© Giorgio de
Chirico
Οι απαρχές
Βραχογραφία
σε σπήλαιο του νησιού Σουλαβέζι της Ινδονησίας (φωτ. Kinez Riza).
Η αυλαία της ιστορίας σηκώνεται και αποκαλύπτει έναν κόσμο ήδη αρχαίο, γεμάτο από πόλεις ερειπωμένες και τρόπους σκέψης πεπαλαιωμένους. Η επίσημη θεωρία σήμερα εισηγείται ότι εκατό χιλιάδες χρόνια πριν υπήρχαν άνθρωποι που μας έμοιαζαν πολύ σωματικά. Λίθινα τεχνουργήματα και βραχογραφίες χρονολογούνται από το 40.000π.Χ., και πιθανόν πολύ πριν από αυτά να υπήρχαν πλεγμένα καλάθια, ζωγραφική από άμμο και δραματική τέχνη. Η εμπειρία από τους σημερινούς πρωτόγονους δείχνει ότι οι πρόγονοί μας, ακόμη και αν δεν είχαν τις δικές μας τεχνικές ικανότητες, κατά κανόνα κάλυπταν χωρίς μεγάλη δυσκολία τις καθημερινές τους ανάγκες, και είχαν χρόνο για να παίζουν, να φαντασιώνονται, να συζητούν. Μπορεί, όπως έχουν προτείνει κάποιοι σύγχρονοι, να συζητούσαν κυρίως για τη συγγένεια, να επινοούσαν ιστορίες για να πιστοποιήσουν και να εξηγήσουν τους νόμους τους περί ενδογαμίας, αλλά και για τη φιλοξενία και το κυνήγι. Μπορεί, όπως πρότεινε μια προηγούμενη γενιά θεωρητικών παλαιοανθρωπολόγων, οι ιστορίες τους για ήρωες, δεσποσύνες, δράκοντες να ήταν κωδικοποιημένα μηνύματα για τον ήλιο και τα αστέρια. Ωστόσο, απλώς με τη συζήτηση, εξασφάλιζαν ότι οι ιστορίες τους δεν αφορούσαν μόνο τη συγγένεια, ούτε μόνο τον ουρανό.
Όπως άλλα κοινωνικά ζώα γνέφαμε ο ένας στον άλλο, σημειώναμε τις αγαπημένες μας διαδρομές, παίζαμε με τα παιδιά, εδραιώναμε ιεραρχίες, και ακούγαμε τους πεπειραμένους γηραιότερους (χωρίς να τους πιστεύουμε απόλυτα). Οι πανάρχαιοι μύθοι μας επιχειρούν να εξηγήσουν γιατί τα μη ανθρώπινα έμβια δεν μιλούν πια με ανθρώπινη φωνή, γιατί ο ουρανός δεν εφάπτεται πια με τη γη, γιατί τα αδέλφια δεν πρέπει πια να ζευγαρώνουν μεταξύ τους, γιατί γερνάμε και πεθαίνουμε (κάτι που, όπως έλεγαν, δεν συνέβαινε αρχικά), και γιατί υπάρχει το οτιδήποτε. Τότε υπήρχαν πολεμιστές, και κηπουροί, κτίστες, υφάντρες, νοσοκόμοι, μάγειροι, τεχνίτες, και μάγοι. Ενδεχομένως, υπήρχαν και άνθρωποι με τη φήμη ότι αφηγούνται θαύματα, ότι μεταφέρουν μηνύματα από τον ουρανό ή από τους αείμνηστους προγόνους μας. Ορισμένοι αφηγούνταν πιο περίπλοκες ιστορίες για να δικαιολογήσουν ό,τι έμοιαζε λάθος, ενώ οι αντίπαλοί τους, ενδεχομένως, επεδίωκαν να μειώσουν την επιρροή που είχαν οι αφηγήσεις τους στον λαό με άλλες ιστορίες ή με λιγότερο αφηγηματικούς τρόπους διασκέδασης.
Η
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ήταν το λίκνο της Δυτικής φιλοσοφίας. Σχεδόν όλοι οι
μείζονες φιλόσοφοι του αρχαίου κόσμου έζησαν στα νησιά και τα παράλιά της.
Ελληνικές αποικίες κατά τον 8ο και τον 7ο αιώνα π.Χ.
Με
άλλα λόγια, όσο οι άνθρωποι ζούσαν σε μικρές περιπλανώμενες ομάδες, ή
εγκαθίσταντο κάπου μόνιμα για να καλλιεργήσουν τη γη, συμπεριφέρονταν ως
άνθρωποι. Εξηγούσαν τον κόσμο τους στον εαυτό τους και απορούσαν για τις
διαφορές, ενώ χρησιμοποιούσαν τις λεκτικές τους δυνάμεις για να ανασκευάσουν ή
να διασκεδάσουν. Όταν συνάντησαν άλλες ομάδες ομιλούντων ζώων, βρήκαν μια μορφή
αλληλοσυνεννόησης, ακόμη και αν ήταν μόνο για να αναγνωρίσουν τους εχθρούς
τους. Ορισμένοι άρχισαν να πιστεύουν ότι υπήρχε ένας θεός στην ομιλία τους,
κάτι που θα μπορούσε να επιβιώσει των θνητών ομιλούντων της και να φέρει ξανά
σε επαφή κάθε νέα γενιά θνητών με τον λησμονηθέντα ουρανό, με το πώς ήταν
αληθινά τα πράγματα. Έγιναν, εν ολίγοις, φιλόσοφοι, και οι μυθολογίες, που
βρίσκουμε καταγεγραμμένες από μεταγενέστερους, εγγράμματους στοχαστές, είναι το
παραποιημένο αρχείο της φιλοσοφίας του παρελθόντος – όπως είπε αργότερα ο
Αριστοτέλης. Οι λαοί γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου που, κατά συνθήκη,
συνιστούν τον αρχαίο κόσμο (αν παραβλέψει κανείς την ύπαρξη άλλων λαών που
συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Γιαγκ-τσε και τον Γάγγη, ή γύρω από λίμνες και
ποτάμια των ουκ έστι αριθμός- που λησμονήθηκαν), επινόησαν ιστορίες για να
εξηγήσουν και ό,τι έκαναν οι ίδιοι, αλλά και ό,τι είδαν να γίνεται. Σε κανέναν
δεν αρκούσε πραγματικά να λέει: κάνουμε κάτι γιατί ανέκαθεν το κάναμε, και
πράγματα συμβαίνουν έτσι γιατί έτσι συμβαίνουν («γιατί είναι νόμος της φύσης»).
Όλοι θέλαμε να κατανοήσουμε τα πράγματα, να μάθουμε γιατί τα πράγματα δεν ήταν
όπως υποψιαζόμασταν ότι είναι και ότι θα έπρεπε να είναι.
Unknown,
The Weighing of the Heart from the Book
of the Dead of Ani (c 1300 BCE), The British Museum, London. Wikimedia
Commons.
Κάπως έτσι συνέβη, θα ήταν όμως απερίσκεπτο να πάει κανείς παραπέρα και να εκθέσει τις εικασίες των προϊστορικών, πριν από τη χρήση της γραφής, ανθρώπων, ή ακόμη και να πει με βεβαιότητα ότι έχει καταλάβει απόλυτα τα λόγια των ιστορικών και εγγράμματων. Ορισμένοι σχολιαστές έχουν προτείνει μεγάλους μύθους: σκεφτείτε πως οι πρόγονοί μας εξαπλώθηκαν από την Αφρική για να θαυμάσουν και τελικά να εκτοπίσουν τα προϊόντα μιας προηγούμενης μετανάστευσης (που σήμερα τα θυμόμαστε ως ξωτικά και δράκους)· σκεφτείτε πως μάθαμε να είμαστε πειθήνια, φιλοπαίγμονα ζώα· σκεφτείτε πως ένας μόνιμος πληθυσμός αναπτύχθηκε στην Ευρώπη για να υπηρετήσει τη Μητέρα Γη και τα πνεύματα που την διακονούσαν, μέχρι που εκτοπισθείσες ορδές ιππέων που ακολουθούσαν τον Πατέρα Ουρανό διατάραξαν τις αρχαίες αρμονίες, και εγκαθέδρυσαν την πατριαρχία και ένα ιερατείο στις καρδιές των διαδόχων τους. Όλες αυτές οι ιστορίες είναι ευχάριστες, αλλά τα στοιχεία που τις αποδεικνύουν ελάχιστα. Έγιναν κάποιες σκέψεις τότε και οι άνθρωποι ανέπτυξαν λογικά αίτια για ό,τι έκαναν και σκέφτονταν, αλλά ποιος ξέρει ποιες ήταν εκείνες οι σκέψεις και ποια εκείνα τα λογικά αίτια; Ασφαλώς και υπήρξε αρχαϊκή φιλοσοφική σκέψη –εκτός και αν νομίζουμε ότι η φιλοσοφική ιδιοσυγκρασία είναι αποτέλεσμα μιας πρόσφατης και ασυνείδητης μετάλλαξης- μόνο που οι απόπειρες να την περιγράψουμε δείχνουν περισσότερα για εμάς παρά για εκείνους. Κάποιες από τις ιστορίες – και ιδιαίτερα εκείνες που κατηγορούν τους «Έλληνες» ή τον Πλάτωνα (περ. 490-347 π.Χ.) ότι εγκατέλειψαν τη Μητέρα Γη - δείχνουν την άγνοιά μας για το τι εκείνοι ακριβώς οι Έλληνες, και ο Πλάτων, σκέφτονταν. «Η γη», είπε ο Πλάτων, «είναι η πατρίδα [μας] και πρέπει να την φροντίζουμε περισσότερο από όσο φροντίζουν τα παιδιά τη μητέρα τους: επιπλέον, η Γη είναι θεά και αφέντρα των θνητών, και οι εγχώριοι θεοί και δαίμονες πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο σεβασμό».
