Κιονόκρανο
με απεικόνιση συναγωγής που χρονολογείται μετά από το 1430 (Άλωση,
Θεσσαλονίκης). Από την έκθεση «Οι Εβραίοι
στη Θεσσαλονίκη - Ανεξίτηλα σημάδια στο χρόνο» στο Αρχαιολογικό Μουσείο της
πόλης.
Εκείνη
την εποχή πάνω στο στήθος μερικών από μας είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένας
μαύρος σταυρός από χνούδι. Όσοι τον είχαν ξεχώριζαν και από άλλα κοινά σημάδια,
λες και ήταν για κάτι ιδιαίτερο προορισμένοι. Τις περισσότερες φορές από μια
μόνο κίνηση μάντευα τον προορισμένο. Κατόπι άρχιζα την παρακολούθηση και
συνήθως τα επιβεβαίωνα όλα, όταν, αργά η γρήγορα, τύχαινε να μας πάνε στο
λουτρά. Στην αρχή, όταν μπαίναμε, σηκώναμε τον κόσμο απ’ τα γέλια και τις
διάφορες τσιρίδες, μόλις όμως βγάζαμε εντελώς τη στολή και άρχιζε να τρέχει το
νερό, έπεφτε βαριά βουβαμάρα. Τα βλέμματα ορισμένων χάναν την ευθύτητα τους.
Οι προορισμένοι πάντως μου δίναν την εντύπωση πως έκαναν απεγνωσμένες προσπάθειες
να χωθούν μες στο σωρό και να γλιτώσουν. Ήταν και κει, όπως παντού, οι πιο
σεμνοί και οι πιο αθόρυβοι. Χαμένος κόπος.
Από
την έκθεση «Οι Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη -
Ανεξίτηλα σημάδια στο χρόνο» στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης.
Ύστερα
τα ξεχνούσαμε όλα και μετά το βραδινό συσσίτιο έπαιρνα το φίλο μου και
τραβούσαμε συνήθως για τη Ραμόνα. Κι αυτός, όπως όλοι οι προορισμένοι, αμέσως
παρασύρονταν. Μες στα σοκάκια της Ραμόνας, σε κείνα τα παλιοκαφενεία, στους
τεκέδες, πίσω απ’ τις μάντρες με τα παλιοσίδερα, πάντα περίμεναν διάφορες
γυναίκες. Όλες τους ήτανε μια και μια· χοντρές και μεγάλες στα χρόνια. Όταν αυτές
θα ’ταν πια ξεβγαλμένες, εμείς ήμασταν ακόμα μια σπίθα στα μάτια του πατέρα
μας. Δυο πράγματα πρόσεχα κυρίως όσο ήμασταν στριμωγμένοι στο σκοτάδι: τα
φιλήματά τους και τη μικρή βυζαντινή εκκλησιά που ξεφύτρωνε ανάμεσα στις
παράγκες. Ο άλλος δεν ξέρω τι σκέφτονταν, αλλά ξέρω τι έκανε, γιατί τις
περισσότερες φορές είχαμε κοινοπραξία. Ένα βράδυ ξεχώρισα μέσα σε μια από τις
μάντρες κάθε λογής κάγκελα, ασφαλώς από γκρεμισμένα σπίτια. Άρχισα να πηγαίνω
και προτού νυχτώσει. Καθόμουν με τις ώρες, τα σκάλιζα, έπιασα φιλίες με τ’
αφεντικά, που παραξενεμένα με κοιτούσαν. Στην αρχή είχαν νομίσει πως θ’
αγόραζα, ύστερα πως είμαι της δουλειάς, σιδεράς η σχεδιαστής. Τους είπα αόριστα
πως ενδιαφέρομαι.
Σαρκοφάγος
που βρέθηκε κατά την διάρκεια εργασιών για την ανέγερση του κτιρίου Διοίκησης
στο χώρο του νεκροταφείου. Σήμερα βρίσκεται σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο και
ανήκει στον “Αυρ(ηλίου) Σαββατίου ληνός του Μάρκου” και χρονολογείται terminus
post quem μετά το 212, στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. Το όνομα αυτό, με εμφανή
προέλευση από την εβραϊκή ημέρα αργίας του Σαμπάτ/Σαββάτου, αποτέλεσε την
περίοδο των ελληνιστικών χρόνων ένα τυπικό εβραϊκό όνομα. Με την πάροδο των
αιώνων όμως υιοθετήθηκε και από τις μεγάλες ιουδαίζουσες ομάδες εθνικών που προσελκύονταν
από την Ιουδαϊκή θρησκεία, χωρίς αναγκαστικά να γίνονται πλήρως εβραίοι. Αυτές
οι ομάδες γνωστές και ως “σαββατιστές” ή “σεβόμενων τον Θεόν” υιοθέτησαν το
παραπάνω όνομα σε διάφορες παραλλαγές όπως Σαββαθαί, Σαμβαθίων, Σαμβαταίος ή
Σαββαθίς, Σαμβώ κ.ά. Στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούμε να είμαστε
σίγουροι ότι ανήκει σε μέλος της εβραϊκής κοινότητας της πόλης ή σε αυτές τις
ιουδαίζουσες ομάδες – το γεγονός όμως ότι βρέθηκε στη συγκεκριμένη περιοχή του
νεκροταφείου που βρίσκονται και οι υπόλοιποι εβραϊκοί τάφοι και το
εβραϊκής-έμπνευσης όνομα του μας οδηγούν στην βάσιμη υπόθεση ότι ο Σαββάτιος
είναι ο πρώτος Εβραίος Σαλονικιός ο οποίος μας έχει αφήσει απτές μαρτυρίες της
ύπαρξης του.
Μέναμε
στη Ραμόνα ώσπου να σκοτεινιάσει καλά. Κατόπι, αν δεν είχε φεγγάρι, τραβούσαμε
για τα εβραίικα μνήματα. Η αλήθεια είναι, ότι πολλές φορές στο δρόμο είχαμε
σαφείς προτάσεις και άγρια κολλήματα. Δε δεχτήκαμε ποτέ, άλλα τραβούσε η ψυχή
μας. Πάντως, μετά την άρνηση, εγώ εισέπραττα εκείνες τις λυσσασμένες ματιές.
Σιγά σιγά αφήναμε τα φώτα και την κίνηση· σα να βυθιζόμασταν.
Βαμβακερό
κεντημένο ανταρί το οποίο ανήκε στην οικογένεια Αβραάμ Μπενβενίστε.
Μα
όσο πηχτό κι αν ήταν το σκοτάδι, οι άσπρες στολές μας ξεχώριζαν. Ακόμη δε
φτάναμε και γύρω μας άρχιζαν οι σκιές. Ένιωθες την ερημιά γεμάτη ανθρώπους που
αγκομαχούσαν. Λένε πως μόλις παίρνει να νυχτώνει κάτι τους πιάνει. Παρατούν
σπίτια, οικογένεια και τα πάντα και ξεβράζονται εκατοντάδες απ’ όλες τις
διευθύνσεις. Κάθε βράδυ τα παίζουν όλα για όλα. Δεν είναι στο χέρι τους να
κάνουν κι αλλιώς. Ο ναύτης ή ο φαντάρος στη φτωχή τους την καρδιά έχει πολλά προσόντα.
Η στολή δίνει αυτόματα πολλές εγγυήσεις. Είναι νέος, είναι γερός και απένταρος
και επιπλέον δεν είναι αστυνομικός. Στην πραγματικότητα όλα αυτά μπορεί να μην
ισχύουν, εκτός από το πρώτο — και είναι, αλήθεια, το βασικότερο. Οι πραγματικά
ερωτευμένοι αποφεύγουν βέβαια αυτόν τον τόπο. Δεν τους σηκώνει η αγωνία του
χώρου. Μας πλησιάζαν, παρά πλησιάζαμε. Κατόπι ακολουθούσαν οι καθιερωμένες
φράσεις.
Τμήμα
επιτύμβιας πλάκας όπου αναφέρεται το όνομα «Σαμβάτιος» (4ος μ.Χ. αιώνας).
Είναι
βαρύ να βολοδέρνεσαι τη νύχτα σε χώρους, που κατά βάθος πολύ τους σέβεσαι.
Είναι όπως όταν ασχημονείς μέσα στο ίδιο σου το σπίτι όπου σε περιτριγυρίζουν
πράγματα, που αγγίζουν συνεχώς τα πιο αγαπημένα σου πρόσωπα ή τα μικρά σου
αδέρφια. Προσπαθούσα τουλάχιστο να πηγαίνουμε όσο γινόταν πιο μακριά απ’ το
τοιχάκι, που χώριζε το πανεπιστήμιο απ’ το νεκροταφείο. Εξάλλου οι λάκκοι ήταν
άπειροι, οι Εβραίοι δεν ξεχώνουν ποτέ τους νεκρούς τους.
Εβραϊκή
επιτύμβια στήλη από τις ανασκαφές του μετρό.
Οι
τάφοι ήταν ορθογώνιοι λάκκοι κτιστοί από μέσα. Το τούβλο σκληρό και γυαλιστερό
ανέβαινε συμμετρικά σα σειρές από κόκκινο σαπούνι της πλύσης. Το εσωτερικό αυτό
τοίχωμα συνεχιζόταν μερικές πιθαμές πάνω απ’ το έδαφος κι έτσι, όταν έμπαινε η
μονοκόμματη πλάκα από πάνω, σχηματίζονταν ένας σωστός φούρνος. Αντί να τους
κατεβάζουν από πάνω θα μπορούσαν και να τους φουρνίζουν από δίπλα. Η πλάκα είχε
σκαλισμένα σχέδια σχετικά με το επάγγελμα του πεθαμένου: παπούτσια, καπέλα,
μασέλες, πιρούνια, φουρναρόξυλα, βαρέλια, πόδια και χέρια, πολλές φορές και
γυμνούς ανθρώπους.
Οι
μορφές της εβραϊκής ταφής γενικώς διέφεραν: βρέθηκε κάλυμμα λακκοειδούς τάφου
με παράσταση μενορά/επτάφωτης λυχνίας, κιβωτιόσχημος τάφος του 4ου με 6ου αιώνα
επίσης με παράσταση από μενορά και καμαρωτός τάφος του 4ου αιώνα επίσης με
μενορά που αποτελεί στοιχείο της κλασσικής εβραϊκής εικονογραφίας. (ένα
παράδειγμα στην φωτογραφία – προσέξτε τον χαρακτηρισμό του
νεκροταφείου ως “παλαιοχριστιανικού”).
Πολλά
σχέδια τα καταλάβαινα αμέσως, τότε που έπαιζα εκεί μικρός. Άλλα όμως ήταν τόσο
συμβολικά που δεν μπορούσα να τα εξηγήσω. Τις νεκροφόρες, θυμάμαι, τις σέρναν
δύο, τέσσερα ή έξι μαύρα άλογα μικρόσωμα, σκεπασμένα απ’ το κεφάλι ως τα πόδια
με μαύρα υφάσματα. Καθώς πήγαινε εκείνο το κουκουλωμένο πράγμα, έβλεπες μόνο
οκτώ, δεκάξι η είκοσι τέσσερα ποδαράκια να ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά. Όταν πάλι
σταματούσαν, για να κατεβάσουν το νεκρό, ήταν ακριβώς όπως το τραπέζι, όταν το
στρώνουμε για να φάμε και φαίνονται μόνο τα ποδάρια του χαμηλά χαμηλά κάτω απ’
το τραπεζομάντιλο. Τα υφάσματα στις γωνιές είχαν την πεντάλφα σχηματισμένη με
άσπρα σιρίτια. Στο κεφάλι των λόγων ήταν βαλμένα ψηλά άσπρα φτερά. Όλη εκείνη η
απέραντη γυμνή έκταση τα μεσημέρια του καλοκαιριού κυμάτιζε και τριζοβολούσε
άγρια και προφητικά μέσα σε μια γλυκερή μεθυστική βρόμα. Λουλούδια και
κυπαρίσσια ποτέ δε φυτεύουν οι Εβραίοι.
Σπασμένες
ταφόπλακες και οστά στο κατεστραμμένο εβραϊκό νεκροταφείο, Θεσσαλονίκη, 1945.
Μετά
το μεγάλο γιάγμα της Κατοχής άρχισαν να ξηλώνουν για καλά τα εβραίικα μνήματα.
Τα περισσότερα τούβλα και τις πλάκες τις πήραν οι εκκλησίες. Ξύσανε τα σύνεργα
και τα γράμματα ή τις γυρίσαν ανάποδα και κάναν πλακοστρώσεις καλές για γονατίσματα,
ακόμη και για γλειψίματα. Μόνο που πολλές απ’ αυτές έχουν ακόμα κάτι λεκέδες
από λίπος. Ήταν στρουμπουλοί συνήθως οι Εβραίοι.
Γιάννης
Τσαρούχης, "Νέοι με φτερά πεταλούδας"
Πηγαίναμε
τόσο συχνά, ώστε στο τέλος συνηθίσαμε σε ορισμένους λάκκους. Έριξα κατόπι την
ιδέα και δίναμε ραντεβού μέσα στους λάκκους. Οι γυναίκες μας περίμεναν εκεί
ξαπλωμένες ή καθισμένες. Όταν όμως φτάναμε εμείς πιο μπροστά, τις περιμέναμε
καθισμένοι απ’ έξω, ο καθένας στον τάφο του. Έβλεπα την κορμοστασιά του φίλου
μου να διαγράφεται μέσα στην ανταύγεια απ’ τα φώτα της Έκθεσης τα
πυροτεχνήματα, και σκεφτόμουν πόσο δίκιο έχει ο Τσαρούχης όταν βάζει φτερά
στους ναύτες που ζωγραφίζει. Μόλις ο φιλαράκος μου χανόταν, κατέβαινα κι εγώ
μέσα στον τάφο μου, πολλές φορές μόνος. Το κορίτσι, ας πούμε, το δικό μου δεν
ήταν και τόσο ταχτικό· δεν το ομολογούσα όμως. Φρόντιζα μάλιστα να λερωθώ κάπως
με χώματα σε καίρια σημεία για να ’χω να τινάζομαι κι εγώ μόλις βγαίναμε στα
φώτα.
Στο
γυρισμό ήμουν πάντα βουβός. Ο άλλος χασκογελούσε, έλεγε λεπτομέρειες. Τελείως
ανύποπτος και τελείως δοσμένος στον προορισμό του, δεν καταλάβαινε διόλου τη
σκηνοθεσία. Ένα βράδυ μίλησε για κάποιον ηδονοβλεψία. Κάποιος σα να τον
παραμόνευε· δεν τον είχε δει βέβαια. Ξαφνικά έκοψε να ’ρχεται μαζί μου. Πήγαινε
τις νύχτες στο λιμάνι κι έπεφτε γυμνός στη θάλασσα. Έβγαζε πυρομαχικά από
βυθισμένες μαούνες. Πόρνες και τελώνες ήταν πια οι παρέες του. Τίποτε δε
λογάριαζε, δεν μπορούσε να λογαριάσει.
Ο
Γιώργος Ιωάννου (ψευδώνυμο του Γιώργου Σορολόπη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη,
γιος του Ιωάννη Σορολόπη, υπαλλήλου των σιδηροδρόμων και της γυναίκας του
Αθανασίας. Η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη από την Ανατολική Θράκη
μετά από οικονομική καταστροφή της, και μετά από τον Γιώργο απέκτησε τρία ακόμη
παιδιά. Ο Ιωάννου πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και κατά τη
διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου στη Χαλκιδική και την Αθήνα. Σπούδασε
φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (1947-1950), όπου διετέλεσε και βοηθός
καθηγητής στην έδρα Αρχαίας Ιστορίας (1954). Από το 1956 και ως το 1971
εργάστηκε ως φιλόλογος σε διάφορα -ιδιωτικά και δημόσια- σχολεία της Ελλάδας
και στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1971 μετατέθηκε σε αθηναϊκό γυμνάσιο και λίγο αργότερα
στο Υπουργείο Παιδείας, όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Από το 1978 ως
το 1982 κυκλοφόρησε το περιοδικό Φυλλάδιο
με δική του επιμέλεια και συγγραφή κειμένων. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της
λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο, το
χρονογράφημα, τις μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων και τη λαογραφία. Πήρε
μέρος σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και δημοσίευσε κείμενά του στον
περιοδικό και ημερήσιο Τύπο. Τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1979
για το έργο του Το δικό μας αίμα).
Πέθανε από μετεγχειρητική επιπλοκή στην Αθήνα σε ηλικία πενηνταοχτώ χρόνων.
Κηδεύτηκε στη Θεσσαλονίκη. Το έργο του Γιώργου Ιωάννου τοποθετείται στη
μεταπολεμική ελληνική λογοτεχνία και πηγάζει από τις προσωπικές εμπειρίες του
συγγραφέα από την εποχή της γερμανικής κατοχής, της εθνικής αντίστασης και του
εμφυλίου στην Ελλάδα. Στην πεζογραφία του, από την οποία έγινε κυρίως γνωστός,
απεικονίζεται μέσω της μονομερούς αφήγησης και του εσωτερικού υποβλητικού λόγου
του μια ολόκληρη εποχή (από τη γερμανική κατοχή ως τη μεταπολίτευση και την
μετέπειτα περίοδο) που σφράγισε τη νεοελληνική ιστορία. Το ποιητικό του έργο,
έντονα ερωτικό, τοποθετείται στην ομάδα του Κύκλου της Διαγωνίου, ενός από τα
σημαντικότερα μεταπολεμικά λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκε
από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και στο οποίο ο Ιωάννου υπήρξε βασικός συνεργάτης.