Maximilien
Luce (1858–1941), Madame Luce on the
Balcony (1893), oil on canvas, 81 × 65 cm, Private collection. Wikimedia
Commons.
Αχ κυρία Αθηνά
μου, που όλα τα βλέπεις από το μπαλκόνι σου μέχρι κάτω τη θάλασσα, τα βαπόρια
που μπαινοβγαίνουν στο λιμάνι, κι εκείνα που είναι αγκυροβολημένα και
περιμένουν ποιος ξέρει τι. Απορώ που δεν πήρες ένα κιάλι, να το στήσεις στο
λουλουδάτο σου μπαλκόνι και να φέρνεις κοντά σου ως και τα μικρά ιστιοφόρα και
τις βάρκες της κωπηλασίας των ναυτικών ομίλων, που πάνε μπρος πίσω από το λιμάνι
μέχρι το μεγάλο ξενοδοχείο που το αναθεματίζεις συνέχεια, γιατί σου κόβει λίγο
από τη θέα προς τον Όλυμπο. Απορώ που δεν πήρες κιάλια να φέρνεις κοντά τους
ναυτικούς που στέκονται στη σκάλα των καραβιών τους περιμένοντας πότε η βάρκα
θα τους βγάλει έξω, να τους παρακολουθείς μέχρι εκεί που πηγαίνουν, σε τίποτε
κορίτσια, παλιά ήξερες πού είχαν το στέκι τους, τώρα είσαι λίγο μπερδεμένη.
Henri
Matisse, The lady on the terrace, (1907),
oil on canvas, 81×65 cm. Hermitage Museum, Saint Petersburg, Russia. Wikimedia
Commons.
Είναι και η
ταράτσα από πάνω από το μπαλκόνι σου, κυρα Αθηνούλα μου, ρετιρέ βλέπεις. Όρε
γλέντι εκεί... Ανεβαίνεις και είσαι η βασίλισσα που όλα τα εποπτεύει στην πόλη.
Γυρνάς το μάτι σου και φεύγει στο θαλασσί της θάλασσας, ό,τι χρώμα κι αν είναι
αυτό το θαλασσί. Γυρνάς το μάτι σου πιο πέρα και βλέπεις ένα κάτι σαν γλόμπο μεγάλο
πάνω στο βουνό, στρατιωτική εγκατάσταση είναι, κυρία Αθηνά μου, και κεραίες.
Λίγο ανατολικότερα, πολύ κοντά σου, πέφτεις πάνω στο πεύκο που σου κρύβει τη
θέα, τα σπίτια που είναι από πίσω του. Πόσες φορές δεν κάλεσες τον δήμο για να
το κόψει, γιατί είναι άρρωστο το πεύκο, βαμβακά έχει. Το δέντρο σε νοιάζει κυρά
Αθηνά μου, ή που σου κλείνει τη θέα και δεν μπορείς να δεις το σπίτι που
κάθεται η κυρία Σούλα λίγο πιο πέρα; Έμαθες ότι έχει προβλήματα –δεν κατάλαβες
ακριβώς τι–, αλλά αν μπορούσες να δεις, θα καταλάβαινες. Γιατί μόνο όταν σε
επισκέφτηκα, κυρία Αθηνά μου, κατάλαβα –και τρόμαξα- πως όλα τα βλέπεις μέσα
από τα ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών με τις τραβηγμένες κουρτίνες. Περήφανη
είσαι καλή μου βασίλισσα για το μπαλκόνι και την ταράτσα σου αλλά εγώ το πήρα
το μάθημά μου -θα τραβάω τις κουρτίνες μου από δω και πέρα απ’ άκρη σ’ άκρη,
γιατί από το μπαλκόνι σου, κυρία Αθηνά μου είδα καθαρά μέσα στο σπίτι μου, απέναντι
από τη δυτική πλευρά του μπαλκονιού σου στέκεται.
Ferdinand
Hodler (1853–1918), View into Infinity
III (1905), media and dimensions not known, Hamburger Kunsthalle, Hamburg,
Germany. Image by anagoria, via Wikimedia Commons.
Και τις
φωτογραφίες μας διέκρινα, και τους πίνακες και τα μπιμπελό, και το ακατάστατο
σαλόνι, ανοικοκύρευτη θα με πεις, όλα τα είδα, και τον άνδρα μου που κυκλοφορεί
με το σώβρακο –πόσες φορές δεν του ’πα να βάζει παντελόνι, αλλά πού αυτός, και
να επιμένει πως σε τίποτε δεν διαφέρει το σώβρακο από ένα κοντό παντελονάκι και
«πού θα το καταλάβουν οι άλλοι τι φοράω;». Τον ένοιαζε όμως όταν ήταν νεότερος.
Τώρα που μεγάλωσε, και δεν λέει να το καταλάβει, τώρα αδιαφορεί. Σαν όλους τους
ηλικιωμένους. Αμ μεγάλωσες κυρ Κώτσο μας, μεγάλωσες... Να τραβήξω τις κουρτίνες
γυρνώντας από την επίσκεψη μου σε σένα, κυρία Αθηνά μου, να το πω και στις
γειτόνισσες να κάνουν το ίδιο. Ξέρω ότι θα σου στερήσω τη θέα, καλή μου
γειτόνισσα, όμως κι εγώ θα στερηθώ το φως από τα παράθυρα αλλά τι να κάνουμε,
δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα...
Paul
Cézanne (1839–1906), The Stove in the
Studio (c 1865), oil on canvas, 41 x 30 cm, National Gallery, London.
Wikimedia Commons.
Πιο σιγά κυρία
Αθηνά, δεν σε προλαβαίνω. Τι είπες για τον κύριο Χρήστο απέναντι; Πέθανε ο κυρ
Χρήστος από αναθυμιάσεις από τη σόμπα του. Πέθανε, κυρά Νίτσα μου, (Λίτσα με
λένε κυρία Αθηνά μου αλλά τι να κάνουμε που δεν ακούς και καλά), πέθανε πριν
προλάβει να λαμπαδιάσει το σπίτι, πάλι καλά που δεν έγινε κάτι τέτοιο, γιατί γεμάτο
είναι με παλιατζούρες το σπίτι του. Τις μάζευε από εδώ και από εκεί, γυρολόγος
είχε καταντήσει αυτός ο εισοδηματίας συνταξιούχος και το ευχαριστιόταν. Παλιός
ηλεκτρολόγος, καταπιανόταν να φτιάξει ό,τι χαλασμένο και πεταμένο εύρισκε, να
λειτουργήσει ξανά, εύρισκε ένα νόημα στη ζωή του (πού την ξετρύπωσες αυτή τη
φράση κυρία Αθηνά μας;). Ως και στην ταράτσα της μονοκατοικίας του είχε φτιάξει
διάφορες κατασκευές, να, τις βλέπεις εκεί απέναντι κυρία..., το ξέχασες το
ονοματάκι μου κυρία Άλφα μας, παράγκες από παλιές πόρτες και παλιοσίδερα,
δύο-τρεις παραγκούλες, καμιά χρησιμότητα δεν είχαν αλλά να πάνε χαμένα τόσα
ανεμομαζώματα; Κρίμα είναι. Μόνο που όσο περνάει ο καιρός, όσο ο κυρ Χρήστος
δεν είναι πια εκεί να φτιάχνει και να ξεφτιάχνει, όλο και κάποιο σίδερο πέφτει,
ντουγκ ακούγεται μέσα στη νύχτα, άρχισαν οι καταρρεύσεις, δυνατές είναι πια και
οι καταιγίδες, πώς να κρατηθούν τα ερείπια; Βουλωμένα είναι και τα σιφόνια της
ταράτσας, λίμνη γίνεται εκεί που στραγγίζει σιγά σιγά, και μαζί με τις σταγόνες
που πέφτουν στο πεζοδρόμιο, να και κανένας σοβάς να ξεκολλάει. Να δούμε πότε θα
πέσει στο κεφάλι κανενός ή σε κανένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο από κάτω από το
μπαλκόνι του. Μα δεν υπάρχουν κληρονόμοι;
Ker-Xavier
Roussel (1867–1944), Conversation
(1891-93), oil on canvas, 41 x 32 cm, Musée des Augustins de Toulouse,
Toulouse, France. Image by Didier Descouens, via Wikimedia Commons.
