Pierre-Auguste
Renoir, Conversation. Undated.
National Museum, Stockholm.
Ένας
λαμπρός είσαι ουρανός του φθινοπώρου, εσύ!
μα
εμένα η θλίψη μέσα μου σαν θάλασσ’ ανεβαίνει,
κι
όταν πισωδρομάει, στα ωχρά τα χείλη μου απομένει
απ’
την πικρή τη λάσπη της μιά γεύση καυτερή.
–
Μάταια το χέρι σου στα λιγωμένα μου γλιστρά
τα
στήθη· ό,τι ζητάς εκεί να βρεις, τό ’χει ρημάξει
τό
’χει γυναίκα με τα δόντια τ’ άγρια της σπαράξει.
Πια
την καρδιά μου μη ζητάς· τη φάγαν τα θεριά.
Είναι
η καρδιά μου ένα παλάτι οπού το διαγουμίζει
όχλος·
μεθούν, σκοτώνονται, τραβιούνται απ’ τα μαλλιά!
–
Στον ξέσκεπό σου το λαιμό ένα μύρο φτερουγίζει!...
Σκληρέ
δυνάστη των ψυχών, προστάζει, ω Ομορφιά!
με
τη φωτιά απ’ τα μάτια σου σαν κύμα που χιμίζει,
απόκαψε
τα ράκη αυτά που αφήκαν τα θεριά!
Louis Anquetin, Torse de Jeune Fille, 1890.
Μετάφραση:
Κλέων Παράσχος.
Από
το βιβλίο: Charles Baudelaire, «Εικοσιοκτώ
ποιήματα», επιλογή – μετάφραση Κλέων Παράσχος, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα
1999, σελ. 87.
CAUSERIE
Tony Johannot, Causerie, 1843.
Vous êtes un beau
ciel d'automne, clair et rose!
Mais la tristesse
en moi monte comme la mer,
Et laisse, en
refluant, sur ma lèvre morose
Le souvenir cuisant
de son limon amer.
— Ta main se glisse
en vain sur mon sein qui se pâme;
Ce qu'elle cherche,
amie, est un lieu saccagé
Par la griffe et la
dent féroce de la femme.
Ne cherchez plus
mon coeur; les bêtes l'ont mangé.
Mon coeur est un
palais flétri par la cohue;
On s'y soûle, on
s'y tue, on s'y prend aux cheveux!
— Un parfum nage
autour de votre gorge nue!...
Ô Beauté, dur fléau
des âmes, tu le veux!
Avec tes yeux de
feu, brillants comme des fêtes,
Calcine ces lambeaux
qu'ont épargnés les bêtes!
François Barraud, Les songes creux, 1933.
Charles Baudelaire,
Auguste Rodin, Les Fleurs du Mal, 1857.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου