Sicily, Syracuse,
Hieron II AV Drachm. Struck circa 220-217 BC. Head of Persephone left with long
flowing hair, head wreathed in grain ears; bucranium behind / IERWNOS,
charioteer driving biga left, holding kentron in right hand, reins in left;
monogram below horses. Hieron had won
the horse-race at Delphi in 482 and again in 478 with the same horse that won
for him in Olympia--Pherenikos (Victory-bringer).
[στρ.
1]
μεγαλοπόλιες
ὦ Συράκοσαι, βαθυπολέμου
τέμενος
Ἄρεος, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί,
ὔμμιν τόδε τᾶν
λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν φέρων
μέλος
ἔρχομαι ἀγγελίαν
τετραορίας ἐλελίχθονος, 5
εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ κρατέων
[10]
τηλαυγέσιν ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν
στεφάνοις,
ποταμίας
ἕδος Ἀρτέμιδος, ἇς
οὐκ ἄτερ
κείνας
ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους.
Ancient Coinage of
Sicily, Syracuse, First Democracy, before 485 BC.
Ώ μεγαλούπολη Συρακούσα,
τέμενος του Άρη του πολεμόχαρου
κι αρματομάχων ηρώων κι αλόγων γεννήτρα,
σε σένα φέρνοντας έρχομαι
απ’ την υπέρολαμπρη Θήβα το μέλος αυτό,
να διαλαλήσει τη νίκη που πήρε
ο αρματηλάτης ο Ιέρωνας
στων τεθρίππων, που σειούνε τη γή, τον αγώνα
και στεφάνια μακρόφεγγα κρέμασε
στην Ορτυγία, την έδρα της ποταμίας Αρτέμιδας,
που όχι χωρίς τη βοήθεια της δάμασε
με τα πιδέξια του χέρια
τα ομορφοχάλινα εκείνα πουλάρια.
[αντ.
1]
ἐπὶ γὰρ ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ 10
[20]
ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς αἰγλᾶντα τίθησι κόσμον, ξεστὸν ὅταν δίφρον
ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ
σθένος
ἵππιον, ὀρσοτρίαιναν
εὐρυβίαν καλέων θεόν.
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν
ἄλλος ἀνὴρ
εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον, ἄποιν' ἀρετᾶς. 15
κελαδέοντι
μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις
[30]
φᾶμαι Κυπρίων, τὸν ὁ χρυσοχαῖτα
προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων,
Aphrodite of the Syracuse type. Parian marble, Roman copy of the 2nd century CE after a Greek original of the 4th century BC; neck, head and left arm are restorations by Antonio Canova. Found at Baiae, Southern Italy.
[επωδή]
ἱερέα κτίλον Ἀφροδίτας:
ἄγει δὲ χάρις φίλων ποίνιμος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα:
σὲ δ', ὦ Δεινομένειε παῖ, Ζεφυρία πρὸ δόμων
Λοκρὶς παρθένος ἀπύει, πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων 20
διὰ τεὰν δύναμιν δρακεῖσ' ἀσφαλές.
[40]
θεῶν δ' ἐφετμαῖς Ἰξίονα φαντὶ
ταῦτα βροτοῖς
λέγειν
ἐν πτερόεντι τροχῷ
παντᾷ κυλινδόμενον:
τὸν εὐεργέταν ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ἐποιχομένους τίνεσθαι. 25
Chariot racing on a
black-figure hydria from Attica, ca. 510 BC.
Γιατί με τα δύο της τα χέρια η τοξεύτρα παρθένα
κι ο θεός των αγώνων ο Ερμής
τ’ αστραφτερά των στολίδια
στα βαρβάτα του βάζουν τ’ άτια,
όταν στο χαλινό τους υπάκουα εκείνος τα ζέβει
στο σκαλιστό των αρμάτων του δίφρο, αφού
του τρανού τριαινοσείστη ευχηθεί Ποσειδώνα.
Άλλοι γι’ άλλους ρηγάδες συνθέσανε
του μεγαλείου των ύμνους καλόηχους
των Κυπρίων συχνές κελαϊδούν οι φωνές
τον Κινύρα, που αγάπησε απ’ όλη
την καρδιά του ο ξανθόμαλλος Φοίβος,
της Αφροδίτης τον πρώτο ιερέα γιατί
φέρν’ η χάρη για τα έργα τα καλά την αντίχαρη.