Και αρχίζεις κυρία
Αθηνά μου όλη την ιστορία των κληρονόμων του, για τον καθένα χωριστά, ήξερες τα
πάντα, τι έδωσε στον έναν, τι στον άλλον, και τώρα δεν θέλουν να πετάξουν
τίποτε, μόνο να το πουλήσουν το σπίτι όπως είναι, με τις παλιατζουρίες, για να μην μπουν σε έξοδα αδειάζοντάς το. Και
ο γιος του, που λες κυρία Νίτσα μου (αχ κυρία Αθηνά μου, Λίτσα είπαμε, Λίτσα), ο
γιος, που λες, καυγάδισε μαζί του τότε που..., και ύστερα η νύφη του, που ήταν
από τη Σκύδρα..., να δεις τι γλέντια είχα κάνει με τον άνδρα μου εκεί, τότε που
τα παιδιά μου ήταν μικρά, ο Βασιλάκης μου που τώρα το πουλάκι μου (52 χρονών ο
Βασιλάκης) ταλαιπωρείται στη δουλειά του, τι σου έλεγα; α ναι, για τον γιο του
Χρήστου, εγώ τους ξέρω αυτούς καλά, ξέρεις τι τραπεζώματα έχω κάνει, και στην
Κούλα απέναντι, και πολύ πικραίνομαι που δεν έρχεται να με δει, εγώ όμως όταν
κάνω κάτι, θα τη φωνάξω, θα κατεβάσω το καλαθάκι με το σχοινάκι, για να τα
πάρει, πίτες, λικέρ που φτιάχνω ωραία, αχάριστος κόσμος, τι να το κάνω που μου
λέει πως δεν προλαβαίνει να ‘ρθει να με δει, τη βλέπω, κάθε μέρα απλώνει ένα
σωρό φανέλες, του άνδρα της και των δυο αγοριών της, αλλά το ένα τώρα
παντρεύτηκε, τι είναι αυτές οι φανέλες που απλώνει; Και η κουνιάδια της, να,
εδώ, λίγο παρακάτω έμενε, κι αυτή παράπονα έχει, μεγαλοπιάνεται αυτή τώρα με κάτι
μεσιτικά γραφεία που έχουν, και ο άνδρας της....
Eva
Gonzalès (1849–1883), Dessert
(1875-76), oil on canvas, 21.3 x 34.4 cm, Private collection. Wikimedia
Commons.
Στάσου κυρία
Αθηνούλα μου, στάσου, στάσου και δεν σε προλαβαίνω. Στάσου που δεν μπορώ να
συγκρατήσω τίποτε από αυτά που μου λες, άσε που δεν με ενδιαφέρουν κιόλας, λέξη
δεν άρθρωσα, μόνο το κεφάλι μου κουνάω κυρία Αθηνά μου, και πότε θα βάλεις τελεία
να μπορέσω να σηκωθώ να φύγω; Ευτυχώς που πήγες στην κουζίνα να μου βάλεις το
γλυκό που έφτιαξες αποκλειστικά για μένα και πρόλαβα να τηλεφωνήσω στον άντρα
μου –να ’ναι καλά τα κινητά, κι άσε τους άλλους που τα κατακρίνουν- να του πω
να μου τηλεφωνήσει σε τρία λεπτά, να έχεις προλάβει να βγεις από την κουζίνα με
τον δίσκο στα χέρια, ώστε να ακούσεις το τηλεφώνημα. Γιατί να σου τηλεφωνήσω να
με ρωτάει εκείνος κι εγώ να του λέω κάνε αυτό που σου λέω. Και ευτυχώς με πήρε,
κυρία Αθηνά μου, και να μου λέει εκνευρισμένος μα τι θέλεις τέλος πάντων και να
λέω εγώ, αλήθεια αγάπη μου, πω πω, έρχομαι σε λίγο, ναι έρχομαι, πες τους να
περιμένουν, αχ κυρία Αθηνά μου, λυπάμαι αλλά πρέπει να φύγω. Και συ να
επιμένεις να φάω το γλυκό, δυο χαψιές το έκανα, εγώ δεν τα τρώω τα σιροπιαστά
κυρία Αθηνά, βαριά μου πέφτουν, όμως το έφαγα για να τελειώνουμε. Γεια σου
κυρία Αθηνά μου, μα ναι, φυσικά θα ξαναέρθω.
