Προσωπογραφία νεαρού άνδρα, αρχές τρίτου αιώνα. A young man in roman clothing. Hair and beard are made in the modern way this time. He belongs to the greco-roman upper-class. The Mummy-portrait is wax-tempera-made on wood. Early 3d Century.
Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,
να εισέρχομαι στων
Χριστιανών τα σπίτια,
προ πάντων όταν
έχουν θλίψεις ή γιορτές.
Στάθηκα σε
διάδρομο. Δεν θέλησα
να προχωρήσω πιο
εντός, γιατί αντελήφθην
που οι συγγενείς
του πεθαμένου μ’ έβλεπαν
με προφανή απορίαν
και με δυσαρέσκεια.
Τον είχανε σε μια
μεγάλη κάμαρη
που από την άκρην
όπου στάθηκα
είδα κομμάτι· όλο
τάπητες πολύτιμοι,
και σκεύη εξ
αργύρου και χρυσού.
Στέκομουν κ’
έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.
Και σκέπτομουν που
η συγκεντρώσεις μας κ’ η εκδρομές
χωρίς τον Μύρη δεν
θ' αξίζουν πια·
και σκέπτομουν που
πια δεν θα τον δω
στα ωραία κι
άσεμνα ξενύχτια μας
να χαίρεται, και
να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχους
με την τελεία του
αίσθησι του ελληνικού ρυθμού·
και σκέπτομουν που
έχασα για πάντα
την εμορφιά του,
που έχασα για πάντα
τον νέον που
λάτρευα παράφορα.
Κάτι γρηές, κοντά
μου, χαμηλά μιλούσαν για
την τελευταία μέρα
που έζησε—
στα χείλη του
διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,
στα χέρια του
βαστούσ’ έναν σταυρό.—
Μπήκαν κατόπι μες
στην κάμαρη
τέσσαρες
Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές
ενθέρμως και
δεήσεις στον Ιησούν,
ή στην Μαρίαν (δεν
ξέρω την θρησκεία τους καλά).
Γνωρίζαμε,
βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.
Aπό την πρώτην ώρα
το γνωρίζαμε, όταν
πρόπερσι στην
παρέα μας είχε μπει.
Μα ζούσεν απολύτως
σαν κ’ εμάς.
Aπ’ όλους μας πιο
έκδοτος στες ηδονές·
σκορπώντας αφειδώς
το χρήμα του στες διασκεδάσεις.
Για την υπόληψι
του κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα
σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς
όταν ετύχαινε η
παρέα μας
να συναντήσει
αντίθετη παρέα.
Ποτέ για την
θρησκεία του δεν μιλούσε.
Μάλιστα μια φορά
τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε
μαζύ μας στο Σεράπιον.
Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε
μ’ αυτόν μας τον
αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.
A κι άλλες δυο
φορές τώρα στον νου μου έρχονται.
Όταν στον
Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε απ’ τον
κύκλο μας, κ’ έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Όταν
ενθουσιασμένος ένας μας
είπεν, Η συντροφιά
μας νάναι υπό
την εύνοιαν και
την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου
Aπόλλωνος — ψιθύρισεν ο Μύρης
(οι άλλοι δεν
άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».
Οι Χριστιανοί
ιερείς μεγαλοφώνως
για την ψυχή του
νέου δέονταν.—
Παρατηρούσα με
πόση επιμέλεια,
και με τι προσοχήν
εντατική
στους τύπους της
θρησκείας τους, ετοιμάζονταν
όλα για την
χριστιανική κηδεία.
Κ’ εξαίφνης με
κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις.
Aόριστα, αισθάνομουν
σαν νάφευγεν από
κοντά μου ο Μύρης·
αισθάνομουν που
ενώθη, Χριστιανός,
με τους δικούς
του, και που γένομουν
ξ έ ν ο ς
εγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ· ένοιωθα κιόλα
μια αμφιβολία να
με σιμώνει: μήπως κι είχα γελασθεί
από το πάθος μου,
και π ά ν τ α τού ήμουν ξένος.—
Πετάχθηκα έξω απ’
το φρικτό τους σπίτι,
έφυγα γρήγορα πριν
αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί
απ’ την
χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.
Pierre Puvis de Chavanne, Christian Inspiration, 1887- 1888
«…Αυτός
ο ολόφωτος κόσμος της αρχαιοελληνικής ευδίας, ο απροκατάληπτος, που αποδέχονταν
την ζωή και τον έρωτα, ξεριζώθηκε απ' τον ανθελληνικώτατο στην ουσία του
εκκλησιαστικό χριστιανισμό της κατήφειας, με τον πουριτανισμό, τις εσχατολογίες
του και τις "κρίσεις" του της δευτέρας παρουσίας, με τις
χαζομουρμούρες των γριάδων και τους μούρτζουφλους μαυροφορεμένους πάντα παπάδες
του, όλο θλίψη και συντριβή στον κόσμο αυτόν της "πτώσεως" και της
τιμωρίας του εκδικητικού θεού του Ισραήλ γι' αμαρτήματα προπατορικά, με τα
οποία σε φορτώνουν προτού καν γεννηθείς για νά' χουν το προνόμιο να
"εξαγνίζουν" το μίασμα μετά από άδολα παιδάκια...
Apollo seated with
lyre. Porphyry and marble, 2nd century AD. Farnese collection, Naples, Italy.
Α,
η σαδιστική κατάρα, πούρθε να αντικαταστήσει (με το "αληθινό" τάχα)
την ολοζώντανη, ορμητική χαρά για ύπαρξη, την ολάνθιστη ακόμα και κατά το
βέβαιο θάνατο, και διεκδικεί πως έκανε και "καλό" σκοτεινιάζοντάς τα
όλα!.. Αυτό κυνηγάει σε μέγα μέρος της
ποίησής του ο Καβάφης, για αυτό γράφει και το «Ιωνικόν», ευελπιστώντας, πως διόλου δεν πέθαναν οι αρχαίοι Θεοί...»
Απόσπασμα
από σχολιασμό του ποιήματος από τον Ρένο Αποστολίδη, από την έκδοση «Άπαντα τα
δημοσιευμένα ποιήματα» του Κ.Π. Καβάφη.