Honoré
Daumier, «The Refugees»,
1848-1855
Νύχτωσε
στην Ελ Μίνα και πυκνή
σιωπή
ανέβαινε απ' τη μεριά της θάλασσας
κι
αντάμωνε το κάστρο∙ ολημερίς
ξαπλώνονταν
αμίλητο και σκυθρωπό
σα
μουδιασμένο ζώο
Τότε
ξεχώρισα ήχο πνιχτό καθώς το φύλλο
που
τσαλακώνεται μέσα σε χέρια ανάρμοστα
γρατσούνισμα
σε σώμα ακάθαρτο, αρρωστημένο
Κι
είδα έναν Άραβα μικρό, σημαδεμένο
έφεγγαν
χέρια, πρόσωπο, μάτια κι ήταν όλος
χιλιάδες
που άφηναν τη γη τους κι επιστρέφανε
μέσα
στην άμμο, σε σκηνές, στο άσπρο φως.
Κι
όταν μιλούσε δάκρυζε η φωνή και όλο ικέτευε
για
κάποια θέση στη ζωή ή έστω αντίσταση
στο
θάνατο που ερχότανε αργά και τον ρουφούσε
Μα
εγώ έπλενα τα χέρια μου. Άγρια μοναξιά
τα
χρόνια που έφυγαν με είχανε ποτίσει
Alwy Fadhel, «The Scream», The Refugee Art Project.
(Από
τη συλλογή «Ο θάνατος του Μύρωνα»,
1960 – συγκεντρωτική έκδοση «Ο δύσκολος
θάνατος», εκδ. Νεφέλη, 2007)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου