Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Δήμητρα Μήττα, «H εικόνα μου – ο έρωτάς μου»

Έγκον Σίλε, Αυτοπροσωπογραφία με ριγέ πουκάμισο. Black chalk and gouache on paper, 44,3 x 30,5 cm, Leopold Museum, Vienna.

Κυρίες και κύριοι,
Λέγομαι Σίλε και είμαι ζωγράφος. Πέθανα στα 28 μου χρόνια. Δεν διαισθάνθηκα τον θάνατό μου, ούτε και κανείς άλλος. Δεν νομίζω ότι με θρήνησαν πολλοί, δεν ήμουν κοινωνικός. Τόσοι θα ήταν οι θρηνούντες, λίγοι δηλαδή, ακόμη κι αν είχα πεθάνει στα 82 μου, ίσως και λιγότεροι  –82 εγώ, πόσο να ήταν οι δικοί μου, οι φίλοι μου; Μπορεί να είχαν χαθεί νωρίτερα. Και από αυτούς που θα ήταν παρόντες στην κηδεία μου κανένας δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είχε διαισθανθεί τον θάνατό μου –στα 82 ο θάνατος είναι φυσικό φαινόμενο. Θα αναφέρονταν στη μοναξιά μου τα τελευταία χρόνια της ζωής μου, ότι είχα αποσυρθεί, αλλά φυσικό δεν ήταν; Θα έπασχα και από άνοια• ή από τη μοναχική μανία των ζωγράφων με τα στραβά δάχτυλα. Όμως πέθανα στα 28 μου και κανείς δεν διαισθάνθηκε τον θάνατό μου. Εγώ, πάλι, ήμουν απασχολημένος. 

Egon Schiele, Eros, 1911

Αδυνατώ να επικοινωνήσω μαζί σας. Είμαι, βλέπετε, νεκρός. Η οποιαδήποτε επαφή μεταξύ μας είναι ψευδαίσθηση. Κι ωστόσο, θέλω να σας ξεναγήσω στο έργο μου. Όχι, δεν θα σας μιλήσω γενικά για το έργο μου –αυτό το αφήνω στους ιστορικούς• εξάλλου το ξέρουν καλύτερα, εγώ απλώς το έκανα. Ένα έργο μόνο, για ένα έργο, γι’ αυτό θέλω να σας μιλήσω εγώ. «Η αυτοϊκανοποίηση» -είδατε τι κομψά που το θέτω για να μην σας χάσω, αγαπητό αστικό μου κοινό; Θέλω να σας πω πώς έκανα τον πίνακα αυτόν. 

Πέρασα μια μεγάλη περίοδο της ζωής μου (των 28 μου χρόνων) κοιτώντας γυμνό το σώμα μου στον καθρέφτη, κυρίως τα γεννητικά μου όργανα –παραμένω ευπρεπής. Τα τελευταία χρόνια προσπαθούσα να θυμηθώ την άλλη τους λειτουργία πλην αυτής που με οδηγούσε στην αποχώρηση του αποχωρητηρίου. Προσπαθούσα να διεγείρω τον αδρανή σωλήνα που κρεμόταν μπροστά ανασύροντας κάποια φαντασίωση. Μόνο που κι αυτές είχαν χλωμιάσει. Οι φαντασιώσεις, αγαπητοί μου φίλοι, πρέπει να βασίζονται σε υπαρκτές καταστάσεις. Τουλάχιστον έτσι λειτουργούν σε μένα, δεν έχω ιδέα πώς λειτουργούν σε σας και δεν επιθυμώ τις γενικεύσεις. Επανέρχομαι στον δικό μου σωλήνα και τις δικές μου φαντασιώσεις.

Λυπούμαι αλλά δεν έχω φαντασιώσεις, διότι σε μένα το υπαρκτό του έρωτα είναι απώτατο παρελθόν. Ωστόσο, προσπαθώ. Περνώ το χέρι πάνω από το κορμί μου, κι αυτό ανατριχιάζει, όχι ερεθισμένο ηδονικά αλλά από την παγωμένη εκροή των ακροδαχτύλων μου –με πέθανε ο χειμώνας φέτος• ή μήπως δεν φταίει ο χειμώνας; Αποτυγχάνω. Ο σωλήνας παραμένει εκκρεμής. 

Έγκον Σίλε, Γυναικείο γυμνό, 1910

Με συγχωρείτε, αλλά δεν είμαι ανίκανος. Απλώς, μπερδεύω τις διεγέρσεις, την ερωτική και της τέχνης μου. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποια είναι πιο έντονη –προσθέστε και τη μουσική την ώρα που δουλεύω και θα καταλάβετε πόσα εγκεφαλικά κύτταρα διεγείρονται. Δικαιολογήστε με, σας παρακαλώ, και κατανοήστε την αποτρόπαιη πράξη μου, το γεγονός ότι εγκατέλειψα το καημένο το κορίτσι πάνω στη διέγερσή του. Και τη δική μου. Σας παρακαλώ, μπείτε στη θέση μου και δικαιολογήστε με. Η εικόνα του πίνακα αναδύθηκε μέσα μου ολοκληρωμένη. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να τον κάνω εκείνη την ίδια στιγμή, γιατί μετά μπορεί να τον έχανα. Το εγκατέλειψα το κορίτσι με τα ανοιχτά σκέλια. Όμως ξέρετε πόσες φορές το ζωγράφισα μετά; Δεν με διέγειρε τόσο η ανάμνηση της έκφρασης στο πρόσωπό της, μπορεί απορίας, εγκατάλειψης, απόρριψης• μπορεί και περιφρόνησης για τον γυμνό άνδρα, για μένα, που με το όργανο σε στύση ακόμη, κάθιδρος και παγωμένος, άνοιγε ντουλάπες και κατέβαζε μουσαμάδες, άρπαζε χρώματα κι ένα ρούχο να ρίξει επάνω του. Αυτές οι εκφράσεις δεν με ενδιέφεραν καθόλου –εξάλλου, ούτε που της έρριξα μια ματιά της κοπέλας• πού να ξέρω τι έκφραση θα είχε; Με διέγειρε όμως η έκφραση που φανταζόμουν ότι θα έπαιρνε το πρόσωπο από τη μοναχική ερωτική σύσπαση. 

Egon Schiele, Wally Neuzil in Black Stockings, 1912

Προσέξτε τα έργα μου με αυτήν την κοπέλα. Το βλέπετε ότι η αναγκαστική ηδονή της δεν συνοδεύεται από ευχαρίστηση στο πρόσωπο; Προσέξτε που κάποιες φορές την έχω στο πλάι, εσείς βλέπετε την πλάτη και τα δάχτυλα των χεριών να εξέχουν ανάμεσα στα σκέλια της, το κεφάλι να κλείνει τον κύκλο του σώματος στα γόνατα. Δείτε την, είναι σαν μπάλα. Τον βλέπετε τον λυγμό στην πλάτη; Εκείνο το εξόγκωμα που μοιάζει με κόκαλο• ή με ατεχνία. Άλλοτε πάλι την έχω σε ύπτια θέση με τα σκέλη ανοιχτά, με ένα καλτσάκι πεσμένο χαμηλά στον αστράγαλο. Μη μου πείτε ότι σας διεγείρει ερωτικά; Τι κρίμα… Όμως δεν σας παρεξηγώ –εσείς δεν ξέρετε καλά καλά το σώμα σας… Εξάλλου, έχω δει αντίγραφα αυτών των έργων να κοσμούν τοίχους ξενοδοχείων ακριβώς απέναντι ή δίπλα στο κρεβάτι, ένα είδος «διεγερτηρίου» για τα ζευγάρια, μια δωρεάν επιπλέον παροχή από τη διεύθυνση του ξενοδοχείου, ευγενική προσφορά αδαούς διακοσμητή προς εκλεπτυσμένο ξενοδόχο. Ο προσεκτικός θεατής των έργων μου –υποψήφιος συνουσιαστής ή μοναχικός ηδονολήπτης– περιμένω να κατεβάσει τον πίνακα από τον τοίχο, θεωρώντας τον άκρως αντιδιεγερτικό. Πολύ θα τον εκτιμούσα αυτόν τον ευαίσθητο θεατή –καθόλου δεν μ’ ενδιαφέρει αν είναι ευαίσθητος εραστής του γυναικείου φύλου. Αυτός ο θεατής θα είχε προσέξει το πόσο σφιχτή είναι η κοιλιά της κοπέλας του πίνακα από τον σπασμό του θρήνου που κινείται συνέχεια πάνω κάτω ανάμεσα σε λαιμό και κοιλιά και δεν βρίσκει διέξοδο στον πεπλατυσμένο φάρυγγα, ακόμη κι αν τον στόμα είναι ανοιχτό –κυρίως τότε, γιατί καταφέρνω και προκαλώ την ψευδαίσθηση ενός βαθύτατου ερωτικού αναστεναγμού που συνοδεύεται από την εκφορά ενός ονόματος –Πέτερ, Χάινριχ, Έγκον, Πάουλ, Κόστια, και ’γω δεν ξέρω τι άλλο• και δεν μ’ ενδιαφέρει. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι οι μοναχικές γυναίκες των δωματίων του τρίτου ορόφου των ξενοδοχείων με τα έργα μου θα θελήσουν να αναγνωρίσουν την εικόνα τους. Τις προκαλώ πάντως να ξαπλώσουν στο κρεβάτι και να κάνουν ό,τι κάνει το κορίτσι του πίνακα που θα τους τύχει στο δωμάτιό τους. Είμαι σίγουρος ότι όσες το κάνουν θα καταλάβουν πολύ καλά τις γραμμές της έντασης και θα βεβαιώσουν τις ζωγραφικές μου ικανότητες στην απόδοση του συναισθήματος απώλειας.

Egon Schiele, Girl in red standing, 1913


Να ’ναι ευλογημένο εκείνο το κορίτσι που διέγειρε τόσο τη φαντασία μου. Της είμαι ευγνώμων και ευχαρίστως θα της αφιέρωνα εκείνη τη σειρά των έργων, τα γυμνά που σας έλεγα, όμως δεν θυμάμαι το όνομά της. Θα της αφιέρωνα και τα άλλα που έκανα, όταν την άφησα με τα σκέλια ανοιχτά και το στήθος στο στόμα μου. Δεν ξέρω αν ήταν κάτι στο σώμα της που μου έδωσε έτοιμη την εικόνα του πίνακα που θα έφτιαχνα, δεν ξέρω αν ξεκίνησε από την αίσθηση ότι ανάμεσα στα σκέλια της έτρεχε το αίμα που είχε συσσωρευτεί στη στύση του πέους, ότι εκείνο που εκτινάχθηκε από μέσα μου δεν ήταν αίμα μεταμορφωμένο σε σπέρμα αλλά καθαρό αίμα. Μπορεί πάλι να ’ταν δικό της το αίμα που έτρεχε, νεκρά ωάρια που ξεχύνονταν και κυρίευαν το σεντόνι του κρεβατιού μου. Μπορεί. Δεν ξέρω. Φεύγω. Έπρεπε να φύγω. Να προλάβω το τρόλεϊ που πήγαινε γραμμή στα σφαγεία. Έφτασα. Άπλωσα τον μουσαμά μου και, καθώς γονάτισα στο γεμάτο αίματα πάτωμα, είδα τη μορφή μου σαν σε καθρέφτη. Αυτή ζωγράφισα, το είδωλο της μορφής μου που αντικατοπτριζόταν στο πιο ζωντανό κόκκινο που είχα αντικρίσει ποτέ μου –τι άλλο ζητά ένας ζωγράφος στη ζωή του από ένα καινούριο χρώμα; Αυτό ζωγράφισα βουτώντας τα χέρια μου στο αίμα σπλήνας σκοτωμένου ζώου. Το είδωλο ενός γονατισμένου στα τέσσερα άνδρα. Και ύστερα, έναν άλλο πίνακα με τα αναποδογυρισμένα πόδια των σφαγέων και τα κεφάλια των ζώων που κρέμονταν ξεκομμένα από το σώμα τους, με μια λεπτή μόνο γραμμή δέρματος να τα κρατάει ενωμένα σε μια σωματική ενότητα χωρίς νόημα.

Αλλά το αριστούργημά μου, το αριστούργημά μου, αυτό για το οποίο θα περίμενα  ως και μέχρι τα 82 μου χρόνια, ήρθε αμέσως μετά -«Ο θάνατος του έρωτα». Ένας γυμνός άνδρας με μάσκα και γάντια έχωνε το μπαστούνι του στο στόμα της νεκρής γυναίκας πατώντας στο στήθος της. Αυτό το έργο το έκανα γονατισμένος, όπως και τα προηγούμενα, μόνο που μετέφερα τον μουσαμά σε καθαρό μέρος, να μην υπάρχει ίχνος αίματος επάνω του. Το ζωγράφισα με τα δικά μου χρώματα, με τα χρώματα που είχα αρπάξει μισόγυμνος από την ντουλάπα του δωματίου μου. Μόνο το αίμα που έτρεχε από το στόμα της νεκρής γυναίκας, μόνο αυτό το έκανα πραγματικό, φυσικό, από τις σπλήνες των ζώων στα σφαγεία που σας έλεγα. Ο έρωτας. Έπρεπε να δώσω στον θάνατό του μια φυσικότητα.

Σκέφτομαι να χαρίσω τον πίνακά μου σε κάποιον από εσάς. Μην ανησυχείτε. Μετά από τόσα χρόνια η μυρωδιά θα έχει φύγει.

***

Από το θεατρικό δρώμενο ‘’Ο έρωτάς μου, η εικόνα μου’’, που απέδωσαν μέλη της Θεατρικής Σκηνής ΤΕΧΝΗΣ Κιλκίς, σε σκηνοθεσία  Παύλου Δανελάτου.

Τον ερωτεύτηκα. Δεν ξέρω πώς έγινε, δεν ξέρω πότε έγινε, δεν ξέρω ποια αφορμή το προκάλεσε. Τον έβλεπα κάθε μέρα. Εργαζόμασταν στο ίδιο κατάστημα εδώ και μερικούς μήνες, εκείνος ζωγράφος κι εγώ ειδική πάνω στα χρώματα. Οι νεαροί ζωγράφοι τον προτιμούσαν, γιατί του έφερναν έργα τους και συζητούσαν μαζί του –ζητούσαν τη γνώμη του κι εκείνος τους βοηθούσε στην επιλογή των χρωμάτων, ένα είδος μαθητείας στον έμπειρο δάσκαλο. Εμένα με προτιμούσαν όσοι καλλιτέχνες ήξεραν καλά τι ήθελαν και δεν το έθεταν σε συζήτηση με έναν ομότεχνό τους –τουλάχιστον όχι εκείνη την ώρα. Εγώ άκουγα τις σκέψεις τους και τον ενθουσιασμό του πάθους τους χωρίς να μπορώ να παρέμβω, μια κατάσταση διαρκούς δικής μου μαθητείας με δασκάλους σπουδαίους ζωγράφους –τι να πω εγώ; Σιγά σιγά άρχισα να τον παρατηρώ. Η σχέση του με το τσιγάρο ήταν αντιστρόφως ανάλογη με το πόσο μιλούσε –κάπνιζε πολύ. Την ώρα που ρουφούσε τον καπνό, σήκωνε ψηλά το κεφάλι κι εκεί ψηλά τον άφηνε. Όταν ξεπερνούσε το χρονικό όριο της αντοχής του χωρίς τσιγάρο, έμοιαζε σαν το σώμα του να ενοχλούνταν από άπειρες μικρές βελονιές που έκαμναν επίθεση. Ξεκούμπωνε το κουμπί στο μανίκι του πουκαμίσου του, δίπλωνε το μανίκι ψηλά και αμέσως μετά το κατέβαζε και το ξανακούμπωνε. Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρη για την αιτία αυτής της κίνησης ούτε για τις άλλες του κεφαλιού. Τις ξεκινούσε από τον αυχένα κατεβάζοντας το κεφάλι, με μια ελαφριά ημικυκλική περιστροφή γύρω από τον άξονά του, σαν εκκρεμές, και μετά σηκώνοντάς το απότομα επάνω, σαν να τίναζε κάτι από πάνω του, μια σκόνη ενοχλητική ή επώδυνη. Από ένα σημείο και μετά μου θύμιζε λύκο.

Έπειτα η φωνή του, που την άκουγα κάθε φορά που κάποιος πελάτης τον απασχολούσε –τότε ήταν που με κάποιον τρόπο ανάγκαζα τους δικούς μου ζωγράφους να σιωπούν–, μου έμοιαζε ομοιογενής, λόγος κοφτός, σχεδόν απότομος, όχι εχθρικός, χωρίς χρώματα, καμιά συναισθηματική διακύμανση προς τα πάνω ή προς τα κάτω, ένα καρδιογράφημα πολύ κοντά στην ευθεία γραμμή. Είχα την αίσθηση ότι με τον ίδιο τόνο φωνής θα έλεγε φράσεις εντελώς αντίθετες σε περιεχόμενο και νόημα. Εξακολουθούσε να τραβά τη ματιά μου. Ίσως γιατί τα παλιά σχήματα στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους αποδεικνύονταν στην περίπτωσή του ανεπαρκή. Θα γινόμουν, λοιπόν, ευέλικτη, και αφού δεν μπορούσα να διαισθανθώ, θα τον παρατηρούσα, θα καταχώριζα τις κινήσεις του σώματός του, θα προσπαθούσα να δω αν σε συγκεκριμένες καταστάσεις έκαμνε συγκεκριμένες κινήσεις –τι έκαμνε όταν έπινε τον καφέ του;–, θα τον παρατηρούσα τόσο που αν ήμουν ζωγράφος να μπορώ να κάνω το πορτραίτο του από μνήμης. Όμως ακόμη και σε αυτή την άσκηση της προσεκτικής και επίμονης παρατήρησης μου ξέφευγε. Τα μάτια του, τι χρώμα είχαν τα μάτια του; Πολύ συχνά τα κρατούσε χαμηλωμένα σαν σε κατάσταση αποκοπής από τον περιβάλλοντα χώρο –ποτέ πάντως δεν τα τράβηξε η δική μου επίμονη ματιά. Ύστερα, τίναζε το κεφάλι ψηλά στο πλάι στην κίνηση του λύκου νύχτα με πανσέληνο, οπότε πάλι δεν μπορούσα να τα δω. Έπειτα, κι όταν κοιτούσε, ήταν μόνο για λίγο. Τι χρώμα είχαν τα μάτια του; Είχα την αίσθηση ότι ακόμη και αν τον έστηνα απέναντί μου ακίνητο όση ώρα εγώ ήθελα, πάλι δεν θα ήμουν σε θέση να τα περιγράψω. Γιατί μου ξεφεύγει τόσο πολύ αυτός ο άνθρωπος; Με εξοργίζει. Δεν ξέρετε πόσες φορές ένιωσα την ανάγκη να τον καθίσω απέναντί μου με τη βία –«στάσου ακίνητος»- και να τον εξερευνήσω, να τον παρατηρήσω από κοντά, τις λεπτομέρειες του προσώπου, το σχήμα της μύτης, το κοίλο των αυτιών, τα χείλη, να χωρίσω το πρόσωπο σε μικρά απειροελάχιστα μέρη, να περάσω το χέρι μου από πάνω τους, όχι, δεν θα τα ακουμπήσω, λίγο πιο μακριά το χέρι για να νιώσει τον αέρα του μεσοδιαστήματος ανάμεσα στο δικό μου χέρι και το κομμάτι του δικού του προσώπου. Η ανάγκη μου να τον δω, να καταβροχθίσω τη μορφή του, άρχισε να γίνεται βασανιστική. Στο μεταξύ, είχα περάσει από εκείνο το διάστημα της ευφορίας, που κοιμόμουν με τη μορφή του και ξυπνούσα με αυτήν, γλυκός ύπνος, γλυκό ξύπνημα, συντροφιά αναπάντεχη, όμως συντροφιά. Άρχισα να τον έχω δίπλα μου –δεν μπορούσα να είμαι εγώ δίπλα του, γιατί δεν ήξερα τίποτε για τους χώρους του και, βέβαια, δεν μπορούσα να τον εντάξω σε ένα περιβάλλον, να φανταστώ το περιβάλλον του –μάλλον ασκητικό, λιτό, δωρικό.  Δεν ξέρω. Τι να σας πω… Υποθέτω. Τον έβαλα λοιπόν στον δικό μου χώρο που τον ήξερα, περπατούσα και συγχρόνιζα το βήμα μου στη δική του περπατησιά –έτσι όπως την έβλεπα μέσα στο μαγαζί με τα χρώματα–, του έδειχνα την πόλη που έμενε εδώ και μερικά χρόνια αλλά δεν την ήξερε, έγκλειστος στην ποίηση των χρωμάτων του. Τον έμπαζα στους δρόμους μου, στους ναούς μου –το μπλε των ματιών του σκούραινε στο καφέ των δικών μου, ήλπιζα ότι κάποτε τα δικά μου μάτια θα έπαιρναν κάτι από το μπλε το δικό του. Στο μεταξύ, δράστης κλυδωνισμών η μορφή του διαρρήγνυε το δικό μου μυαλό, εωσφόρος εισβολέας του ύπνου και των ονείρων μου.

Egon Schiele, Nude self-portrait squatting, 1916

Το σώμα του, πώς ήταν το σώμα του; Γραμμές οριζόντιες και κάθετες, αυτό ήταν, μου έλειπε η καμπύλη –πεισματικά έλεγα ότι καμπύλη υπήρχε, έπρεπε μόνο να την ανακαλύψω. Πώς; Δεν με βοηθούσε και το μπλε των ματιών του –ομοιόχρωμο και χωρίς διαβαθμίσεις, ψυχρό, λεπίδα, λάμα παπουτσιού του πατινάζ, κρύσταλλο παγετώνα  –πεισματικά έλεγα ότι διαβαθμίσεις υπήρχαν, έπρεπε μόνο να τις ανακαλύψω. Πώς; Εξακολουθούσα να παρατηρώ το πρόσωπο που είχε το χρώμα του σιταριού την ώρα της δύσης. Ούτε μια φορά η ματιά του δεν αισθάνθηκε τη δική μου έντονη επάνω του, ακύρωνε την παρουσία μου. Στο μεταξύ δυνάμωνε βασανιστικά η επιθυμία μου να τον μυρίσω, να τον αγγίξω, να ακολουθήσω με τα χέρια μου τα χέρια του σε μια κίνηση καθρέφτη, να δοκιμάσω τη γεύση του, η αίσθηση μιας περίεργης κινητικότητας στα χείλη, σαν να κυκλοφορούσαν χιλιάδες μικροσωματίδια επάνω τους. Η απουσία και η προσδοκία παρουσίας, αλλά και τα όνειρα που είχαν προσαρμοστεί σ’ εκείνον, έκαναν το σώμα μου πάνω από το στήθος να υποφέρει από μιαν αναπνοή ανήσυχη, γρήγορη, άκρως διευρυντική, στα όρια της εκτίναξης. Ο έρωτας. Πώς έγινε, πότε έγινε, ποια αφορμή το προκάλεσε; Δεν τον ξέρω. 

***

Egon Schiele, Seated couple (Egon and Edith Schiele), 1915

Η ανάμνηση του πρώτου φιλιού. Οι ανάσες κοντά. Πάλι δεν τις πρόλαβα. Πάλι θέλω να πιάσω τον χρόνο και να του πω «στοπ», περίμενε, άργησε. Πάλι δεν πρόλαβα. Γιατί δεν προλαβαίνω;

***

 Egon Schiele, Reclining male and female nude entwined, 1913

Κυρίες και κύριοι, δεν ξέρω αν ο έρωτας είναι μια προσωπική διανοητική κατασκευή –μπορώ να το δεχτώ, γιατί παρακολουθούσα τον εαυτό μου να κτίζει αυτόν τον έρωτα, να τον φτιάχνει. Ωστόσο, αρνούμαι να παραβλέψω ότι η εγκεφαλική μου διεργασία προκλήθηκε από τον συγκεκριμένο άνθρωπο, από τον άνθρωπο που συνδύαζε το μπλε των ματιών με το χρώμα του σταριού στο πρόσωπο την ώρα της δύσης.


Υστερόγραφο: Σήμερα μύρισα τη μυρωδιά του. Βρήκα έναν τρόπο και πλησίασα πολύ κοντά –εκείνος μου έδωσε τον τρόπο, ένα έγγραφο του εικαστικού επιμελητηρίου–, λεπτή μυρωδιά. Πρέπει να πλησιάσω κι άλλο, να βρω έναν τρόπο να κρύψω τη μύτη μου κάτω από τον γιακά του πουκαμίσου του, πολύ κοντά στην περιοχή του αριστερού αυτιού. 

***

Egon Schiele, Man and woman, 1917

Βρεθήκαμε μαζί. Σώματα αμήχανα, αδέξια, περισσότερο επιθυμούσαν να γνωρίσουν το ένα το άλλο, παρά να ενωθούν, περισσότερο να μυρίσουν, να ικανοποιήσουν το βλέμμα που ήθελε να απλωθεί στην επιδερμίδα, να γεμίσουν τον πεινασμένο ουρανίσκο που κλυδωνιζόταν επικίνδυνα στο κενό, να ακουμπήσουν το ιδρωμένο χέρι ο ένας στο μάγουλο του άλλου και να το στεγνώσουν εκεί ή να το γευτούν. Κυρίως να ακούσουν το ένα την ανάσα του άλλου, να φυσήξει το ένα στόμα στο στόμα του άλλου τον αέρα του, να υπάρχει μια δικαιολογία γι’ αυτή την αίσθηση μπαλονιού που κινδύνευε να σπάσει. Οι αισθήσεις αυτονομήθηκαν και διεκδικούσαν από εμάς να τις ικανοποιήσουμε μία μία, προτού σμίξουμε τα δυο σώματα σε ένα. Αργότερα.


Σε εκείνο το «αργότερα», ένιωσα βίαια την έξοδό του από το σώμα μου. Πετάχτηκε απότομα και με τη στύση του άβλαβη άρχισε να ψάχνει σαν τρελός στην ντουλάπα. Κατέβαζε ζωγραφικούς μουσαμάδες, έψαχνε χρώματα, πεταγόταν σαν αιλουροειδές από το ένα σημείο του δωματίου στο άλλο σε κατάσταση διέγερσης από κάτι που συνέβαινε μέσα στο μυαλό του. Στο μεταξύ ράντιζε το δωμάτιο με σταγόνες σπέρματος που έτρεχαν συνέχεια από το πέος του. Ο χώρος, τα σεντόνια, οι κρεμασμένοι ζωγραφικοί πίνακες, το πρόσωπό μου γέμιζαν από τις κόκκινες ρανίδες του σπέρματός του, όχι αίμα μεταμορφωμένο σε σπέρμα, αλλά αίμα καθαρό. Έρριξε ένα ρούχο επάνω του και άφησε διάπλατα ανοιχτή την πόρτα φεύγοντας. Φρόντισα να ακολουθήσω τις σταγόνες του αίματος πατώντας επάνω στις σταγόνες του σπέρματος με τα πόδια γυμνά.

Πιστεύετε ότι τον πήρα για τρελό; Πιστεύετε ότι έφυγα εκείνη τη στιγμή από το σπίτι ενός παράφρονα; Πιστεύετε ότι έδωσα μόνη μου διέξοδο στην ερωτική διέγερση που μου είχε δημιουργήσει πριν να σηκωθεί από πάνω μου; Θα σας φανεί περίεργο αλλά εγώ εκείνη τη στιγμή λάτρεψα το πάθος του, εκείνο το πάθος που τον έκανε να γυρίσει πίσω λερωμένος με αίματα, με μια μυρωδιά επάνω του σφαγμένου ζώου, με τη ματιά του ενσαρκωμένου δολοφόνου του έρωτα, ενός γυμνού άνδρα με μάσκα και γάντια που έχωνε το μπαστούνι του στο στόμα της νεκρής γυναίκας πατώντας στο στήθος της. Λάτρεψα τους πίνακες που έκανε για χρόνια μετά παριστώντας τη στιγμή της εγκατάλειψής μου. Ήμουν στη σκέψη του.

Θα ήθελα να ήμουν στη ζωή του.

Υστερόγραφο: Θα γινόμουν αντίζηλος της τέχνης του; Θα μισούσα το πάθος του; Δεν ξέρω; Αφήστε με. ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΗΜΟΥΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ. ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΗΜΟΥΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ. ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΗΜΟΥΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ.


***

 Egon Schiele - Encounter (self-portrait with Saint), 1913


Κυρίες και κύριοι, χρόνια μετά το επεισόδιο με το κορίτσι και τη δημιουργία του αριστουργήματός μου, προσπαθούσα να θυμίζω στο σώμα μου ότι είναι ζωντανό. Μέσα από την αυτοϊκανοποίηση επιχειρούσα να ταΐσω τη στύση μου. Την τάιζα, όπως θα ανάγκαζα τον γερασμένο σκύλο μου να φάει για να μην πεθάνει, όπως ένας κουρασμένος συγγενής ή νοσοκόμος θα τροφοδοτούσε με ορό ένα γερασμένο σώμα, έτοιμο από καιρό να αναχωρήσει, μια αναγκαστική παραμονή στη ζωή, ύστατο φιλί ζωής, αυτό που δίνεις σε κάθε πλάσμα από ηθική υποχρέωση –μην τυχόν και πεις ότι δεν χρησιμοποίησες όλα τα μέσα για να διαφυλάξεις τη ζωή, μια και τα διαθέτεις. Θέλησα να αποτυπώσω τη στιγμή του ταΐσματός μου στους πίνακες με την αυτοπροσωπογραφία μου. Ελπίζω να διακρίνετε στο βλέμμα μου την έκφραση μιας οδύνης τη στιγμή της εκσπερμάτισης από αυτήν την υποχρεωτική άσκηση ζωής. Όσο για την περιοχή των γεννητικών μου οργάνων τα ζωγράφισα όπως ακριβώς τα έβλεπα, κόκκινα από μια επώδυνη αιματοχυσία, κεφάλι σφαγμένου ζώου που συνδέεται με το υπόλοιπο σώμα από μια ίνα δέρματος.

Κυρίες και κύριοι, εγώ δεν είμαι πορνογράφος. Τα έργα μου δεν αφορούν όσους τα κοιτάτε με τα μάτια πεταγμένα έξω και με το χέρι στην περιοχή των γεννητικών σας οργάνων. Αφορούν όσους ανεπίγνωστα και χωρίς πρόθεση προκαλούν ανήσυχα όνειρα.

Δήμητρα Μήττα

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ένεκεν 16 (2010) 189-197.

1 σχόλιο:

  1. Παράδοξη η (ερωτική) ανάγνωση της ζωγραφικής του Egon Schiele. Μη αναμενόμενη ευκόλως, αλλά από την Δήμητρα όλα να τα περιμένουμε! Ακόμη και να ομιλήσει περί έρωτος σπαραχτικά, σαν το αίμα και τον πόνο των πινάκων του μεγάλου ζωγράγου. Ο ερωτικός λόγος, γράφεται λοιπόν με αίμα, κι αυτό δείχνει να είναι η κατάφαση προς τη ζωη και το νόημα της.
    Εξαιρετικό κείμενο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή