Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Θ. Σ. Έλιοτ, «Το κήρυγμα της φωτιάς». T.S.Eliot, The Waste Land Section III: “The Fire Sermon”

Jérôme Bosch, Le Jardin des Délices, l'Enfer, Détail Incendies en arrière plan.

Του ποταμού η σκεπή σωριάστηκε· τα στερνά δάχτυλα των φύλλων

Γαντζώνουν και βουλιάζουνε στην όχθη την υγρή. Ο αγέρας
Στην καστανόχρωμη τη γης διαβαίνει, ανάκουστος. Φύγανε οι νύμφες.
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου για να πω.
Ο ποταμός δεν κατεβάζει άδειες μποτίλιες, χαρτιά από σάντουιτς,
Μεταξωτά μαντίλια, χαρτονένια κουτιά, αποτσίγαρα
Κι άλλα τεκμήρια θερινών νυχτών. Φύγανε οι νύμφες.
Κι οι φίλοι τους, οι χασομέρηδες κληρονόμοι των διευθυντών του Σίτυ·
Φύγανε, δεν άφησαν διεύθυνση.
Επί των υδάτων Λεμάν κάθισα κι έκλαψα
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, το τραγούδι μου για να πω,
Γλυκέ μου Τάμεση, κύλα απαλά, ’τι δε φωνάζω ούτε φλυαρώ.
Αλλά πίσω απ’ τη ράχη μου ακούω σε μια παγωμένη ριπή
Το κροτάλισμα των κοκάλων, και το πνιγμένο γέλιο ν’ απλώνεται. στην ακοή.
Ένα ποντίκι γλίστρησε απαλά μέσα στη βλάστηση
Τη λασπερή του σέρνοντας κοιλιά στην όχθη
Εκεί που ψάρευα στο μουντό κανάλι
Ένα χειμωνιάτικο δειλινό πίσω απ’ το Γκάζι
Ρεμβάζοντας πάνω στου βασιλιά αδελφού μου το ναυάγιο,
Πάνω στου βασιλιά πατέρα μου το θάνατο, πριν από εκείνον.
Λευκά κορμιά γυμνά στο έδαφος το χαμηλό το νοτισμένο
Ριγμένα κόκαλα σε χαμηλή μικρή ξερή σοφίτα,
Κροταλισμένα από του ποντικού το πόδι μόνο, χρόνο με χρόνο.
Αλλά πίσω απ’ τη ράχη μου φορές-φορές ακούω 
Ήχους σαλπίγγων κι αυτοκινήτων, που θα φέρουν
Τον Σουήνη στην Κυρία Πόρτερ την άνοιξη.
Ω φεγγαράκι μου λαμπρό φέξε της Κυρα-Πόρτερ
Φέξε της κόρης της
Νίβουν τα πόδια τους σε νερό με σόδα
Et O ces voix d’ enfants, chantant dans la coupole !

Tιοτ τιοτ τιοτ
Γιακ γιακ γιακ γιακ γιακ γιακ
Τόσο βάναυσα χαλασμένη.
Τηρεό

Edvard Munch, The Storm, 1893.


Ανύπαρχτη Πολιτεία
Μέσα στην καστανή καταχνιά ενός χειμωνιάτικου μεσημεριού
Ο Σμυρνιός έμπορας, κύριος Ευγενίδης
Αξούριστος, με την τσέπη γεμάτη σταφίδες
Τσιφ Λόντρα: φορτωτικές εν όψει,
Με κάλεσε με τα πρόστυχά του γαλλικά
Για πρόγευμα στο Κάννον Στρήτ Ότέλ
Κι έπειτα το Σαββατοκύριακο στο Μετροπόλ.

Την ώρα τη μενεξεδιά, που τα μάτια κι η ράχη 
Ανασηκώνουνται απ’ το γραφείο, που η μηχανή
του ανθρώπου περιμένειΣαν το ταξί που σφύζει περιμένοντας,
Εγώ ο Τειρεσίας, μολονότι τυφλός, σφύζοντας ανάμεσα σε δυο ζωές,
Γέροντας με γυναίκειο στήθος ρυτιδωμένο, μπορώ να ιδώ,
Την ώρα τη μενεξεδιά, την ώρα τη δειλινή που μάχεται
Κατά το γυρισμό, και φέρνει το ναύτη στο λιμάνι από το πέλαγο,
Σπίτι της τη δακτυλογράφο την ώρα του τσαγιού· μαζεύει τ’ απομεινάρια του πρωινού της
Ανάβει τη θερμάστρα, κι αραδιάζει τρόφιμα από κονσέρβες.
Έξω από το παράθυρο απλωμένα ριψοκίνδυνα 
Στεγνώνουνε τα σώρουχά της στου ήλιου τις τελευταίες αχτίνες,
Στοιβαγμένα στο ντιβάνι (τη νύχτα κρεβάτι της)
Κάλτσες, παντούφλες, μεσοφόρια, κορσέδες.
Εγώ ο Τειρεσίας, γέροντας με ρυτιδωμένα βυζιά
Διάκρινα τη σκηνή, και προφήτεψα τα επίλοιπα – 
Κι εγώ  περίμενα τον αναμενόμενο ξένο.
Εκείνος, νέος όλο σπυριά, καταφτάνει,
Υπάλληλος πρακτορείου μικροεταιρίας,
Με βλέμμα θαρραλέο, κάποιος απ’ τους μικρούς
Όπου η αυτοπεποίθηση είναι καθισμένη
Σαν το ψηλό μπραντφορδιανού ’κατομμυριούχου.
Τώρα η στιγμή είναι πρόσφορη, καθώς εικάζει,
Απόφαγε, βαριέται κι είναι κουρασμένη,
Κάνει μια απόπειρα να την μπλέξει σε χάδια
Που εκείνη δεν ποθεί, μήτε αποδοκιμάζει.
Πυρός κι αποφασιστικός, ρίχνεται αμέσως·
Χέρια ερευνητικά δε συναντούν αντίσταση·
Η ματαιοδοξία του δεν απαιτεί ανταπόκριση,
Και παίρνει για παραδοχή την αδιαφορία.
(Κι εγώ ο Τειρεσίας υπόφερα απ’ τα πριν όλα
Που εγίναν στο ίδιο τούτο ντιβάνι είτε κρεβάτι·
Εγώ που κάθισα στη Θήβα κάτω απ’ τα τείχη
Και περπάτησα ανάμεσα στους χαμηλότερους νεκρούς.)
Δίνει ένα στερνό προστατευτικό φιλί,
Και βγαίνει ψάχνοντας τη σκάλα τη σβηστή...
Eκείνη ρίχνει στον καθρέφτη μια ματιά, 
Πως o εραστής της έφυγε το νιώθει μόλις· 
Από το νου της μια άμορφη σκέψη περνά:
«Λοιπόν έγινε ό,τι έγινε: καλά που έχει τελειώσει» 
Όταν στην τρέλα αφήνεται η ομορφονιά 
Και πάλι, μόνη, βηματίζει απάνω-κάτω, 
Μ’ αυτόματο χέρι διορθώνει τα μαλλιά 
Κι έπειτα βάζει μια πλάκα στο φωνογράφο.

«Σύρθηκε προς εμένα πάνω στα νερά τούτη η μουσική»
Και στο μάκρος του Στραν ως το Κουήν Βικτώρια Στρητ.
Ω Πολιτεία Πολιτεία, μπορώ κάποτε κι ακούω
Πίσω από ένα μπαρ στο Λόουερ Ταίμς Στρητ,
Το απαλό γκρίνιασμα ενός μαντολίνου
Και τη βουή και τους θορύβους εκεί μέσα
Που τεμπελεύουν οι ψαράδες το μεσημέρι:
Εκεί που οι τοίχοι του Μάγνου του Μάρτυρα κρατούν
Μια ανεξήγητη λαμπράδα Ιωνικού λευκού και χρυσαφιού.

Ο ποταμός ιδρώνει
Πετρέλαιο και κατράμι
Τις μαούνες τις παίρνει
Το ρέμα που αλλάζει
Κόκκινα πανιά
Σταβέντο ανοιγμένα
Παίζουνε στη βαριά τους αντένα.
Οι μαούνες σπρώχνουν Ξύλα στον αφρό
Στου Γκρήνιδζ τον κάβο
Πέρα απ’ το Σκυλονήσι.
Βεγιαλαλά λεγιά
Βάλλαλα λεγιαλαλά

Ο Λέστερ κι η Ελισάβετ
Χτυπώντας τα κουπιά
Η πρύμη σμιλεμένη
Κοχύλι χρυσωμένο
Κόκκινο και χρυσό
Το ρέμα φουσκωμένο
Κυμάτιζε στις άκρες
Φυσώντας ο γαρμπής
Έφερνε με το ρέμα
Ήχους από καμπάνες
Άσπροι πύργοι
Βεγιαλαλά λεγιά
Βάλλαλα λεγιαλαλά

«Τραμ και δέντρα σκονισμένα.
Το Χάιμπουρυ μ’ έθρεψε. Το Ρίτσμονδ και το Κιου 
Με ξέκαναν. Στο Ρίτσμονδ σήκωσα τα γόνατά μου 
Ανάσκελα σ’ ένα στενό βαρκάκι».

«Τα πόδια μου είναι στο Μουργκαίητ, κι καρδιά μου
Kατω απ’ τα πόδια μου. Σαν έγινε
Δάκρυσε. Μου ’ταξε “μια καινούργια ζωή”.
Δεν είπα τίποτε. Τι θες να με πειράξει;»

Στο Μαργκαίητ στους Άμμους.
Μπορώ να σχετίσω
Το τίποτε με τίποτε.
Τα σπασμένα νύχια στα βρώμικα χέρια.
Ανθρώποι μου φτωχοί μου ανθρώποι που δεν περιμένετε
Τίποτε».
λα λα


Στην Καρχηδόνα τότες ήρθα


Edvard Munch, Red Creeper, 1900.

Καίγοντας καίγοντας καίγοντας καίγοντας
Κύριε εξέσπασάς με
Κύριε εξέσπασας

Καίγοντας

Θ. Σ. Έλιοτ, Η ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εισαγωγή, σχόλια, μετάφραση: Γ. Σεφέρη, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1997.



Απεικόνιση της πιο μακρινής θέας του σύμπαντος, Hubble Goes to the eXtreme to Assemble Farthest-Ever View of the Universe

Την πιο μακρινή θέα του νυχτερινού ουρανού μέχρι σήμερα κατάφεραν να απεικονίσουν οι αστρονόμοι, ενώνοντας περισσότερες από 2.000 εικόνες που είχε τραβήξει το διαστημικό τηλεσκόπιο «Χαμπλ» της ΝASA επί μία δεκαετία. Η εικόνα με την ονομασία «Hubble eXtreme Deep Field» καλύπτει ένα μικρό μόνο κομμάτι του ουρανού του νοτίου ημισφαιρίου (μικρότερο από τη διάμετρο της πανσελήνου) στην κατεύθυνση του αστερισμού της Καμίνου. Η εν λόγω φωτογραφία περιέχει επιπλέον 5.500 γαλαξίες στις προηγούμενες ανάλογες φωτογραφίες XDF του τηλεσκοπίου από το 2003, οι οποίες αφορούσαν το ίδιο τμήμα του ουρανού. Προτού τεθεί σε τροχιά το «Χαμπλ», οι αστρονόμοι μπορούσαν να δουν γαλαξίες σε απόσταση το πολύ 7 δισ. ετών. Το νέο διαστημικό τηλεσκόπιο «Τζέημς Γουέμπ» που θα αντικαταστήσει το «Χαμπλ», με τις αυξημένες δυνατότητες υπέρυθρης όρασης που θα διαθέτει, θα είναι σε θέση να δει ακόμα πιο πίσω στο παρελθόν και έτσι οι επόμενες φωτογραφίες XDF αναμένεται να είναι ακόμα πιο πλούσιες σε περιεχόμενο. 

Η φωτογραφία, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ, αποτελεί ένα διαχρονικό «καλειδοσκόπιο» ταυτόχρονα νεαρών και πανάρχαιων γαλαξιών, καθώς και άλλων ουράνιων αντικειμένων, τα πιο μακρινά από τα οποία έχουν ηλικία μόλις 450 εκατ. ετών μετά την «Μεγάλη Έκρηξη» του σύμπαντος, η οποία έγινε πριν από περίπου 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια.

Εντυπωσιακό άγαλμα ανακαλύφθηκε στη Μικρή Επίδαυρο

Σπουδαίο το μαρμάρινο άγαλμα που βρέθηκε κατά τη διάρκεια εργασιών στο Μικρό Θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου.  Το μαρμάρινο άγαλμα ενός άνδρα ήρθε στο φως στο Μικρό Θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου κατά τις εργασίες που γίνονται για την ανάδειξη του περιβάλλοντος χώρου του μνημείου. Πρόκειται για τον κορμό αγάλματος της ρωμαϊκής εποχής, που βρέθηκε εντοιχισμένο σε ένα πρόχειρο κτίσμα και παριστάνει έναν όρθιο, γυμνό άνδρα που έχει ριγμένο πάνω από τον αριστερό του ώμο ένα ιμάτιο, το οποίο τυλίγεται και γύρω από το βραχίονά του.  Το μέγεθός του είναι ελαφρά πάνω από το φυσικό και ήδη οι αρχαιολόγοι της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου του υπουργείου Πολιτισμού που πραγματοποιούν το έργο στην περιοχή θεωρούν, ότι είναι ένα πολύ καλής ποιότητας αντίγραφο πρωιμότερου έργου του 4ου π. Χ. αιώνα, εμπνευσμένου από την παράδοση του μεγάλου αργείου γλύπτη Πολυκλείτου. Το έργο εκείνο παρίστανε τον θεό Ερμή σε νεαρή ηλικία και είχε αποτελέσει ένα από τα πιο αγαπητά πρότυπα για τις μεταγενέστερες αντιγραφές ή μεταπλάσεις. Το εντυπωσιακό άγαλμα της Επιδαύρου με τη μαλακή διάπλαση του σώματος αλλά και με τη χαρακτηριστική υπερβολή της ρωμαϊκής τέχνης ως προς την καθαρότητα της δομής αλλά και στο φούσκωμα των μυών, εκτιμούν οι ειδικοί ότι φιλοτεχνήθηκε στους αυτοκρατορικούς ρωμαϊκούς χρόνους. 

Κολοσσική κεφαλή του αυτοκράτορα Αδριανού με στεφάνι από φύλλα βελανιδιάς (117-138 μ.Χ.). Πεντελικό μάρμαρο, βρέθηκε στην Αθήνα. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθήνας. Colossal portrait head of the emperor Hadrian with a wreath of oak leaves (AD 117-138). Pentelic marble, found in Athens. National Archaeological Museum in Athens.

Ίσως μάλιστα κατά τον 2ο μ. Χ. αιώνα, την εποχή που έγινε η επίσκεψη του Αυτοκράτορα Αδριανού στην Επίδαυρο δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες στην πόλη. Το εύρημα δεν επιτρέπει προς το παρόν να γνωρίζουμε αν το άγαλμα παρίστανε τον θεό, ή όπως συμβαίνει με πολλά άλλα αντίγραφα του ίδιου τύπου με την προσαρμογή της κεφαλής και του προσώπου αποτελούσε το πορτραίτο ενός σημαντικού αξιωματούχου της εποχής. Η περιοχή στην οποία βρέθηκε και στην οποία άλλωστε εντάσσεται και το θέατρο πρέπει να περιελάμβανε την αγορά της αρχαίας πόλης. Το κτίσμα πάντως, στο οποίο είχε εντοιχιστεί το γλυπτό είναι μεταγενέστερο και χρονολογείται το νωρίτερο τον 4ο μ. Χ. αιώνα. Βρίσκεται όμως κοντά σε παλαιότερα οικοδομήματα, που επί του παρόντος εικάζεται ότι ανήκουν στο ευρύτερο χώρο της αρχαίας αγοράς της πόλης. Ο νέος έχει μεταφερθεί ήδη στο Μουσείο του Ασκληπιείου Επιδαύρου για καθαρισμό και συντήρηση.


Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

today's art: Kathe Kollwitz, Ανάγκη (Need), 1893-94, Statliche Kunstsammlungen Dresden

Η τέχνη του εξπρεσιονισμού δε δίστασε να αποκαλύψει τη δυσάρεστη όψη των πραγμάτων· σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, όχι μόνο δε συγκάλυψε την τραγική κατάσταση στην οποία είχαν οδηγηθεί συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, αλλά επιδίωξε ακριβώς να εστιάσει σ' αυτήν. Χαρακτηριστική η περιπτώση του έργου της Kathe Kollwitz (1867-1945). 

Η Γερμανίδα γλύπτρια και γραφίστρια Käthe Kollwitz γεννήθηκε το 1867 στη γερμανική πόλη Königsberg (Κένιγκσμπέργκ). Το 1881 έκανε μαθήματα σχεδίου σε έναν χαλκογράφο, ενώ από το 1885 έως το 1889 σπούδασε ζωγραφική στον Karl Stauffer-Bern (Κάρλ Στάουφερ- Μπέρν) στο Βερολίνο και στον Ludwig Herterich (Λούντβιγκ  Χέρτεριχ)  στο Μόναχο. Την περίοδο 1895 /1898, επηρεασμένη από το δράμα του Gerhard Hauptmann (Γκέρχαρντ Χάουπτμαν)  «Οι υφαντές» δημιούργησε τον κύκλο έργων της «Η επανάσταση των υφαντών». Την περίοδο 1898-1903 διδάσκει ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου. Από το 1901-1908 ζωγραφίζει τον κύκλο «Πόλεμος αγροτών», για τον οποίο της απονέμεται το βραβείο Villa-Romana. To 1904 εργάζεται για ένα χρόνο στο Παρίσι, όπου έρχεται σε επαφή με τον Auguste Rodin. Γυρνώντας στη Γερμανία συμμετέχει σε πολλές εκθέσεις, ενώ το 1914 χάνει τον μεγαλύτερο  από τους δύο γιους της στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. 

Το 1918 έρχεται σε αντιπαράθεση με το Γερμανό ποιητή Richard Dehmel (Ρίχαρντ Ντέμελ), ο οποίος υποστήριζε τον πόλεμο μέχρις εσχάτων, τονίζοντας: «Αρκετούς νεκρούς θρηνήσαμε. Κανένας θάνατος πια. Τους σπόρους για σπορά δεν τους αλέθουμε.» Το 1919 είναι η πρώτη γυναίκα που θα οριστεί μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών, ενώ ταυτόχρονα της απονέμεται ο τίτλος της καθηγήτριας. Μεταξύ του 1921 και του 1924 εργάζεται σε διεθνείς οργανισμούς αλληλεγγύης κατασκευάζοντας  αφίσες που θα μείνουν στην ιστορία, μεταξύ των οποίων και η αφίσα με τίτλο «Ποτέ πια πόλεμος». 

Τα επόμενα χρόνια εργάζεται στην ξυλογλυπτική ενώ το 1929 της απονέμεται το βραβείο Pour le Mérite για μια σειρά χαλκογραφιών που εξέθεσε στη Βασιλεία της Ελβετίας.  Το 1934/35 εργάζεται σε μια σύνθεση λιθογραφιών με τίτλο «Του Θανάτου», ενώ το 1942 και μετά το θάνατο του εγγονού της στο ρωσικό μέτωπο δημιουργεί τη λιθογραφία της «Σπόροι για σπορά να μην αλέθονται».  Το 1944 βομβαρδίζεται το σπίτι της στο Βερολίνο και καταστρέφεται σειρά έργων της. Η ίδια πεθαίνει τέλος το 1945 σε ηλικία 78 ετών.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ. C.P. Cavafy, Lovely White Flowers

Εικονογράφηση του Γιάννη Τσαρούχη για το ποίημα του Καβάφη, Ωραία λουλούδια και άσπρα που ταίριαζαν πολύ, 1964. Yiannis Tsaroychis, llustration for Cavafy's poem Lovely White Flowers, 1964.


Μπήκε στο καφενείο   όπου επήγαιναν μαζύ.—
Ο φίλος του εδώ   προ τριώ μηνών του είπε,

«Δεν έχουμε πεντάρα.   Δυο πάμπτωχα παιδιά
είμεθα — ξεπεσμένοι   στα κέντρα τα φθηνά.
Σ’ το λέγω φανερά,   με σένα δεν μπορώ
να περπατώ.  Ένας άλλος,   μάθε το, με ζητεί.»
Ο άλλος τού είχε τάξει   δυο φορεσιές, και κάτι
μεταξωτά μαντήλια.—   Για να τον ξαναπάρει
εχάλασε τον κόσμο,   και βρήκε είκοσι λίρες.
Ήλθε ξανά μαζύ του   για τες είκοσι λίρες·
μα και, κοντά σ’ αυτές,   για την παληά φιλία,
για την παληάν αγάπη,   για το βαθύ αίσθημά των.—
Ο «άλλος» ήταν ψεύτης,   παληόπαιδο σωστό·
μια φορεσιά μονάχα   του είχε κάμει, και
με το στανιό και τούτην,   με χίλια παρακάλια.

Μα τώρα πια δεν θέλει   μήτε τες φορεσιές,
και μήτε διόλου τα   μεταξωτά μαντήλια,
και μήτε είκοσι λίρες,   και μήτε είκοσι γρόσια.

Την Κυριακή τον θάψαν,   στες δέκα το πρωί.
Την Κυριακή τον θάψαν:   πάει εβδομάς σχεδόν.

Στην πτωχική του κάσα   του έβαλε λουλούδια,
ωραία λουλούδια κι άσπρα   ως ταίριαζαν πολύ
στην εμορφιά του και   στα είκοσι δυο του χρόνια.

Όταν το βράδυ επήγεν—   έτυχε μια δουλειά,
μια ανάγκη του ψωμιού του—   στο καφενείον όπου
επήγαιναν μαζύ:   μαχαίρι στην καρδιά του
το μαύρο καφενείο   όπου επήγαιναν μαζύ.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Lovely White Flowers

Tamara De Lempicka, Αrums, 1941

He went inside the café where they used to go together.
It was here, three months ago, that his friend had told him:
“We’re completely broke—the two of us so poor
that we’re down to sitting in the cheapest places.
I have to tell you straight out—
I can’t go around with you any more.
I want you to know, somebody else is after me.”
The “somebody else” had promised him two suits,
some silk handkerchiefs. To get his friend back,
he himself went through hell rounding up twenty pounds.
His friend came back to him for the twenty pounds—
but along with that, for their old intimacy,
their old love, for the deep feeling between them.
The “somebody else” was a liar, a real bum:
he’d ordered only one suit for his friend,
and that under pressure, after much begging.

But now he doesn’t want the suits any longer,
he doesn’t want the silk handkerchiefs at all,
or twenty pounds, or twenty piasters even.

Sunday they buried him, at ten in the morning.
Sunday they buried him, almost a week ago.

He laid flowers on his cheap coffin,
lovely white flowers, very much in keeping
with his beauty, his twenty-two years.

When he went to the café that evening—
he happened to have some vital business there—the same café
where they used to go together: it was a knife in his heart,
that dingy café where they used to go together.

Translated by Edmund Keeley/Philip Sherrard

C.P. Cavafy







Προτάσεις για τη διδασκαλία της αρχαιοελληνικής γλώσσας και γραμματείας: ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ - Τα ονόματα. Suggestions for teaching ancient Greek language and literature: FROM HOMER'S ODYSSEY ΙΝ ODYSSEY IN SPACE – The Names

Δημήτρης Λιαντίνης, Φυσική αγωγή

Τρία είναι τα σημεία στα οποία μπορεί να συνοψιστεί το πνευματικό περίγραμμα και η μοναδικότητα του ύφους των Ελλήνων της προσωκρατικής εποχής.

Το πρώτο είναι η έλξη και η προσήλωσή τους στη μελέτη της φύσης. Η σύλληψη των γενικών ιδεών που διατυπώθηκαν σε γνώμες, και μας περισώθηκαν σαν αποσπάσματα από τη μία, και ο τρόπος με τον οποίο έζησαν από την άλλη, ορμήθηκαν και μορφώθηκαν από ένα μονάχα υπόδειγμα: από τη φύση. Η φύση υπήρξε ο πνευματικός αυτουργός και ο σύμβουλος για τους Προσωκρατικούς. Έξω από τη φύση οι στοχαστές αυτοί δεν γνωρίζουν άλλο καθηγητή.

Ουδείς δε αυτού καθηγάσατο, αναφέρει για το Θαλή ο Διογένης ο Λαέρτιος.

Το δεύτερο είναι η συμπροσπέλαση στο αυτό της μικροκοσμικής και της μακροκοσμικής σύστασης του κόσμου. Αιτία για την επισήμανση και την κατανόηση, σε όλο της το τεράστιο φάσμα των συνεπειών του, αυτού του στίγματος της ισορροπίας, αυτού του σημείου της ευκρασίας και της μεσότητας των κοσμικών εναντιοτήτων, υπήρξε η παρθενική – κόρες και κούροι είναι τα απεργάσματα της γλυπτικής της εποχής εκείνης – η αβίαστη, η καθαρή και ξένη στην όποια σκοπιμότητα όραση με την οποία αντίκρυσαν τη φύση. 

Ο κόσμος για τους Προσωκρατικούς δεν αποτελείται από την ατελεύτητη ομοιομορφία των φυσικών μονισμών. Ούτε δηλαδή από τους αστέρες-γίγαντες μόνο, ούτε από τα στοιχεία της ύλης αποκλειστικά. Αντίθετα, ο σφυγμός του μυστηρίου του, το θαύμα που τον ζωοποιεί, είναι η συγκατάβαση της οργής των ακροτήτων του σ’ ένα σημείο αρμονίας τόσο βαθειάς, ώστε ο άνθρωπος ζει μέσα της χωρίς να χρειάζεται να την νοιώθει. 

Ο εσμός των πραγμάτων και των δράσεων, που συμπλέκεται με το ρεύμα της ζωής του καθενός και συμπροπέμπει την υπαρκτική μας πορεία, δεν είναι ούτε οι αστέρες ούτε τα στοιχεία, ούτε τα δεκαοχτώ εκατομμύρια βαθμοί Κελσίου στον ήλιο, ούτε η ταχύτητα της κίνησης του δέντρου που μεγαλώνει, ούτε οι κοσμικές ταχύτητες των υψηλών τάξεων. 

Αντίθετα, είναι οι συνάνθρωποί μας, τα ζώα, τα δέντρα, το νερό στην ακτή ή στο ποτάμι, και η θαλπωρή του τζακιού. Το πολύ πολύ να μιλήσουμε για μια απόσταση ημεροδρόμων από το Μαραθώνα ως την Αθήνα. Ακόμη και τα μεγάλα μεγέθη του κόσμου οφείλουν να συμπροσπέφτουν στα μέτρα μας. Εάν ο Νείλος ήταν Ηριδανός, δεν θα κυλούσε στην Αφρική αλλά στον ουρανό του Νότου. 

Επισημαίνοντας έτσι οι Προσωκρατικοί ότι ο σφυγμός του κόσμου βρίσκεται στο σημείο μεσότητας των συστατικών του όρων, οδηγήθηκαν μ’ ένα τρόπο εκπληκτικά φυσικό στη σύλληψη και στην περιγραφή των βασικών οντολογικών όρων, που αποτελούν έκτοτε τα αιώνια προβλήματα της φιλοσοφίας και των επιστημών. Έτσι ξεπήδησαν οι έννοιες μηδέν και είναι, νοείν και μη-νοείν, γίγνεσθαι και είναι, στάση και φιλία, αδικία και τίση, εξέλιξη και σταθερότητα, δημοκρατία και ολιγαρχία, κλπ. 

Εφόσον η φύση μπορεί να συγ-χωρεί στο αυτό μέγεθος του μύκητα και το μέγεθος του ελέφαντα, υπάρχει τρόπος για τον άνθρωπο να την ακολουθήσει με πιστότητα, και εκεί που φαίνεται πως θα χρειαστεί να θερίσει τα σπαρτά του Ληλάντιου πεδίου με το ψαλίδι, και εκεί που φαίνεται πως θα υποχρεωθεί να περάσει το νερό του Σπερχειού από την τρύπα της βελόνας. 

Βίνσεντ βαν Γκογκ, Θέα από σιταροχώραφα. 1888. Μουσείο Rodin. Παρίσι.

Το δρεπάνι που θερίζει τις σταχοφόρες απανωσιές του Βαν Γκογκ ή το μασούρι της φτερωτής που κίνησε αιώνες το νερόμυλο είναι έργα πιστοποιητικά της δυνατότητας του ανθρώπου να συντονίζει την πράξη του με τον ειρμό, πάνω στον οποίο ισορροπούν οι ακραίες ετερότητες του κόσμου.


Το τρίτο είναι η σοφή επίνοια να αναγνωρίσουν στους νόμους της φύσης το ρόλο των συμβόλων σήμανσης για τις ανθρώπινες πράξεις. Να υψώσουν δηλαδή τη σύνταξη του κόσμου, με την όλη ιεραρχία του κανονιστικού της καταμερισμού, στη μήτρα των προτύπων που όφειλε να δώσει το πλαίσιο της συμπεριφοράς των ανθρώπων. 

Οι Προσωκρατικοί κατανόησαν ότι αυτός ήταν ο αφεύγατος δρόμος, αν ήταν για να είναι το πλαίσιο αυτό να είναι αυθεντικό. Αν ήταν δηλαδή, για να το κοσμήσει η διάρκεια και η στερεότητα του μονίμου. Του μονίμου όχι με την έννοια του αιώνιου – αιώνιο στη φύση, εκτός από την ίδια τη φύση, δεν υπάρχει, αφού και οι ήλιοι της γεννιούνται και πεθαίνουν – αλλά του πολυχρόνιου. 

Γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, εφόσον οι ηθικές αλήθειες θα είχαν ξεπηδήσει από τις υποδείξεις της αλήθειας εκείνης που στηρίζει την οικονομία και την αϊδιότητα του κόσμου! Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η διαφορά του προσωκρατικού στοχασμού από τις ανάλογες απόπειρες που έγιναν ύστερα, στο χώρο της φιλοσοφίας της επιστήμης και των θρησκειών, να προχωρήσει ο άνθρωπος σε ενιαίες κοσμοθεωρητικές συλλήψεις, για να στηρίξει επάνω τους καθολικά ηθικά συστήματα. 

Ο στοχασμός των Προσωκρατικών δε γινόταν να γίνει σύστημα. Ούτε θρησκεία. Στο σημείο μάλιστα αυτό πρέπει να έκαμε ο Πλάτων το λάθος. Γιατί ενώ ο Πλάτων ήταν ο πρώτος –και ο μόνος και ο έσχατος – που διάβασε βαθύτερα απ’ όλους τη φυσική όραση των Προσωκρατικών, ήταν και ο πρώτος – και ο μόνος όπως δεν θα όφειλε – που προχώρησε στο μη περαιτέρω: στο μοιραίο βήμα του τέλους. 

Από τα αδαμαντωρυχεία των Προσωκρατικών, δηλαδή, κατασκεύασε το βασιλικό στέμμα της φιλοσοφίας του: το ενσυνείδητο και σκόπιμο σύστημά του. Φαίνεται σα να ξέφυγε του Πλάτωνα πως ο στοχασμός των Προσωκρατικών είναι ελεύθερος σαν τους ανέμους, και άπιστος σαν τη θάλασσα, και άπειρος σαν το άπειρο, και άπιαστος σαν το κενό, και αδάμαστος σαν τον κεραυνό και τα ηφαίστεια. Τα ονόματα Αναξιμένης, Θαλής, Αναξίμανδρος, Λεύκιππος, Εμπεδοκλής, Ηράκλειτος συνιστούν παραπομπές και νεύματα στα φυσικά στοιχεία: στον αέρα, στο νερό, στο άπειρο, στο κενό, στην Αίτνα, στη φωτιά. 

Όλες οι μετά τους Προσωκρατικούς επιγονικές εξάρσεις του ανθρώπινου νου μπορεί να προέβλεψαν και να συνέλαβαν τα πάντα στην εντέλεια. Τους έλειψε όμως το αναγκαίο ένα. Το πρώτον κινούν, θα έλεγα ελληνικά. Η κατανόηση, δηλαδή, της ανάγκης για την απορροή των ηθικών τύπων από τα φυσικά πρότυπα. Για την κατασκευή της ανθρώπινης πανοπλίας στα χυτήρια του φυσικού μετάλλου. Για την ομολογία της γνώσης του ανθρώπου στην αλήθεια της φύσης. Για την εξίσωση intellectus et rei στα πεδία των πράξεων. Είναι σίγουρο πως η διάκριση του στοχασμού των Προσωκρατικών από τις ανάλογες υστερινές απόπειρες δεν θα λάβαινε την απόσταση της υπεροχής που έλαβε, αν περιοριζόταν στο θεωρητικό επίπεδο. Το κλειδί του μυστικού δεν είναι έργο της γνώσης, αλλά της βούλησης. Επιβάλλεται δηλαδή να τονιστεί η εξαιρετική ανδρεία που χρειάστηκε, ώστε το άψυχο μίμημα: φυσικός αρχέτυπος-ηθικός τύπος, να σαρκωθεί από την ανθρώπινη πράξη και να ζωντανέψει. 

Η φύση είναι οριακά τέλεια, γιατί είναι οριακά σκληρή. Ποτέ σκορπιός ή ασπίδα δεν χτύπησαν άνθρωπο με τη σκληρότητα που τον χτυπά η φύση. Ακόμη και η θηριωδία του κατ’ εξοχήν αιμοβόρου ζώου της φύσης, του πελματοβάμονος ανθρώπου – όφεις και γεννήματα εχιδνών αποκάλεσε ο Χριστός τους ανθρώπους, όταν κύτταξε αυτή την πλευρά τους – ωχριά μπροστά στην αναλγησία της φύσης. Η απλοϊκή πρόταση, που έφτασε ως τη δική μας ηθική σαν παροιμία, ότι δηλαδή η αλήθεια είναι πικρή απηχώντας κάποια πανάρχαιη ανθρώπινη βίωση, θυμίζει εκείνα τα πέτρινα τσεκούρια που ξέπεσαν στα μουσεία μας από τις εποχές του ανθρώπου των σπηλαίων. Του pithecanthrophus erectus, του homo pekinensis και του homo neanderthalis.


The Death of Empedocles by Salvator Rosa (1615 – 1673), depicting the legendary alleged suicide of Empedocles jumping into Mount Etna in Sicily.

Οι Προσωκρατικοί αποδέχτηκαν τη σκληρότητα που κρύβει η φύση με τόση καρτερία, με όση οξύνοια κατανόησαν την αλήθεια που συνέχει αυτή τη σκληρότητα. Την ομορφιά και την αίγλη του στοχασμού τους την έδωκε η νίκη της ανθρώπινης βούλησης επάνω στον ανθρώπινο φόβο. Γι’ αυτό και τους βλέπουμε να πεθαίνουν οι περισσότεροι μ’ έναν ηρωισμό θεληματικό: ο ένας, σαν Αγρίμης στα βουνά, να καταξεσκίζεται από τα σκυλιά. Ο άλλος να δαγκώνει τη γλώσσα του, να την κόβει, και να την φτύνει καταπρόσωπα στον τύραννο της πόλης του. Ο άλλος φορώντας τα χάλκινα πέδιλα να πηδάει στη λάβα της Αίτνας. Αντίθετα, εκείνο που έδωκε τον κίβδηλο χαρακτήρα σε όλα τα μετά τους Προσωκρατικούς συστήματα, ήταν η νίκη του ανθρώπινου φόβου επάνω στην ανθρώπινη βούληση. 


Ο προσωκρατικός αιώνας είναι η αψηλότερη στιγμή της ανθρώπινης συνείδησης. Τα διανοήματα και τα έργα του ανθρώπου πριν και μετά τον προσωκρατικό αιώνα έχουν λάβει διάταξη στην ανωφέρεια και στην κατωφέρεια των οροσειρών που επιστεγάζονται από αυτή την κορυφή. Αν σήμερα πιστεύεται ότι ο άνθρωπος στις μετά τον προσωκρατικό αιώνα εποχές ξεπέρασε εκείνο το ύψος, αυτή η απατηλή πίστη οφείλεται σε δύο αιτίες. 


Πρώτα, γιατί έρχεται στον άνθρωπο εύκολο να γλιστρά, και δύσκολο ν’ αναρριχιέται στον ίλιγγο αυτής της πέτρας. Και ύστερα, γιατί χαμένη η κορυφή αυτή στην συναστεριά των αστραπών και των καταιγίδων φαίνεται σα να μην υπάρχει, και σα να μην την πάτησαν άνθρωποι ποτέ. Εάν είναι, υπερβαίνοντας ο άνθρωπος στο μέλλον τη σύγχρονη κρίση του, να ξαναφτάσει ψηλά, αναγκαία θα ανεβεί και θα σταθεί – με μια πείρα διαφορετική μόνο – στην ίδια κορυφή. 

Λέγοντας ο Νίτσε τον περασμένο αιώνα ότι το μέλλον της ανθρωπότητας εξαρτάται από το να μην πεθάνει το τραγικό αίσθημα, εννοούσε αυτό ακριβώς. Γιατί όλα όσα έδωκε ο προσωκρατικός αιώνας ημπορούν να συμφορηθούν στην εκβολή ενός πράγματος: του τραγικού αισθήματος. Από την εποχή του προσωκρατικού έλληνα η φιλοσοφία, με όλη τη χορεία των πνευματικών επιστημών, δεν έχει προχωρήσει στη διατύπωση νέων λόγων. Στην πραγματικότητα αρκέστηκε να αναμασά τις αλήθειες εκείνες, που μοιάζουν με κομμάτια φλόγες αποσπασμένα από τα έμπυρα μετέωρα του θεού:


Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηρακλείτου.

Και το χειρότερο είναι που επικάλυψε και παραποίησε μέσα στη λήθη της ανίας και της στείρας επανάληψης εκείνους τους αρχαϊκούς λόγους. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσο και πώς, σ’ ένα ύφος περίτεχνης και απολεσμένης μέσα στην ομίχλη των λεπτομερειών δημοσιογραφίας, ο πολύς στις ημέρες μας Καρλ Πόππερ παραποιεί, διαστρέφει, και σκυλεύει τον Ηράκλειτο. 


Η άποψη που πριν από διόμισυ περίπου αιώνες διατύπωσε ο Λάιμπνιτς ότι η φιλοσοφία πρέπει να προσανατολιστεί στην κατεύθυνση του να εκφράζεται στη λιτή και αναγκαία γλώσσα των φυσικών επιστημών, σε μια lingua adamica όπως την ονομάζει, νομίζω ότι υλοποιείται σωστά, εάν ερμηνευτεί σαν προτροπή επιστροφής στη μελέτη των γεωμετρικών προτάσεων των Προσωκρατικών, που δεν ήταν τίποτα άλλο από τα πνευματικά αντικρύσματα των φυσικών νόμων.

Aπόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Λιαντίνη: HOMO EDUCANDUS - Φιλοσοφία της Αγωγής.