Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Μαρία Πολυδούρη, «Εξομολόγηση»

Ramón Casas, “Júlia”, (1908)

Ήμουν ανίδεη κι’ άπραγη, παρ’ όλο
που η παιδικότης  μούχε  πη το «χαίρε».
Ω, για να πω τα λόγια τούτα τώρα
θύμηση τις γλυκές πηγές σου φέρε.

Otto Mueller, “Pair of Lovers”, 1919

Είχαμε οι δυό καθήσει στο γεφύρι
του έρημου δρόμου που έβγαζε στο ρέμα,
ακίνητοι και παραπονεμένοι,
με σκεφτικό παράξενα το βλέμμα.

Marcus Stone, Two Lovers

Το σκεφτικό μας πρόσωπο η Σελήνη
το αγκάλιαζε με θέρμη και το εφίλει
μα εμείς μέναμε πάντα καθισμένοι
με σιωπηλά τα ξαφνισμένα χείλη.

Ramón Casas, “La Sargantain”, circa 1907, Cercle del Liceu, Barcelona.

Λιγάκι πριν δεν ήμαστε θλιμμένοι
μα μούπε ξαφνικά πως μ’ αγαπάει.
Αυτό ήταν! Τι να νοιώσαμε με τούτο;
Αχ! όλη η παιδική ψυχή μας πάει!

Μαρία Πολυδούρη 

Γιάννης Ρίτσος, «Χρέος»

Ένα άστρο φέγγει μες στο απόβραδο
σα φωτισμένη κλειδαρότρυπα

κολλάς το μάτι σου κει πάνω-βλέπεις μέσα-όλα τα βλέπεις.

Ο κόσμος είναι ολόφωτος πίσω απ' την κλειδωμένη πόρτα.


Πρέπει να την ανοίξεις.

Φωτογραφίες: © Κωνσταντίνος Βακουφτσής

Γιάννης Ρίτσος, «Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου» (1938-1941)


Η «Εποποιία των Θρακών βασιλέων» στο Λούβρο. 'The Saga of Thracian Kings. Archaeological Discoveries in Bulgaria' at the Louvre

Χάλκινη κεφαλή του Σεύθη Γ΄. Bronze head of Seuthes III. Φωτ.: © Institut national d’archéologie et musée - ABS/Ivo Hadjimishev.

«Άνοιξε» τις πύλες της, στο Μουσείο του Λούβρου, η έκθεση «Εποποιία των Θρακών Βασιλέων», με αντικείμενα του αρχαίου πολιτισμού των Θρακών που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στα βουλγαρικά εδάφη.

This exhibition explores ancient Thrace by looking at various components of the Odrysian kingdom. On show for the first time will be several complete sets of major tomb furnishings, allowing comparison of previously unseen items with similar material found in Greek city-states along the coast. The highlight of the exhibition will be the unprecedented display of items from the royal tomb of Seuthes III alongside the magnificent bronze head of that king.

Η έκθεση, που θα διαρκέσει μέχρι τις 20 Ιουλίου 2015, περιλαμβάνει και αντικείμενα από τις τελευταίες αρχαιολογικές ανασκαφές στον τάφο του Θράκα ηγεμόνα Σεύθη Γ’, καθώς και τη χάλκινη κεφαλή που τον απεικονίζει.

This deer head-shaped gold-coated silver rhyton from the Ancient Thracian treasure of Zlatinitsa-Malomirovo dated to the first half of the 4th century BC is one of the 1629 archaeological items to be displayed in the exhibition “Thracian Kings’ Epic. Archaeological Discoveries in Bulgaria” in the Louvre. This item is part of the collection of Bulgaria’s National Museum of History. Photo: Todor Dimitrov, Bulgaria’s Ministry of Culture

This golden amphora-rhyton is from the Panagyurishte Gold Treasure, the most impressive of all Thracian treasures. It is dated to the end of the 4th and the beginning of the 3rd century BC, and is part of the collection of the Plovdiv Museum of Archaeology. Photo: Plovdiv Museum of Archaeology

The Panagyurishte Gold Treasure, the most impressive Ancient Thracian treasure to date. Photo by Plovdiv Museum of Archaeology

Η συλλογή, που μεταφέρθηκε από τη Βουλγαρία στο Παρίσι στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου, περιλαμβάνει αντικείμενα από 17 μουσεία της Βουλγαρίας.

A phiale from the Rogozen treasure. PHOTO: MUSÉE RÉGIONAL HISTORIQUE DE VRATSA/TODOR DIMITROV

A rhyton from the Panagyuriste treasure. PHOTO: MUSÉE RÉGIONAL ARCHÉOLOGIQUE DE PLOVDIV/TODOR DIMITROV

Earrings, Regional museum of history in Vratsa, Bulgaria. PHOTO: MUSÉE RÉGIONAL ARCHÉOLOGIQUE DE PLOVDIV/TODOR DIMITROV

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Βούλγαρου υπουργού Πολιτισμού, Βεζντί Ρασίντοφ, την έκθεση αναμένεται να επισκεφθούν περίπου τέσσερα εκατομμύρια επισκέπτες.

Θύμα πολλαπλών μίνι εγκεφαλικών ο Ιούλιος Καίσαρας. New theory raises possibility Julius Caesar suffered mini-strokes

Μίνι εγκεφαλικά ήταν πιθανώς η αιτία των προβλημάτων υγείας που εμφάνισε στη ζωή του ο Ιούλιος Καίσαρας. New research suggests that the Roman general may in fact have been suffering from a series of mini-strokes that affected both his mental and physical state. Doctors at Imperial College London came to the conclusion after taking a new look at Caesar's symptoms described in Greek and Roman documents.

Ο Ιούλιος Καίσαρας από ένα σημείο και μετά άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας με διάφορα περιστατικά να περιγράφονται αναλυτικά στις ιστορικές αναφορές. Ο έλληνας ιστορικός Πλούταρχος υποστήριξε ότι ο χαρισματικός ρωμαίος στρατηγός και πολιτικός βασανιζόταν από επιληπτικές κρίσεις. Η άποψη αυτή ήταν τελικά που επικράτησε στην πορεία της ιστορίας. Όμως επιστήμονες στη Βρετανία έρχονται να ανατρέψουν τη συγκεκριμένη εικόνα, υποστηρίζοντας ότι ο Ιούλιος Καίσαρας δεν ήταν επιληπτικός αλλά είχε πάθει πολλά απανωτά «μίνι» εγκεφαλικά τα οποία εξηγούν καλύτερα τα συμπτώματα που είχε.

Τα συμπτώματα και οι θεωρίες

Julius Caesar famously collapsed at the battle of Thapsus in 46BC and had to be carried to safety. Historians have long believed this was result of an epileptic attack, but new research suggests otherwise. Pictured is Ciaran Hinds Julius Caesar in the drama series 'Rome'.

Ο Ιούλιος Καίσαρας, ο οποίος είχε γεννηθεί το 100 π.Χ και -μετά από μια εντυπωσιακή σταδιοδρομία- δολοφονήθηκε το 44 π.Χ., αναφέρεται ότι παραπονιόταν συχνά για ζαλάδες, ιλίγγους, αναισθησία των κάτω άκρων (γι' αυτό συχνά έπεφτε) κ.α. Στη μάχη της Θάψου (46 π.Χ.), κατέρρευσε και χρειάστηκε να απομακρυνθεί από τους άνδρες του για να σωθεί. Ο βιογράφος του Πλούταρχος εκτιμά ότι το επεισόδιο αυτό οφειλόταν σε επιληπτική κρίση.

Στο πέρασμα των αιώνων, προτάθηκαν διάφορες εναλλακτικές εξηγήσεις, όπως η πιθανότητα να είχε κολλήσει ελονοσία ή να είχε προσβληθεί από κάποια εγκεφαλική παρασιτική νόσο κατά την εκστρατεία του στην Αίγυπτο.

Η μελέτη

Doctors at Imperial College claim that a diagnosis of mini-strokes makes sense of symptoms described in Greek and Roman writings. Photograph: Walter Sanders/Time & Life Pictures/Getty Image

Γιατροί του Imperial College του Λονδίνου, με επικεφαλής τον Φραντσέσκο  Γκαλάσι μελέτησαν εξονυχιστικά τα συμπτώματα του Ιούλιου Καίσαρα, τα οποία κατά καιρούς αναφέρονται σε κείμενα ελλήνων και ρωμαίων συγγραφέων. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μια σειρά από μικρά εγκεφαλικά ευθύνονταν για την άσχημη κατάσταση της υγείας του, σωματικής και ψυχικής. «Όλα τα αναφερόμενα συμπτώματα στη ζωή του Καίσαρα είναι συμβατά με την υπόθεση πως είχε πάθει πολλαπλά μικρά εγκεφαλικά. Η ιδέα πως ήταν επιληπτικός δεν στοιχειοθετείται. Η θεωρία μας είναι απλούστερη και πιο λογική» αναφέρει ο Γκαλάσι.

Αυτό σημαίνει πως ο Ιούλιος Καίσαρας πιθανότατα έπασχε από καρδιαγγειακή νόσο. Το γεγονός ότι προς το τέλος της ζωής του εμφάνισε κατάθλιψη και στοιχεία αλλοίωσης της προσωπικότητάς του, κάτι που συχνά συμβαίνει σε όσους έχουν προσβληθεί από εγκεφαλικά, φαίνεται να ενισχύει τη νέα υπόθεση.

Ανατρέπεται η μέχρι σήμερα πεποίθηση ότι ο χαρισματικός στρατηγός και πολιτικός ήταν επιληπτικός. Προτομή του Ιουλίου Καίσαρα. Βιέννη, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης (φωτ. Βικιπαίδεια).

Επιπλέον, την τάση για εγκεφαλικό ή έμφραγμα λόγω κληρονομικότητας ενισχύει το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, τόσο ο πατέρας του Καίσαρα, όσο και ένας άλλος πρόγονός του, πέθαναν ξαφνικά χωρίς προφανή αιτία, ενώ έβαζαν τα παπούτσια τους. Τη ρωμαϊκή εποχή, η επιληψία εθεωρείτο «ιερή» ασθένεια και αυτό μπορεί επίσης να εξηγεί γιατί προτιμήθηκε η θεωρία περί επιληψίας στην περίπτωση ενός «ιερού τέρατος» όπως ο Ιούλιος Καίσαρας. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Neurological Sciences». Για την πρωτότυπη επιστημονική εργασία (με συνδρομή) πατήστε εδώ.

Σάββατο 18 Απριλίου 2015

«Μανιτάρι» βαρύτητας ο επόμενος διαστημικός σταθμός. International Space Station could be replaced by giant orbiting 'mushroom' which generates its own gravity

Μια νέα προηγμένη κατοικία για τους αστροναύτες, προτείνει αμερικανική εταιρεία. Ο διαστημικός σταθμός που προτείνει η αμερικανική εταιρεία θα προσφέρει συνθήκες τεχνητής βαρύτητας στους αστροναύτες. In space, no-one can see you blush. Credit: United Space Structures

Η αμερικανική εταιρεία United Space Structures έδωσε στη δημοσιότητα την πρότασή της για έναν διαστημικό σταθμό. 

 The current shape of the International Space Station. Credit: NASA

Ο σταθμός που προτείνει η εταιρεία έχει σχήμα μανιταριού και το βασικό του πλεονέκτημα σε σχέση με τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό είναι ότι θα προσφέρει στους κατοίκους του συνθήκες τεχνητής βαρύτητας. 

Zero gravity can be zero fun for astronauts, who suffer serious health implications over time. Credit: NASA

Αυτό σημαίνει ότι θα παρέχει καλύτερες και ευκολότερες συνθήκες διαμονής στους αστροναύτες επιτρέποντάς τους να μείνουν για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι στον ISS. Σύμφωνα με την εταιρεία, ο σταθμός αυτός θα μπορεί να ταξιδέψει στο Διάστημα συμβάλλοντας τα μέγιστα στη διαστημική εξερεύνηση και κυρίως στην αποίκηση άλλων κόσμων. 

Artificial gravity has been considered many times before, most famously in the 'Stanford Torus' design (interior seen here). A rotating station would allow people to live as if they were walking on Earth, allowing them to stay in space for long periods of time.

Θα μπορεί για παράδειγμα να τεθεί σε τροχιά γύρω από τον Άρη και να παρέχει ασφαλές και άνετο καταφύγιο στους αστροναύτες που θα πραγματοποιούν αποστολές στην επιφάνεια του πλανήτη για να στήσουν εγκαταστάσεις παραμονής των ανθρώπων. Σύμφωνα με τα σχέδια της εταιρείας, αυτό το διαστημικό μανιτάρι θα έχει διάμετρο 100 μέτρων και μήκος 400 μέτρων ενώ το κόστος του υπολογίζεται ότι θα αγγίξει τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια.

Αποστολή της NASA θα αυτοκτονήσει πέφτοντας στον Ερμή. The End is Near: NASA’s MESSENGER Now Running on Fumes

H τελευταία πράξη στο έργο της μελέτης του μικρότερου πλανήτη του Ηλιακού Συστήματος πλησιάζει για το Messenger. The MESSENGER spacecraft has been in orbit around Mercury since March 2011 – but its days are now numbered. Image Credit: NASA/JHU APL/Carnegie Institution of Washington.

Έπειτα από τέσσερα χρόνια ανακαλύψεων σε τροχιά γύρω από τον Ερμή, το σκάφος Messenger της NASA θα τερματίσει την αποστολή του στα τέλη του μήνα πέφτοντας με ταχύτητα στο βόρειο πόλο του μικρού πλανήτη.

True-color image of Mercury made from MESSENGER data. Credit: NASA/JHU APL/Carnegie Institution of Washington.

Το Messenger ήταν το πρώτο σκάφος που μελετά από κοντά τον Ερμή από τότε που ο πλανήτης δέχτηκε μια σύντομη επίσκεψη από την αμερικανική αποστολή Mariner 10 στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Ήταν επίσης η πρώτη αποστολή που τέθηκε σε τροχιά γύρω από τον Ερμή.

Χαρτογράφησε για πρώτη φορά ολόκληρη την επιφάνεια αυτού του πλησιέστερου στον Ήλιο πλανήτη, του οποίου η θερμοκρασία αυξομειώνεται από τους -173 βαθμούς Κελσίου στη διάρκεια της ημέρας μέχρι τους 427 βαθμούς την ημέρα.

Έχοντας εξαντλήσει πια τα καύσιμά του, το Messenger θα αυτοκτονήσει το πρωί της 30ής Απριλίου ώρα Ελλάδας, ανακοίνωσαν οι μηχανικοί πτήσης της αποστολής σύμφωνα με το Reuters.

Earth and the Moon imaged by MESSENGER on Oct. 8, 2014. Credit: NASA/JHU APL/Carnegie Institution of Washington.

«Το σκάφος θα περάσει πίσω από τον πλανήτη, εκτός οπτικής επαφής με τη Γη, και απλά δεν θα εμφανιστεί ξανά στην άλλη άκρη» δήλωσε ο Ντάνιελ Ο'Σόγκνεσι, μηχανικός συστημάτων στο Εργαστήριο Εφαρμοσμένης Φυσικής του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς στο Μέριλαντ, το οποίο διαχειρίζεται την αποστολή.

Το σημείο του θανάτου

MESSENGER image of “hollows” around a crater’s central peak – one of the many unique discoveries the mission made about Mercury. Read more here.

To Messenger θα συντριβεί κοντά στο βόρειο πόλο του Ερμή με ταχύτητα 14.000 χιλιομέτρων την ώρα. Ο κρατήρας που θα ανοίξει θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και σημείο αναφοράς για την ευρωπαϊκή αποστολή BepiColombo που προγραμματίζεται να φτάσει στον πλανήτη το 2024.

Ο κρατήρας θα μπορούσε να βοηθήσει τους πλανητολόγους να καταλάβουν γιατί οι διαδικασίες διάβρωσης του εδάφους είναι τόσο ραγδαίες στην επιφάνεια του Ερμή.

H αποστολή του MESSENGER με αριθμούς. Image Credit: NASA

Η αποστολή επιβεβαίωσε επίσης την παρουσία πάγων, πιθανώς και οργανικών ουσιών, μέσα σε κρατήρες στους οποίους δεν φτάνει ποτέ το ηλιακό φως.

Στην τελική του κάθοδο, το Messenger θα επιχειρήσει να κοιτάξει απευθείας τους πυθμένες τέτοιων κρατήρων.

Θα αναζητήσει επίσης μαγνητικές περιοχές του φλοιού σε μια προσπάθεια να εξηγήσει γιατί ένας τόσο μικρός πλανήτης διαθέτει ένα τόσο ισχυρό, και μάλιστα ασύμμετρο, μαγνητικό πεδίο. Το πεδίο πρέπει πάντως να σχετίζεται με τον σιδερένιο πυρήνα που πιθανότατα κρύβει ο Ερμής.

Πηγή: http://www.universetoday.com/119900/the-end-is-near-nasas-messenger-now-running-on-fumes/

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Δήμητρα Μήττα, «Η κυρία Ζωή»

Charles Ginner, “The Café Royal”, 1911
Στην Ε.Μ.


Την έβλεπα σχεδόν μέρα παρά μέρα. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία αλλά μετά… Τι στην ευχή, τόσους συγγενείς νεκρούς, τόσους φίλους… Της πέθαιναν όλοι; Συνήθως καθόταν στο πιο ακριανό τραπέζι της αίθουσας δεξιώσεων, έγερνε το κεφάλι της πολύ κοντά στο τραπέζι και έπινε τον καφέ –δεν χρειαζόταν  να σηκώσει πολύ το φλιτζανάκι από το πιατάκι, έτρεμε και το χέρι της, προφανώς θα φοβόταν μήπως χύσει τον καφέ. Βουτούσε το κουλουράκι και αργά το γυρνούσε στο στόμα της.  Προσηλωμένη σε αυτό, δεν μιλούσε πολύ, σχεδόν καθόλου, μόνο όταν της απηύθυναν τον λόγο, και πάντα με λίγες κουβέντες. Την άφηναν στην ησυχία της, αν και έμεναν με την απορία αν ήταν συγγενής του τεθνεώτος ή γειτόνισσα. Αλλά τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια.

Amedeo Modigliani, “Jeanne Hébuterne avec un col blanc”, 1919

Ήταν ντυμένη πάντα στα μαύρα, μαύρα ήταν βαμμένα και τα μαλλιά της, είχε κυρτή πλάτη, πολύ κυρτή, κρατούσε μπαστούνι και το βήμα της ήταν αβέβαιο, μερικές φορές νόμιζα ότι θα πέσει, όμως συγκρατιόταν ή τη συγκρατούσαν –«μόνη σας είστε;», «μόνη, ευχαριστώ, τα καταφέρνω». Αυτές ήταν οι κουβέντες της. Και τα τελευταία συλλυπητήρια στην οικογένεια, την ώρα που έφευγε. Την περίμενε πάντα ένα ταξί, έμπαινε μέσα και χανόταν μέχρι την επόμενη κηδεία. Ποια ήταν;  

 Νικόλαος Κουνελάκης, “Η Οικογένεια του Καλλιτέχνη”, π. 1865

Καταρχάς θα πρέπει να ήταν εβδομήντα πέντε με ογδόντα χρονών. Καλοβαλμένη μέσα στα ρούχα της, όχι φτωχικά, με μια παλιά κοκεταρία που πρόδιδε το φουλάρι που στόλιζε τον λαιμό της, διαφορετικό κάθε φορά αλλά πάντα σε μαύρες αποχρώσεις, τσάντα δερμάτινη αλλά όχι ακριβή και αυτή, τίποτε το εξεζητημένο, μια αξιοπρεπής ηλικιωμένη κυρία, κανένα κόσμημα. Προσπάθησα να βγάλω και άλλα συμπεράσματα από την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των τεθνεώτων που συνόδευε στην τελευταία τους κατοικία. Δεν έβγαζα άκρη. Ερχόταν σε κηδείες πλούσιες και με πολυκοσμία αλλά και σε κηδείες φτωχικές και με ελάχιστο κόσμο, λαϊκό, καμιά φορά ήταν οι δυο τρεις συγγενείς ή γείτονες ενός μοναχικού και αυτή. Τι στην ευχή… Ποια ήταν; Τόσα χρόνια κηπουρός στο νεκροταφείο, τα μάτια μου είχαν δει, κι αν είχαν δει. Και τι δεν είχαν δει… Όμως αυτή; Άρχισα να την παρακολουθώ. Πότε ερχόταν; Κάθε πότε; Πάλι δεν έβγαλα άκρη, δεν υπήρχε τακτικότητα στις επισκέψεις της. Αποφάσισα να την πλησιάσω.

 Edward Le Bas, “Café Scene”, 1939

-              Σας βλέπω συχνά εδώ.
Σήκωσε το κεφάλι της από το φλιτζανάκι με κοίταξε. Δεν είπε κουβέντα.
-              Θέλετε να σας βοηθήσω να πάτε στο ταξί;
-              Όχι, όχι, αρνήθηκε ευγενικά και λίγο φοβισμένα.
Την επόμενη φορά διαμείφθηκε ο ίδιος διάλογος. Και τη μεθεπόμενη. Επέμενα.
-              Πρέπει να το κάμνω μόνη μου, χωρίς βοήθεια, είπε την πέμπτη φορά.
Την επόμενη ή τη μεθεπόμενη φορά από εκείνη την πέμπτη που μου είχε απαντήσει, πρόσθεσε και μερικές ακόμη κουβέντες.
-              Είναι συγγενείς σας;
-              Ποιοι;, με ρώτησε με απορία, και αυτή ήταν η τελευταία της λέξη για εκείνη τη φορά. Την παραεπόμενη:
-              Ο μακαρίτης ήταν συγγενής σας;
-              Δεν τον γνώριζα.
-              Οι άλλοι νεκροί;
-              Κανέναν δεν ήξερα.
-              Γιατί έρχεστε;

Gustav Klimt, “Le Grand Peuplier II”, 1902-1903. Huile sur Toile, 100,8x100,7 cm. Vienne, Leopold Museum.

Σε αυτήν την ερώτηση μεσολάβησαν τέσσερις ακόμη κηδείες μέχρι να μου απαντήσει. Στο μεταξύ, υπέθεσα ότι η μοναξιά την έκανε να καταφεύγει στη λύση του νεκροταφείου, για να βλέπει ανθρώπους, να οσφραίνεται τη μυρωδιά τους, να ακούει τις κουβέντες τους, ζωντανή ανθρώπινη λαλιά, να βεβαιώνεται ότι ο κόσμος υπάρχει.
-              Με παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε σε ποια πρέπει να πάω.
-              Ποιος σας τηλεφωνεί.
-             
-              Όποιος και να σας παίρνει, εσείς γιατί το κάνετε; Γιατί υπακούτε;
-              Είμαι τιμωρημένη.
Τιμωρημένη…
-              Ποιος το λέει;
-              Αυτός που μου τηλεφωνεί.
-              Ποιος είναι; Τον ξέρετε;
-              Ο Θεός.

Μάγδα Λεβεντάκου, “Διωγμός, 1991

Έκανα πίσω. Αυτό μου έλειπε τώρα… Να μπλέκω με μια σαλεμένη, με μια θεόπληκτη. Με μια τρελή; Από τότε που η κυβέρνηση έκλεισε το ψυχιατρείο, γέμισε η πόλη από δαύτους –η οικονομική κρίση έφταιγε, γι’ αυτό το σφράγισαν και χάσκει τώρα το κτίριο άδειο, ας αναλάβουν και οι άφραγκοι συγγενείς των σαλεμένων, έτσι είπαν, το άφραγκοι δεν το είπαν… Ποιοι, στο διάβολο, τους πίστευαν ακόμη; Και τους ψήφιζαν.
Μεσολάβησαν αρκετές κηδείες, μέχρι να την ξαναπλησιάσω. Τρελή… Δεν φαινόταν για τέτοια. Καθαρή, σινιαρισμένη, αξιοπρεπής σε όλα της, μοναχική μέσα στον κόσμο, ερχόταν, καθόταν στη συνηθισμένη της θέση, έπινε τον καφέ, έτρωγε το κουλουράκι, μάζευε τα ψιχουλάκια από τη φούστα της, τα εναπόθετε στο τραπέζι, έδινε τα συλλυπητήριά της, έφευγε.
-              Είστε σίγουρη ότι είναι ο Θεός στο τηλέφωνο;
-             
-              Και γιατί σας τιμωρεί;
-              Λέει ότι έκανα άσχημα πράγματα στη ζωή μου κι ότι αν έρχομαι στις κηδείες, μπορεί να καταλάβω τι κακό έκανα.  Και να ζητήσω συγγνώμη.
-              Από ποιον; Γιατί; Τι κάνατε;
-              Δεν λέει.
-              Τότε;

Ανδρέας Βουρλούμης, “Τρείς Γυναίκες, 1958

-              Μου είπε ότι θα καταλάβω μόνη μου, θα μάθω αν έρχομαι στις κηδείες.
Δεν έβγαζαν και πολύ νόημα όλα αυτά. Τη λυπήθηκα. Αυτήν και τη μοναξιά της. Και το γεγονός ότι κάποιοι της έκαμναν γυμνάσια –άκου να τη φέρνουν τη γυναίκα κάθε τρεις και δύο στο νεκροταφείο… Μήπως  τα βγάζει από το μυαλό της; Είτε ήταν μια επινοημένη ιστορία είτε πραγματική εμένα μου κίνησε την περιέργεια. Αυτή η γυναίκα, η ηλικιωμένη κυρία. Θα μπορούσε να είναι η μάνα μου… Έχω καιρό να την επισκεφτώ.
-              Θέλετε να γνωρίσετε το νεκροταφείο;
Τόσα χρόνια κηπουρός εκεί το ήξερα καλύτερα από το σπίτι μου. Άσε που μου έλειπε τις Δευτέρες που δεν πήγαινα. Και στις διακοπές το μυαλό μου ήταν συνέχεια εκεί, στα μάρμαρά μου. Όχι στους ανθρώπους τους ζωντανούς –μπα, αυτοί ίδιοι είναι παντού-, αλλά στους νεκρούς και στα σπίτια τους, στους κήπους μου. Αυτούς περιποιόμουν εγώ.
Πληρωνόμουν με τον μήνα από τους συγγενείς του εκλιπόντος, για να ανάβω το καντηλάκι, να κρατώ καθαρό το μάρμαρο, να φυτεύω λουλούδια. Πανσέδες πολύχρωμους τον χειμώνα, κατιφέδες την άνοιξη και το καλοκαίρι. 

Κωνσταντίνος Μαλέας, “Εκκλησάκι με Δέντρα “, π. 1920

Άσπρα τα μνήματα, γίνονταν πολύχρωμα από τα λουλούδια που έφερναν οι συγγενείς και από τα φυτεμένα λουλούδια. Ειδικά κάθε Μεγάλη Παρασκευή που ο κόσμος θυμόταν τους νεκρούς του. Περισσότερο μου άρεζε το νεκροταφείο το σούρουπο, με τη δύση του ήλιου, άδειαζε από τους ανθρώπους, έφευγαν, φοβόντουσαν το βράδυ –ποτέ μου δεν κατάλαβα τι –τα φαντάσματα; τη συνείδησή τους; Δεν βαριέσαι… Σημασία έχει ότι έφευγαν και απολάμβανα την ηρεμία του χώρου. Καμιά φασαρία μέσα στο νεκροταφείο, οι ήχοι της πόλης έφταναν εξασθενημένοι και εξουθενωμένοι, περισσότερο ακούγονταν τα τζαμάκια στα ράφια των τάφων -κουνιόντουσαν με το παραμικρό φύσημα του ανέμου μέσα στη ράγα τους-, εκεί που οι συγγενείς έβαζαν τη φωτογραφία του νεκρού ή κανένα άλλο αναμνηστικό. Ένα κομπολόι, ένα πολύχρωμο μπουκαλάκι, κάτι αγγελάκια, τα παπουτσάκια του χορού ενός μικρού παιδιού, το κοκαλάκι του… Τα περισσότερα από αυτά χάνονταν μετά από λίγο καιρό. Άλλοι τα έπαιρναν για να τα βάλουν στους τάφους των δικών τους νεκρών, άλλοι για να τα πουλήσουν. Ίδιοι οι άνθρωποι πάντα, και στον πόνο ακόμη, και στη θλίψη. Έμποροι.     
-              Πώς σας λένε;
-             
Άρχισα να την παίρνω μαζί μου ένα γύρο στο νεκροταφείο με το μικρό ανοιχτό αμαξάκι με τέντα από πάνω, που πολύ με διευκόλυνε στις μετακινήσεις μου.
-              Είδα ένα τέτοιο σε γήπεδο με γκαζόν κάτω και λοφάκι. Στην τηλεόραση το είδα.
-              Αυτό είναι, μπράβο κυρία…
Σταμάτησα περιμένοντας να μου πει το όνομά της, δεν μου το είπε. Συνέχισα.
-              Κι εγώ σε γήπεδο γκολφ το είδα, όχι πραγματικό, σε ταινία. Μ’ άρεσε και είπα ότι ένα τέτοιο θέλω. Το βρήκα και το αγόρασα. Το έκανα δώρο στον εαυτό μου.
-              Δώρο στον εαυτό σας; 
Ντράπηκα;
-              Δεν το κάνω συχνά, μην νομίζετε... Συνήθως στους άλλους, Αλλά να, είπα κι εγώ, κάτι για μένα… 

Επιτύμβια στήλη με μια οικογένεια, π. 360 π.Χ. Αττικό πεντελικό μάρμαρο, (171,1 εκατοστά). Στο κέντρο αυτής της επιτύμβιας στήλης, ένας γενειοφόρος άνδρας με ένα μανδύα ριγμένο πάνω στα πόδια του και κάτω του κορμού κάθεται σε άκαμπτο προφίλ σε Δίφρο (= Σκαμνάκι με τέσσερα ορθογώνια πόδια χωρίς πλάτη) κατέχει ένα ραβδί στο υψωμένο το δεξί του χέρι. Πίσω του στέκεται με ένα πέπλο με πόρπες γυναίκα που το χέρι της κρατά  το χέρι ενός μικρού κοριτσιού. Το παιδί, ντυμένο με χιτώνα ζωσμένο ψηλά πάνω από τη μέση του, κοιτάζει επίμονα έξω το θεατή. Μια τέταρτη, τώρα αποσπασματικά, γυναικεία μορφή στέκεται στα αριστερά της ομάδας. Με το αριστερό της χέρι, αγγίζει απαλά το χέρι που κάθεται ο άνθρωπος. Τόσο ο ίδιος όσο και η καλυμμένη γυναίκα πίσω του με βλέμμα ευθεία μπροστά, σαν η νεαρή γυναίκα, που τους κοιτάζει πάνω από  αυτούς, να είναι αόρατη. Η εντύπωση είναι ότι αυτή η νεαρή γυναίκα ανήκει σε έναν κόσμο ξεχωριστό από εκείνο των τριών άλλων προσώπων. Το όνομα του εκλιπόντος θα είχε εγγραφεί για τη διαμόρφωση θέσεων που περιβάλλεται αρχικά αυτήν την ανάγλυφη παράσταση, αλλά τώρα λείπει. Χωρίς αυτή την επιγραφή δεν είναι σαφές εάν ο άνδρας και μέλη της οικογένειάς του θρηνούν μία  νεκρή κόρη που τους κοιτάζει, ή εάν η καλυμμένη γυναίκα που στέκεται πίσω από τον καθιστό Έλληνα είναι σε πένθος ουσιαστικά για τον νεκρό πατέρα της. Παρά την ασάφεια της σκηνής, παραμένει μια από τις πιο συγκινητικές σε επιτύμβια ανάγλυφα από την κλασική περίοδο.

Στην αρχή της έδειξα πόσο μεγάλο ήταν το νεκροταφείο μου, μετά την πήγα στους οικογενειακούς τάφους –πολύ με ταλαιπωρούσαν αυτοί, ειδικά το ψιλόβροχο που άφηνε στίγματα πάνω στα πολύχρωμα μάρμαρα, «δείτε πανάκριβο μάρμαρο και λούσο, κυρία…», πάλι έμεινε μετέωρο αυτό το κυρία, χωρίς συμπλήρωμα. Την πήγα στους τάφους των απόρων, των φτωχών, κάποιων ηλικιωμένων που δεν είχε εμφανιστεί κανένας συγγενής στο γηροκομείο ή στο νοσοκομείο όπου είχαν πεθάνει.
-              Κι εκεί; Τι είναι εκεί; 
Μια μεγάλη περιοχή στη νοτιοδυτική άκρη νεκροταφείου, σκέτοι σταυροί, μεταλλικοί, γυάλιζαν από μακριά, ίδιοι όλοι. Σπάνια οι άνθρωποι έφταναν τόσο μακριά, μόνο όσοι είχαν το δικό τους πλάσμα θαμμένο. Κάποιοι, από μακριά βλέποντας, υπέθεσαν ότι ήταν τάφοι στρατιωτών τόσο ομοιόμορφοι και στη σειρά που ήταν. Την πήγα. Μικροί τάφοι, τόσοι δα, λιλιπούτιοι. Τάφοι βρεφών αβάπτιστων, με αρκουδάκια ή χωρίς πάνω στον σταυρό, σπάνια με φωτογραφία -κάποια είχαν πεθάνει ημερών, ποιος και πώς να τα φωτογραφίσει; Πόσο μικροί ήταν οι τάφοι… Περπάτησε ανάμεσα. Άγγιζε τους σταυρούς. 
-              Πώς σας λένε; την ξαναρώτησα στη δέκατη όγδοη κηδεία.
-              Ζωή, μου απάντησε δύο κηδείες μετά.
-              Κυρία Ζωή, θέλετε να με βοηθάτε στις δουλειές εδώ στο νεκροταφείο.
Με κοίταξε δύσπιστα.
Στάθηκε απρόθυμη για αρκετό καιρό. Μετά –βαρέθηκε τις πολλές κηδείες; ποιος ξέρει…– άρχισε να έρχεται μαζί μου. Παρακολουθούσε τι κάνω –στεκόταν δύο βήματα πίσω και πλάι μου ή δύο βήματα πλάι μου στα στενά διαχωριστικά του νεκροταφείου. Κάποια στιγμή μου ζήτησε το υγρό για τα τζάμια. Καθάρισε με μια επιμέλεια… Σαν να επρόκειτο για τα τζάμια σπουδαίου σαλονιού ή για τη βιτρίνα καταστήματος. Μετά έκανε και άλλα. Καθάριζε τα μάρμαρα, άναβε τα καντηλάκια, πετούσε τα ξερά λουλούδια από τις ανθοστήλες.
-              Αυτό δεν είναι στη δουλειά μας. Έπειτα, οι συγγενείς μπορεί να τα θέλουν εκεί», της είπα.
Εξακολουθούσε να το κάνει.
-              Δεν είναι όμορφα, μαρτυρούν εγκατάλειψη. Οι νεκροί τη νιώθουν την εγκατάλειψη.  
Προσπάθησα ξανά, δεν άκουγε.
-              Αυτό είναι το σωστό.
Και μετά:
-              Αυτοί οι τάφοι γιατί είναι αφρόντιστοι;
-              Δεν ζήτησε κανείς να τους περιποιούμαστε.
Κάθε φορά φρόντιζε και από έναν τέτοιον εγκαταλελειμμένο τάφο.
Σιγά σιγά πέταξε το μπαστούνι. Μέσα στους άσπρους τάφους ξεχώριζε η μαύρη της φιγούρα. Πήρε πρωτοβουλίες. Κυρίως στην περιοχή των αβάφτιστων βρεφών. Φύτεψε στο καθένα από ένα λουλούδι. Τα πότιζε. Τα έβλεπε να πετούν φύλλα και λουλούδια ή να χαλούν. Τα άλλαζε, το ταξί της κορνάριζε.
-              Ακόμα σου τηλεφωνούν κυρία Ζωή;
-              Ναι.
-              Ποιος;
-              Ο Θεός. Μπορεί και τα παιδιά μου…
Αυτό κι αν ήταν… Γιατί να θέλουν τα παιδιά της να την ξαποστέλνουν στο νεκροταφείο; Παλαβοί είναι και βασανίζουν τη γυναίκα; Πρέπει να επισκεφτώ τη μάνα μου, τόσες μέρες το λέω και δεν το κάνω, πότε; Δεν την μπορώ.  

George Edmund Butler, “A roadside cemetery near Neuve Eglise, April 1917”. 

Έμαθα να την περιμένω. Έμαθα να ξεχωρίζω τη φιγούρα με τα μαύρα ρούχα της, κυρίως τον χειμώνα, μ’ εκείνες τις ομίχλες που έπεφταν στην πόλη. Και απ’ ό,τι κατάλαβα ερχόταν κι όταν δεν ήμουν εγώ εκεί. Ανήμερα των Χριστουγέννων.
Δεν πηγαίνω στη δουλειά ανήμερα των Χριστουγέννων, μένω με την οικογένεια, βρισκόμαστε όλοι μαζί . Αυτή τη φορά πήγα. Μετά το μεσημεριανό εορταστικό φαγητό. Είχε πολύ φασαρία, «φέρε τη σαλάτα, κόψε το κρέας, βγάλε το γλυκό από το ψυγείο, πού είναι το μαχαίρι, μα γιατί δεν είναι στη θέση τους τα πράγματα; δώσε το νερό, φέρε το κρασί…», όλες οι κουβέντες φωναχτά για να ακουστούν μέσα στην πολύ βαβούρα, ο ένας στη μια άκρη του τραπεζιού, ο άλλος διαγώνια απέναντι, δυνατά και συνέχεια, όλοι μιλούσαν δυνατά και συνέχεια, να μην προλάβει κανείς και πει κάτι που θα χαλούσε την εορταστική ατμόσφαιρα, ένας καυγάς –ποιος ξέρει για ποιο λόγο, ποτέ δεν ήταν ο πραγματικός– έλειπε η μάνα μου, κι εγώ έχω συνηθίσει στην ησυχία των νεκρών μου.
Τράβηξα για το νεκροταφείο μου. Ωραίο απόγευμα, με ομίχλη. 
Την ξεχώρισα από μακριά, δεν ήταν δα και πολύς κόσμος, σχεδόν κανένας. Όρθια, ακίνητη, με σηκωμένο το κεφάλι ψηλά, στον ουρανό, ίσιωνε το κορμί της, η καμπούρα της μίκραινε. Έμοιαζε να ρουφά τη δροσιά της ομίχλης –«κατέβηκε χαμηλά ο ουρανός κι αγκάλιασε τη γη, είμαι κι εγώ στον ουρανό, δεν πατώ στη γη». Άπλωσε τα χέρια της κι άρχισε να γυρνά γύρω γύρω –είχε κλειστά τα μάτια της; δεν μπορούσα να διακρίνω. Τραγουδούσε; «Ο χώρος μου, το σπίτι μου, η ανάταξή μου, ο στόχος μου, ο σκοπός μου, οι φίλοι μου, η σιωπή μου.»
Για αρκετές μέρες δεν την είδα.
-              Κρυολόγησα, μου είπε, χωρίς να εξηγήσει πώς, αναμενόμενο για μένα που ήξερα, είχε μείνει ώρες στην υγρή αυλή μας.
-              Μας έλειψες.
Συνεχίσαμε την κοινή ζωή μας.
-              Να προσέχεις, κυρία Ζωή. Να κλειδώνεις καλά το σπίτι σου το βράδυ. Πάλι μπήκαν μέσα σε σπίτι ηλικιωμένης, τη βίασαν και της έκλεψαν ό,τι είχε.
-              Εμένα δεν μου συμβαίνει ποτέ τίποτε, αφήνω συνέχεια την πόρτα ξεκλείδωτη, ανοίγω σε όποιον μου χτυπά. Δεν με πειράζει να με κλέψουν –τι θα βρουν στο σπίτι; Κι αν με βιάσουν, όπως λες, καλά θα είναι. Να νιώσω κι εγώ κάποιον να με αγκαλιάζει.
Μήπως να το έκαμνα εγώ; Θα έκλεινα τα μάτια και θα το έκαμνα. Λίγη χαρά για ’κείνη. Τι κόστος για μένα; Η μάνα μου κλειδώνει;
Για λίγο καιρό εξαφανίστηκε. Μετά, την είδα ξανά, περπατούσε σιγά και σαν στο πλάι, όχι κατ’ ευθείαν μπροστά, κοιτούσε συχνά πίσω της:
-              Δεν χτυπάει πια το τηλέφωνο, δεν με στέλνουν σε κηδείες. Μια φορά μόνο χτύπησε, μου απαγόρευσαν να ξανάρθω. Περνάω καλά εδώ, έτσι μου είπαν, δεν είναι πια τιμωρία να έρχομαι στο νεκροταφείο.
-              Ποιος ήταν στο τηλέφωνο, κυρία Ζωή;
-              Δεν χρειάζομαι, λέει, άλλη τιμωρία, εξαγνίστηκα...
-              … Ποιος, κυρία Ζωή;
-              … Τον παρακάλεσα, την παρακάλεσα, τους παρακάλεσα, τις παρακάλεσα για λίγη ακόμη. Τιμωρία. Δεν μ’ άκουσε. Δεν μ’ άκουσαν. Με τιμωρούν σκληρά. 
-              Ποιος;
Έμεινε εκεί να μουρμουρίζει, να παρακαλά, ζητιάνα που ζητιάνευε για λίγη ακόμη τιμωρία, για λίγη ακόμη ζωή. Ζει η μάνα μου;
-              Έχει κανένα μέρος να μένω εδώ; Εκεί στο παράσπιτο μήπως;
Άργησα, γιατί; Το ταξί κορνάρισε επίμονα. Η κυρία Ζωή χαμήλωσε το κεφάλι της, η καμπούρα της μεγάλωσε, το βάδισμά της έγινε ασταθές. Έγινε ξανά η παλιά κυρία του ακριανού τραπεζιού στην αίθουσα των δεξιώσεων μετά από κάποια κηδεία.
Τις επόμενες μέρες έφτιαξα το παράσπιτο. Μάζεψα τα εργαλεία σε μια γωνιά –δεν μπορούσα να τα πάω αλλού- έφερα ένα κρεβάτι, έστρωσα ένα κιλίμι κάτω, ένα στον τοίχο, να γίνει όμορφο το παράσπιτο. Όταν θα ξαναρχόταν, θα την έφερνα εδώ, θα την αγκάλιαζα, μπορεί και να την κοιμόμουν. 

Νικόλαος Κουνελάκης, “Ζωή Καμπάνη”, π. 1865

Δεν ξαναφάνηκε, είχα αργήσει. Κράτησα το παράσπιτο συμμαζεμένο. Κι η μάνα μου;

(Δεν μπορώ να αφήσω έτσι την κυρία Ζωή, πώς την άφησα;)

Δήμητρα Μήττα
Χριστούγεννα 2013

Πρωτοδημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού το Κοράλλι (Ιανουάριος - Μάρτιος 2014).