Η
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ξεκινάει από την απορία που είναι φυσική
στα ανθρώπινα όντα. Ο πίνακας «Από πού
ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού πηγαίνουμε;» του Πολ Γκογκέν απεικονίζει την
έκφραση της απορίας στα μέλη ενός λαού πριν από τη χρήση της γραφής. 1897 - 1898.
Τα
πράγματα είναι ευκολότερα για τον περίεργο ιστορικό, όταν οι ιστορίες
καταγράφονται με τρόπο πιο εύκολα κατανοητό στους αμύητους. Στους προφορικούς
πολιτισμούς, οι ιστορίες αλλάζουν με κάθε νέα αφήγηση, και ουσιαστικά δεν είναι
ανάγκη κάθε ιστορία να είναι συνεπής με τις υπόλοιπες. Οι νεκροί κείνται κάτω
από τη γη, αλλά και στον κόσμο των ονείρων και σε έναν μακρινό παράδεισο' ο
ήλιος είναι μια ουράνια σφαίρα που την κυλάει στην αψίδα του ουρανού ένας κοπροκάνθαρος,
αλλά και ένα σκάφος που μεταφέρει τον ίδιο τον βασιλιά κατά μήκος του αν
ουρανού. Επιχειρήματα που ίσως να θεωρούσαμε μη πειστικά τα βλέπαμε
καταγεγραμμένα, μπορεί να μας φανούν πειστικά σε προφορικές συζητήσεις – γιατί
η μνήμη μας γράφει πάνω σε ό,τι προηγήθηκε (όπως συμβαίνει στη Βουλή και στα
δικαστήρια).
Προϊστορικές Βραχογραφίες Παγγαίου. Αναπαραστάσεις από άλογα και άνδρες, πολεμιστές, ζώα, άροτρα, πλοία, κινήσεις ουράνιων σωμάτων και τοτεμικές απεικονίσεις, είναι “γραμμένες” επάνω στα βράχια, παντοτινοί μάρτυρες, όχι απλά της ιστορίας κάποιων ανθρώπων, αλλά του χρονικού της σχέσης τους με το Θείο.
Τα επιχειρήματα και οι ιστορίες μπορούν φυσικά να «καταγράφονται» ακόμα και σε προφορικούς πολιτισμούς: στο τοπίο είναι γραμμένη, για εκείνους που θυμούνται, η τοπική μας ιστορία κάθε σύμβολο αυθεντίας, κάθε κατάλοιπο παρελθούσας προσπάθειας είναι ένα μήνυμα για το μέλλον. Κάποια μηνύματα ενδεχομένως ήταν τέτοια που μπορούσε να τα διαβάσει κάθε ανθρωποειδές (οσμές ή χαρακιές ή σωρευμένοι βράχοι)· άλλα, καθώς τα ανθρωποειδή γίνονταν άνθρωποι, μπορούσαν να τα διαβάσουν μόνον οι ήδη μυημένοι στην ειδική ιστορία κάθε εντόπιας φυλής (τη σφραγίδα ενός αείμνηστου ατόμου, το κλαδί ενός δένδρου όπου κάτι εντυπωσιακό συνέβη, όχι πολύ καιρό πριν). Το γράψιμο, με την έννοια που έχει σήμερα, επέτρεψε στους ξένους και στους νέους να μυηθούν με πιο αφηρημένους τρόπους (μολονότι για πολλά χρόνια παρέμενε μια τέχνη μυστική). Ό,τι ήταν έτσι καταγεγραμμένο, με σφηνοειδή γραφή ή ιερογλυφικά, είχε ειπωθεί και αποτυπωθεί στη μνήμη και περιληφθεί σε μυστικές εικόνες πολύ καιρό πριν. Οι πρόγονοί μας, καταγράφοντάς το, ξεκίνησαν τη διαδικασία που οδήγησε σε τυπικό επιχείρημα, καθολικώς αποκρυπτογραφήσιμα μηνύματα, αφηρημένη φαντασία. Δεν χρειάζεται πια να μας πουν τι σημαίνει ένας συγκεκριμένος συνδυασμός συμβόλων, μπορούμε να τα αποκρυπτογραφήσουμε, αν γνωρίζουμε τη σημασία ·στοιχειωδών συμβόλων. Οι δυνάμεις που κάποτε ήταν «γραμμένες στο τοπίο», και ακόμη είναι για λαούς που βασίζονται στη μνήμη, ήταν πρόσωπα, επειδή με κάθε νέα αφήγηση της ιστορίας άλλαζαν, σαν να ανταποκρίνονταν στον αφηγητή και το ακροατήριο· οι δυνάμεις που ήταν γραμμένες σε κείμενα έγιναν λιγότερο προσωπικές, επειδή άλλαζαν σπανιότερα. Οι άνθρωποι που διαβάζουν ιστορίες από το τοπίο θυμούνται τις ήδη γνωστές ιστορίες με απρόβλεπτα διαφορετικούς τρόπους· όσοι διαβάζουν ιστορίες από βιβλία έχουν τουλάχιστον την ευκαιρία να τις διαβάσουν σήμερα όπως τις διάβασαν και χθες (παρόλο που, στην πραγματικότητα, διαφέρει το πώς διαβάζουμε κάθε φορά). Ο θεός που κάποτε ενοικούσε στην ομιλία, ο εμπνευσμένος λόγος των λίγων εκλεκτών που μεταβαλλόταν και αναπαραγόταν περνώντας από στόμα σε στόμα, τώρα μένει μόνιμα στον γραπτό λόγο, σημαίνοντας «ακριβώς το ίδιο» όποιος κι αν τον διαβάζει – αν και φυσικά δεν σημαίνει το ίδιο. Της εποχής των προφητών έπεται ή εποχή των γραφών.
Οι
πρώτες γραπτές ιστορίες που γνωρίζουμε συνδυάζουν πολιτικό ρεαλισμό και
«φαντασία» με τρόπους που εμείς σήμερα τους θεωρούμε παράξενους: παρόλο που οι
θεοί δεν μοιράζονται πια τον ίδιο κόσμο μαζί μας (κάτι που σύμφωνα με τον μύθο
έκαναν παλαιότερα), είναι τακτικοί επισκέπτες του, και οι ήρωες μπορούν να
περνούν πιο εύκολα σε εκείνον τον άλλο κόσμο από τους σαμάνους. Τείνουμε να
πιστέψουμε ότι οι συγγραφείς τους «πρέπει να γνώριζαν» πως έγραφαν φαντασία ή
αλληγορία. Οι θεοί δεν πολέμησαν, «στην πραγματικότητα», στην Τροία, ούτε ο
Φειδιππίδης συνάντησε καθ' οδόν από την Σπάρτη τον θεό Πάνα. Οι θεοί-γεννήτορες
βασιλικών δυναστειών πρέπει «προφανώς» να ήταν μυθεύματα, επιτηδευμένοι τρόποι
για να ειπωθεί τόσο ότι ο νέος βασιλιάς έπρεπε να αντιμετωπίζεται με δέος όσο
και ότι «Ένας Θεός ξέρει ποιος ήταν ο πατέρας του». Εμείς αντιδρούμε, στην
πραγματικότητα, λίγο-πολύ σαν κάποιον που υποστηρίζει, φέρ᾽ ειπείν, ότι η Γκερνίκα
του Πικάσο διαστρεβλώνει την αλήθεια, απλώς και μόνο γιατί δεν θα πιστεύαμε ότι
είδαμε να συμβαίνουν τέτοια πράγματα στον δρόμο του χωριού. Η αλήθεια είναι
ότι, στην πραγματικότητα, δεν βλέπουμε αυτό που νομίζουμε τώρα ότι βλέπουμε: το
οπτικό μας πεδίο είναι θραυσματικό και παραπλανητικό, και μόνον η «λογική» μάς
λέει ότι τα φαντάσματα, οι χίμαιρες και τα τέρατα δεν υπάρχουν, και ότι οι
σχετικές σημασίες και εκτιμήσεις δεν βρίσκονται «εκεί έξω» στον κόσμο.
Ο
ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΙΑΗΤΟ, όπως και άλλοι στοχαστές του 6ου αιώνα, ήταν ένας
πρώιμος επιστήμονας, αλλά και ένας πρώιμος φιλόσοφος. Πίστευε ότι όλα τα έμβια
όντα κατάγονται από τη λάσπη, και ότι ο άνθρωπος είναι η εξέλιξη ενός είδους
λιγότερο σύνθετων οργανισμών. Αυτό το ρωμαϊκό μωσαϊκό τον δείχνει να κρατά ένα
ηλιακό ρολόι. ©Rheinisches
Landesmuseum, Trier
Τα δύο κύρια διδάγματα αυτής της θεωρητικής εισαγωγής είναι τα εξής: πρώτον, πως η αναζήτηση της γνώσης μέσω της ανταλλαγής ιδεών είναι κάτι το οποίο πρέπει να υποθέσουμε ότι, ως ομιλούντα ζώα, το έχουμε εκ φύσεως· δεύτερον, ότι δεν είναι δυνατόν να νομίζουμε πως είναι τόσο εύκολη μια γνωριμία με τον κόσμο που οι πρόγονοί μας ερμήνευσαν, λες και έπρεπε μόνο να «κοιτάξουν για να δουν» ότι τα πράγματα ήταν όπως εμείς λέμε σήμερα ότι είναι. Λέγεται πολύ συχνά ότι οι «Έλληνες» ήταν οι πρώτοι που έκαναν υποθέσεις, και σκέφτηκαν λογικά για τον κόσμο, οι πρώτοι που αντάλλαξαν ιδέες και άσκησαν κριτική ο ένας στις σκέψεις του άλλου. «Τα επιτεύγματα που κάποιοι αποδίδουν στους βαρβάρους είναι των Ελλήνων, από τους οποίους ξεκίνησε όχι μόνο η φιλοσοφία, αλλά και αυτό ακόμη το ανθρώπινο γένος», είπε ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο οποίος συνέγραψε το Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων καὶ τῶν ἐν ἑκάστη αἱρέσει ἀρεσκόντων ἐν ἐπιτόμῳ συναγωγῇ, στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, χριστιανός του 2ου αιώνα, από την άλλη πλευρά, ήταν πεπεισμένος ότι οι Έλληνες είχαν δανειστεί από τους βαρβάρους. Λέγεται επίσης πολύ συχνά ότι εκείνοι εκλογίκευαν τον κόσμο που εμείς βρίσκουμε. Η φιλοσοφική ιδιοσυγκρασία, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, βρίσκεται παντού στον κόσμο, και μπορεί να πει κανείς ότι ήταν παρούσα καθ' όλη τη διάρκεια των εκατοντάδων χιλιάδων χρόνων της ανθρώπινης ύπαρξης, είτε την εκτιμούσαν κάποιες ανθρώπινες φυλές (σήμερα την εκτιμάμε άραγε;) είτε όχι. Όμως, ακριβώς επειδή, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, όλες εκείνες τις χιλιετίες οι συνθήκες ζωής ήταν πολύ διαφορετικές από αυτές που είναι σήμερα, δεν μπορούμε να θεωρούμε αυτονόητο ότι οι πρόγονοί μας έβλεπαν ακριβώς αυτό που λέμε εμείς πως βλέπουμε σήμερα, και ότι διέφεραν από εμάς μόνο ως προς τις εξηγήσεις που βρήκαν. Μια τέτοια παραδοχή μάς τυφλώνει ως προς το πώς εκείνοι σκέφτονταν, και ως εκ τούτου μας απαλλάσσει από κάθε ριζική κριτική των δικών μας τωρινών σκέψεων.
Ο
ΔΙΑΣ, ο αρχηγός του ελληνικού πανθέου, ήταν και ουράνιος θεός, αλλά και
προσωποποίηση του υπερανθρώπινου νόμου· οι κεραυνοί του επιβάλλουν τη θεϊκή
δικαιοσύνη. Εδώ σε ζωγραφική αναπαράσταση σύγχρονη με το ξεκίνημα της αρχαίας
ελληνικής φιλοσοφίας, υποτάσσει τον Τυφώνα, το σύμβολο της αταξίας και της
ερήμωσης. Μελανόμορφη υδρία, περ. 550 π.Χ., γερμ. κρατική
συλλογή αρχαιολογικών ευρημάτων (Inv. 596).
Υπάρχει τελικά κάτι που να αποδεικνύει ότι ήταν οι Έλληνες που τα ξεκίνησαν όλα; Δύο ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά εκείνων των Ελλήνων, οι οποίοι επανανακάλυψαν τη γραφή έπειτα από την από μακρού κατάρρευση του Μυκηναϊκού κα του Μινωικού πολιτισμού: η προτίμησή τους για αφηρημένες εξηγήσεις και η προθυμία τους να προτείνουν λογικά αίτια. Μπορεί τα δύο αυτά χαρακτηριστικά να σχετίζονται μεταξύ τους, διαφέρουν, ωστόσο, λογικά. Ενώ άλλοι λαοί έβρισκαν αποδεκτό το να λένε ότι τα δένδρα και οι πόλεις πέφτουν ή ότι ο χειμώνας έπεται του θέρους, επειδή οι θεοί καυγάδισαν, ή επειδή κάποια μάγισσα τα καταράστηκε, κάποιοι Έλληνες άρχισαν να επικαλούνται τον «Νόμο». Στην αρχή, αυτός ο Νόμος ήταν απλώς Πεπρωμένο: ότι τίποτα δεν επιτρέπεται να αναπτυχθεί υπερβολικά, ότι τα πάντα έχουν όρια, ότι ο χειμώνας έπεται της άνοιξης. Ακόμη και ο Δίας, ο αρχηγός των θεών, υποτάσσεται στο Πεπρωμένο, το οποίο παραμένει εν μέρει προσωπικό, επειδή είναι τόσα σαφώς ηθικολογικό. Όμως, αν ο Δίας δεν ανατρέπει, ή δεν μπορεί να ανατρέψει, αυθαίρετα εκείνον τον Νόμο, ίσως κι εμείς να μην τον χρειαζόμαστε. Τα πράγματα συνέβησαν, όπως συνέβησαν, επειδή υπήρχαν άχρονες, και ακούσιες, σχέσεις μεταξύ διαφορετικών, και ανακαλύψιμων, παραγόντων. Ενώ άλλοι λαοί θεωρούσαν πολύ εύκολο να υποστηρίζουν συγκεκριμένες ιστορίες επικαλούμενοι την αυθεντία περιούσιων κειμένων ή προφητών, κάποιοι Έλληνες άρχισαν να αναζητούν λογικά αίτια για να προσυπογράψουν τη μία ή την άλλη θεωρία, η οποία θα μπορούσε, κατ' αρχήν, να ελεγχθεί από όποιον ήταν διατεθειμένος να το κάνει. Επινόησαν -ή ανακάλυψαν- έναν κόσμο όχι πια αυθαίρετο, που τον διείπαν μεταβαλλόμενοι σκοποί επέμειναν ότι δεν χρειάζονταν εξαιρετικά χαρίσματα -πέραν αυτού της επιχειρηματολογίας- για να τον αποκαλύψουν. Αυτός είναι ο κόσμος που έχουν κληρονομήσει οι πεφωτισμένοι, παρόλο που υπάρχουν ακόμη ανάμεσά μας πολλοί αρχαΐζοντες, πρόθυμοι να επικαλεστούν την αυθεντία των γραφών ή των χαρισματικών προφητών για να υποστηρίξουν την ηθικολογική τους εκδοχή για το πώς είναι τα πράγματα.
Η
ιστορία αυτή μας γοητεύει, όπως οι ιστορίες των Ουίγων που ανιχνεύουν την αρχή
της προόδου στην ίδια μας την κατάσταση. Οι περισσότερο πεπεισμένοι από αυτήν,
φυσικά, αναγκάζονται αμέσως να παραδεχτούν ότι οι Έλληνες πολύ σύντομα
αμάρτησαν και εξέπεσαν. Ο Πλάτων επανηθικοποίησε τον κόσμο, λέγοντας ότι τα
πράγματα συνέβησαν γιατί έπρεπε να συμβούν, ή γιατί κάτι παρόμοιο έπρεπε να
συμβεί. Ακόμη και ο Αριστοτέλης --που συμβατικά απεικονίζεται ως αντίπαλος του
Πλάτωνα- πίστευε πως το καλύτερο είναι αυτό που μας βοηθάει να δούμε τον Θεό.
Ακόμη και τους Στωικούς, παρόλο που καλλιέργησαν τη λογική και τις «φυσικές
επιστήμες», σήμερα τους θυμόμαστε κυρίως για τον «στωικισμό» τους, την ηθική
τους δέσμευση στη θεϊκή παρουσία. Λίγοι ήταν οι φιλόσοφοι που απέρριψαν τη
συνήθη θρησκευτική πρακτική ή εγκατέλειψαν τελείως την αυθεντία του
παραδοσιακού μύθου. Κάποιοι από αυτούς (ο Επιμενίδης από την Κρήτη, για
παράδειγμα, ο οποίος είπε επιγραμματικά ότι όλοι οι Κρητικοί είναι ψεύτες, γύρω
στο 600 π.Χ., ή ο Ιάμβλιχος από την Συρία στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ.)
συμπεριφέρονταν ως μάγοι-θεραπευτές, ή φαίνονταν ότι επιδοκιμάζουν παρόμοιες
καθαρτήριες τελετές. Το όλο ελληνικό πείραμα, όπως υποθέτουν οι μοντερνιστές,
υπέκυψε στον νεφελώδη Πλατωνισμό και σε αποκρυφιστικές πρακτικές, ενώ, ακόμη
και οι σκεπτικιστές, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη τους στη δύναμη της λογικής
να ανακαλύψει την αλήθεια, ήταν πρόθυμοι να σιγοντάρουν τις προγονικές τους
αξίες. Τα ψήγματα της φιλοσοφίας του παρελθόντος, που τόσοι σύγχρονοι προτιμούν
να εκθειάζουν, δεν είναι παρά δυνάμει στιγμιαίες προεικονίσεις της αληθινής
φιλοσοφίας. Ας δούμε τι λέει ο Thomas Sprat, ο πρώτος ιστορικός της Royal
Society:
Τζόρτζιο ντε
Κίρικο, Φιλόσοφος και Ποιητής. περ.1916
Οι ποιητές έκπαλαι για να
κάνουν τα πράγματα να φαίνονται πιο σεβαστά απ' όσο ήταν, επινόησαν εκατοντάδες
ψευδείς Χίμαιρες σε κάθε Αγρό, Ποταμό, Άλσος και Σπήλαιο απόθεσαν ένα Φάντασμα
δικής τους επινόησης: Με αυτά εξέπληξαν τον κόσμο... Και στους νεότερους
Χρόνους αυτές οι Φανταστικές Μορφές ξαναζωντάνεψαν και κατέκτησαν τη
Χριστιανοσύνη... Ακόμη και αν εκείνοι οι οξυδερκείς Φιλόσοφοι δεν προήγαγαν
κανένα κακό, δεν κατάφεραν ωστόσο ποτέ να το αποφύγουν· ποτέ, ούτε καν όσο τον
βασιλιά Όμπερον και τον αόρατο Στρατό του. Αλλά από την εποχή που εμφανίστηκε η
Πραγματική Φιλοσοφία δεν έχει απομείνει ο παραμικρός ψίθυρος από εκείνη τη
φρίκη... Ο ρους των πραγμάτων συνεχίζεται ομαλά, μέσα στο δικό του κανάλι
Φυσικών Αιτιών και Αποτελεσμάτων. Γι' αυτό χρωστάμε πολλά στα Πειράματα τα
οποία, παρόλο που δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει την ανακάλυψη του αληθινού
κόσμου, έχουν εντούτοις ήδη κατατροπώσει εκείνους τους άγριους ενοίκους του
ψεύτικου κόσμου, που κάποτε εξέπλητταν τον νου των ανθρώπων.
Οι
υπολογισμοί του Ερατοσθένη (Πηγές εικόνων για τη σύνθεση: Encyclopaedia
Britannica και https://society6.com).
Είναι
δύσκολο να καταλάβουμε, σε αυτήν την περίπτωση, γιατί πρέπει να εξετάζουμε τα
αρχαία κείμενα. Μπορεί να είναι ιστορικώς σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι
αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν καλά –τουλάχιστον από τον Πυθαγόρα και εξής ότι η γη
είναι σφαιρική (μια τέτοια αναγνώριση θα απέτρεπε κάποιες κατάφωρες
διαστρεβλώσεις του μετέπειτα εγχειρήματος του Κολόμβου), αλλά κανείς δεν
περιμένει να βρει νέες λεπτομέρειες όσον αφορά την περίμετρο της γης
διαβάζοντας Ερατοσθένη (περ. 284-192 π.Χ.), ο οποίος την υπολόγισε με αρκετή
ακρίβεια συγκρίνοντας τις σκιές του μεσημεριού στο Ασουάν και την Αλεξάνδρεια.
Ούτε και περιμένουμε ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος (484-424 π.Χ.) να μας
προτείνει μια θεωρία υπολογίσιμη αντίπαλο της εξελικτικής του Δαρβίνου, παρόλο
που είναι δυνατόν, εκ των υστέρων, να διακρίνουμε κάποιες ομοιότητες.
«ΓΝΩΘΙ
ΣΑΥΤΟΝ», ρητό που αποδόθηκε στους Επτά Σοφούς, στον ναό του Απόλλωνα στους
Δελφούς. Ψηφιδωτό του 1ου αι. με την επιγραφή «ΓΝΩΘΙ CΑΥΤΟΝ» - Εθνικό Μουσείο
στις Θέρμες Memento Mori mosaic from excavations in the convent of San
Gregorio, Via Appia, Rome, Italy. Now in the National Museum Bath of
Diocletian, Rome, Italy. The Greek motto gnōthi sauton (know thyself, nosce te ipsum) combines with the image to convey the famous
warning: Respice post te; hominem te esse memento; memento mori. (Look behind; remember that you are mortal;
remember death.)
Το
ότι ερμηνεύουμε τα συγγράμματα των προγενεστέρων μας ως απόπειρες να πουν
ψευδίζοντας μία αλήθεια, την οποία εμείς καταλαβαίνουμε σαφέστερα από ό,τι
εκείνοι, δεν είναι χωρίς ουσία. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης περιέγραψε τους
παλαιότερους φιλοσόφους; ως φιλοσόφους που ψηλαφούσαν τις διακρίσεις τις οποίες
ο ίδιος ανέπτυξε διεξοδικά – κυρίως, τη διάκριση ανάμεσα στα τέσσερα είδη
αιτίου (το υλικό, το ποιητικό, το μορφικό και το τελικό). Μπορεί να παρουσίασε
διαστρεβλωμένη την εικόνα τους – αν και τα στοιχεία ότι το έκανε αντλούνται
κυρίως από ό,τι ο ίδιος είπε για εκείνους: αν αμφισβητήσουμε τελείως τον λόγο
του, δεν θα έχουμε σχεδόν κανένα στοιχείο για το τι σκέφτονταν εκείνοι. Αν
όντως παραποίησε την εικόνα τους, αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς θα τα καταφέρουμε
καλύτερα: η γνώση μας για εκείνο το παρελθόν είναι θραυσματική και
διαστρεβλωμένη. Πού είναι οι 232.808 στίχοι έργων του Θεόφραστου, του πρώτου
διαδόχου του Αριστοτέλη, ή τα 705 έργα του Χρύσιππου, του μεγάλου Στωικού (περ.
280-207 π.Χ.); Θα ήταν πολύ λιγότερα, αν περιείχαν λιγότερα παραθέματα, όπως
είπαν οι επικριτές του. Δεν έγραψαν βιβλίο όλοι οι σοβαροί στοχαστές – δεν
έχουμε παρά ένα βιβλίο γραμμένο από δούλο, και κανένα από γυναίκα δεν
αντιγράφηκαν όλα τα βιβλία αρκετά, ώστε να έχουν την ευκαιρία να επιβιώσουν·
πολλά καταστράφηκαν, ηθελημένα ή όχι, από φωτιά πολλά από αυτά που σώζονται
έχουν αποκοπεί τόσο πολύ από το γενικότερο πλαίσιό τους, ώστε να είναι
ακατανόητα ακόμη και από εκείνα που θεωρούμε ότι καταλαβαίνουμε έχουν χαθεί
ολόκληρά τμήματα συμφραζομένων, σχολίων και υπονοουμένων. Τελικά, όσα λέμε για
τη φιλοσοφία του παρελθόντος θα παρουσιάζουν πάντα έναν χαρακτήρα παροντικό,
και άρα θα αλλάζουν χρόνο με τον χρόνο. Το όνομα «Σωκράτης» χαρακτηρίζει πλήθος
διακριτών φιλοσόφων: ο Σωκράτης του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα, του Διογένη και του
Αριστοτέλη, του Πύρρωνα και του Πλωτίνου, ή ακόμη και ο Σωκράτης του Πλάτωνα
του Πλωτίνου. Καλώς ή κακώς, κάθε εποχή, κάθε άτομο, βλέπει στα κείμενα αυτό
που μπορεί να καταλάβει. Συνήθως, καταλήγουμε να χωρίζουμε τους στοχαστές σε
σχολές και πνευματικές γενεαλογίες, παρόλο που η εμπειρία θα έπρεπε να μας έχει
διδάξει ότι οι μαθητές ενός φιλοσόφου συνήθως δεν συνεχίζουν από εκεί όπου
σταμάτησε ο δάσκαλός τους, και ότι οι πραγματικές ιδέες διατρέχουν αιώνες
ολόκληρους και χιλιάδες χιλιομέτρων χωρίς να επηρεάσουν τίποτα και κανέναν στο
ενδιάμεσο.
Το
να πούμε ότι η αλήθεια δεν είναι, ή ότι δεν χρειάζεται να είναι, αυτό που
νομίζουμε ότι είναι, προϋποθέτει δύο πράγματα τα οποία, τελευταία,
αμφισβητούνται: ότι υπάρχει αλήθεια, και ότι θα μπορούσαμε να τη βρούμε, έστω
και στο μέτρο που θα βρίσκαμε μόνο τι δεν είναι. Οι παραδοχές αυτές έχουν τεθεί
εν αμφιβόλω - όπως συνέβαινε και στον αρχαίο κόσμο, πιο αυστηρά μάλιστα από
τους Σκεπτικούς, τα επιχειρήματα των οποίων παρουσιάζει συνοπτικά ο Σέξτος ο
Εμπειρικός (ακμή: 200 μ.Χ.). Όπως εκείνοι αναγνώριζαν, δεν μπορούμε να
κηρύξουμε – χωρίς να πέσουμε σε αντίφαση – ούτε τη μία ούτε την άλλη πρόταση ως
ψευδή αν πούμε ότι δεν υπάρχει αλήθεια, τότε, ως προς αυτό, τουλάχιστον,
ψευδόμαστε· αν δεν μπορούμε να βρούμε την αλήθεια, με ποιο δικαίωμα λέμε ότι
δεν μπορούμε; Το καλύτερο που μπορούμε να καταφέρουμε, εγκαταλείποντας τον
Δρόμο της Αληθείας, είναι να ολισθήσουμε ξανά στον Δρόμο του Φαίνεσθαι (για τον
οποίο θα πω περισσότερα πιο κάτω), χωρίς ποτέ να πούμε ότι το κάνουμε αυτό
δικαιολογημένα, ή ορθώς. Είναι ένας δρόμος που πολλοί από εμάς, εξ αρχής, τον
βρήκαν ευκολοδιάβατο. Ίσως να συμφωνήσουμε ότι η φιλοσοφική ιδιοσυγκρασία
βρίσκεται παντού· όμως δεν γοητεύονται εξίσου όλοι από τη φιλοσοφία. Πριν τεθεί
το ερώτημα περί της «αληθείας» του, ο κόσμος της εμπειρίας μας είναι ακριβώς
αυτό, η σφαίρα του προφανούς αν, τιθέντος του ερωτήματος, δεν βρούμε καμία
απάντηση, μπορεί κάλλιστα να επιστρέψουμε σε εκείνη την προφανέστατη κατάσταση,
όπου θεωρούσαμε τα πάντα προφανή – συμπεριλαμβανομένου του στρατού του βασιλιά
Όμπερον. Αυτή ακριβώς η πάλη ανάμεσα στο Φαίνεσθαι και και την Πραγματικότητα
χρησιμεύει ως ο χρυσός μίτος που μας οδηγεί μέσα στο παρελθόν.