***
Pierre
Bonnard (1867-1947), La Fenêtre (The Window) (1925), oil on canvas, 108.6
x 88.6 cm, The Tate Gallery (Presented by Lord Ivor Spencer Churchill through
the Contemporary Art Society 1930), London. Photographic Rights ©
Tate 2018.
Τη βλέπω από τα παράθυρά μου την κυρία Αθηνά, κρύβομαι πίσω από την κουρτίνα για να μην με δει. Ογδόντα έξι χρονών, δραστήρια, κινητική, καμία σχέση με την καημένη την πεθερά μου, ίδια ηλικία οι δυο γυναίκες, η δικιά μας όμως κατάκοιτη εδώ και δυο χρόνια. Η κυρία Αθηνά σηκώνεται νωρίς, βγάζει το μαξιλάρι της έξω να αεριστεί, πλένει το μπαλκόνι, απλώνει την μπουγάδα. Κάθεται και κοιτάζει από τον θρόνο της, εποπτεύει τη γειτονιά, φύλακας. Κάνει παρατήρηση σε όσους ρίχνουν τροφές για τις γατούλες στο πεζοδρόμιο και το λερώνουν, κατέβασε η ίδια ένα ταψάκι, για να μπαίνουν εκεί οι τροφές, αλλά πού... Παραμονεύει να δει ποιοι πετούν τα οικιακά τους σκουπίδια στους μικρούς κάδους που είναι για τα σκουπίδια των περαστικών, τους βάζει τις φωνές, κάποιοι συμμαζεύονται, άλλοι τη βρίζουν, αλλά η κυρία Αθηνά δεν πτοείται. Άγρυπνος φρουρός του μπαλκονιού και της γειτονιάς της έσωσε κάποια αυτοκίνητα από κλοπές βραδιάτικα. Γιατί η κυρία Αθηνά ξυπνά συχνά τα βράδια, χορταίνει γρήγορα τον ύπνο, σηκώνεται και κάθεται στην πολυθρόνα στο μπαλκόνι της και περιμένει να ξημερώσει. Μόνη απόμεινε να μας προστατεύει εποπτεύοντας τον χώρο και ανιχνεύοντας ύποπτες κινήσεις. Ειδικά το καλοκαίρι που είναι έρημη η γειτονιά και κλειστά τα σπίτια. Κρατά το τηλέφωνο στο χέρι και τη χειρόγραφη ατζέντα στο άλλο, έτοιμη να τηλεφωνήσει σε εκείνον που νομίζει ότι πρέπει να προειδοποιήσει για κάτι επικίνδυνο.
Laurits
Andersen Ring (1854–1933), Evening. Death
and the Old Woman (1887), oil on canvas, 121 x 95 cm, Statens Museum for
Kunst (Den Kongelige Malerisamling), Copenhagen, Denmark. Wikimedia Commons.
Έχει πάρει στα σοβαρά τον ρόλο της η κυρία Αθηνά, και συγχωρεί όσους δεν την επισκέπτονται, ακόμη κι όταν λέει τα παράπονά της για εκείνους. Αλίμονό μας τη στιγμή που θα φροντίσουν άλλοι για εκείνη, που θα τη σηκώσουν από το βασίλειό της, αλίμονο τη στιγμή που το μπαλκόνι θα μείνει κλειστό. Ποιος θα βλέπει τη θάλασσα -ποιος κάθεται να τη δει;-, τα αστέρια φάτσα φόρα στην ταράτσα μόνα τους, αόρατο το αρρωστιάρικο πεύκο. Ποιος θα τα βλέπει;
Δήμητρα Μήττα
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Σταφυλή 3 (Δεκέμβριος 2022) σ. 129-132.