, Sans titre.
Ο Μπλέσνερ
«Σταδιακά έπαθα ψύχωση με τις κούκλες, αυτό
τουλάχιστον έλεγαν, τους άκουγα. Εγώ ανακάλυψα έναν κόσμο.»
***
Hans Bellmer, L’oeuf, 1971.
Κάποιος
«Έχει πάθει ψύχωση με τις κούκλες. Ανιχνεύει το σώμα
τους θαρρείς και είναι ζωντανές υπάρξεις. Μόλις του φέρνουν μια καινούρια,
απλώνει τα χέρια του στο στήθος της, πιάνει τα χέρια, ψάχνει τις φλέβες στους
καρπούς, δεν έχει αλλά αυτός τις πιάνει. Τα μάτια του είναι πολύ κοντά στο
σημείο που ερευνά, το άγγιγμά του είναι απαλό, ακόμη και στην περιοχή του
άτριχου αιδοίου –θα μπορούσε κανείς να αναζητήσει στην ψυχή του αρρωστημένους
ερωτισμούς ή έναν ερωτισμό που δεν μπορεί να εκδηλωθεί σε ζωντανή ύπαρξη, μου
είναι αδιάφορα όλα αυτά, εγώ τον φωτογράφησα την ώρα που έβαζε το δάχτυλό του
στον αφαλό μιας κούκλας, αργότερα θα έδειχνε μία ξαπλωμένη στο δάπεδο με τον
αφαλό γεμάτο από ένα κόκκινο υγρό που άφηνε μια ανεπαίσθητη κόκκινη γραμμή στο
πλάι σαν να κυλούσε, με το ίδιο υγρό γέμισε όλες τις εσοχές. Με την ίδια
προσοχή παρακολουθεί το σχήμα του προσώπου, την καμπύλη στο μάγουλο, στο φρύδι,
στο αυτί, τη γραμμή στη μύτη. Χαίρεται να βυθίζει το δάχτυλό του στο λακκάκι
ανάμεσα στο κάτω χείλος και το πηγούνι –αργότερα θα ζητήσει από τον
κατασκευαστή να προσθέσει δύο ακαθόριστες καμπύλες ρυτίδες δεξιά και αριστερά
από το στόμα –οι ρυτίδες του γέλιου, λέει. Όταν δεν θα μπορούσαν πια να ικανοποιήσουν
τις κατασκευαστικές του ιδιοτροπίες οι βιοτέχνες του είδους, θα αναλάμβανε ο
ίδιος και αυτό το κομμάτι της παραγωγής. Στο μεταξύ εξακολουθεί να ανιχνεύει τη
γεωγραφία του σώματός τους με την προσοχή εραστή προς ερωμένη. Όταν κάτι τον
ικανοποιεί –δύσκολο να καταλάβει κανείς τι τον ικανοποιεί κάθε φορά– ενώνει τις
παλάμες του και τις χτυπά, χωρίς όμως να κάνει μεγάλο άνοιγμα, μωρό που
ανακαλύπτει για πρώτη φορά τον ήχο από το χτύπημα των δυο χεριών, κάποιες φορές
τα ενώνει στο κάτω μέρος και κινεί το επάνω, τρίγωνο που ανοιγοκλείνει. Την
ίδια παρατηρητικότητα δείχνει και όταν περιηγείται τον χώρο της άδειας βιτρίνας
πριν τη γεμίσει με το περιεχόμενο των καινούριων εμπορευμάτων, με κούκλες και
ό,τι άλλο του ταιριάξει, ακουμπά τις γυμνές επιφάνειες –με κάποιο τρόπο νομίζω
ότι συνομιλούν, ο Μπλέσνερ και οι γυμνές επιφάνειες, κάτι του λένε. Οι ιδέες
του Μπλέσνερ, ο ίδιος ο Μπλέσνερ σταδιακά ελευθερώνεται και όσο ελευθερώνεται
το σώμα του κινείται με έξαψη. Τώρα θα εμφανίσει και σωματικά συμπτώματα που δεν
ήξερε ότι είχε –μάλλον δεν τα είχε παρατηρήσει.»
***
Ο
Μπλέσνερ
«Ιδρώνω, τα χέρια μου στάζουν, η κούκλα μου
γλιστράει, την ταλαιπωρώ, δεν μπορώ να τη ντύσω εύκολα –συγγνώμη. Τα πόδια μου
κρυώνουν απότομα, κρύα και ιδρωμένα, τις ανατριχιάζω. Είμαι εξαρτημένος από τις
κούκλες μου.»
***
Hans Bellmer, La poupée,
1935/36.
Η γυναίκα
«Οι ιδέες που είχε στο μυαλό του ελευθερώνονται,
σταδιακά ξεδιπλώνονται μπροστά του. Σε κατάσταση πυρετού στήνει όρθιες τις
κούκλες, τις ξαπλώνει, τις σπάει, τις ξανασυναρμολογεί, αλλιώς όμως τώρα,
διαφορετικά από πριν. Του παραχωρήσαμε έναν ολόκληρο όροφο για να εργάζεται.
Τον γέμισε με κούκλες. Κάποτε τις στήνει όρθιες και περπατά ανάμεσά τους.
Άλλοτε τις κρεμά από το ειδικό μηχάνημα, πατάει το κουμπί κι αυτές αρχίζουν και
γυρνούν γύρω γύρω –αυτό μας επιτρέπει εύκολα να διαλέγουμε την κατάλληλη κούκλα
για τον σκοπό και τη θέση που θέλουμε. Εκείνο που τον ενδιαφέρει πια δεν είναι
το ντύσιμο της κούκλας –αυτό το αφήνει στους βοηθούς που του παραχωρήσαμε–, τον
ενδιαφέρει το στήσιμό τους, οι μεταξύ τους σχέσεις, οι σχέσεις που αναπτύσσουν
με τους ανθρώπους που περνούν ανάμεσά τους, μια ιστορία που θέλει να πει.
Παίζει με τα μέλη των σωμάτων, δοκιμάζει τις αντοχές και τα όριά τους, τις
δυνατότητες που του δίνουν –ένα χέρι ψηλά, πόδια σε διάταση, δύο δεξιά χέρια,
δύο αριστερά πόδια, κεφάλι… –τίποτε δεν μπορούσε να κάνει με το κεφάλι, ούτε
καν να το βγάλει, τον περιόριζε το άκαμπτο υλικό. Ζήτησε να φτιάχνει μόνος του
τις κούκλες, αδύνατο να του παραχωρήσουμε και άλλο όροφο για εργαστήριο. Του
επιτρέπουμε να πηγαίνει στο εργαστήριο όπου κάνουμε τις παραγγελίες μας.
Δυσανασχετούν μαζί του. Μετέτρεψε το εργαστήρι τους από βιοτεχνία σε
χειροτεχνείο. Παρεμβαίνει στα υλικά κατασκευής, ζητά διαφοροποιήσεις από κούκλα
σε κούκλα, όλες όμως τις θέλει εύπλαστες, ώστε να μπορεί να τοποθετεί τα μέλη
όπως αυτός θέλει, να τα βγάζει. Ανέβασε το κόστος, δεν μπορώ να του ανακόψω το
πάθος του που ξεπερνά ή υπερπληρώνει τους σκοπούς για τους οποίους προσλήφθηκε.
Ο Μπλέσνερ είναι καλλιτέχνης. Τρυπώνω στον μυστικό χώρο της δουλειάς του και βλέπω
όσα δεν έχει δείξει μέχρι τώρα. Άραγε τρομάζει; Εγώ, πάντως, χαμογελώ με
ικανοποίηση, όχι άδολη. Ο Μπλέσνερ ξεγυμνώνεται.»
***
Ο
Μπλέσνερ
«Είμαι διακοσμητής. Πλησιάζουν Αποκριές. Έχω πολύ
δουλειά. Θα κρεμάσω γύρω από την κεντρική γυριστή σκάλα που συνδέει τους
ορόφους μεταξύ τους γυαλιστερές νάιλον χρωματιστές με τα χρώματα του ουράνιου
τόξου σερπαντίνες, οκτώ όροφοι επί τρία μέτρα ο κάθε όροφος… θα χρειαστώ πολλά
μέτρα, χιλιόμετρα. Και προσωπεία, πολλά, δεκάδες. Χρειάζομαι μηχανικές κούκλες,
κούκλες που με εσωτερικούς μηχανισμούς να κινούνται. Κάποιες θα φορούν τις
μάσκες τους, προτιμώ τις άσπρες, τις ουδέτερες, χωρίς κανένα χαρακτηριστικό,
ολόκληρες, όχι μισές, όχι τις στολισμένες, όχι τις βενετσιάνικες. Και δεν θα
αποκαλύπτεται το φύλο τους –γυναικείες φορεσιές και μακριά μαλλιά δεν σημαίνουν
τίποτε, Αποκριές είναι, μπορεί ένας άνδρας να έχει μεταμφιεστεί με γυναικείο
κουστούμι –ποιος ξέρει;
Θα έχω και κοντές κούκλες με παρόμοιες μάσκες, παιδιά, νάνοι, κάποιες θα
βγάζουν άναρθρους ήχους ή λέξεις που μόλις πάνε να σχηματιστούν, μωρού. Το
στόμα δεν θα κινείται, εγγαστρίμυθος. Σκέφτομαι να στήσω και μερικές κούκλες σε
κύκλο. Η καθεμιά θα αναπαριστά μια διαδοχική κίνηση στο φόρεμα της μάσκας ή στο
ξεφόρεμά της –ανάλογα με ποια φορά θα το βλέπει κανείς, από δεξιά ή από
αριστερά. Η μία θα την κρατά στο χέρι, κρεμασμένη δίπλα στον κορμό της. Η
διπλανή της, ακριβώς όμοια με την προηγούμενη κούκλα, θα έχει σηκώσει λίγο το
χέρι της, μέχρι την τελευταία που θα την έχει προσαρμόσει στο πρόσωπό της και
θα την κρατά από κάτω, στο πηγούνι, για να μην της πέσει. Σκέφτομαι στο άλλο
χέρι της κάθε κούκλας, κρεμασμένο κάτω, να προσθέσω ένα ακόμη προσωπείο, σαν να
το δίνει η μία στην άλλη, κρυφά όμως.»
***
La Poupée
Κάποιος
«Ο όροφος του Μπλέσνερ είναι γεμάτος –με δυσκολία
βγάζουμε τον κόσμο έξω, πρέπει να κλείσουμε. Κινούμαι ανάμεσα στους θεατές
–προσέχετε που δεν μιλώ για πελάτες; –, ακούω σχόλια, σιωπές, παρατηρώ.
Στέκονται απέναντι στις κούκλες και τις κοιτούν επίμονα –κάποιες φορές
παρακαλάω: “Ας μιλήσουν τέλος πάντων…”. Ποιος; Η σιωπή της κούκλας λειτουργεί
προκλητικά, διεγείρει, κάποιες φορές θυμούς –μίλα τέλος πάντων. Το απρόσωπο του
προσώπου της καθεμιάς το φορτίζει με τα φορτία του καθενός, το μυστήριό τους
αφήνει γυμνά τα πρόσωπα της κινούμενης μάζας του ορόφου, εκτεθειμένα. Κάποιοι
κινούνται επιθετικά προς κάποια κούκλα, επιχειρούν να αφαιρέσουν τη μάσκα της,
να αποκαλυφθεί επιτέλους το πρόσωπο –ο Μπλέσνερ το πρόβλεψε, η μάσκα είναι καλά
στερεωμένη, ο θεατής μένει πρόσωπο με πρόσωπο με το προσωπείο της κούκλας.
Κάποιοι τραβιούνται, άλλοι ακινητοποιούνται –τραβώ κρυφά τη φωτογραφία που
προστίθεται στον ξεχωριστό εκθεσιακό χώρο με τις διαδραστικές ενέργειες –ο
Μπλέσνερ δεν τον ξέρει, εγώ τον έφτιαξα. Θα τον ανακαλύψει αργότερα, θα
προσπαθήσει να συγκρατήσει τον θυμό του, τα χέρια του θα γεμίσουν από το υγρό
που μετατρέπουν τις παλάμες του σε γούβα με νερό, μπορεί λασπόνερο –δεν το
πέταξε επάνω μου, το σκούπισε στο παντελόνι του.
»Επιφυλάσσει κι άλλη έκπληξη ο όροφος του Μπλέσνερ.
Σε μια εσοχή, έξω από την οποία αναγκαστήκαμε να στηρίξουμε μια ταμπελίτσα, «Με
δική σας ευθύνη η είσοδος», συνήθως τη χρησιμοποιούσαμε σαν αποθηκευτικό χώρο,
έστησε κούκλες, άλλες ολόκληρες, σε άλλες μόνο το μπούστο (δεν του έφτανε ο
χώρος, αξιοποίησε αυτή τη μη δυνατότητα), πρόσωπα που φορούσαν διάφορα
προσωπεία, τα περισσότερα γνωστά στους θεατές από βιβλία και τουριστικές
καμπάνιες, προσωπεία που κάλυπταν τα πρόσωπα νεκρών –αυτό το μπούστο κατέληγε στις απαρχές της σπονδυλικής
στήλης ενός σκύλου–, ένα μπούστο με θεατρικό προσωπείο –το μεγάλο ανοιχτό στόμα
αποκάλυπτε γυμνό κρανίο–, τη μάσκα ιερέα φυλής από την Αφρική την κρατούσε στα
χέρια της μια πόρνη βγαλμένη θαρρείς από το Βερολίνο του μεσοπολέμου ή από
πίνακα γερμανού εξπρεσιονιστή. Όλος ο χώρος στήθηκε σαν ομοίωμα υποκριτικού
νεκροταφείου.»
***
Hans Bellmer, Portrait of Nora
Mitrani, late 1940s.
Ο Μπλέσνερ
«Είδα στον ύπνο μου μια κοπέλα, ένα νέο κορίτσι.
Στεκόταν στο κέντρο ενός κύκλου, τριγύρω άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνδρες,
γυναίκες. Κρατούσε τις παλάμες της ενωμένες, προτεταμένες μπροστά, άδειες από
κάθε περιεχόμενο, κι όμως σαν να μετέφεραν κάτι πολύτιμο, ας πούμε ένα αναμμένο
κερί. Περιέφερε το περιεχόμενο των χεριών της ένα γύρο, τον διάλεξε και στάθηκε
μπροστά του, περίπου πενηντάρης, έτεινε τα χέρια της κοιτάζοντάς τον επίμονα.
Εκείνος ανταπέδωσε το βλέμμα με μια ματιά χλιαρής συμπάθειας, συμπόνιας, σχεδόν
οίκτου ή μελοδραματικής συμμετοχής, αλλά δεν άπλωσε τα χέρια του να πάρει αυτό
που το κορίτσι του έδινε –δεν κατάλαβε καν ότι του έδινε. Εκείνη μάζεψε τα
χέρια της, ήθελε οπωσδήποτε να δώσει κάπου το περιεχόμενο, ο άνδρας της το είχε
αρνηθεί. Μια γυναίκα παραδίπλα άπλωσε τα χέρια και τα τοποθέτησε κάτω από του
κοριτσιού, χωρίς όμως να τα ακουμπάει. Εκείνο άνοιξε σιγά σιγά τις χούφτες του
αφήνοντας το πολύτιμο, αόρατο φορτίο στα χέρια της γυναίκας –εκείνη το κράτησε
με την προσοχή που απαιτούσε το κορίτσι. Αυτό θα κάνω, θα στήσω τις κούκλες μου
ένα γύρο και μία, στο κέντρο, θα βγάζει τη μάσκα της και θα την τείνει στις
άλλες. Πρέπει να βρω έναν τρόπο να το στηρίξω μηχανικά, να φαίνεται η κίνηση.»
***
Hans Bellmer, Sketch for the "Die
Puppe" series, 1932.
Κάποιος
«Δεν τα κατάφερε να υποστηρίξει μηχανικά την ιδέα
του, η κίνηση δεν αποδόθηκε, βρήκε τον τρόπο να μεταδώσει την αίσθηση, τα χέρια
του ίδρωναν όσο δούλευαν, ίδρωσαν ξανά όταν είδε το τελικό αποτέλεσμα, ήταν
ικανοποιημένος. Έστησε κούκλες ένα γύρο, όπως στο όνειρό του, με προσωπεία στο
πρόσωπο, τα κεφάλια τους χαμηλωμένα σε πλάγια στάση, ξεκάθαρη αποτύπωση
αμηχανίας και άρνησης να παραλάβουν το προσωπείο που έτεινε η κούκλα που
στεκόταν στο κέντρο του κύκλου και έκρυβε το γυμνωμένο πρόσωπο με το άλλο χέρι.
Κάποιος θεατής μπήκε μέσα στον κύκλο και προσπάθησε να τραβήξει τη μάσκα από το
χέρι της κούκλας. Ο Μπλέσνερ είχε προνοήσει και γι’ αυτό, τίποτε δεν άφηνε στην
τύχη, αυτή τη φορά η μάσκα της κούκλας έμεινε στο χέρι του παραβάτη –«μη
εγγίζετε»-, ο παραβάτης έγινε μέρος της εγκατάστασης. Οι υπόλοιποι θεατές
περίμεναν –τι θα έκαμνε τη μάσκα που του έμεινε στο χέρι; Το ίδιο περίμενα και
εγώ με το μάτι καρφωμένο στο μάτι της φωτογραφικής μηχανής. Η φωτογραφία θα
είναι η κορύφωση των δράσεων που προκάλεσε ο Μπλέσνερ με τις εγκαταστάσεις του,
στον όροφό του στήσαμε ταμπελίτσες με τις ενδείξεις «επιτρέπετε το αγγίζειν»,
«επιβάλλετε το αγγίζειν», και μια ταμπέλα στις εισόδους του ορόφου του με τη
φράση «μην εισέρχεστε αν δεν σκοπεύετε να αγγίξετε». Παρατηρώ τι ακριβώς
αγγίζουν οι θεατές, κάποιοι τολμούν το στήθος, άλλοι τα χείλη με τα χείλη τους,
τον γλουτό στον γλουτό της, κάποιοι κόλλησαν στο σώμα μιας κούκλας, ερωτικό
αγκάλιασμα ζευγαριού στο ραντεβού τους στην παραλία.»
***
Κάποιος
«Μόνον έναν όροφο του έδωσε για τις Αποκριές, η
επιχείρηση δεν σηκώνει το κόστος. Ωστόσο, η εμπειρία των Αποκριών συνετέλεσαν
στην ανάπτυξη της επιχείρησης προς νέες κατευθύνσεις. Σταδιακά μετατρέψαμε τον
όροφο του Μπλέσνερ σε εκθεσιακό χώρο δράσεων, όχι βέβαια πωλήσεων –τι να
πουλήσεις; Τις κούκλες και τις διαδράσεις με τους θεατές; Τα προϊόντα που
υποτίθεται ότι διαφήμιζαν οι κούκλες του Μπλέσνερ μένουν απούλητα, οι πωλητές
είναι περιττοί σε αυτόν τον όροφο, ούτε καν φύλακες δεν χρειαζόμαστε μετά την
ανάρτηση του «επιτρέπεται, επιβάλλεται το αγγίζειν». Ωστόσο, ο όροφος του
Μπλέσνερ φέρνει κόσμο στο μαγαζί, η εργοδοσία είναι ευχαριστημένη –«ευλογημένος
άνθρωπος ο Μπλέσνερ»–, εγώ μπορώ να δικαιολογώ την παρουσία του εδώ. Στο μεταξύ
εκείνος εξακολουθούσε να νομίζει ότι εργάζεται ως διακοσμητής. Αυτό με
συμφέρει, γιατί παρατήρησα ότι οι γιορτές και η αλλαγή των εποχών –τότε που
αλλάζαμε τις βιτρίνες– διέγειραν τη δημιουργικότητά του. Δεν ξέρει ότι
επέκτεινα και προς άλλες κατευθύνσεις τη δράση του. Στήσαμε κάμερες παντού στον
όροφο και βιντεοσκοπούμε διαρκώς, όλες τις ώρες που το κατάστημα παραμένει
ανοιχτό. Μέχρι που αντιλήφθηκα τις νυχτερινές του επισκέψεις και τις
περιπλανήσεις του μέσα στο μαγαζί. Τώρα το εγχείρημά μου αποκτούσε και άλλο
ενδιαφέρον –ο καλλιτέχνης την ώρα της δημιουργικής αναζήτησης. Καταγράφω τα
πάντα και με το κατάλληλο μοντάζ φτιάχνω μια ταινία 40 λεπτών περίπου
–μοντέλα-κούκλες, συμμέτοχοι θεατές, ο καλλιτέχνης. Όταν δεν είναι εδώ ο
Μπλέσνερ, με πολλαπλές μηχανές ρίχνω το βίντεο σε όλους τους τοίχους –οι θεατές
διαντιδρούν με τα μοντέλα-κούκλες, τους βιντεοσκοπημένους συμμέτοχους θεατές,
τον καλλιτέχνη, όλες αυτές τις φιγούρες του βίντεο που κινούνται στους τοίχους,
φτιάχνουν μια καινούρια ατμόσφαιρα με τα ζωντανά, δηλαδή τα μη βιντεοσκοπημένα
μοντέλα-κούκλες και τους συμμέτοχους θεατές. Σκιές στον τοίχο, καταγραφές του
βίντεο, άνθρωποι περιπατητές του ορόφου και μοντέλα κούκλες συνθέτουν ένα
καινούριο έργο, μια νέα αίσθηση –μπορώ να τα πολλαπλασιάσω με νέες
βιντεοσκοπήσεις, το έργο τέχνης θα παραμένει ατελές, θα επιδέχεται νέες
συμπληρώσεις, θα κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον μου. Επιτέλους, κάτι κρατά ζωντανό
το ενδιαφέρον μου.»
***
Hans Bellmer, La Poupée, 1936-1938.
Ο Μπλέσνερ
«Δεν είμαι διεστραμμένος, όχι δεν είμαι, μην με
κρατάτε δεμένο και μην με κοιτάτε έτσι. Ό,τι έφτιαξα εδώ μέσα είναι αποτέλεσμα
τυχαίων γεγονότων και παρατήρησης. Νομίζετε ότι θα σκεφτόμουν να κάνω ποτέ μια
κούκλα λεπτή με κοντό σώμα και κεφάλι, σχεδόν εξαφανισμένο μέσα στον λαιμό, με
κοντόχοντρα πόδια, σαν κολόνες δωρικού ναού, αν δεν το είχα δει κάποια στιγμή;
Ή μια κούκλα χωρίς πόδια; Ελάτε να δείτε από εδώ που κοιτώ συνήθως. Είμαι πάνω
στην κεντρική στρογγυλή σκάλα του κτιρίου, αυτή που τρυπάει το κτίριο από πάνω
μέχρι κάτω. Ελάτε εδώ και κοιτάξτε κάτω. Τη βλέπετε εκείνη την κυρία; Είναι
στην ίδια ευθεία με σας. Δεν είναι σαν να είναι χωρίς πόδια; Ειδικά όταν στέκεται
ακίνητη μπροστά σ’ έναν πάγκο. Κοιτάξτε προς τα πάνω, το ταβάνι είναι
χρωματιστό. Τι βλέπετε; Σκιές να κινούνται. Επικεντρώστε την προσοχή σας σε μία
μόνο σκιά. Τι βλέπετε; Τις δωρικές κολόνες από κάτω. Δεν είναι κοντόχοντρες;
Έπειτα, το ατύχημα που είχα με μια κούκλα –μου έπεσε την ώρα που κατέβαινα τη
σκάλα, διαμελίστηκε, ένα χέρι εδώ, ένα πόδι στο άλλο σκαλί, το πρόσωπο παρέμενε
το ίδιο χαμογελαστό, αλλά αυτό το χαμόγελο ήταν που προκάλεσε πάλι ένα σωρό
αντιδράσεις. Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο παρά να αφήσω την κούκλα στη θέση που
μου έπεσε, μερικές μικροδιορθωτικές κινήσεις μόνο έκανα στο τυχαίο συμβάν, ώστε
τα διαμελισμένα μέλη να συγκροτούν μιαν ενότητα, οι παρεμβάσεις μου ήταν στο
τυχαίο συμβάν, το επαναλαμβάνω, ένα σχισμένο φουρό πρόσθεσα. Αλλά αυτό το
χαμόγελο προκάλεσε και πάλι ερμηνείες για τη διαστροφή μου –γιατί ασχολούνται
με μένα και όχι με το έργο; Θα μπορούσε ο καλλιτέχνης να είναι άγνωστος. Με
συγχωρείτε, δεν εννοώ ότι είμαι καλλιτέχνης, είμαι διακοσμητής. Ο ρόλος της
τέχνης είναι εξόχως διακοσμητικός, αυτόν υπηρετώ. Κυρία μου, πρέπει να βρείτε
έναν πίνακα που να ταιριάζει με το χρώμα του σαλονιού σας, να ταιριάξετε το
πάνω, τον πίνακα στον τοίχο, με το κάτω, τον καναπέ στο δάπεδο, φούστα μπλούζα.
Να σας βοηθήσω; Μην απομακρύνεστε. Αφήστε με. Έχω κι άλλα να της πω. Μη με
δένετε. Μη με φιμώνετε. Αν δεν θέλετε να μιλώ, δώστε μου τις κούκλες μου.»
***
Egon Schiele, Kneeling nude, 1911.
Η γυναίκα
«Αποφάσισα να τον βοηθήσω να λύσει τα μηχανικά του
προβλήματα, της κίνησης, προσφέρθηκα να γίνω μια ζωντανή ύπαρξη ανάμεσα στις
κούκλες του, προσφέρθηκα να μου φερθεί σαν κούκλα. Με ξαπλώνει κάτω, στο
δάπεδο, όπως τον έχω δει επανειλημμένα να κάνει με τα μοντέλα του, στην αρχή
έχει το κεφάλι μου στα γόνατά του, μετά το αποθέτει προσεκτικά κάτω, πεσμένος
στα γόνατα περιφέρει όλο το κορμί μου με τα μάτια και τα χέρια του. Πολύ κοντά
το κεφάλι του στην επιφάνεια που βλέπει, περιεργάζεται τα χέρια από τους ώμους
μέχρι τα δάχτυλα, σαρώνει κάθε σημείο. Ψηλαφίζει, γυρνά τον καρπό, δεν με πονά,
το ίδιο κάνει και με τις κούκλες, παρακολουθεί μία φλέβα μέχρι το σημείο που
εκείνη καταδύεται σε πιο εσωτερικά στρώματα του σώματος –αυτό το βρίσκει πιο
ενδιαφέρον παρά στις κούκλες του. Ακουμπά ένα ένα τα σημάδια του κορμιού μου,
παιδικές ουλές, γενετήσια σημάδια, τη μικρή ελιά στο δεξί μέρος του λαιμού μου,
ανακαλύπτει σημάδια που ούτε θυμόμουν, ούτε ήξερα ότι υπάρχουν –δεν ψάχνω το
σώμα μου, αρχίζω να ανησυχώ μήπως υπάρχει κάτι που δεν πρέπει να δει, μένει για
λίγο σε εκείνο το παλιό κάψιμο από εξάτμιση μηχανής στο αριστερό πόδι, αρχίζω
και θυμάμαι. Δεν σταματά πουθενά το άγγιγμά του, ούτε καν στο άνοιγμα των
ποδιών –άγγιγμα τρυφερό, φροντιστικό, αναρωτιέμαι αν ξέρει πόσο, δεν μοιάζει να
ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο, του κινεί το ενδιαφέρον το δέρμα που
ανατριχιάζει. Απαλά, πολύ απαλά στέκεται στην περιοχή του αιδοίου πάνω από το
ρούχο, ανεβοκατεβάζει τα χέρια μερικές φορές εκεί, σαν να δοκιμάζει το πάχος
του αέρα ανάμεσα στο αιδοίο και το χέρι, μετά χτυπά τα χέρια του μεταξύ τους,
χωρίς κρότο, σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο –τι ανακάλυψε; Πιάνει τα δικά
μου χέρια και τα βάζει να χτυπήσουν μεταξύ τους, προσέχει τον ήχο. Τα αφήνει
προσεκτικά κάτω, πλάι στο κορμί μου. Περνά το χέρι του από την περιοχή του
στήθους, του φάνηκε ενδιαφέρον φαινόμενο η κινητικότητα που παρουσίασαν οι
ρόγες μου, αφήνει τα χέρια του επάνω τους, μαλακά, χωρίς να πιέζει, σε ελαφριά
επαφή μαζί τους, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί αλλαγές, μόνο σε μένα; Χαμογελά
σε κάθε αλλαγή –μάλλον θα σκέφτεται πώς να αξιοποιήσει τα καινούρια ερεθίσματα.
Με δυσκολία κρατώ ανοιχτά τα μάτια μου, όταν περιεργάζεται το πρόσωπό μου, τα
μάτια μας σε απόσταση ερωτικού φιλιού, δεν δόθηκε. Τα χέρια του στα χείλη μου,
στις ρυτίδες του γέλιου μου, σκύβει και με γλύφει, πλαταγιάζει τη γλώσσα του
για γευτεί καλύτερα τη γεύση του δέρματός μου. Με γδύνει αργά, όχι διερευνητικά
για να βλέπει τις αντιδράσεις μου, αργά για να ανακαλύπτει, οι αντιδράσεις μου
τον ενδιαφέρουν ως ανακάλυψη. Τα χέρια του είναι σε άμεση επαφή πια με το κορμί
μου, με γυρνά για να κρατήσει στα χέρια του και το σχήμα της πλάτης μου, με ξαναγυρνά,
χώνει τα δάχτυλά του στο αιδοίο μου, με πονά, τον ενδιαφέρει η αντίδραση.
Σηκώνεται.
»Μας έστησε όπως στο όνειρό του, κούκλες σε έναν
κύκλο, εγώ στη μέση, απόλυτη σιωπή. Φροντίζει την παραμικρή λεπτομέρεια της
εμφάνισής μου, ακόμη κι ό,τι δεν φαίνεται, με ντύνει σαν μωρό ανίκανο να ντύσει
τον εαυτό του ή σαν κούκλα, δεν με αφήνει να τον διευκολύνω, εξασκούμαι στο να
μείνω ακίνητη, άκαμπτη, να αφήνομαι στις τοποθετήσεις που επιβάλλει στα μέλη
μου, μου σηκώνει το χέρι μου, το σηκώνω, είμαι διαθέσιμη.
»Ακολούθησα τις οδηγίες του. Κάποια στιγμή βγάζω τη
μάσκα μου, αργά διαλέγω μια κούκλα, την πλησιάζω, τη δίνω, καμιά δεν την
παίρνει. Νιώθω το πρόσωπό μου γυμνό, αποκαλυμμένο, απροστάτευτο, αδύνατο να
κάνω πίσω. Αποκαμωμένη κάποιες φορές κάθομαι κάτω, ποτέ στο κέντρο, κάποτε στα
πόδια μιας ακόμη αδιάφορης κούκλας. Το δρώμενο έχει επιτυχία, παρατάθηκε η
διάρκειά του.
»Εκείνη την ημέρα έγινε κάτι απρόοπτο. Είμαι
συγκεντρωμένη στην απελπισία της μάσκας που κρατώ στα χέρια. Θεατές έχουν
σχηματίσει έναν κύκλο γύρω από τον κύκλο με τις κούκλες, αδύνατο να ξεφύγω από
τον οποιοδήποτε από τους δύο, τον κύκλο
του Μπλέσνερ με τις κούκλες, τον κύκλο των θεατών. Ένας τους βγαίνει από τον
κύκλο του και κινείται προς τον μέσα κύκλο, τα όρια έχουν διαταραχτεί, τι θα κάνω;
Τείνει τα χέρια του προς εμένα, προς τα χέρια μου που κρατούν τη μάσκα. Δεν θα
του τη δώσω, είναι δική μου, τραβιέμαι, πάει να μου την πάρει, παλεύουμε. Θα
σταθώ δυνατή, θα παρατείνω την πάλη, ο Μπλέσνερ και οι θεατές νομίζουν ότι
παλεύω για μια μάσκα, παλεύω σώμα με σώμα, με αγγίζουν.
»Θέλω να με στήσει γυμνή. Θέλω να μ’ αγγίξουν. Θέλω
χέρια τολμηρά να χαϊδεύουν το σώμα μου, να το πιέζουν ελαφρά, να το βλέπουν
κύτταρο το κύτταρο, να διαχωρίζουν τα δάχτυλά μου, δάχτυλα να διατρέχουν την
πλάτη μου, ανιχνεύουν ροές.»
***
Κάποιος
«Αισθάνομαι τις κόρες των ματιών μου να έχουν φτάσει
στο μεγαλύτερο άνοιγμά τους. Πρέπει να δω τι θα γίνει.»
***
Κάποιος
«Η αμοιβή σου. Μετά από μέρες, όχι τώρα κοντά, θα
ρίξεις με ορμή μία από τις κούκλες του κύκλου, φρόντισε να τη ρίξεις με τέτοιο
τρόπο, ώστε να παρασύρει στην πτώση της και άλλες. Τα υπόλοιπα άφησέ τα στην
κάμερα.»
***
Κάποιος
«Η κάμερα καταγράφει. Το νέο ταινιάκι των οκτώ
λεπτών με το δρώμενο θα αρχίσει να προβάλλεται από αύριο στους τοίχους του
εκθεσιακού ορόφου. Θα λείπουν και οι δυο.»
***
Hans Bellmer, Les jeux de la poupée,
1949.
Η γυναίκα
«Νομίζετε, αγαπητοί μου, ότι ανακαλύψατε και σε μένα
ψυχώσεις, ίσως διαστροφές. Αγαπητοί μου,
όλο αυτό με ενδιαφέρει ως αισθητικό φαινόμενο, ως μια δοκιμή ύφους, σαν ένα
παιγνίδι, εσείς παίζετε; Μην είστε τόσο σοβαροί, καλοί μου άνθρωποι. Ελάτε μέσα
στον κύκλο, ελάτε. Εγώ, γυμνή, θα πέσω στα τέσσερα και πάνω μου θα μπει ένα
τζάμι, θα παριστάνω το τραπέζι, εσείς, αγαπητέ μου κύριε, θα ξαπλώσετε κάτω και
θα σηκώσετε τα πόδια ψηλά, είμαι σίγουρη ότι κάποια θα σας χρησιμοποιήσει για
καρέκλα, και εσείς, με τολμηρά εσώρουχα, θα τείνετε τα χέρια σας δεξιά
αριστερά, όχι τεντωμένα, καλή μου κυρία, ώστε κάποιος κύριος να κρεμάσει στα
χέρια σας το καπέλο και την ομπρέλα του, θα είστε καπελιέρα-κρεμάστρα.
Μπλέσνερ, άπλωσε μια βελεντζούλα, πονάνε τα γόνατά μου τόση ώρα πεσμένη στα
τέσσερα, και βάλε έναν καθρέφτη να καθρεφτίζεται το πρόσωπό μου, να το βλέπω.
Άβολη θέση, τι ιδέα κι αυτή που είχες, καημένε Μπλέσνερ;»
***
Κάποιος
«Μάζεψέ τον, έχει γίνει ανεξέλεγκτος. Σε λίγο θα μου
κρεμάσει κούκλες από την οροφή και μία μία θα πέφτει στα κεφάλια των θεατών. Τι
αρρωστημένη ιδέα…»
***
Ο
Μπλέσνερ
«Δεν μου φτάνει ο όροφος που μου παραχώρησαν. Ψάχνω
καινούριους χώρους μέσα στο κατάστημα, περιορίζω τους πάγκους, βρίσκω άλλες λύσεις
για να δείχνουν τα προϊόντα τους, πρέπει να αποχτήσω χώρο. Μια φωτιά θα με
απάλλασσε από την παλιατζουρία της κατανάλωσής τους, τα αποκαΐδια θα έφτιαχναν
ένα ωραίο σκηνικό με τις φρέσκες κούκλες μου, άθικτες, αλώβητες σε έναν κόσμο
καταστροφής, ζωντανές. Τα παπούτσια των θεατών θα μαυρίσουν, δεν θα τους αφήσω
αυτή τη φορά να τις αγγίξουν, δεν θα μου τις μολύνουν, θα κρεμάσω παντού
ταμπέλες “μη εγγίζετε, απαγορεύεται το αγγίζειν”.»
***
Κάποιος
«Το κατάστημα κάηκε, οι ιδιοκτήτες πήραν την
αποζημίωση από την ασφαλιστική εταιρεία και το εγκατέλειψαν, η περιοχή είχε
υποβαθμιστεί και δεν απέφερε τα κέρδη με τα οποία θα ήταν ευχαριστημένοι.
Ελάχιστοι άνθρωποι κυκλοφορούν στη διάρκεια της ημέρας, πολλαπλασιάζονται τα
βράδια, σκιές που ξεφύτρωναν από παντού. Ο Μπλέσνερ έγινε κύριος και κυρίαρχος
του καταστήματος. Οι κούκλες δεν ήταν φρέσκες και καθαρές όπως τις είχε
επιθυμήσει, μισοκαμένες, με λειψά μέλη, σπασμένες μύτες, κάποιες μονόφθαλμες,
πτώματα σε σήψη –του έκαναν και αυτές, του έδιναν νέες ιδέες που δεν τις είχε
σκεφτεί ποτέ. Μόνη καθαρή κούκλα η γυναίκα που τον είχε προσλάβει. Ήταν πάντα
εκεί, σκιά στη σκιά του, και κάθε φορά που ο Μπλέσνερ ήθελε να κάνει ένα
καινούριο στήσιμο, εκείνη αποκτούσε την ακαμψία της κούκλας –τον ενοχλούσε η
οποιαδήποτε ένδειξη ότι ήταν ζωντανή ύπαρξη–, τη μετακινούσε παίρνοντάς την
αγκαλιά, κομμάτι ξύλο, της γυρνούσε το κεφάλι προς την κατεύθυνση που εκείνος
ήθελε, το έγερνε όσες μοίρες τον εξυπηρετούσε, τα χέρια στο άνοιγμα που
θεωρούσε ότι ήταν κατάλληλο, κάποιες φορές τις έστριβε το ένα χέρι πίσω, την πόνεσε, το έσπασε, τον εξυπηρέτησε
ο γύψος. Δημιούργησε ερωτικά παιγνίδια ανάμεσα στη γυναίκα και τις ανδρικές
κούκλες –από τα σώματά τους φύτρωναν συνεχώς πέη, ξερόκλαδα, τη γρατζουνούσαν.
Αδιάφορο.
»Σταμάτησα τη βιντεοσκόπηση, πετάχτηκα μπροστά τους,
αποκαλύφθηκα, δεν ήθελα πια τον Μπλέσνερ για κούκλα μου, τράβηξα τη γυναίκα από
εκεί, την απέσπασα βίαια, δεν τη ρώτησα, ο Μπλέσνερ τη διεκδίκησε, τη σχίσαμε
στα δυο. Την πήρε και την έραψε. Χρειάζομαι αέρα. Πρέπει να βγω έξω, δεν θέλω
να τους σκέφτομαι μέσα στο άδειο, καμένο κτίριο. Το άλλο βράδυ θα οδηγήσω εκεί
αλήτες και άστεγους, θα καταλάβουν τον χώρο, θα σπάσουν τις κούκλες, θα τις
αρπάξουν από τα χέρια του –δεν θα μπορεί να κάνει τίποτε, είναι πολλοί–, άλλες
θα τις γυρνούν γύρω γύρω με ορμή και θα χτυπούν το κεφάλι τους στους τοίχους,
θα γεμίσουν αίματα, άλλες θα τις πετάξουν στον δρόμο από τα παράθυρα που
χάσκουν μαυρισμένα. Μία θα την πιάσω εγώ την ώρα που θα τρέχει να ξεφύγει, θα
την ξεκοιλιάσω με τα χέρια μου, νιώθω κιόλας τη μανία μου, την ανάσα μου την
ώρα που βγάζω τα εντόσθιά της. Αυτές φταίνε, οι κούκλες.»
Hans Bellmer, La
Poupée, 1935.
Δήμητρα Μήττα
Ιούλιος 2009
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πόρφυρας 134 (2010)
458-472.