Some Sun-like stars
are ‘Earth-eaters.’ During their development they ingest large amounts of the
rocky material from which ‘terrestrial’ planets like Earth, Mars and Venus are
made. Credit: Vanderbilt University
Αστρονόμοι
ανέπτυξαν ένα μοντέλο με το οποίο μπορούν να υπολογίσουν τον αντίκτυπο που έχει
στα άστρα η «κατανάλωση» πλανητών αποτελούμενων από βαριά στοιχεία.
Η
μέθοδος αυτή προσθέτει στην κατανόηση των επιστημόνων για τη διαδικασία του
σχηματισμού των πλανητών ενώ μπορεί να χρησιμεύσει και στην έρευνα για
βραχώδεις πλανήτες πέρα από το Ηλιακό μας Σύστημα.
Κατά
την εξέλιξη της ζωής ενός άστρου διάφοροι παράγοντες μπορούν να συντελέσουν
ώστε να συγκρουστεί με κάποιον πλανήτη, γεγονός που αναμφίβολα θα προκαλέσει τη
διάλυση του δεύτερου. Μία τέτοια περίπτωση θα έχει επιπτώσεις στη σύνθεση του
άστρου, οι οποίες μπορούν να εκτιμηθούν, σύμφωνα με τους ερευνητές του
πανεπιστημίου Βάντερμπιλτ.
How do solar
systems form? Specifically, why do some systems form smaller rocky worlds,
while others are dominated by gas giants? A recent study led by Trey Mack, a
graduate student in astronomy at Vanderbilt University, may
have found the answer. Image Credit: Thinkstock.com
Ένα
άστρο παρόμοιο με τον Ήλιο, αποτελείται από ήλιο και υδρογόνο σε ένα ποσοστό
τουλάχιστον 98% της σύνθεσής του. Τα υπόλοιπα συστατικά των άστρων αυτών
κατηγοριοποιούνται από τους επιστήμονες ως «μέταλλα» και η «μεταλλικότητα»
είναι ένα όρος που μετράει το λόγο των βαρύτερων στοιχείων προς τα ελαφρότερα
σε ένα άστρο.
Από
τη δεκαετία του ’90, όταν οι αστρονόμοι ξεκίνησαν την έρευνα για εξωπλανήτες
υπήρξε και η ιδέα της σύνδεσης της μεταλλικότητας των άστρων με την πιθανότητα
να φιλοξενούν πλανητικά συστήματα, με τα πιο μεταλλικά άστρα να συγκεντρώνουν
περισσότερες πιθανότητες για να σχηματιστεί στην περιοχή τους ένας βραχώδης
πλανήτης.
Στη
νέα έρευνα, οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν σε ορισμένα χημικά στοιχεία όπως το
αλουμίνιο, το πυρίτιο και το σίδηρο που βρίσκονται σε μικρές περιεκτικότητες
στα άστρα αλλά αποτελούν και σημαντικό τμήμα της σύνθεσης σε πλανήτες όπως ο
δικός μας.
Ερευνώντας
το δυαδικό αστρικό σύστημα HD
20781 και HD
20782, στο οποίο τα δίδυμα άστρα είναι γνωστό πως έχουν πλανητικά συστήματα,
διαπίστωσαν πως οι συνθέσεις τους είναι διαφορετικές, κάτι ανεξήγητο από τη
στιγμή που δημιουργήθηκαν από το ίδιο νέφος αερίων και σκόνης.
Οι
σκοτεινές γραμμές απορρόφησης του φάσματος αποκαλύπτουν την χημική σύσταση του
άστρου. What if we could determine if a given star is likely to host a planetary
system like our own by breaking down its light into a single high-resolution
spectrum and analyzing it? A spectrum taken of the Sun is shown above. The dark
bands result from specific chemical elements in the star’s outer layer, like
hydrogen or iron, absorbing specific frequencies of light. By carefully
measuring the width of each dark band, astronomers can determine just how much
hydrogen, iron, calcium and other elements are present in a distant star. The
new model suggests that a G-class star with levels of refractory elements like
aluminum, silicon and iron significantly higher than those in the Sun may not
have any Earth-like planets because it has swallowed them. (N.A.Sharp, NOAO/NSO/Kitt
Peak FTS/AURA/NSF)
Αναλύοντας
τη σύνθεσή τους μέσω του φάσματος της ακτινοβολίας τους υπολόγισαν πως η
διαφοροποίηση έγκειται κατά πάσα πιθανότητα στο γεγονός πως το ένα από τα δύο
άστρα είχε στο παρελθόν καταβροχθίσει από το περιβάλλον του βαριά υλικά που
ισοδυναμούν με 10-20 φορές τη μάζα της Γης και τουλάχιστον 20 φορές τη μάζα της
Γης το δεύτερο.
Τα
αποτελέσματα αυτά υποστηρίζουν τη θεωρία πως η σύνθεση ενός άστρου σχετίζεται
με τη φύση του πλανητικού συστήματος που φιλοξενεί.
Από
την επακόλουθη ανάλυση προέκυψε πως δεν είναι πιθανό τα δύο αυτά άστρα να
περιβάλλονται πλέον από κάποιον βραχώδη πλανήτη, όμως η προέκταση των
αποτελεσμάτων σε πιο γενικά συμπεράσματα θα μπορέσει ίσως να επιτρέψει σύντομα
στους επιστήμονες να αποφαίνονται για τη μη ύπαρξη πλανητών που να μοιάζουν με
τη Γη σε άστρα με όμοια χημική υπογραφή. Η έρευνα δημοσιεύεται στο επιστημονικό
περιοδικό the
Astrophysical
Journal.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου