Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Φραντσέσκα Γούντμαν. Francesca Woodman

House 3, Providence, Rhode Island, 1975-1976.

Κόρη των γνωστών καλλιτεχνών George Woodman και Betty Woodman, γεννήθηκε στο Denver του Coloranto των ΗΠΑ στις 3 Απριλίου 1958.

It must be time for lunch now, 1979.

Ασχολήθηκε από μικρή με τη φωτογραφία και σε ηλικία 13 ετών έκανε τις πρώτες της εκτυπώσεις σε ασπρόμαυρο φιλμ.

Σπούδασε στο Rhode Island School of Design και το 1977 μετατέθηκε στο παράρτημα του RISD στην Ιταλία όπου και φοίτησε για ένα χρόνο. Εκεί ήρθε σε επαφή με έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κύκλο διανοούμενων και καλλιτεχνών, γνώρισε το σουρεαλισμό και το φουτουρισμό.

Francesca Woodman

Με την επιστροφή της στη γενέτειρά της τελείωσε τις σπουδές της και μετακόμισε στην Νέα Υόρκη το 1979 με σκοπό να κάνει καριέρα στη μόδα. Έκανε κάποιες προσπάθειες στέλνοντας το portfolio της σε γνωστούς φωτογράφους μόδας, όμως οι προσπάθειες αυτές ναυάγησαν, ενώ παράλληλα βίωσε και την αποτυχία ενός μεγάλου έρωτα.

Η πρώτη μονογραφία της εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1981. Στις 19 του ίδιου μήνα η Francesca Woodman αυτοκτόνησε πηδώντας από το παράθυρο ενός loft στη Νέα Υόρκη λίγο πριν κλείσει τα 23 της χρόνια.

Self portrait of Francesca Woodman, dated c. 1977

Στις περισσότερες των φωτογραφιών της χρησιμοποιεί τον εαυτό της ως μοντέλο και την οικία της ως χώρο, γιατί, όπως υποστήριζε, ήταν πάντα διαθέσιμη.

Δεν έχουν δημοσιευθεί περισσότερες από 120 φωτογραφίες της Woodman, ενώ ένας μεγάλος αριθμός αρνητικών (περίπου 10.000) φυλάσσονται από τους γονείς της.

Άραγε θα μας απασχολούσε η περίπτωση της Φραντσέσκα Γούντμαν, 30 χρόνια μετά τον θάνατό της, αν δεν είχε πεθάνει νεότατη, μόλις στα 22 της, το 1981, και δη με τρόπο σοκαριστικό, πηδώντας δηλαδή από το παράθυρο ενός νεοϋορκέζικου λοφτ; Μια άλλη αυτόχειρ, η Νταϊάν Αρμπους, έχει αφήσει πίσω της πλούσιο φωτογραφικό υλικό – πέθανε εξάλλου στα 48 της χρόνια και όχι στα 22 – και το πέρασμά της στη σφαίρα των σημαντικών φωτογράφων του 20ού αιώνα θεωρείται αναμφισβήτητο. 

Όπως και ο Ιρλανδός Μπομπ Κάρλος Κλαρκ, ο οποίος ενίσχυσε την καλτ αύρα της ερωτικής εικονογραφίας του, πέφτοντας στις ράγες ενός τρένου στα 55 του. Η Γούντμαν, από την άλλη, άφησε πίσω της 800 περίπου φωτογραφίες τραβηγμένες σε ένα διάστημα εννέα χρόνων, δεδομένου ότι η ενασχόλησή της με τη φωτογραφία είχε ξεκινήσει από τα 13 της. Με έντονες τις επιρροές οι οποίες εκούσια ή ακούσια ενσωματώθηκαν στο εφηβικό και μετεφηβικό έργο της. Λίγο μπαρόκ, λίγος σουρεαλισμός, λίγη φωτογραφία μόδας και άπλετη αυτοεξερεύνηση. Η ίδια πίσω από τον φακό, η ίδια τις περισσότερες φορές και μπροστά από αυτόν, με φόντο το σπίτι της και στούντιό της, το λοφτ από το οποίο έκανε το άλμα της. 

Παρούσα ως υπόσταση, σχεδόν πάντα φευγαλέα, σπανίως χειροπιαστή. Με τα μαλλιά να καλύπτουν το πρόσωπο, με το κεφάλι εκτός κάδρου, με το σώμα εκτός εστίασης ή θολό εξαιτίας της κίνησης. Μια σημαντική διαφοροποίηση από τις υπόλοιπες απανταχού κοπέλες οι οποίες ως έφηβες έχουν αποπειραθεί να φωτογραφίσουν τον εαυτό τους, ηδυπαθή, ευάλωτο, ευαίσθητο, μοιραίο, όπως τον φαντασιώνονται, όπως θα τον ήθελαν, όπως προσπαθούν να τον ανακαλύψουν. «Μου αρέσουν το ροζ και οι δαντέλες» έγραφε σε ημερολόγιό της η Γούντμαν, αποκαλύπτοντας τη θηλυκή, την κοριτσίστικη πλευρά της. «Δεν με τρομάζει η πραγματικότητα, αλλά τα πράγματα που έχω μέσα στο κεφάλι μου» έδινε δείγμα του ταραγμένου ψυχισμού της. «Είμαι τόσο ματαιόδοξη και μαζοχίστρια. Πώς γίνεται να συνυπάρχουν αυτές οι δύο πλευρές;» συνόψιζε τα συναισθήματα που βίωνε.

Στις φωτογραφίες της αυτά οπτικοποιούνταν με μια εικονογραφία που περιελάμβανε το σώμα της γυμνό να αναδύεται από τους τοίχους και την ξεφλουδισμένη ταπετσαρία, τις σάρκες της να πιέζονται πίσω από γυάλινες επιφάνειες, να ασφυκτιούν και να ξεχύνονται μέσα από κορδέλες που σφίγγουν τα πόδια της, θυμίζοντας τις κούκλες του Χανς Μπέλμερ. Θα μας ασκούσε λοιπόν την ίδια γοητεία αυτή η Αμερικανίδα, η 52χρονη, αν ζούσε σήμερα, Γούντμαν; 

Θα εξακολουθούσε να παράγει εικόνες ανάλογης δύναμης σαν και αυτές, τις «πρωτόλειες», χάρη στις οποίες έχει διατηρηθεί μια φήμη η οποία όχι μόνο δεν έχει ατονήσει αλλά τροφοδοτείται συστηματικά από εκθέσεις που διοργανώνονται με επιτυχία σε διαφορετικά μήκη και πλάτη της Γης; Στα Μουσεία Μοντέρνας Τέχνης (MoMA) της γενέτειράς της, στο «Fondation Cartier Pour l’Art Contemporain» του Παρισιού αλλά και στην Γκαλερί Victoria Miro στο Λονδίνο, στην πιο πρόσφατη έκθεση αφιερωμένη στο έργο της.

Ακόμη και ντοκυμαντέρ έχει εμπνεύσει η περίπτωσή της: Το «Woodmans» διακρίθηκε ως «Best New York Documentary» στο εφετινό 9ο Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα στη Νέα Υόρκη. Στο συγκεκριμένο ντοκυμαντέρ ο σκηνοθέτης Σκοτ Γουίλις προσεγγίζει το οικογενειακό περιβάλλον της προκειμένου να σκιαγραφηθεί μέσα από τους γονείς και τον αδελφό της ένα πιο πλήρες πορτρέτο της ή ένα επεξηγηματικό «μακροσκελές επιθανάτιο σημείωμα» της Φραντσέσκα. Αλήθεια, τι ωθεί μια νέα, όμορφη, ταλαντούχα, αγαπητή, ευαίσθητη κοπέλα να πηδήξει από το παράθυρό της; 

Μια κοπέλα που γεννήθηκε σε ένα προνομιούχο περιβάλλον στο Κολοράντο, με μητέρα μια διακεκριμένη κεραμίστρια, πατέρα έναν ζωγράφο, έργα του οποίου βρίσκονται στο Μουσείο Whitney της Νέας Υόρκης, και αδελφό έναν εξίσου διακεκριμένο καλλιτέχνη ηλεκτρονικής τέχνης; Μια εκκολαπτόμενη καλλιτέχνις με λαμπρές σπουδές στη σχολή Rhode Island School of Design αλλά και στη Ρώμη, μια ξεχωριστή φωτογράφο, η οποία από το 1979 αναζητούσε την επαγγελματική της τύχη στη Νέα Υόρκη;

«Υπάρχει ψυχικό ρίσκο στο να είσαι καλλιτέχνης» λέει ο πατέρας Γούντμαν σε απόσπασμα της ταινίας. O οποίος πατέρας ασχολήθηκε και με τη φωτογραφία μετά τον θάνατο της κόρης του, δημιουργώντας όμως κάδρα που είχαν τρομακτική ομοιότητα με αυτά της κόρης του. Η μητέρα σπεύδει να διευκρινίσει ότι αυτός μάλλον είναι ο τρόπος του να αντιμετωπίσει την τόσο επώδυνη απώλεια, όμως δεν επεξηγεί ένα σχόλιό του για την κόρη του: «Ήταν τόσο καλή, που έκανε τη δική μου δουλειά να φαίνεται αφελής». Ακόμη όμως και αυτές οι φιλότιμες προσπάθειες του σκηνοθέτη, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται τρία χρόνια έρευνας, ενδελεχούς ανάγνωσης των ημερολογίων της και γυρισμάτων, συν τρία χρόνια που χρειάστηκαν για να πείσει τους γονείς της να δεχτούν να συμμετάσχουν, δεν μπορούν να οδηγήσουν στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τη μυστηριώδη, εύθραυστη φύση αυτής της πολλά υποσχόμενης καλλιτέχνιδος. 

Η ίδια έγραφε για τελευταία φορά στο ημερολόγιό της: «Δεν έχει να κάνει με το ότι δεν μπορώ να αντιμετωπίσω τη μεγάλη πόλη, δεν έχει σχέση με αυτοαμφισβήτηση ή με το ότι η καρδιά μου είναι λειψή. Και ούτε για να δώσω ένα μάθημα στους ανθρώπους. Απλώς είναι η άλλη πλευρά».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου