Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Δημήτρης Δημητριάδης, Ο γάντζος

Παναγιώτης Τέτσης, Χασάπικο, 1955 - 1956

«κα τν πονηρν σοι τν παραυτκα πληγν κφυγεν δοξαν, ο μετ πλεονα χρνον λλ’ ν πλεονι χρν τιμωραν μακροτραν ο βραδυτραν τνουσιν».

Πλούταρχος, θικά, Περ τν π το θείου βραδέως τιμωρουμένων

Αυτό που θα έκανε πάλι λαό έναν λαό, δηλαδή αυτό που θα του απέδιδε το χαμένο μεγαλείο του και την διάτρητη αξιοπρέπειά του, τις οποίες έχασε, μαζί με την όποια τιμή και αξιοπιστία του, εξαιτίας δικών του αστοχιών και λαθών, θα ήταν μία πράξη εκ μέρους του ανάλογη με εκείνη που αφηγείται ο Έντουαρντ Γκίμπον στην Ιστορία της Παρακμής και Πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την σχετική με το τέλος του αυτοκράτορα Κομμόδου. 

Το πρωτεύον, κατά την γνώμη μου, ζήτημα/θέμα/πρόβλημα είναι ο λαός, συγκεκριμένα ο ελληνικός· όλα τα άλλα έπονται, διότι όλα τα άλλα απορρέουν από αυτήν την πρωταρχική πρώτη ύλη η οποία είναι η γενεσιουργός αιτία για όσα συμβαίνουν σε όλα τα επίπεδα της εθνικής ζωής. Αν δεν ακολουθήσουμε αυτήν την τοποθέτηση ως θεμελιώδη προϋπόθεση στοχασμού, πιστεύω ότι βάζουμε το κάρο πριν από τα άλογα, άρα δεν οδηγούμαστε πουθενά, παραμένουμε καθηλωμένοι σε μία νεκρική ακινησία ιστορικής τάξεως η οποία παρατείνεται εδώ και ακαταλόγιστες δεκαετίες. Η τοποθέτηση του λαού ως προεξάρχουσας καταγωγικής προέλευσης του συνόλου των κοινωνικών/πολιτικών/οικονομικών πεπραγμένων, θα μας βοηθήσει πιστεύω να διαλευκάνουμε ένα χρόνια συσκοτισμένο ζητούμενο, το εξής: ποια είναι η πραγματική αιτία των δεινών –αλλά και των επιτευγμάτων– στην Ελλάδα.

Έντουαρντ Μπότσια, Ελληνικό πορτραίτο, 1980

Δεν ανέφερα στα πεπραγμένα την ψυχολογική παράμετρο, την οποία θα έπρεπε να προτάξω των άλλων τριών πεπραγμένων. Το κάνω τώρα: αυτό που θα αποκαλούσαμε «ψυχισμό του ελληνικού λαού», προπάντων σήμερα, με συσσωρευμένη μέσα του όλη την πολύπλοκη συγκομιδή των δύο τουλάχιστον προηγούμενων αιώνων μέχρι τώρα, είναι μία περιοχή που ο ίδιος ο λαός, παρότι, ή λόγω του ότι, την φέρει μέσα του, τρομάζει όχι μόνο να την κοιτάξει, αλλά τρομάζει και να διανοηθεί ακόμη ότι είναι ο φορέας της· αυτό σημαίνει ότι ψυχανεμίζεται αυτήν την ψυχή, πράγμα που του αρκεί για να την αποκρούσει, να την αγνοήσει, να κάνει κυρίως το παν για να μην ασχοληθεί μαζί της, σχεδόν να θεωρήσει ότι δεν είναι δική του, ότι δεν την έχει καν, τόσο αποκρουστική γνωρίζει ότι είναι, με αποτέλεσμα να αποδίδει τα δεινά του στον «ψυχισμό άλλων» των οποίων παραμένει, όπως πιστεύει, αιώνιο θύμα αφού ο ίδιος δεν διαθέτει τον «ψυχισμό εκείνων», ποιος όμως είναι αυτός ο δικός του ψυχισμός;

Ο δικός του συνίσταται από μία συγκρουσιακή συνύπαρξη αντιμαχόμενων ακροτήτων, οι οποίες λειτουργούν πλέον μέσα του ανεξάρτητα από την σκέψη και την θέλησή του, είναι δέσμιός τους, σε σημείο τέτοιο ώστε να διακατέχεται από πάσης φύσεως φαντάσματα τα οποία δεν του επιτρέπουν, μέχρι στιγμής, να ωριμάσει, έστω να κινηθεί προς μία διαδικασία ωριμότητας της οποίας η πρώτη ένδειξη θα ήταν η αντιμετώπιση, η αποδοχή, η ανάληψη και η διαχείριση του ίδιου του ψυχισμού του από αυτόν τον ίδιο.

Βλαντιμίρ Βελίκοβιτς, Πληγή VI, 1996

Ο ελληνικός λαός, ως αυτή η ζοφερή εσωτερική περιπλοκότητα, συνιστά μία εκτρωματική καταγωγή όλων εκείνων των πεπραγμένων που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Ό,τι προέρχεται από την καταγωγή που είναι αυτός ο λαός, είναι, και δεν μπορεί παρά να είναι, εκτρωματικό. Σ’ αυτό το «ό,τι προέρχεται» συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς και η πολιτική ηγεσία του. Πώς να μην είναι εκτρωματική αυτή η ηγεσία όταν γεννιέται από τα ίδια τα σπλάχνα του εκτρώματος, από αυτήν την τερατογόνο μήτρα – κι ας μην τρομάξουν ορισμένοι με την λέξη αυτή, δεν τερατολογώ, μιλώ για το τέρας, πράγμα εντελώς διαφορετικό.

Σε τι θα μπορούσε να διαφέρει λοιπόν αυτή η ηγεσία από τον γεννήτορά της; Εκείνο που προσθέτει στην ηγεσία του κάτι το οποίο στερείται ο ίδιος ο λαός είναι η κατοχή της εξουσίας και η άσκησή της, παρ’ όλες τις πομφόλυγες περί κυρίαρχου λαού. Η κατοχή και η άσκηση της εξουσίας μετατρέπουν την ελληνική πολιτική ηγεσία σε μία ολοκληρωτική μάστιγα, μία μάστιγα όμως η οποία, εκτός των περιπτώσεων βίαιων και παράνομων στρατιωτικών κινημάτων, είναι εκλεγμένη από τον λαό· αυτός την επιλέγει και την ανεβάζει στον κυβερνητικό θώκο, άρα αυτός είναι ο πρώτος και ο μόνος υπεύθυνος για την κατοχή και την άσκηση της εξουσίας από τα δημοκρατικώς εκλεγμένα εκτρωματικά πολιτικά σχήματα.

Αυτό ζούμε σήμερα. Το σήμερα είναι απότοκο δεκαετιών πολιτικής αχρειότητας, κυβερνητικών κρουσμάτων παράνοιας και ασυδοσίας, κρατικών μορφωμάτων αποκρουστικής εμβέλειας που έχουν μετατρέψει τον δημόσιο τομέα, με σκληροτράχηλο πείσμα και παράφρονα εμμονή, σε εγκληματικό μηχανισμό του οποίου τα θύματα, δηλαδή όλοι οι πολίτες, περιλαμβάνουν στις τάξεις τους και τους θύτες, δηλαδή τους διορισμένους με «μέσον» και όσους τους διόρισαν, τηρώντας έτσι και παρατείνοντας αυτοί που ήρθαν πριν δύο χρόνια «στα πράγματα» για να μην κάνουν τίποτε από όσα έκαναν «οι άλλοι» απαρέγκλιτα το άφθαρτο και πανίσχυρο, καθότι από όλους αποδεκτό, πελατειακό σύστημα. Πασίγνωστα και τετριμμένα όλα αυτά, αλλά παραδόξως και δικαίως συνιστούν την πιο ζωντανή, την πιο δημιουργική πλευρά αυτού του λαού, την πλευρά όπου ο ίδιος αναγνωρίζει αλάνθαστα το πρόσωπό του, την ταυτότητά του, την αλήθεια του. Και έτσι είναι: ο ελληνικός λαός δεν έχει άλλο πρόσωπο, άλλη ταυτότητα και άλλη αλήθεια από αυτό το δουλοπάροικο δούναι-λαβείν το οποίο και συνιστά τον πολιορκητικό κριό κάθε πολιτικού κόμματος προκειμένου να αλώσει, με παχύρευστες δόσεις λαϊκισμού, πρώτα τους ψηφοφόρους και μετά τον πύργο της εξουσίας. Με την συγκολλητική ουσία αυτής της νοσηρής αλληλεξάρτησης, οι δύο πλευρές, κυβερνήτες και κυβερνώμενοι, αλληλοσυμπληρώνονται με τρόπο πλέον αδιαχώριστο: αυτή η αλληλοτροφοδότηση, κάτι σαν αιμομικτική συνουσία με την οποία αναγεννάται το δημόσιο Τέρας, είναι ό,τι αποκαλείται ακόμη σήμερα «Ελλάδα».

Νίκος Εγγονόπουλος, Άνθιμος ο Τραλλεύς και Ισίδωρος ο Μιλήσιος, 1970

Μία άλλη παράμετρος, την οποία τώρα αναφέρω, και δεν την ανέφερα προηγουμένως διότι χρειάζεται η μνεία της ιδιαίτερη επισήμανση, είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία. Αν το σώμα κυβερνώντων και κυβερνωμένων πάσχει από πολυάριθμες εγγενείς και γηγενείς ασθένειες, η Εκκλησία της Ελλάδος είναι ο καρκίνος του. Πρόκειται για, εδώ και αιώνες, καρκίνο στο τελικό του στάδιο, που έχει κάνει μεταστάσεις σε όλη την επικράτεια αυτού του σώματος, και που θα είναι η σοβαρότερη αιτία του θανάτου του. Ο θάνατος αυτός, επειδή ο μηχανισμός του, όπως όλα στην Ελλάδα, είναι αργόστροφος, διαρκεί πολύ, σέρνεται, τρενάρει, υποτροπιάζει και υπεκφεύγει συνεχώς, δεν λέει να παραδώσει το «πνεύμα», παρατείνεται αχρηστεύοντας όλα τα όργανα που έχει πλήξει, κυρίως όμως την ενδοχώρα του κάθε Έλληνα. Όπως όλες οι προκαταλήψεις, έτσι και το εκκλησιαστικό δόγμα έχει τόσο βαθιά διαβρώσει, διαμελίσει, αποσυνθέσει τον ελληνικό ψυχισμό ώστε όλα δείχνουν ότι θα παραμείνει αξερίζωτος διότι έχει γίνει ένα με την βαθύτερη σύσταση του καθενός σε βαθμό εθνικού αυτοματισμού, ένα παραμορφωτικό τικ που εκλαμβάνει χυδαίες και γελοίες εκφάνσεις σε κάθε δημόσια και ιδιωτική εκδήλωσή του. Αυτό το θρησκευτικό δόγμα που εκπροσωπεί τον σκοτεινότερο ζόφο σε ζητήματα που αφορούν την ανθρώπινη φύση έχει την πλήρη έγκριση του ελληνικού λαού, ο οποίος, έπειτα από δυο χιλιετίες εσωτερικής χειραγώγησης, αποστρέφεται λυσσωδώς οποιαδήποτε παρέκκλιση από τα εξωφρενικά διατεταγμένα μητροπολιτών και αρχιεπισκόπων, με τους οποίους η κάθε, ιδίως η σημερινή, πολιτική ηγεσία συναλλάσσεται με τον πιο δουλοπρεπή τρόπο, αφού πιστεύει, και ορθώς βέβαια, ότι αν εναντιωθεί, και στο παραμικρό με την αντίστοιχη της Εκκλησίας, άρα με τον ίδιο τον Ορθόδοξο κανόνα, θα στραφεί και εναντίον του λαού, παραγράφοντας, όπως λένε, παραδόσεις αιώνων και απειλώντας με αφελληνισμό έναν λαό που έχει τραφεί με την πεποίθηση ότι είναι γνήσιος απόγονος των Ελληνοχριστιανικών ναμάτων.

Νίκος Εγγονόπουλος, Θέατρον, 1961

(Το κύρος της Εκκλησίας δεν το έχουν θίξει ούτε και άνθρωποι, που με τα σημαντικά γραπτά τους, δείχνουν ότι πάσχουν ή συμπάσχουν με την ελληνική κατάσταση των πραγμάτων. Φυσικά, δεν θα πρέπει να περιμένει κανείς να το κάνουν εφόσον και οι ίδιοι όχι μόνον είναι προσκολλημένοι απαρασάλευτα στην χριστιανική κλίμακα αξιών, αφού ακόμη και η όποια κριτική ασκούν γίνεται πάντα με όρους προσήλωσης και επιστροφής σε προ πολλού νεκρά σχήματα του παρελθόντος (κοινότητες, κλπ.) ή ιδεοληπτικής αγκύλωσης σε έναν ελληνοκεντρισμό προκατακλυσμιαίας υφής, αλλά και η κάποια, έστω ελαφρά, παρέκκλισή τους από αυτόν τον κανόνα θα έθετε υπό αίρεση το ίδιο τους το έργο, το οποίο υποστηρίζει αναφανδόν είτε τις πλατωνικές θεωρήσεις περί ιδεών και υπερουράνιου κόσμου είτε τις ορθόδοξες εξαγγελίες περί πίστεως σε μία άλλη ζωή και αναστάσεως των νεκρών είτε αμφότερες, θεωρήσεις και εξαγγελίες που, για έναν λαό όπως ο ελληνικός, είναι εκ του περισσού εφόσον το να τον διατηρούν ως, προνομιούχο μάλιστα, δέκτη των μετά θάνατον υποσχέσεων είναι σαν να επιβραβεύουν με τον κότινο της αθανασίας μία θανάσιμη νοοτροπία, καλλιεργημένη μόνο από ψεύδη και ψευδαισθήσεις, η οποία μόνο την ωμότερη καταδίκη αξίζει.

Στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμο να γίνει μνεία και σε ό,τι δημοσίευμα υπό μορφήν σχολίου –δεν εννοώ τα δημοσιογραφικά– επιδιώκει να αντιμετωπίσει κριτικά, ακόμη και κατακριτικά, τα καθ’ ημέραν συμβάντα. Εκείνο που διακρίνει αυτά τα σχόλια, συνήθως πανεπιστημιακών, λογοτεχνών και γενικώς διανοουμένων, με τις εξαιρέσεις τους πάντα, είναι μία κραυγαλέα ελαφρότητα η οποία συστηματικά καταλήγει σε ανώδυνα, χλιαρά και εν πολλοίς ανούσια συμπεράσματα, φοβούμενοι ίσως οι συντάκτες τους συνέπειες οι οποίες ενέχονται στον τρόπο με τον οποίον εκφράζονται οι ίδιοι· και δεν μιλώ για όλους εκείνους που σιωπούν παταγωδώς ή δηλώνουν, ακόμη και μετά από όσα έχουν συμβεί επί δύο χρόνια, ότι «δεν είναι τυφλοί ή βλάκες» και ότι «θα πεθάνουν πιστοί στην ιδεολογική τους ταυτότητα», ενώ αυτές ακριβώς οι δηλώσεις τους καταγράφουν κλινικώς το γεγονός ότι είναι ήδη ούτως ή άλλως νεκροί).

Από αυτήν λοιπόν την στάση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, δεν εξαιρέθηκε σε κανένα σημείο της ούτε αυτή που βρίσκεται εδώ και δύο χρόνια στην εξουσία. Όχι μόνο δεν εξαιρέθηκε αλλά εξώθησε στο μη περαιτέρω όλη την χαμέρπεια των προγενεστέρων, μία χαμέρπεια απίστευτης ιδεολογικής συσκότισης και παραπλάνησης. Οι εμετικοί χαριεντισμοί «πρωθυπουργού» και «υπουργών» με τους ρασοφόρους έχουν φτάσει σε επίπεδα τόσο γλοιώδη ώστε και μόνον αυτό να είχαν διαπράξει όλους αυτούς τους μήνες που «κυβερνούν», θα ήταν υπεραρκετό για να δείξουν και να αποδείξουν την έμφυτη εξαχρείωσή τους. Μη έχοντας αφήσει ούτε έναν δημόσιο τομέα άθικτο από τις καθεστωτικές τους παρεμβάσεις οι οποίες έχουν εξαντλήσει και το έσχατο όριο παραγοντισμού, ευνοιοκρατίας, κομματικής τύφλωσης, ιδεοληπτικής παράνοιας, οδήγησαν μία σοβούσα επί δεκαετίες παρακμή στο απόλυτο τερματικό σημείο της.

Διότι τώρα το προδιαγεγραμμένο τέλος έφτασε. Είναι εδώ. Αυτό το τέλος, για την αποτροπή του οποίου είχαν προ διετίας διεκδικήσει την εξουσία και για την υλοποίηση της αποτροπής αυτής, την οποία υποσχέθηκαν, είχαν εκλεγεί, όχι μόνο δεν το απέτρεψαν αλλά απεναντίας το επέτρεψαν να συμβεί με τον χειρότερο, τον πιο ταπεινωτικό, τον πιο συντριπτικό τρόπο – οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις για τις μεταρρυθμίσεις στον φόρο εισοδήματος και στο συνταξιοδοτικό σύστημα, που ούτως ή άλλως μία σοβαρή ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να τις είχε αναλάβει και επιτελέσει ούτως ή άλλως χωρίς έξωθεν πιέσεις, εξυπηρετούν αποκλειστικά και μόνο αυτούς τους ίδιους για την πάση θυσία παραμονή τους στην εξουσία, και όχι, όπως ψευδόμενοι αχρείως διατείνονται, για τα «συμφέροντα του λαού» τον οποίο «φτύνουν» όπως δεν τον έφτυσε κανείς άλλος κυβερνών πριν απ’ αυτούς, εξυπηρετούν την απέλπιδα προσπάθειά τους να μη δείξουν ότι υποχωρούν «σε πιέσεις» και ότι «θα τα δώσουν όλα», όπως φυσικά και εν τέλει είναι εξαναγκασμένοι εκ των προτέρων να το κάνουν, και θα το κάνουν, θέλουν δεν θέλουν αυτοκαταργούμενοι.

Γιώργος Ιωάννου, Εκ του αμφιβόλου χώρου, πριν το 1979

Έπειτα από αλλεπάλληλες απόπειρες εξαπάτησης εκ μέρους τους εντόπιων και αλλοδαπών, απόπειρες που κατέδειξαν, χωρίς καμία εξαίρεση, μία ιδιάζουσα έφεση στο να αποτυγχάνουν σε όλα εκτός από την παραπλάνηση, και την λοιμώδη και λιμασμένη κατάχρηση εξουσίας, πάντα με ύφος καθυστερημένου νεανία που μειδιά χωρίς να ξέρει γιατί, ξελιγωμένου γκόμενου που καμακώνει τουρίστριες και πορτοφόλια, συνοικιακού εραστή με αμφίβολες ερωτικές επιδόσεις, ατάλαντου κολπαδόρου με βεβαρημένο ποινικό μητρώο, ιδεόληπτου καταληψία που αφοδεύει πάνω στο αντικείμενο των καταλήψεών του, κατέληξαν σήμερα να είναι αναγκασμένοι, όπως ήσαν και πριν εκλεγούν, να εφαρμόσουν όλα όσα διατυμπάνιζαν ότι δεν θα εφαρμόσουν ποτέ, κι αυτό διότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, ποτέ δεν θα μπορούσαν κι αυτό το γνώριζαν· έτσι θα εφαρμόσουν όλα τα μέτρα έστω κι αν η εφαρμογή τους αποτελεί την ατιμωτική διάψευση των περί του αντιθέτου προεκλογικών και μετεκλογικών τους διακηρύξεων.

Έντουιν Χόουλαντ Μπάσφιλντ, Ο αυτοκράτορας Κόμμοδος αποχωρεί από την αρένα επικεφαλής των μονομάχων, 1878

Γράφει ο Γκίμπον στο Δ' κεφάλαιο της «Ιστορίας» του: «Η μνήμη του Κομμόδου εστιγματίσθη με την αιώνια περιφρόνηση της πολιτείας, ενώ οι εξευτελιστικοί χαρακτηρισμοί του τυράννου, του μονομάχου, του εχθρού του λαού, αντηχούσαν στην συνέλευση της Συγκλήτου. Με διαδοχικές ψηφοφορίες απεφασίσθη η έκπτωσις του Κομμόδου από τους τιμητικούς τίτλους του οι οποίοι και θα εσβήνοντο απ’ όλα τα δημόσια μνημεία, η κατάρριψις των αγαλμάτων του και η περιφορά του πτώματός του κρεμασμένου σε έναν γάντζο στην σχολή των μονομάχων, ώστε να ικανοποιηθεί η λαϊκή οργή»[i].

Γεώργιος Βακιρτζής, Η απελευθέρωση των Ελλήνων 1944-45, 1977

Η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, εκείνη που ανέδειξε, με δύο εκλογικές αναμετρήσεις, στον κυβερνητικό θώκο αυτούς που σήμερα, τώρα, θα αποδεχθούν και θα εκτελέσουν στο ακέραιο τα «μέτρα» που επί δύο χρόνια προσπαθούν ματαίως να τα παρακάμψουν, αυτή η πλειοψηφία και μαζί της όλοι εκείνοι που είχαν καταλάβει εγκαίρως και δεν είχαν παραπλανηθεί από εκείνη, εν ολίγοις ολόκληρος ο ελληνικός λαός, προκειμένου να ανακτήσει, όπως έλεγα στην αρχή, κάποιο χαμένο μεγαλείο και κάποια υποτυπώδη αξιοπρέπεια, θα πρέπει να καθαρίσει την κατάσταση που επικρατεί με αποκρουστικά ανυπόφορο τρόπο επί δύο χρόνια· απαιτείται η σάρωση της ογκολιθικώς συσσωρευμένης ακαθαρσίας· επιβάλλεται νομοτελειακώς μία απολύμανση που θα φέρει καθαρότητα και καθαριότητα σε ολόκληρο το μολυσμένο πριν μέχρι το μολυσματικό τώρα· χρειάζεται η εκκαθάριση του εγχώριου πολιτικού εσμού από τον πακτωλό της ασχήμιας, της χυδαιότητας, της βλακείας και της αχρειότητας που επέδειξαν αριστοτεχνικώς –εκεί τα κατάφεραν– οι σημερινοί κυβερνώντες.

Χρίστος Καράς, Έξοδος, 1964

Επιβάλλεται προπάντων ο ίδιος ο λαός –μιλώ πάντα για τον ελληνικό αλλά αυτό δεν εξαιρεί κανέναν άλλον, πράγμα που σημαίνει ότι δεν αποδίδω στον ελληνικό λαό ούτε ιδιαίτερη θέση ούτε ιδιαίτερη μεταχείριση–, εάν λοιπόν θέλει ο λαός αυτός να αποδείξει την ευγένεια των ριζών του, τις οποίες ο ίδιος με τα ίδια του τα χέρια έχει ξεριζώσει και αχρηστεύσει, να αναλάβει αυτό το έργο, να κινητοποιηθεί μαζικώς, να επέμβει και να δράσει συλλογικώς, να πάρει στα χέρια του την ολέθρια κατάσταση και να τιμωρήσει τους αυτουργούς, όχι βραδέως όπως, σύμφωνα με τον Πλούταρχο της προμετωπίδας, ενεργούν οι θεοί, αλλά ταχέως και με την αμιγώς ανθρώπινη υπόστασή του, να κατανείμει τιμωρίες άμεσες και αποτελεσματικές –σε μία χώρα όπου υπολειτουργεί η Δικαιοσύνη και υπερλειτουργεί η ατιμωρησία–, να δείξει ότι αντιστρατεύεται όχι μόνο τους ηγέτες του και την πολιτική τους αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του γι’ αυτό που έχει γίνει και που τον οδήγησε σε τεράστιας βαρύτητας και ανελέητων συνεπειών λάθη, σε απαράδεκτες επιπολαιότητες και μωρές παρανοήσεις που έπληξαν ανεπανόρθωτα το ίδιο του το συμφέρον, την ίδια του την επιβίωση, την ζωή του.

Κρεμασμένα από τον γάντζο τα παραπτώματα όλων ανεξαιρέτως των υπευθύνων για το προδιαγεγραμμένο τέλος που είναι πλέον ήδη παρόν, θα αποτελούν την έμπρακτη απόδειξη μιας παλλαϊκής μεταστροφής· δεν θα σημαίνουν μόνο την εξόντωση επιμέρους ανθρώπινων περιπτώσεων εξευτελιστικής νοοτροπίας αλλά και την διαγραφή της νοοτροπίας αυτής από αυτούς τους ίδιους που είναι οι φορείς της, νοοτροπία η οποία αποτελεί το πρωταρχικό αίτιο της τωρινής πανωλεθρίας.

Με την εξόντωση των εκπροσώπων, σε επίπεδο εξουσίας, αυτής της καρκινοπαθούς νοοτροπίας, θα τεθεί, για πρώτη φορά, με δραματικές αλλά και γόνιμες προϋποθέσεις, το ερώτημα: ποιος είναι αυτός ο λαός, και το ερώτημα αυτό θα πρέπει να αντιμετωπισθεί, επειδή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, για πρώτη φορά επίσης, με απόλυτη ευθύτητα, με το θάρρος και την σεμνότητα που απαιτούνται για να αναλάβει κάποιος την ευθύνη του εαυτού του, να τον αντικρίσει και να επιθυμήσει να τον γνωρίσει, να τον γνωρίσει και να αναλάβει αυτήν την γνώση προκειμένου να μετακινηθεί προς μία άλλη κατεύθυνση, πέρα από το ζοφερό αδιέξοδο και την θανάσιμη ακινησία όπου κείται τώρα.

Νίκη Καραγάτση, Καφενείο, "Ο σοφός Κοραής", 1981

Αυτό που πρέπει να γίνει με τον τρόπο αυτόν, είναι ό,τι αντιστοιχεί επακριβέστερα και νομοτελειακώς από οτιδήποτε άλλο στην απέλπιδα κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα. Δεν υπάρχει άλλος χρόνος. Ο χρόνος έχει προ πολλού τελειώσει. Τώρα πρέπει να γίνει αυτό που πρέπει να γίνει, ώστε στον γάντζο να κρέμονται τα πτώματα όλων των παραπτωμάτων που διαπράχθηκαν, και μαζί τους όλα τα αίτια που τα προκάλεσαν. Αν δεν γίνει, εκείνο που θα ακολουθήσει θα είναι, είμαι βέβαιος, η επαναφορά και η διαιώνιση των πασίγνωστων και τετριμμένων συμπεριφορών, των παγιωμένων ηθικών και ιδεολογικών καθηλώσεων, το πλέγμα των αναχρονιστικών και θανατηφόρων συμβάσεων, χωρίς καμία απολύτως μετατόπιση από την σταθερή επί πολλές δεκαετίες κυριαρχία τους.

Μόνο μία κάθαρσις όπως την περιέγραψα, που είναι και αυτοεξιλέωση συλλογικού και ιδιωτικού τύπου, μπορεί να καταστεί προϋπόθεση αυτογνωσίας, άρα διεξόδου και μέλλοντος, ειδάλλως όλα είναι εκ των προτέρων χαμένα γι’ αυτόν τον λαό και γι’ αυτήν την χώρα.

Δεν υπάρχει, συνεπώς, κατά την γνώμη μου, άλλη λαϊκή ετυμηγορία από αυτήν που με οδυνηρή παρρησία διατύπωσα σ’ αυτό το καταληκτικό κείμενο.

Κι αυτή η ετυμηγορία θα είναι λύτρωση. Η πραγματική και η μόνη.

Γιάννης Γαΐτης, Σειρήνες - Οδυσσέας, 1980

Ποια άλλη λύτρωση θα μπορούσε να υπάρξει για έναν λαό που έχει δοκιμάσει όλες τις εκδοχές της πολιτικής και πολιτειακής συμπεριφοράς, και έχει δοκιμαστεί απ’ αυτές, ενώ συγχρόνως ο κύκλος της ιστορικής πορείας του έχει κλείσει με τον πιο καταστροφικό και ταπεινωτικό τρόπο, εκείνον που δεν επιτρέπει καμία προσδοκία από καμία περιοχή του υπαρκτού, και, εκ των πραγμάτων, απαιτείται μία άλλη αφετηρία που, επιφέροντας έναν καινοφανή ετεροπροσδιορισμό, θα αφήσει αμετάκλητα πίσω της όλα τα σεσηπότα πλέον εγχειρήματα και επιχειρήματα που κατακλύζουν με την νεκροφόρα αποφορά τους μακρά σειρά αιώνων δαφνοστεφών και ρημαγμένων;

Ο Ορέστης σκοτώνει την Κλυταιμνήστρα. Χάλκινο έλασμα, περίπου 570 π.Χ. Ο Ορέστης με την προτροπή της Ηλέκτρας διαπερνάει με το ξίφος το κορμί της Κλυταιμνήστρας. Ο Αίγισθος τρέχει προς τον βωμό να προστατευτεί, κοιτώντας πίσω του. Ολυμπία, Αρχαιολογικό Μουσείο. Πηγή: I.Θ. Κακριδής (κείμενα, επιμέλεια), Ελληνική Μυθολογία. Εκδοτική Αθηνών 1986, τ. 5, σελ. 184

Έστω με μυθολογικούς όρους, πριν από την αισχύλεια «Ορέστεια» υπάρχει ο Ορέστης που συνιστά την προϋπόθεσή της· πριν από την οικοδόμηση του μεγαλείου διαδραματίζεται η πράξη που οδηγεί σ’ αυτό· χωρίς την προηγηθείσα πράξη, το οικοδόμημα δεν μπορεί να βρει πουθενά αλλού το υλικό που χρειάζεται για να ανεγερθεί· πριν από την Πολιτεία και τον Πολιτισμό επιτελείται το Δράμα· πριν από την Τραγωδία διαπράττεται μία τραγωδία η οποία, με την εμπράγματη, ριζική και συντριπτική της διάσταση, γεννά την Τέχνη, την Σκέψη, την Ποίηση, την Δημοκρατία, τον Έρωτα, την Δικαιοσύνη, την Πολιτική, την Ζωή.

Δεν προκύπτει τίποτε ζωτικής και ανανεωτικής σημασίας, τίποτε που να διανοίγει δρόμους Ζωής, χωρίς την τόλμη της Πράξης, χωρίς την διάπραξη ενός οριστικού Γεγονότος, χωρίς την εκτέλεση ενός τετελεσμένου Συμβάντος με ανεπανόρθωτες και μελλοντοφόρες συνέπειες.

Αλέκος Φασιανός, Φτερουγίσματα, 1987

Αυτό καλείται τώρα, αυτήν την στιγμή, να αναλάβει ο ελληνικός λαός αν θέλει να γίνει ο αυτόκλητος δημιουργός ενός άλλου εαυτού του.

Μπορεί να γίνει; Γένοιτο.

[i] Γίββων, Ιστορία της Παρακμής και Πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τόμ. Α΄, Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 2003, σ. 205.

Αναδημοσίευση άρθρου του Δημήτρη Δημητριάδη από το τεύχος Μαρτίου της Athens Review of Books, το οποίο είναι αφιερωμένο στον Μιχαήλ Μητσάκη.


Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

Ο διάδοχος του Hubble ετοιμάζεται για δοκιμές στο κενό. James Webb telescope: Hubble successor set for yet more tests

To διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb αναμένεται να επιτρέψει στους αστρονόμους να μελετήσουν τους πρώτους γαλαξίες και την εξέλιξή τους. Σε αντίθεση με το Hubble, το οποίο ήταν σχεδιασμένο να βλέπει κυρίως στο ορατό μέρος του φάσματος, το James Webb σχεδιάστηκε για παρατηρήσεις στο υπέρυθρο φάσμα. Engineers are getting ready to box up the James Webb Space Telescope and send it to Houston, Texas. The successor to Hubble, due for launch in 2018, is going to be put inside the giant thermal vacuum chamber where they tested the Apollo spaceships.

Έπειτα από τη συναρμολόγηση του γιγάντιου, χρυσαφένιου καθρέπτη του, το διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb, ένα παρατηρητήριο που θα επιτρέψει στους αστρονόμους να δουν το φως των πρώτων άστρων στο Σύμπαν, ετοιμάζεται για δοκιμές σε θάλαμο κενού.

Για περίπου τρεις μήνες, το υπέρυθρο τηλεσκόπιο (JWST) θα παραμείνει στον Θάλαμο Α του Διαστημικού Κέντρου «Τζόνσον» της NASA στο Χιούστον, ο οποίος προσομοιώνει τις σκληρές συνθήκες του Διαστήματος.

Η τεράστια πόρτα του Θαλάμου Α στο Χιούστον του Τέξας. Chamber A is the facility that ran the rule over Apollo hardware. Credit: NASA

Ο Θάλαμος Α, ο δεύτερος μεγαλύτερος θάλαμος κενού στον κόσμο, κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1960 και χρησιμοποιήθηκε σε δοκιμές των αποστολών Apollo στο φεγγάρι. Εκτός του ότι αδειάζει όλο τον αέρα από το εσωτερικό του, ο θάλαμος περιορίζει την εκπομπή ακτινοβολίας από τα τοιχώματά του και ρίχνει έτσι τη θερμοκρασία μέχρι τους -262 βαθμούς Κελσίου.

Με τα μάτια στο Σύμπαν

NASA's James Webb Space Telescope is an $8.8 billion space observatory built to observe the infrared universe like never before. See how NASA's James Webb Space Telescope works in this Space.com infographic. Credit: Karl Tate, SPACE.com Infographics Artist

H μεταφορά του James Webb στο Χιούστον προγραμματίζεται για τα τέλη Απριλίου ή τις αρχές Μαΐου. Μέχρι τότε το τηλεσκόπιο θα παραμείνει στο Κέντρο Διαστημικής Πτήσης «Γκόνταρντ» της NASA στο Μέριλαντ, όπου συναρμολογήθηκαν τα βασικά εξαρτήματά του.

This animation captures Webb’s journey into orbit, 1 million miles away from earth, depicting the sequence of events surrounding the launch and deployment of this game changing observatory. The travel time, distance and transformation of the telescope as it deploys are included in this sequence. Credit: Northrop Grumman

Το βασικότερο ήταν το σύνθετο πρωτεύον κάτοπτρο, αποτελούμενο από 18 εξαγωνικούς καθρέπτες που κατασκευάστηκαν από βηρύλλιο και επιστρώθηκαν με καθαρό χρυσό. Έχει διάμετρο 6,5 μέτρων, συγκριτικά με μόλις 2,4 μέτρα στο διάσημο διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble.

Inside NASA's Goddard Space Flight Center in Greenbelt, Maryland, the James Webb Space Telescope team completed the environmental portion of vibration testing on the telescope. Credits: NASA's Goddard Space Flight Center/Michael P. Menzel

Η τελευταία δοκιμασία στην οποία υποβλήθηκε το τηλεσκόπιο ήταν το τεστ κραδασμών, στο οποίο βεβαιώθηκε ότι το JWST θα αντέξει τις ισχυρές δονήσεις κατά τη διαδικασία εκτόξευσης.

Το σκίαστρο του JWST έχει έκταση γηπέδου του τένις. Credit: Northrop Grumman

Μετά τον έλεγχό του στον Θάλαμο Α, το τηλεσκόπιο θα ταξιδέψει στο Λος Άντζελες, στις εγκαταστάσεις της εταιρείας Northrop Grumman που είναι ο βασικός εργολάβος της αποστολής. Εκεί, το τηλεσκόπιο θα συνδεθεί με ένα σκίαστρο που θα το προστατεύει από την ηλιακή ακτινοβολία. Όταν αναπτυχθεί πλήρως σε τροχιά, η ασημί τέντα θα έχει μέγεθος γηπέδου τένις.

Στις αρχές του 2018, το JWST θα ταξιδέψει με πλοίο στο Κουρού της Γαλλικής Γουιάνας, κοντά στον ισημερινό, και θα τοποθετηθεί στην κορυφή ενός ευρωπαϊκού πυραύλου Arianne 5. Η εκτόξευση προγραμματίζεται για τον Νοέμβριο του 2018, αν δεν υπάρξουν νέες καθυστερήσεις.

Σε αντίθεση με το Hubble, το οποίο ήταν σχεδιασμένο να βλέπει κυρίως στο ορατό μέρος του φάσματος, το James Webb σχεδιάστηκε για παρατηρήσεις στο υπέρυθρο φάσμα. Το υπέρυθρο φως διαπερνά τα σύννεφα σκόνης και αερίου που κρύβουν πολλά σώματα στον ουρανό.

Το JWST θα μπορέσει έτσι να δει το φως των πρώτων άστρων που άναψαν στο Σύμπαν, μόλις 600 εκατομμύρια χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη. Θα παρατηρήσει επίσης άστρα να γεννιούνται μέσα σε σύννεφα υδρογόνου, θα μελετήσει τους πρώτους γαλαξίες και την εξέλιξή τους, και θα αναζητήσει πλανήτες με ατμόσφαιρες που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τη ζωή.



Μαρία Πολυδούρη, «Φαντασία στο τραγούδι μιας νυχτερινής κιθάρας»

Marc Chagall, Lovers in the sky of Nice, 1964

Ο Απρίλης κ’ η Σελήνη μέσα στο άλσος
σμίξαν. Το μεσονύχτι μεθυσμένοι
πέρασαν μ’ ευθυμία.
Και τώρα στη γαλήνη είνε απλωμένη
ρεμβαστική ματιά, η μελαγχολία.

Δυο δέντρα αναπολούνε
μια νύχτα καταίγιδας, που οι κορφές τους
ερωτικά μπλεχτήκαν
και στη ανάμνησή τους ξεπετιέται
λυγμός από χορδές που δονηθήκαν.

- Στον ύπνο σου κόρη γλυκειά...

Έν’ ανοιχτό παράθυρο
στο αγιόκλημα πνιγμένο
κ’ η κόρη κρίνο, με το φως
του φεγγαριού ντυμένο.

- Του τραγουδιού μου η φωνή...

Κι’ αγγίζει στον αμύριστο
κάλυκα της καρδιάς της
σαν όνειρον αθώας χαράς
ο πρώτος έρωτάς της.

Και λίγο λίγο σκοτεινιάζει το άλσος.
Στο κυπαρίσσι στάθηκε η Σελήνη
βαθιά συλλογισμένη.
Ο Απρίλης βαρέθηκε πια να δίνη
φιλιά. Φεύγει κ’ η Νύχτα κουρασμένη.
Όλα σίγησαν μόνο για να μείνη
το φλογερό παράπονο:

- Γιατί μ’ έχεις σ’ αιώνια τυραννία...

το κλάμα της κιθάρας που ανεβαίνει
προς τη χλωμή Σελήνη, προς τα ουράνια...

Arthur Hughes, April Love, 1855–1856

Από τη συλλογή «Ηχώ στο Χάος» (1929)

Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Ερνστ Αλεξάντερ Ράουτερ, Σχολεία: H Κατασκευή Υπηκόων. Ernst Alexander Rauter, Schools: Creating subject people

René Magritte, Golconde, 1953. Στο σχολείο κατασκευάζονται Υπήκοοι. Η διαδικασία της κατασκευής Υπηκόων λέγεται εκπαίδευση. Η οικογένεια, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, το θέατρο, το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες, τα βιβλία και τα πλακάτ, είναι σχολεία με την ευρύτερη έννοια. Όλα... Rauter in his essay describes very well how people are systematically converted to slaves becoming unable to understand that they are being deceived. Every person in the modern society plays a role that it has been given to him before its birth. Education forms the slaves that are needed each moment. People get exposed to a carefully selected piece of information which is the seed of their control. Schools are brainwashing factories that manufacture minions.

Όταν οι πρώτοι άνθρωποι πλούτισαν αρκετά, ώστε μια συμμορία για την καταπίεση και την εκμετάλλευση των άλλων, γεννήθηκε αυτό που ονομάζουμε σήμερα κράτος. Το κράτος είναι η μετεξέλιξη μιας συμμορίας από μπράβους. Οι νόμοι είναι η μετεξέλιξη ενός καταλόγου με τις επιθυμίες των πλούσιων δουλοκτητών. Το κράτος διευκολύνεται στη διακυβέρνηση αυτού του νέου είδους υπηκόων χάρη σε δύο εξελίξεις: η πρώτη είναι ότι ο μηχανισμός της ποδηγέτησης γίνεται όλο και πιο πολύπλοκος και αδιαφανής για τους ποδηγετούμενους· η δεύτερη είναι η εξέλιξη των δημόσιων πηγών πληροφοριών στις τελευταίες δεκαετίες. Μ’ αυτόν τον πανταχού παρόντα μηχανισμό [Πανοπτικόν] των πληροφοριών και την επιρροή των σχολείων στους απροστάτευτους εγκεφάλους των ανήλικων μελών του πληθυσμού, μπορεί κανείς να εξαπατήσει ακόμα και έξυπνους ανθρώπους, σε βαθμό που να πανηγυρίζουν για την ίδια τη θανατική καταδίκη τους.

Στο σχολείο κατασκευάζονται Υπήκοοι

René Magritte, La Reproduction interdite, 1937.

Η διαδικασία της κατασκευής Υπηκόων λέγεται εκπαίδευση. Η οικογένεια, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, το θέατρο, το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες, τα βιβλία και τα πλακάτ, είναι σχολεία με την ευρύτερη έννοια. Όλα τα κέντρα που μεταδίδουν πληροφορίες είναι σχολεία. Για την κατασκευή πραγμάτων χρησιμοποιούνται εργαλεία. Το εργαλείο με το οποίο κατασκευάζονται άνθρωποι είναι η πληροφορία. Όταν οι άνθρωποι [ζώα] δεν υπακούουν σε φυσικές ανάγκες, στη συνήθεια ή στη βία, οι πράξεις τους εξαρτώνται από τα όσα ξέρουν. Ακόμα και οι συνήθειες δημιουργούνται ως έναν βαθμό από πληροφορίες. Αφού οι πράξεις ενός ανθρώπου καθορίζουν την πορεία της ζωής του, οι πληροφορίες που παίρνει αυτός ο άνθρωπος καθορίζουν πώς θα ζήσει. Τα σχολεία δεν φτιάχνουν μόνον ανθρώπους, τα σχολεία φτιάχνουν και βιογραφίες.

Τη φύση της πληροφορίας μπορεί να την καταλάβει κανείς μόνον αν εξετάσει την επίδρασή της στη ζωή των ανθρώπων. Αν θέλει κανείς να καταλάβει καλύτερα τη φύση των εργαλείων, πρέπει να ξέρει για ποιον σκοπό προορίζονται. Ο σκοπός διαμορφώνει το εργαλείο. Δεν υπάρχει εργαλείο χωρίς σκοπό. Δεν υπάρχει πληροφορία χωρίς σκοπό. Οι πληροφορίες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ανθρώπων, είναι ανάλογες με το είδος ανθρώπου που θέλει να κατασκευάσει κανείς. Αν θέλει κανείς να φτιάξει έναν άνθρωπο κατάλληλο για να επισκευάζει χαλασμένα αυτοκίνητα, δεν θα το κατορθώσει αυτό χρησιμοποιώντας πληροφορίες με τις οποίες δημιουργείται ένας κτηνίατρος. [ή ένας κτηνάνθρωπος]

Αν θέλει κανείς να φτιάξει έναν άνθρωπο που να περνάει εθελοντικά όλη του τη ζωή στον στρατό, πρέπει να τον επεξεργασθεί με πληροφορίες διαφορετικές από εκείνες που κάνουν κάποιον να λατρεύει αγελάδες. Οι πληροφορίες που δεχόμαστε, συναρθρώνονται στο κεφάλι μας και σχηματίζουν κρίσεις και πεποιθήσεις. Οι κρίσεις και οι πεποιθήσεις είναι μέρη του μηχανισμού που κατευθύνει τις πράξεις μας.

René Magritte, Au seuil de la liberté, 1937.

Ένα από τα σημαντικότερα γρανάζια σ’ αυτόν τον μηχανισμό είναι η πεποίθηση ότι, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, είμαστε κύριοι των πράξεών μας. [Ελεύθερη Βούληση] Η συμφωνία μας με τις πράξεις μας και τα αποτελέσματά τους μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη. Όσο πιο πολύ πιστεύουμε ότι η θέλησή μας είναι το θεμέλιο των πράξεών μας, τόσο μεγαλύτερη είναι η συμφωνία μας. Όσο πιο πολύ πιστεύουμε ότι οι πράξεις μας υποκινούνται από μια ξένη θέληση, τόσο μικρότερη είναι η συμφωνία μας.

Η φράση ότι κάποιος «ξέρει τι κάνει», σημαίνει πως αυτός ο κάποιος καταλαβαίνει τους λόγους των πράξεών του και προβλέπει τα αποτελέσματά τους. Αν εξετάσουμε τις πράξεις μας από αυτή τι σκοπιά, θα διαπιστώσουμε ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ξέρουμε τι κάνουμε. Τις περισσότερες πράξεις μας τις εκτελούμε χωρίς να καταλαβαίνουμε τους λόγους ή τα αποτελέσματά τους, συχνά μάλιστα χωρίς να καταλαβαίνουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Όσα παραδείγματα και αν επιστρατεύσουμε για ν’ αποδείξουμε το αντίθετο, θα διαπιστώσουμε ότι πολύ λίγα παραδείγματα ταιριάζουν για ν’ αποδείξουν ότι ξέρουμε τι κάνουμε. Δεν παίζει κανέναν ρόλο από ποιον τομέα της ζωής μας παίρνουμε τα παραδείγματα αυτά, ή αν κατέχουν σημαντική ή ασήμαντη θέση στη ζωή μας.

Αυτό θα το δούμε καθαρά, αν πάρουμε μια συχνή και καθημερινή αλληλουχία πράξεων, όπως η οδήγηση ενός αυτοκινήτου. Ελάχιστοι οδηγοί ξέρουν ποιες διεργασίες προκαλούν στον κινητήρα του αυτοκινήτου τους με τα χέρια και τα πόδια τους. Ελάχιστοι οδηγοί ξέρουν τι είναι ένας κινητήρας. Ξέρουν μόνο το τελικό αποτέλεσμα μιας μακριάς αλυσίδας από αποτελέσματα: Το αυτοκίνητο τρέχει πιο γρήγορα, ή πιο αργά, ή σταματάει. Ελάχιστοι ξέρουν τι γίνεται στο εσωτερικό της μηχανής, σε ποιες πιέσεις είναι εκτεθειμένα τα διάφορα ντεπόζιτα, τα έμβολα, οι κύλινδροι ή οι μπιέλες. Αυτό το παράδειγμα μας κάνει να εξετάσουμε το ζήτημα της μεγαλύτερης ή μικρότερης χρησιμότητας των πληροφοριών. Άραγε δεν είναι αρκετό να ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε για να σταματήσουμε ή να επιταχύνουμε το αυτοκίνητό μας; Άραγε δεν είναι περιττό να μάθουμε λεπτομέρειες για τη διαδικασία της καύσης που γίνεται στον κινητήρα;

Μπορεί να είναι σωστό ότι κάποιος που ξέρει ποιες ακριβώς μηχανικές και χημικές διεργασίες προκαλεί η πίεση του ποδιού στο πεντάλ, πλεονεκτεί κάπως απέναντι στους οδηγούς που δεν ξέρουν τίποτα για τις διαδικασίες που μεσολαβούν ανάμεσα στην κίνηση του ποδιού τους και την επιτάχυνση, αλλά είναι αμφίβολο αν θα ωφεληθεί ο συνολικός πληθυσμός όταν όλοι οι οδηγοί αυτοκινήτων αποκτήσουν τις θεωρητικές γνώσεις που έχουν οι μηχανικοί αυτοκινήτων.

Μπορούμε να φανταστούμε ένα αυτοκίνητο να «μένει» καταμεσής στη Σαχάρα και τους επιβάτες του να πεθαίνουν από τη δίψα, επειδή κανένας τους δεν ήξερε ότι ο ιμάντας του ανεμιστήρα μπορεί ν’ αντικατασταθεί με μια νάιλον κάλτσα. Ωστόσο, πολύ λίγοι θα βρεθούν να υποστηρίξουν την υποχρεωτική επέκταση του μαθήματος οδήγησης. Ο αριθμός των ανθρώπων που πεθαίνουν στην έρημο κάθε δέκα χρόνια, επειδή τους λείπουν μερικές τεχνικές πληροφορίες, είναι ελάχιστος.

Το παράδειγμα με το αυτοκίνητο δείχνει ότι υπάρχουν καταστάσεις, στις οποίες ο άνθρωπος μπορεί να παραιτηθεί από την κατανόηση των πράξεών του χωρίς να πάθει ζημιά. Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι το εξής: Οι φυσικοχημικές πληροφορίες που σχετίζονται με τη μηχανή εσωτερικής καύσης δεν θ’ άλλαζαν τη ζωή των αυτοκινητιστών, οι αυτοκινητιστές δεν θα έπαυαν να οδηγούν αυτοκίνητο, δεν θα οδηγούσαν ούτε πιο αργά ούτε πιο γρήγορα ούτε πιο σίγουρα.

Είπαμε ότι η συμφωνία μας με τις πράξεις μας μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη, ανάλογα με το αν πιστεύουμε ότι ενεργούμε αυτόβουλα ή αν πιστεύουμε ότι εξυπηρετούμε ξένες προθέσεις. Η ακριβέστερη γνώση των όρων υπό τους οποίους κινείται το αυτοκίνητό μας, δεν θ’ άλλαζε σε τίποτα τη συμφωνία μας με την πράξη μας να οδηγούμε αυτοκίνητο. Δεν είναι και τόσο σημαντικό το ότι δεν ξέρουμε τι κάνουμε την ώρα που οδηγούμε. Αρκεί να εκτελούμε τις σωστές κινήσεις. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν είμαστε εντελώς κύριοι των πράξεών μας, το να συμπιέζει ένα έμβολο μια ορισμένη ποσότητα μίγματος βενζίνης-αέρα στο ένα έκτο του όγκου της, δεν ήταν δική μας θέληση αλλά θέληση του κατασκευαστή. Ωστόσο είμαστε σύμφωνοι με τις πράξεις μας. Σ’ αυτή την περίπτωση εξακολουθούμε να συμφωνούμε, ακόμα και όταν ανακαλύπτουμε ότι κάποιος άλλος κατευθύνει τις πράξεις μας.

René Magritte, La Reconnaissance infinie, 1963.

Είπαμε ότι η συμφωνία μας με τις πράξεις μας μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη, ανάλογα με το αν πιστεύουμε ότι ενεργούμε αυτόβουλα ή αν πιστεύουμε ότι εξυπηρετούμε ξένες προθέσεις. Η ακριβέστερη γνώση των όρων υπό τους οποίους κινείται το αυτοκίνητό μας, δεν θ’ άλλαζε σε τίποτα τη συμφωνία μας με την πράξη μας να οδηγούμε αυτοκίνητο. Δεν είναι και τόσο σημαντικό το ότι δεν ξέρουμε τι κάνουμε την ώρα που οδηγούμε. Αρκεί να εκτελούμε τις σωστές κινήσεις. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν είμαστε εντελώς κύριοι των πράξεών μας, το να συμπιέζει ένα έμβολο μια ορισμένη ποσότητα μίγματος βενζίνης-αέρα στο ένα έκτο του όγκου της, δεν ήταν δική μας θέληση αλλά θέληση του κατασκευαστή. Ωστόσο είμαστε σύμφωνοι με τις πράξεις μας. Σ’ αυτή την περίπτωση εξακολουθούμε να συμφωνούμε, ακόμα και όταν ανακαλύπτουμε ότι κάποιος άλλος κατευθύνει τις πράξεις μας.

Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι παραπάνω πληροφορίες έχουν μικρότερη σημασία απ’ ότι άλλες πληροφορίες. Οφείλεται στο ότι ελέγχουμε άμεσα τους παραγωγούς, τουλάχιστον σ’ ό,τι αφορά την εξωτερική κίνηση του αυτοκινήτου μας. Οι παραγωγοί δεν έχουν καμιά πιθανότητα να πουλήσουν αυτοκίνητα που δεν κινούνται. Υπάρχουν διαδικασίες στις οποίες οι παραγωγοί αυτοκινήτων δεν υπόκεινται σ’ αυτόν τον άμεσο έλεγχο από εμάς, όπως, λόγου χάρη, στην περίπτωση της φθοράς του υλικού και των εξαρτημάτων της μηχανής. Εδώ διαπιστώνουμε ότι η συμφωνία μας με τις πράξεις μας (δηλαδή την αγορά του αυτοκινήτου και την οδήγηση) συρρικνώνεται από τη στιγμή που διαθέτουμε ακριβέστερες πληροφορίες.

Θα προτιμούσαμε να οδηγούμε ένα άλλο αυτοκίνητο, αλλά η αγανάκτησή μας εναντίον ενός ορισμένου συγκροτήματος αυτοκινήτων δεν έχει συνέπειες, γιατί δεν μπορούμε ν’ αποκτήσουμε τις απαραίτητες πληροφορίες για την παραγωγή των άλλων συγκροτημάτων. Ποιος, άραγε, θα συμφωνούσε να μικραίνουν συστηματικά οι εταιρείες τη διάρκεια ζωής του υλικού και των εξαρτημάτων, με τη βοήθεια εργαστηριακών πειραμάτων, όπως μαθεύτηκε ότι κάνουν ορισμένες αμερικανικές εταιρείες;

Όσο συχνότερα κάνουμε πράξεις χωρίς να ξέρουμε τους λόγους, τις προϋποθέσεις και τα αποτελέσματά τους, τόσο συχνότερα γινόμαστε οι ίδιοι λόγος, προϋπόθεση και αποτέλεσμα των πράξεων άλλων. Όσο περισσότερο πιστεύουμε ότι είμαστε κύριοι πράξεων, των οποίων οι πραγματικοί κύριοι είναι άλλοι, τόσο περισσότερο θα είναι άλλοι οι κύριοί μας.

Η εξυπνάδα δεν προστατεύει από τη βλακεία

René Magritte, L'Homme au chapeau melon, 1964.

Μερικοί θα πουν: Αν έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα, δεν θα πραγματοποιήσω ποτέ τις προθέσεις άλλων. Μόνον οι βλάκες ζουν για τους άλλους. Το πόσα ξέρουμε για τις συνθήκες υπό τις οποίες ενεργούμε, δεν το αποφασίζουμε οι ίδιοι. Τα όσα ξέρουμε γι’ αυτές τις συνθήκες εξαρτώνται από τις πληροφορίες που δεχόμαστε. Η επιρροή μας στο ζήτημα «ποιες πληροφορίες δεχόμαστε» είναι περιορισμένη. Δεν μπορούμε να βρούμε πληροφορίες που δεν ξέρουμε ότι μας λείπουν. Ορισμένες πληροφορίες είναι ιδιοκτησία.

Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν το γεγονός ότι ζουν ως το μεγαλύτερο αγαθό τους. Ωστόσο είναι πρόθυμοι να διακινδυνέψουν αυτό το αγαθό υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς γι” αυτές τις προϋποθέσεις είναι ότι πρέπει να είναι ελπίδες για την απόκτηση άλλων αγαθών. Είναι αρκετό να είναι ελπίδες, δεν χρειάζεται να είναι εγγυήσεις. Τα αγαθά προς τα οποία στρέφεται η ελπίδα, πρέπει να έχουν ένα ορισμένο μέγεθος. Ποια αγαθά είναι σε θέση να υπερνικήσουν την αγάπη του ανθρώπου για τη ζωή; Αν σκεφθούμε την ακατανίκητη δύναμη του φόβου μπροστά στον θάνατο, θα ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι για τους περισσότερους ανθρώπους, κανένα αγαθό δεν είναι αρκετά μεγάλο ώστε να το ανταλλάξουν με τη ζωή. Είναι προτιμότερο να ζει κανείς άσχημα παρά να πεθαίνει.

Υπάρχει η ιστορία του ανθρώπου που είχε χάσει τη δουλειά του και δεν ήξερε πώς να ζήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Πήγε, λοιπόν, σ’ ένα τσίρκο και πρότεινε στον διευθυντή να πηδήξει, αντί μιας ορισμένης αμοιβής, από το ψηλότερο σημείο της σκηνής στην πίστα, χωρίς δίχτυ. Ο διευθυντής δέχτηκε. Δεν φανταζόταν ότι ο άνθρωπος εκείνος θα σκοτωνόταν. Ο άνθρωπος πέθανε, και τα λεφτά που κέρδισε έτσι, έθρεψαν τη γυναίκα και τα παιδιά του.

Η αυτοθυσία αυτού του είδους είναι κάτι το σπάνιο. Αν έκανε κανείς μια σφυγμομέτρηση και πρότεινε σ’ όλους τους υγιείς άνδρες από είκοσι ως σαράντα χρόνων να εξαγοράσει τη ζωή τους με μισό εκατομμύριο μάρκα το κεφάλι, το πιθανότερο είναι ότι δε θα μαζεύονταν μ’ αυτό τον τρόπο ούτε όσοι άνδρες χρειάζονται για να συγκροτήσουν ένα λόχο της «Μπούντεσβερ». Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι: Οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το ζήτημα του θανάτου τους με σύνεση και περίσκεψη. Είναι αλήθεια όμως ότι πολλοί άνθρωποι απαρνούνται τη ζωή τους χωρίς να έχουν κανένα αντάλλαγμα.

Ένας πονηρός τρόπος να κρύβει κανείς την αλήθεια είναι να μιλάει πολύ κι ακατανόητα

René Magritte, L'Art de la conversation, 1950.

Όποιος είναι πολύ δειλός ή πολύ αδέξιος για να πει ψέματα, εκφράζεται με ασάφεια. [την γνωστή Δημιουργική Ασάφεια] Συχνά καταφέρνει έτσι τον σκοπό του, γιατί πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ότι η υποβολή ερωτήσεων αποτελεί παραβίαση κάποιου κανόνα ευπρέπειας. Δεν υπάρχουν μόνον άτομα που εκφράζονται με ασάφεια για να μας αποκρύψουν την αλήθεια, ακόμα και οι θεσμοί εκφράζονται σ’ ορισμένες περιπτώσεις συγκεχυμένα, και μάλιστα επί ολόκληρες δεκαετίες. Αν κάτι το ασαφές επαναλαμβάνεται αρκετά συχνά, οι περισσότεροι άνθρωποι το συνηθίζουν, σαν να ήταν κάτι το σαφές. Όσο ασαφέστερα γράφει ή μιλάει κανείς, τόσο περισσότερο καιρό μένει κρυμμένο το ψέμα που υπάρχει στα λόγια του.

Μια ενδιαφέρουσα ασάφεια είναι, λόγου χάρη, η εξής φράση από το πρώτο άρθρο του (πρώην) δυτικογερμανικού συντάγματος: «Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου είναι απαραβίαστη». Είναι αδύνατο να εξακριβώσουμε η ήθελαν να πουν οι εμπνευστές αυτής της φράσης, εκτός αν τους ρωτήσουμε προσωπικά. Είτε ξέρει κανείς είτε όχι τι είναι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η φράση σημαίνει: «Δεν μπορεί κανείς να παραβιάσει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αυτό δεν γίνεται».

Και όμως γίνεται. Τίποτα δεν είναι πιο εύκολο απ’ το να παραβιάσει κανείς την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Οι εμπνευστές αυτού του ισχυρισμού εννοούσαν πιθανότατα: «Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου δεν επιτρέπεται να παραβιάζεται». Αν αυτό ήθελαν να το κάνουν νόμο, θα ήταν αναγκασμένοι να εξηγήσουν τι είναι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Θα έπρεπε ν’ αναφέρουν συγκεκριμένα με ποιες πράξεις θίγεται, θα έπρεπε να ορίσουν ποινές για την παραβίασή της.

René Magritte, L'Empire des lumières, 1961.

Τα θέματα που διδάσκονται στα σχολεία μας, γίνονται τόσο ακριβέστερα και σαφέστερα όσο περισσότερο απομακρύνονται από τον άνθρωπο. Όσο μεγαλύτερη ωφέλεια έχουν για μας ορισμένα θέματα, τόσο πιο συγκεχυμένα γίνονται. Οι παιδαγωγοί μας και τα επίσημα κέντρα μετάδοσης πληροφοριών εκφράζονται με ξεχωριστή ασάφεια όταν μιλάνε για τις έννοιες που αποκαλούν κοινωνική οργάνωση και κράτος, με δυο λόγια: Τις δυνάμεις που κυβερνούν ολόκληρη την εσωτερική και εξωτερική ζωή μας.

Αυτά που μας μαθαίνουν τα σχολεία για τη φύση του κράτους είναι για μας άχρηστα, πληκτικά (επειδή είναι άχρηστα) και βάρος για την εκδίπλωση της σκέψης μας -βάρος που δύσκολα το ξεφορτωνόμαστε. Η πλήξη προέρχεται από το γεγονός ότι καλούμαστε ν’ ασχοληθούμε με ξένα συμφέροντα, χωρίς ν’ αντιλαμβανόμαστε ότι είναι ξένα συμφέροντα.

Το μάθημα δεν μας οδηγεί στη βαθύτερη κατανόησή τους, γιατί είναι αδύνατο να το κάνει αυτό χωρίς να διαπιστώσουμε ότι είναι ξένα συμφέροντα -αν ο δάσκαλος μας μάθαινε τα δικά μας συμφέροντα, θα ερχόταν σε όλο και πιο έντονη αντίφαση με τα όσα είχε υποστηρίξει πιο πριν, που το μάθημα ήταν ανιαρό και συγκεχυμένο. Είναι ασήμαντο αν η Βουλή έχει πεντακόσιους είκοσι ή πεντακόσιους οκτώ βουλευτές και πόσες έδρες έχει το κάθε κόμμα.

Οι λεπτομέρειες αυτές δεν μας βοηθούν να εμβαθύνουμε στα πράγματα, αντίθετα, μάλλον μας εμποδίζουν να εμβαθύνουμε. Για μας θα ήταν πιο ενδιαφέρον να μάθουμε ποια κίνητρα επηρεάζουν τις αποφάσεις των βουλευτών και, πρώτα απ’ όλα, αν οι βουλευτές αποφασίζουν καθόλου. Διάφοροι βουλευτές έχουν ήδη παραπονεθεί ότι χρησιμοποιούνται απλώς για να σηκώνουν το χέρι τους σε ψηφοφορίες που το αποτέλεσμά τους το έχουν προκαθορίσει άλλοι.

Δεν φταίνε οι δάσκαλοι μας για την κατάσταση που επικρατεί στα σχολεία μας

René Magritte, Le Chef d'oeuvre ou les mystères de l'horizon, 1955.

Οι περισσότεροι από αυτούς ξέρουν κι οι ίδιοι ελάχιστα πράγματα για τη φύση του κράτους. Η ακατανοησία αναπαράγεται από όλους τους θεσμούς και μεταδίδεται από πάνω προς τα κάτω. Η ολοκληρωτική άγνοια που έχουν πολλοί παιδαγωγοί στον τομέα του κράτους και του δικαίου είναι μια ένδειξη ότι το όφελος που κρύβεται για μας σ’ αυτά τα θέματα πρέπει να είναι πολύ μεγάλο. Η θέση που ενδιαφέρει πιο πολύ από κάθε άλλη τους εμπνευστές του μαθήματός μας, είναι ότι το κράτος στέκει πάνω από τα κόμματα, πάνω από φτωχούς και πλούσιους. Η απόδειξη ότι θεωρούν πολύ σημαντική αυτή τη θέση, είναι το γεγονός ότι όλοι μας την έχουμε σφηνώσει για τα καλά στο μυαλό μας. Καθένας μας ξέρει την πρόταση: «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στον Νόμο». Ένα από τα σημαντικότερα όργανα της κρατικής μηχανής είναι το αξίωμα του δικαστή.

Οι δάσκαλοί μας επιφορτίζονται να υποστηρίζουν ότι οι δικαστές είναι αδέκαστοι. Η κλασική περιγραφή της λειτουργίας του δικαστή κατά τη δικαστική διαδικασία είναι η εξής: Στη δεξιά (δηλαδή τη σωστή) πλευρά βρίσκεται ο εισαγγελέας, ο άνθρωπος που φροντίζει να υπολογίζονται το συμφέροντα του κράτους στην άλλη πλευρά ο κατηγορούμενος με τον συνήγορό του. Στη μέση κάθεται ο δικαστής, πάνω από τους διαδίκους. Δεν εξαρτάται από κανέναν, λένε οι δάσκαλοί μας και κρίνει σύμφωνα με τον Νόμο.

Το κακό είναι ότι πραγματικά κρίνει σύμφωνα με τον Νόμο. Οι νόμοι φτιάχνονται από ανθρώπους. Κανείς δεν φτιάχνει έναν νόμο που να στρέφεται εναντίον του. Αν κάποιος δεν είναι πλουσιότερος από τους άλλους, δεν του περνάει από το μυαλό η σκέψη να πει «Ου κλέψεις». Ο πλούσιος δημιουργεί πρώτα, με την ιδιοκτησία του, τον κλέφτη και μετά φτιάχνει έναν νόμο εναντίον των κλεφτών. Μόνον όποιος έχει κλέψει τους άλλους φοβάται την κλεψιά. Όποιος έχει την εξουσία να καθορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού, φτιάχνει κανόνες που να του επιτρέπουν να κερδίζει. Δεν πρέπει να περιμένουμε από αυτόν να φτιάξει κανόνες που να τον κάνουν να χάνει.

Για να έχουν οι νόμοι κάποιο νόημα, πρέπει να είναι εφαρμόσιμοι. Για να γίνουν οι επιθυμίες μιας μικρής ομάδας ανθρώπων νόμος, η ομάδα αυτή πρέπει να μπορεί ν’ αναγκάσει την πλειοψηφία να συμμορφωθεί με τις επιθυμίες της. Ένας νόμος είναι νόμος μόνον όταν έχει για εγγύησή του τη βία. Η βία μιας μικρής ομάδας πάνω στην πλειοψηφία είναι εφικτή μόνο αν γίνουν μεγάλες υλικές δαπάνες.

Τα πλούτη είναι προϋπόθεση της καταπίεσης

René Magritte, La Fissure, 1949.

Χωρίς πλούτη δεν μπορεί κανείς ν’ αγοράσει ανθρώπους που να είναι πρόθυμοι ν’ ασκήσουν βία και να διακινδυνέψουν τη ζωή τους, χωρίς πλούτη δεν μπορεί κανείς να παράγει όπλα. Τα πλούτη μπορούν να προέλθουν από ληστεία, πόλεμο, εργασία δούλων [δουλειά] ή εργασία. Στην αρχαιότητα υπήρχαν εργοστάσια, στα οποία παρήγαν αποκλειστικά οι δούλοι. Για αιώνες η εργασία ήταν και είναι εξομοιωμένη με τη δουλεία.

Η εξουσία είναι το σύνολο των αποτελεσμάτων της εργασίας

René Magritte, Les Travaux d'Alexandre, 1958.

Όταν είναι εξασφαλισμένη, γίνεται η ίδια πηγή πλούτου. Η πολιτική γεννιέται εκεί που υπάρχουν πλούτη για να κατανεμηθούν. Όλη η πολιτική είναι κατανομή πραγμάτων. Οι πλούσιοι διατηρούν για λογαριασμό τους άτομα ειδικευμένα στην κατανομή και την προστασία. Το σύνολο αυτών των ειδημόνων λέγεται κυβέρνηση και δημόσια διοίκηση. Με την πάροδο του χρόνου, οι ειδήμονες αυτοί αποκτούν μεγαλύτερη αυτονομία. Η συνάφεια ανάμεσα στους πλούσιους και τους ειδήμονες της κατανομής αδυνατίζει.

Οι υποτακτικοί είναι κατάλληλοι για να καταπιέζουν

René Magritte, Le Bon Exemple, 1953.

Οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν ως αστυνομικούς μόνο δούλους. Όποιος ασκεί την καταπίεση ως επάγγελμα, δεν μπορεί παρά να είναι ο ίδιος ένας υποδειγματικός καταπιεσμένος. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία που στον στρατό και στην αστυνομία η τυφλή υπακοή και η παράλογη εκπαίδευση παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο. Όποιος έχει συνηθίσει να κάνει ερωτήσεις, είναι κακός, καταπιεσμένος και επομένως δεν κάνει για επιστάτης. Πώς μπορεί κάποιος που στοχάζεται γύρω από τη νομιμότητα των κατεστημένων κανόνων, να χτυπάει, να μαχαιρώνει ή να πυροβολεί εργάτες, όπως απαιτούν οι νόμοι έκτακτης ανάγκης σ’ ορισμένες περιπτώσεις; Η σημερινή εκπαίδευση που γίνεται στην αστυνομία και στον στρατό είναι μια επανάληψη της διαδικασίας μετατροπής των δούλων, σε φύλακες που προδίδουν τους συντρόφους τους.

Στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, μερικοί από τους πιο έμπιστους επόπτες ήταν κρατούμενοι. Ο εκδημοκρατισμός του στρατού δεν ελαττώνει τη δύναμη κρούσης του προς τα έξω σε περίπτωση αμυντικού πολέμου, αλλά την ελαττώνει σε περίπτωση επιθετικού πολέμου, ο εκδημοκρατισμός ελαττώνει, πάνω απ’ όλα, τη δύναμη κρούσης προς τα μέσα. Δεν υπάρχει ούτε μια γνωστή ανθρώπινη κοινωνία του παρελθόντος, στην οποία το κράτος να μην ήταν ένας μηχανισμός καταπίεσης της πλειοψηφίας από μια μειοψηφία. Έτσι ήταν στη δουλοκτητική κοινωνία της Αθήνας και της Ρώμης, έτσι ήταν σ’ όλες τις φεουδαλικές κοινωνίες.

René Magritte, La Colère des dieux, 1960.

Όταν οι δουλοπάροικοι χωρικοί επαναστάτησαν, ο ιδεολόγος των τότε αφεντάδων, Μαρτίνος Λούθηρος, έγραψε: «Όποιος μπορεί, πρέπει να τους συντρίψει, να τους στραγγαλίσει και να τους μαχαιρώσει, κρυφά και φανερά, όπως σκοτώνει κανείς ένα λυσσασμένο σκυλί!». Κι αυτό ακριβώς έκαναν οι ευσεβείς πρίγκιπες με τη βοήθεια του νόμου και της τάξης, των δικαστών, των δημίων, της αστυνομίας και των στρατιωτών. Ακόμα και σήμερα οι Εκκλησίες λένε ότι κάθε εξουσία πηγάζει από τον Θεό. Σωστότερο θα ήταν να πούμε ότι κάθε Θεός πηγάζει από την εξουσία.

Οι παιδαγωγοί μας δεν αμφισβητούν ότι στο παρελθόν το κράτος ήταν όργανο μιας μειοψηφίας για την καταπίεση της πλειοψηφίας. Αν τους στριμώξει κανείς, θ’ αναγκαστούν ν’ απορρίψουν και την αθηναϊκή δημοκρατία. Θα παραδεχτούν, μάλιστα, ότι οι κοινωνίες των ευρωπαϊκών εθνών πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν εκμεταλλευτικές κοινωνίες, ότι οι αγγλικοί νόμοι του περασμένου αιώνα επέτρεπαν τη δολοφονία παιδιών, αφήνοντάς τα να εργάζονται στα ορυχεία, το κράτος δεν άλλαξε αυτούς τους νόμους, παρά μόνον όταν μερικοί πιο διορατικοί επιχειρηματίες κατάλαβαν ότι η τόσο γρήγορη φθορά των εργατικών δυνάμεων είναι αντιοικονομική.

René Magritte, La Légende des siècles, 1952.

Σύμφωνα με τα όσα μας μαθαίνουν σήμερα το σχολείο, η τηλεόραση και οι εφημερίδες, ζούμε σ’ ένα δημοκρατικό κράτος. Σε ποια ακριβώς στιγμή της Ιστορίας η εξουσία πέρασε στα χέρια της πλειοψηφίας; Σ’ όλες τις εποχές οι πλούσιοι και ισχυροί έλεγαν στους άκληρους και εκμεταλλευόμενους ότι το κράτος τους ήταν δίκαιο κράτος. Σ’ ολόκληρη την ιστορία του κράτους, οι καταπιεσμένοι μπορούσαν να μιλάνε ελεύθερα για τους καταπιεστές της περασμέvης κοινωνίας, ενώ η κριτική κατά της σημερινής κοινωνίας τιμωρούνταν πάντα, συχνά μάλιστα με θάνατο. Η κριτική κατά της κοινωνίας είναι, αναγκαία, κριτική κατά των κυρίαρχων. Οι κυρίαρχοι δεν θα ήταν κυρίαρχοι αν δεν κυριαρχούσαν και στα μυαλά.

Την Πέμπτη, 3 Δεκεμβρίου 1970, στις 18.40 μ.μ., το Δεύτερο Πρόγραμμα της γερμανικής τηλεόρασης μετέδωσε μια εκπομπή με τίτλο «Εστεμμένες κεφαλές: Βασίλισσα Ελισάβετ Β’ της Μεγάλης Βρετανίας — Μια ζωή κοντά στην παράδοση». Ενώ η οθόνη έδειχνε τους στρατιώτες της ανακτορικής φρουράς να κάνουν τα δουλικά καραγκιοζιλίκια τους μπροστά στη βασίλισσα, ο εκφωνητής έλεγε: «Η βασίλισσα Ελισάβετ είναι μια από τις πλουσιότερες γυναίκες του κόσμου, αν όχι η πλουσιότερη … Έχει έναν στάβλο με πενήντα άλογα ιπποδρόμου. Όμορφα ζώα, όλα στο ίδιο μέγεθος και στο ίδιο χρώμα. Κάθε χρόνο ξοδεύει πενήντα πέντε εκατομμύρια μάρκα για την εκγύμναση των αλόγων». Αναφερόμενος στους ανθρώπους που δεν έχουν δικό τους στάβλο, ο εκφωνητής μίλησε χωρίς ειρωνεία για «κοινούς θνητούς».

Επακολούθησε μια σύντομη περιγραφή του Χάιντ Παρκ. Να τι ακούσαμε: «Στο Χάιντ Παρκ ο καθένας μπορεί να κάνει και να πει ό,τι θέλει, αρκεί να μη θίγει το βασιλικό οίκο». Και στο τέλος της παρέλασης: «Η βασίλισσα χαιρετά κάθε μονάδα χωριστά -επιβλητικό θέαμα. Δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς τη σιδερένια πειθαρχία της». Ο συντάκτης αυτού του κειμένου θαυμάζει τη «σιδερένια πειθαρχία» της βασίλισσας, λες κι αυτή ήταν που έπρεπε να υποστεί τις άσκοπες και γελοίες κινήσεις των στρατιωτών της φρουράς. Ή λες και ήταν μια εργάτρια που έφευγε εκείνη τη στιγμή από τη θέση της πλάι στην κυλιόμενη κορδέλα του εργοστασίου της φίρμας Γκούντιχ. Είναι ο ίδιος θαυμασμός που θάμπωνε το βλέμμα μερικών γονιών μας, όταν διαπίστωναν ότι ο Χίτλερ δεν κάπνιζε, ούτε έπινε.

Δεν είναι τέχνη να παραιτείται κανείς από απολαύσεις, όταν ολόκληρη η ζωή του είναι μια απόλαυση

René Magritte, Le Principe du plaisir, 1937.

Ο συντάκτης του κειμένου της εκπομπής δεν ενοχλείται που η βασίλισσα είναι η πλουσιότερη γυναίκα του κόσμου. Δεν τον πειράζει που κάθε χρόνο ξοδεύει για μία και μοναδική από τις πολλές διασκεδάσεις της, όσα διαθέτουν στο ίδιο διάστημα 6.000 αυλικές οικογένειες για να ζήσουν. Δεν αναρωτήθηκε ποτέ γιατί η βασίλισσα δεν ξοδεύει πενήντα πέντε εκατομμύρια μάρκα το χρόνο για την εκπαίδευση ανθρώπων, αντί αλόγων. Γι’ αυτόν, το αυτονόητο είναι αδιανόητο. Είναι ευτυχισμένος για τα πλούτη της, κι ας μην έχει κανένα όφελος από αυτά. Ο εγκέφαλός του είναι ο εγκέφαλος ενός υποτακτικού.

Δεν ωφελεί να μαλώσει κανείς το συντάκτη ενός τέτοιου κειμένου. Περιγράφει παρανοϊκές καταστάσεις, αλλά αδυνατεί ν’ αντιληφθεί το παρανοϊκό. Του λείπει η βαθύτερη κατανόηση του κοινωνικού μηχανισμού. Ο ίδιος λέει ότι στο Χάιντ Παρκ, παρά τη διατυμπανιζόμενη ελευθερία έκφρασης, δεν επιτρέπεται να θίξει κανείς τον βασιλικό οίκο, αλλά δεν βλέπει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτή την απαγόρευση και τα βασιλικά πλούτη.

Δεν καταλαβαίνει ότι αυτός ο περιορισμός της ελευθερίας της γνώμης, έχει σκοπό ν’ αποτρέψει κάθε συζήτηση για τα πλούτη του βασιλικού οίκου. Η συζήτηση θα έκανε τους πολίτες να ψάξουν να βρουν μια δικαιολογία γι’ αυτά τα πλούτη. Επειδή όμως η βασίλισσα ξέρει πως δεν μπορεί να βρεθεί καμιά δικαιολογία για το πλούτη της, γιατί δεν υπάρχει καμιά, γι’ αυτό δεν επιτρέπεται να μιλάει κανείς για την προέλευση και το νόημα του βασιλικού πλούτου.

Με τις συζητήσεις οι άνθρωποι διαπιστώνουν ότι κι άλλοι σκέφτονται όπως οι ίδιοι

René Magritte, L'Art de la conversation, 1950.

Αυτό ενισχύει την αυτοπεποίθησή τους. Η εμπειρία της αλληλεγγύης οδηγεί σε πράξεις. Οι πράξεις προκαλούν συζητήσεις. Επειδή ο καθένας πιστεύει ότι είναι εξοργιστικό να τρώνε οι σκύλοι της βασίλισσας σε ασημένια πιάτο, γι’ αυτό κανένας, αν είναι δυνατόν, δεν πρέπει να μάθει δημόσια ότι όλοι το πιστεύουν αυτό. Δεν έχει νόημα να το βάλει κανείς με τον δημοσιογράφο, γιατί δεν έφτιαξε ο ίδιος τον εγκέφαλό του. Δεν γνωρίζει τα συμφέροντά του, ίσως να πιστεύει ότι βρίσκεται πιο κοντά στη βασίλισσα παρά στους στρατιώτες. Αυτή η εκπομπή, καθώς και άλλες εκπομπές που μεταδίδονται κάθε μέρα, αποδείχνουν ότι στο μάθημα που γίνεται στα σχολεία μας διατηρήθηκαν αναλλοίωτα πολλά και βασικά στοιχεία από τον καιρό που πήγαινε σχολείο ο Άντολφ Άιχμαν.

Τέτοιες εκπομπές τις βλέπουν και τις ακούνε εκατομμύρια άνθρωποι, εκπομπές αυτού του είδους βγαίνουν στον αέρα τις ώρες της μεγαλύτερης ακροαματικότητας. Χάρη στο κύρος της τηλεόρασης, οι άνθρωποι αυτοί συνηθίζουν να βλέπουν τα εγκλήματα κατά της κοινωνίας σαν ζωγραφικούς πίνακες. Εκείνο που τους ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα είναι πώς κρατάει τους ώμους της η βασίλισσα, την ώρα που είναι καβάλα στο άλογο. Πόσα πληρώνει η βασίλισσα στους στρατιώτες της φρουράς της; Πόσες ώρες αναγκάζονται να κάνουν καραγκιοζιλίκια και να στέκονται προσοχή; Πώς ζουν; Τι φρουρούν και γιατί; Τι ποσό παίρνουν οι ιπποκόμοι από τα πενήντα πέντε εκατομμύρια; Σε ποια σχολεία πηγαίνουν τα παιδιά των ιπποκόμων; Γιατί δεν τα ρωτάει αυτά ο δημοσιογράφος;

Ένα σχολείο που μας μαθαίνει να ψάχνουμε να βρούμε το συμφέρον μας πρέπει να μας δείχνει πώς ν’ αντιμετωπίζουμε τις τηλεοπτικές εκπομπές. Αν οι δάσκαλοί μας δεν έχουν ακόμα την πείρα και τις γνώσεις που χρειάζονται για ένα τέτοιο μάθημα, τότε ας καλέσουν στο μάθημα πρόσωπα που έχουν αυτή την πείρα και τις γνώσεις. Πρέπει να ζητήσουμε από το σχολείο να εισαγάγει αυτό το μάθημα, όσο ακόμα πηγαίνουμε στο σχολείο.

Όταν βγούμε από το σχολείο, ένα μέρος από τον εγκέφαλό μας θα είναι ήδη χαλασμένο. Όσο αργότερα θα μάθουμε πώς γεννήθηκε μια γνώμη στο κεφάλι μας, τόσο αργότερα θα διώξουμε από το κεφάλι μας τις γνώμες που μας κάνουν να πραγματοποιούμε τις προθέσεις των επιχειρηματιών. Πρέπει ν’ αλλάξουμε το πρόγραμμα διδασκαλίας έτσι ώστε στα σχολεία να μην κατασκευάζονται πια υποτακτικοί. Όποιος γυρεύει απάντηση στο ερώτημα «Γιατί ένα αντικείμενο διδάσκεται κι ένα άλλο δεν διδάσκεται;», πρέπει να βρει απάντηση στο ερώτημα:

Ποιος ορίζει τι θα διδαχθεί;

René Magritte, La Sortie de l'école, 1927.

Η ύλη που διδασκόμαστε εξαρτάται από αυτόν που τη διάλεξε. Ο Αζτέκος που σφάχτηκε από Ισπανούς χριστιανούς, πολύ θα ήθελε να καθορίζει το πρόγραμμα διδασκαλίας των ισπανικών σχολείων. Την απάντηση στο ερώτημα «Ποιος καθορίζει τι μαθαίνουμε;» μπορούμε να τη βρούμε συμπερασματικά. Δεν είναι ανάγκη να ρωτήσουμε τους παιδαγωγούς. Οι παιδαγωγοί μας κατασκευάσθηκαν με τον ίδιο τρόπο και με τις ίδιες πληροφορίες με τις οποίες κατασκευαζόμαστε κι εμείς. Οι γνώσεις της ανθρωπότητας διπλασιάζονται στην εποχή μας κάθε δέκα χρόνια, έτσι τουλάχιστο λένε μερικοί επιστήμονες.

Όταν καταρτίζει κανείς ένα πρόγραμμα διδασκαλίας, οι δυνατότητες επιλογής είναι άπειρες. Όποιος διαμορφώνει ένα πρόγραμμα διδασκαλίας πρέπει να διαλέξει. Η επιλογή του περιορίζεται από τον αριθμό των ωρών που διατίθενται για το μάθημα και από τα συμφέροντά του ή από αυτό που νομίζει ότι είναι συμφέροντά του. Υπάρχει καμιά μορφή εκπαίδευσης που να μην καθορίζεται από συμφέροντα; Όταν κάποιος επιδιώκει ένα συμφέρον, θέλει κάτι συγκεκριμένο. Δεν υπάρχει εκπαίδευση που να μη θέλει κάτι συγκεκριμένο.

Εκπαιδευόμαστε να κάνουμε ορισμένα πράγματα και να μην κάνουμε ορισμένα άλλα. Για το σκοπό αυτόν μαθαίνουμε ορισμένες πληροφορίες και δεν μαθαίνουμε ορισμένες άλλες. Από τα πράγματα που καλούμαστε να κάνουμε ή ν’ αποφεύγουμε μπορούμε να διαπιστώσουμε ποιος προγραμμάτισε την εκπαίδευσή μας. Δεν χρειάζεται παρά να εξετάσουμε ποιον ωφελούν περισσότερο οι πράξεις και οι παραλείψεις μας.

Όταν ένας γάιδαρος γυρίζει ένα νερόμυλο και ποτίζει ένα κομμάτι γης, όταν με τη δουλειά του και τη δουλειά του γαϊδουριάρη παράγονται μεγαλύτερες αξίες, κανένας δεν θα κάνει τη σκέψη ότι ο γάιδαρος έχει δικαίωμα πάνω σ’ αυτές τις αξίες. Μόνον όσοι ζουν στα σύννεφα και οι θεότρελες Αμερικανίδες, που αγοράζουν γούνινα παλτά για τα σκυλιά τους, θα ήθελαν να στρώσουν πουπουλένια στρώματα, αντί για άχυρα, για να ξαπλώσει αυτός ο γάιδαρος.

Ακόμα και ο φανατικότερος ηθικολόγος, το θεωρεί σωστό να κρατάει ο γαϊδουριάρης για τον εαυτό του τις αξίες που παράγει ο γάιδαρος. Ακόμα και ο Ιησούς κάθησε πάνω στον γάιδαρο αντί να τον κουβαλήσει. Θα βρεθούν πολλοί άνθρωποι που θα πουν ότι ο γάιδαρος πρέπει να έχει ένα μεγαλύτερο παράθυρο στο στάβλο του, μια δυο λιχουδιές και καλύτερη μεταχείριση. Αλλά κανένας άνθρωπος δεν θα κάνει τη σκέψη ότι ο γάιδαρος πρέπει ν’ αποζημιωθεί για τις αξίες που παρήγαγε με τη δουλεία του.

Επί χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι δεν είχαν αντιληφθεί ότι η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο

René Magritte, L'Invention de la vie, 1928.

Την πραγματικότητα αυτή τους την έκρυβε η οφθαλμαπάτη, οι ευσεβείς τους πόθοι και οι πληροφορίες της Εκκλησίας. Σ’ ό,τι αφορά τους ευσεβείς πόθους, ακόμα και οι πόθοι μπορούν ν’ αλλάξουν χάρη στις πληροφορίες. Τα λουστραρισμένα σιδερικά, με τα οποία οι εργαζόμενοι μετακινούνται και πλένουν τα ρούχα τους, τους κρύβουν το γεγονός ότι η κοινωνία μας είναι κοινωνία των γαϊδουριάρηδων. Οι παραγωγοί δεν καθορίζουν τι παράγουν, πόσο παράγουν και τι θα συμβεί με τα προϊόντα τους. Από αυτή την άποψη βρίσκονται απέναντι στους επιχειρηματίες, στην ίδια θέση που βρίσκεται ο γάιδαρος απέναντι στο γαϊδουριάρη.

Όταν σβήνει το φως της σκέψης, γεννιέται μια συνήθεια. Αν ορίζουμε οι ίδιοι το πώς ζούμε, τότε γιατί άραγε να είμαστε ικανοποιημένοι με την παιδεία μας, που μας κάνει να υποφέρουμε από αίσθημα κατωτερότητας ακόμα και σε μια συζήτηση μ’ ένα μέτριο φοιτητή; Γιατί να υπάρχουν κατηγορίες ανθρώπων που έχουν χειρότερη μόρφωση από άλλες κατηγορίες; Γιατί να υπάρχει ένα είδος ανθρώπων που να αισθάνεται δέος μπροστά στο άλλο είδος, επειδή αυτό το τελευταίο ξέρει περισσότερα; Αν ορίζουμε οι ίδιοι το πώς ζούμε, θα πάρουμε τα λεφτά που ξοδεύει μέχρι τώρα το κράτος για την καταστροφή τροφίμων και για να κάνει φορολογικούς μπουναμάδες στους πλούσιους -τα λεφτά αυτά είναι αρκετά για να φτιάξουμε περισσότερα και καλύτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα για όλους μας.

Γιατί, τέλος, να δουλεύουμε οχτώ ώρες κάθε μέρα, μ’ ένα μικρό μεσημεριανό διάλειμμα, ώσπου η κούραση να μας αποχαυνώσει -όταν από αυτές τις οχτώ ώρες οι τέσσερις είναι περιττή εργασία; Και γιατί να κάνουν πάντα οι ίδιοι τις χαμαλοδουλειές, γιατί να μην αδειάζουν κι οι καθηγητές σκουπιδοντενεκέδες, αφού έτσι κι αλλιώς πεθαίνουν πρόωρα επειδή τους λείπει η κίνηση; Ένας επιχειρηματίας είπε σ’ έναν εργάτη: «Εγώ θέλω το καλό σου». Κι ο εργάτης απάντησε: «Αυτό ακριβώς δεν θέλω να σου δώσω».

René Magritte, Le Mois des vendanges, 1959.

Δύσκολα μπορούμε να πούμε σε ποιον βαθμό το μάθημα, ιδιαίτερα αυτό που γίνεται στο δημοτικό σχολείο, ισοδυναμεί με βιομηχανική παραγωγή παραφροσύνης. Οι γονείς μας, τρομοκρατημένοι από τα σχολεία των καταπιεστών τους, φέρονται σήμερα σαν τους δασκάλους που ανέχτηκαν όταν ήταν μαθητές. Αν θέλουμε να εμποδίσουμε -τουλάχιστον ν’ αρχίσουμε να εμποδίζουμε- την εξουσία να μας κάνει να ζήσουμε κι εμείς μ’ αυτό το μουχλιασμένο, διεστραμμένο και ηλίθιο τρόπο, πρέπει ν’ αρχίσουμε από εκεί όπου διαμορφώνεται η σκέψη μας, εκεί όπου οι πλούσιοι διοχετεύουν πληροφορίες: Από το σχολείο. Αν δεν αντισταθούμε στο πνεύμα των σχολείων, των εφημερίδων, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, τότε οι σκέψεις μας θα εξακολουθήσουν να είναι εχθροί μας.

Απόσπασμα από το πολύτιμο βιβλίο «Η κατασκευή υπηκόων – Πως κατασκευάζεται μια γνώμη σ’ ένα κεφάλι» («Uber das Herstellen von Untertanen. Wie eine Meinung in einem Kopf entstecht») του Αυστριακού συγγραφέα Ερνστ Αλεξάντερ Ράουτερ. Εκδόσεις «Αιγόκερως».