Έτσι και σένα, ώ βλαστέ Δεινομένειε,
τραγουδούν μπρος στις πόρτεες των
οι Ζεφύριες Λοκρίδες παρθένες,
που η δική σου τις λύτρωσε δύναμη
κι από κινδύνους πολέμων αφεύγατους
είδαν για σένα το φως.
Μα τον Ιξίονα, λέγουν, προστάξανε οι θεοί
στο φτερωτό του κυλώντας παντούθε τροχό
να λέει στους θνητούς:
Τον ευεργέτη τιμάτε, πληρώνοντας
μ’ εγκάρδιες τη χάρη αμοιβές.
[στρ.
2]
ἔμαθε δὲ σαφές. εὐμενέσσι
γὰρ παρὰ Κρονίδαις
γλυκὺν ἑλὼν βίοτον, μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον,
μαινομέναις φρασὶν
[50]
Ἥρας ὅτ' ἐράσσατο, τὰν
Διὸς εὐναὶ λάχον
πολυγαθέες:
ἀλλά νιν ὕβρις
εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον
ὦρσεν: τάχα δὲ
παθὼν ἐοικότ' ἀνὴρ 30
ἐξαίρετον ἕλε
μόχθον. αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι
φερέπονοι
τελέθοντι: τὸ μὲν ἥρως ὅτι
ἐμφύλιον αἷμα
πρώτιστος οὐκ ἄτερ τέχνας ἐπέμιξε
θνατοῖς,
Ixion by Jules-Élie Delaunay (1828-1891) - Musée des Beaux-Arts de Nantes.
[αντ.
2]
[60]
ὅτι τε μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις
Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο. χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον. 35
εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς
κακότατ' ἀθρόαν
ἔβαλον: ποτὶ
καὶ τὸν ἵκοντ': ἐπεὶ νεφέλᾳ παρελέξατο,
ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων, ἄϊδρις
ἀνήρ:
[70]
εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ
πρέπεν οὐρανιᾶν
θυγατέρι
Κρόνου: ἅντε δόλον αὐτῷ θέσαν 40
Ζηνὸς παλάμαι, καλὸν πῆμα. τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε
δεσμόν,
[επωδή
2]
ἑὸν ὄλεθρον ὅγ':
ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις πεσὼν τὰν πολύκοινον ἀνδέξατ'
ἀγγελίαν.
ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον ὑπερφίαλον,
[80]
μόνα καὶ μόνον, οὔτ'
ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ' ἐν θεῶν νόμοις:
τὸν ὀνύμαξε τράφοισα Κένταυρον, ὃς 45
ἵπποισι Μαγνητίδεσσι ἐμίγνυτ' ἐν Παλίου
σφυροῖς, ἐκ δ' ἐγένοντο στρατὸς
θαυμαστός,
ἀμφοτέροις
ὁμοῖοι τοκεῦσι,
τὰ ματρόθεν μὲν
κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός.
«Ιξίων» του José Ribera, 1632. Museo del
Prado, Μαδρίτη. José Ribera's grittily realistic Ixion, 1632 (Museo del Prado).
Τα’μαθε κι ο ίδιος καλά, γιατί ενώ
γλυκιά βρήκε ζωή στους καλόβουλους πλάι Κρονίδες,
τη ευτυχία του πολύ να βαστάξει δεν μπόρεσε,
μα στου νού του την τρέλα την Ήρα ερωτεύτηκε
της μακάριας κλίνης του Δία το ταίρι.
Αλλά των φρενών του το ξέπαρμα
σε βλάβη τον έσπρωξε απόκοτη
κι ό,τι άξιζε αμέσως παθαίνοντας, βρήκε
παιδεμό π’ όμοιος του κι άλλος δεν είναι.
Τέτοιους πόνους του φέρνουν τα δυό του τα κρίματα:
το ένα, που πρώτος στον κόσμον ο ήρωας αυτός
έχυσε κι όχι χωρίς κακές τέχνες
αίμ’ ανθρώπου απ’ την ίδια γενιά του.
Τ’ άλλο, πως στους απειρόβαθους
μέσα θαλάμους του Δία
να βιάσει τη γυναίκα του ζήτησε.
Αλλά πρέπει κανείς να μετρά κάθε τί
στα δικά του πάντα τα μέτρα
να σε ποιόν οι παρότροποι έρωτες
συμφορά μαζεμένη τον ρίξανε
και τον πλέρωσαν: πλάι σε νεφέλη κοιμήθηκε
ο μωρός, αγκαλιάζοντας ψέμα γλυκό
γιατί στην ειδή με την υπερέξοχη
θυγατέρα του Ουράνιου του Κρόνου παράφερνε,
που του Δία του τη στήσανε οι τέχνες παγίδα,
όμορφή του ζημιά και τα ολέθρια εισέπραξε
κάτεργα πάνω στα τέσσερ’ αδράχτια τροχού.
Κι έτσι ανέλαβε, πέφτοντας σ’ άλυτες
χειροπέδες, το πάγκοινο για όλους το μήνυμα.
Δίχως τις Χάριτες γόνο του γέννησε αχάραγο
μόνον η μόνη νεφέλη αυτόν
από θεούς κι ανθρώπους ατίμητο,
που θρέφοντάς τον ονόμασε Κένταυρο.
Κι έσμιγε αυτός στου Πηλίου τα ριζά τις φοράδες
της Μαγνησίας και φύτρωσε θάμα κοπάδι,
πόμοιαζε και με τους δυό τους γονιούς του,
με τη μητέρα από κάτω
κι απάνωθε με τον πατέρα.
[στρ.
3]
[90]
θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκμαρ ἀνύεται, 50
θεός,
ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε, καὶ θαλασσαῖον
παραμείβεται
δελφῖνα, καὶ ὑψιφρόνων τιν' ἔκαμψε βροτῶν,
ἑτέροισι δὲ κῦδος ἀγήραον παρέδωκ'. ἐμὲ δὲ χρεὼν
φεύγειν
δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν.
εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ 55
[100]
ψογερὸν Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν
πιαινόμενον:
τὸ πλουτεῖν
δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον.
Δίας
και αετός, Λακωνικό κύπελλο του Ναυκρατίδη, 560 - 550 π.Χ.
Μόνο ο θεός ό,τι βάζει στο νού του τελειώνει
ο θεός το γοργόφτερο έφτασε αητό,
το δελφίνι της θάλασσας πέρασε,
τον ψηλοφαντασμένο γονάτισε,
ενώ σ’ άλλους αγέραστη χάρισε δόξα.
Μα εγώ ν’ αποφεύγω χρεωστώ
την κακιά, την πικρή δαγκανιάρικη γλώσσα,
γιατί ξέρω, αν και τόσο μακριά του, πως ο Αρχίλογος
ο ψογερός, κακορίζικα πάντοτε ζούσε
και βαρύλογες μόνο τον πάχαιναν έχθρες
μα ο πλούτος, σαν τύχει μαζί της σοφίας κι ο κλήρος,
το καλύτερο απ’ όλα είναι στον κόσμο.
[αντ.
3]
τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις,
ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν,
πρύτανι
κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ.
εἰ δέ τις
[110]
ἤδη κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ λέγει 60
ἕτερόν τιν' ἀν'
Ἑλλάδα τῶν
πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον,
χαύνα
πραπίδι παλαιμονεῖ κενεά.
εὐανθέα δ' ἀναβάσομαι στόλον ἀμφ' ἀρετᾷ
κελαδέων.
νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος
δεινῶν πολέμων: ὅθεν φαμὶ
καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν, 65
Διαδούμενος:
Πρόκειται για αντίγραφο του 100 π.X. του φημισμένου χάλκινου αγάλματος του
Διαδούμενου, που κατασκεύασε γύρω στο 450-425 π.X. ο Aργείος γλύπτης
Πολύκλειτος. Tο άγαλμα ήταν περίφημο ήδη από την αρχαιότητα και αναφέρεται από
το Pωμαίο ιστορικό Πλίνιο (nat. 34.55). Παριστάνεται νεαρός αθλητής να δένει
στο κεφάλι του την ταινία της νίκης. Δίπλα στη μορφή υπάρχει κορμός δέντρου,
που αποτελεί προσθήκη του αντιγραφέα. Σε αυτόν είναι ριγμένο το ένδυμα του
νέου, και επάνω του στηρίζεται μια φαρέτρα, γεγονός που έχει οδηγήσει
ορισμένους μελετητές στην ταύτιση της μορφής με τον θεό Aπόλλωνα. Tο άγαλμα
ενσαρκώνει το αθλητικό ιδεώδες, αλλά και τις ιδανικές αναλογίες του γυμνού
ανδρικού σώματος, όπως αυτές εκφράστηκαν στον “κανόνα” του Πολύκλειτου, ενός
από τους κατ' εξοχήν γλύπτες χάλκινων αγαλμάτων αθλητών της κλασικής
αρχαιότητας. Πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν ότι το γλυπτό έφερε επιχρύσωση. Βρίσκεται
στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
[επωδή
3]
[120]
τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι
μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι: βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι
ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος <σὲ>
ποτὶ πάντα λόγον
ἐπαινεῖν παρέχοντι. χαῖρε. τόδε μὲν κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολὰν
μέλος
ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται:
τὸ Καστόρειον δ' ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς ἑκὼν 70
ἄθρησον χάριν ἑπτακτύπου
[130]
φόρμιγγος ἀντόμενος.
γένοι'
οἷος ἐσσὶ μαθών: καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ
[στρ.
4]
καλός.
ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ
πέπραγεν, ὅτι φρενῶν
ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον, οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται
ἔνδοθεν: 75
οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ' αἰεὶ βροτῷ.
[140]
ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες,
ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι.
κερδοῖ δὲ τί μάλα τοῦτο
κερδαλέον τελέθει;
ἅτε γὰρ εἰνάλιον πόνον ἐχοίσας
βαθὺν 80
σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστός
εἰμι, φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας.
The so-called
'Farnese Diadumenos' is a Roman copy of a Greek original attributed to
Polykleitos c.440 BC, depicting an athlete tying a victory ribbon round his
head.
Κι έχεις, ως εσύ με ψυχή ελευθερόφρονη,
καθαρά να το δείξεις,
βασιλιά, κύριε πολλών ψηλοπύργωτων κάστρων
και τόσου λαού που αν λέγει κανείς
πως βρέθηκε κι άλλος ποτέ στην Ελλάδα ως τα τώρα
πιο μεγάλος σε δόξα και πλούτη από σένα,
μάταια με κούφια σαλεύει μυαλά.
Καράβι γιομάτο λουλούδια θ’ ανέβω, όταν ψάλλω
το μεγαλείο σου εγώ. Αν στρέγει της νιότης
των φοβερών των πολέμων το θράσος, μα λέγω και σύ
την άπειρη βρήκες τη δόξα σου απο κεί,
σαν οδηγούσες στις μάχες
πότε στρατό καβαλάρη και πότε πεζό
κι απ’ τ’ άλλο, οι βουλές της μεστής σου ηλικίας
να σε δοξάζω απο κάθε μεριά
μου επιτρέπουν ακίνδυνα.
Χαίρε σου στέλλεται ο ύμνος αυτός
πάνω απ’ το αφρόστεφο πέλαγος
σα Φοινίκων πραμάτεια
και συ το μέλος, σ’ αιολίδες χορδές, το Καστόρειο
καλοπρόθετα ευδόκησε μπρος σου να δείς
για τιμή της εφτάκρουστης λύρας.
Μένε όπως έμαθες να’σαι, ο πίθηκος βέβαια
για τα παιδιά είναι ωραίος.
πάντα του ωραίος, μ ο Ραδάμανθυς μέγας υψώθηκε
γιατί του’λαχε ο αμίμητος της σοφίας καρπός
κι ουδ’ ευφραίνεται μέσα η ψυχή του σε απάτες,
που οι ραδιούργοι με τέχνη στ’ αυτί ψυθυρίζουνε πάντα.
Είναι κατάρα κακή και στους δυό
όσοι ζιζάνια σπέρνουν κρυφά,
αλεπούδες στον τρόπο σωστές κι απαράλλαχτες.
Μα όσο για κέρδος, ποιά ωφέλεια θα’χουνε τάχα;
γιατ’ εγώ, ενώ τ’ άλλο το δίχτυ δουλεύει στον πάτο βαθιά,
μένω αβύθιστος σαν το φελλό
στης θάλασσας πάνω την άπλα.
[αντ.
4]
ἀδύνατα δ' ἔπος
ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς
[150]
δόλιον ἀστόν: ὅμως μὰν σαίνων ποτὶ
πάντας, ἄταν πάγχυ διαπλέκει.
οὔ οἱ μετέχω θράσεος: φίλον εἴη φιλεῖν:
ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ' ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι, 85
ἄλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς.
ἐν πάντα δὲ
νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει,
[160]
παρὰ τυραννίδι, χὠπόταν
ὁ λάβρος στρατός,
χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι. χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν,
[επωδή
4]
ὃς ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ' ἑτέροις ἔδωκεν
μέγα κῦδος. ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον 90
ἰαίνει φθονερῶν:
στάθμας δέ τινος ἑλκόμενοι
περισσᾶς ἐνέπαξαν ἕλκος
ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ,
[170]
πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν.
φέρειν
δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν
ἀρήγει: ποτὶ
κέντρον δέ τοι 95
λακτιζέμεν
τελέθει
ὀλισθηρὸς οἶμος: ἁδόντα δ' εἴη
με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν.
Η γέννηση του Πινδάρου. La naissance de Pindare, 1848. Ανρί Πιέρ Πικού (Henri-Pierre
Picou 1824-1895), Musée d’ Orsay.
Σε
ανθρώπους σωστούς είναι αδύνατο
να
πιάσουν τα λόγια που βάζει ο επίβουλος.
Κι
όμως σ’ όλους αυτός την ουρά του κουνώντας
δεν
παύει να πλέκει τα ολέθρια του βρόχια.
Αγύρευτο
να’ναι το θράσος του ας είναι
τους
φίλους μου εγώ ν’ αγαπώ,
μα
στον εχθρό μου, εχθρός του αφού είμαι,
σα
λύκος θα ιδώ πώς να τους έβγω μπροστά
λοξοδρομώντας
μια δώθε μια κείθε κρυφά.
Ο
ευθύγλωσσος άνθρωπος ξεχωρίζει παντού,
σε
βασιλείς κι εκεί όπου ο λαύρος λαός
και
κεί όπου οι σοφοί κυβερνούνε το κράτος.
Μόνο
δεν πρέπει κανείς με το θεό να τα βάζει,
που
πότ’ εκείνους υψώνει και πότε σ’ αυτούς
έδωσε
δόξα μεγάλη μα μήτε κι αυτά
των
φθονερών την ψυχή θεραπεύουν,
που
περίσσια τη στάφνη τεντώνοντας
κάρφωσαν
πρώτα βαριά στην καρδιά των την ίδια πληγή,
πριν
ό,τι βάζουν στο νού των πετύχουν.
Συμφέρει
ελαφρά να σηκώνει κανείς το ζυγό
που
στον τράχηλο πάρει
γιατί
‘ναι δρόμος πολύ γλιστερός
να
λαχτίζει κανένας στα κέντρα.
Είθ’
ανάμεσα πάντα να ζώ σε καλούς και να αρέσω.
Μετάφραση:
Ιωάννης Γρυπάρης
For Hieron of
Syracuse - Chariot Race - 470 or 468 BCE
The Charioteer of Delphi, one of the most famous statues surviving
from Ancient Greece. Like modern jockeys, chariot racers were chosen for their
lightness, but also needed to be tall, so they were frequently teenagers.
[1] Great city of
Syracuse! Sacred precinct of Ares, plunged deep in war! Divine nurse of men and
horses who rejoice in steel! For you I come from splendid Thebes bringing this
song, a message of the earth-shaking four-horse race
[5] in which Hieron
with his fine chariot won the victory, and so crowned Ortygia with far-shining
garlands — Ortygia, home of Artemis the river-goddess: not without her help did
Hieron master with his gentle hands the horses with embroidered reins. For the
virgin goddess who showers arrows
[10] and Hermes the
god of contests present the gleaming reins to him with both hands when he yokes
the strength of his horses to the polished car, to the chariot that obeys the
bit, and calls on the wide-ruling god who wields the trident (Poseidon). Other
kings have other men to pay them the tribute of melodious song, the recompense
for excellence.
[15] The voices of
the men of Cyprus often shout the name of Kinyras (Cinyras), whom golden-haired
Apollon gladly loved, Kinyras, the obedient priest of Aphrodite. Reverent
gratitude is a recompense for friendly deeds. And you, son of Deinomenes, the
West Lokrian (Locrian) girl invokes you, standing outside her door: out of the
helpless troubles of war,
[20] through your
power she looks at the world in security. They say that by the commands of the
gods Ixion spins round and round on his feathered wheel, saying this to
mortals: "Repay your benefactor frequently with gentle favors in
return."
[25] He learned a
clear lesson. For although he received a sweet life among the gracious children
of Kronos (Cronos), he did not abide his prosperity for long, when in his
madness of spirit he desired Hera, who was allotted to the joyful bed of Zeus.
But his arrogance drove him to extreme delusion; and soon the man suffered a
suitable
[30] exquisite
punishment. Both of his crimes brought him toil in the end. First, he was the
hero who, not without guile, was the first to stain mortal men with kindred
blood; second, in the vast recesses of that bridal chamber he once made an
attempt on the wife of Zeus. A man must always measure all things according to
his own place.
[35] Unnatural lust
throws men into dense trouble; it befell even him, since the man in his
ignorance chased a sweet fake and lay with a cloud, for its form was like the
supreme celestial goddess (Hera), the daughter of Kronos. The hands of Zeus set
it as a trap for him,
[40] a beautiful
misery. Ixion brought upon himself the four-spoked fetter, his own ruin. He
fell into inescapable bonds, and received the message that warns the whole
world. She bore to him, without the blessing of the Graces, a monstrous
offspring — there was never a mother or a son like this — honored neither by
men nor by the laws of the gods. She raised him and named him Kentauros
(Centaurus),
[45] and he mated
with the Magnesian mares in the foothills of Pelion, and from them was born a
marvelous horde, which resembled both its parents: like the mother below, the
father above. The gods accomplish everything according to their wishes;
[50] the gods, who
overtake even the flying eagle and outstrip the dolphin in the sea, and bend
down many a man who is overly ambitious, while to others they give unaging
glory. For my part, I must avoid the aggressive bite of slander. For I have
seen, long before me,
[55] abusive
Archilochos (Archilochus) often in a helpless state, fattening himself with
strong words and hatred. But to be rich by the grace of fortune is the best
part of skillful wisdom. And you clearly have this blessing, and can display it
with a generous mind, ruler and leader of many garland-crowned streets and a
great army. When wealth and influence are in question,
[60] anyone who
says that any man in Greece of earlier times surpassed you has a soft mind that
flails around in vain. But I shall ascend a ship covered with flowers, and sing
the praises of excellence. Boldness helps youth in terrible wars; and so I say
that you too have found boundless fame
[65] by fighting among
both horsemen and foot soldiers. And your wisdom beyond your years provides me
with praise of you that cannot be challenged in any detail. Greetings! This
song, like Phoenician merchandise, is sent to you over the gray sea: look
kindly on the Kastor-song (Castor-song), composed in Aeolian strains;
[70] come and greet
the gracious offering of the seven-toned lyre. Learn and become who you are. To
children, you know, an ape is pretty, always pretty. But Rhadamanthys has
prospered, because his allotted portion was the blameless fruit of
intelligence, and he does not delight his inner spirit with deceptions,
[75] the kind that
always follow a man because of the schemes of whisperers. Those who mutter
slander are an evil that makes both sides helpless; they are utterly like foxes
in their temper. But what does the fox really gain by outfoxing? For while the
rest of the tackle labors in the depths,
[80] I am
unsinkable, like a cork above the surface of the salt sea. A crafty citizen is
unable to speak a compelling word among noble men; and yet he fawns on
everyone, weaving complete destruction. I do not share his boldness. Let me be
a friend to my friend; but I will be an enemy to my enemy, and pounce on him
like a wolf,
[85] treading every
crooked path. Under every type of law the man who speaks straightforwardly
prospers: in a tyranny, and where the raucous masses oversee the state, and
where men of skill do. One must not fight against a god, who raises up some
men's fortunes at one time, and at another gives great glory to others. But
even this
[90] does not
comfort the minds of the envious; they pull the line too tight and plant a
painful wound in their own heart before they get what they are scheming for. It
is best to take the yoke on one's neck and bear it lightly; kicking against the
goad
[95] makes the path
treacherous. I hope that I may associate with noble men and please them.
Pindar, Roman copy
of Greek 5th century BC bust (Museo Archeologica Nazionale, Naples).