Ο Θάνατος του Εμπεδοκλή από τον Σαλβατόρ Ρόζα. Ο θρύλος λέει ότι ο
Εμπεδοκλής αυτοκτόνησε πέφτοντας στο ηφαίστειο της Αίτνας. The Death of Empedocles by Salvator Rosa.
Legend holds that Empedocles committed suicide by falling into Mount Etna's
volcano.
Εμπνευσμένοι
στοχαστές
Ο
ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ο πιο σημαντικός από τους φιλοσόφους, είναι γνωστός στους
μεταγενεστέρους, κυρίως μέσα από διαλόγους που έγραψαν οι μαθητές του, Πλάτων
και Ξενοφών. Εδώ ιδωμένος μέσα από ρωμαϊκά μάτια, σε τοιχογραφία από την Έφεσο.
Οι πρώτες ιστορίες που διαθέτουμε περιέχουν ερωτήματα για τη ζωή και τον θάνατο, και για τις ιστορίες που διαβάζει κανείς στην πτήση των πουλιών, στην ανάπτυξη των λουλουδιών, στην εναλλαγή των ρευμάτων. Συνήθως περιέχουν απαντήσεις κάπως κουρασμένες, σαν να τις δίνει ένας κόσμος γερασμένος: καλύ- τερα να μην ποθούμε την αθανασία, αλλά να υπακούμε τους θεούς της εποχής μας και της θέσης μας· καλύτερα να μην προσδοκάμε θαυμαστά αποτελέσματα από τα δίδυμα πάθη του έρωτα και του πολέμου· καλύτερα να είμαστε έντιμοι, αν δεν μπορούμε να είμαστε τυχεροί καλή είναι η ισχύς, αλλά η ευφυΐα είναι καλύτερη ο κόσμος του φωτός και της τάξης έχει εγκλωβιστεί σε αιώνιο σκοτάδι, και όσοι εγκαταλείπουν το φως δεν επιστρέφουν αμετάβλητοι. Κάθε νέο βλάστημα απο- κοβόταν στο τέλος, και μόνον οι ουρανοί ήταν αιώνιοι. Οι αφορισμοί που αποδόθηκαν στους σοφούς του 6ου αιώνα (επτά, ή δέκα, ή δεκαεπτά τον αριθμό – ανάλογα με τις εκάστοτε προτιμήσεις) ήταν «φιλοσοφικοί» με την κοινή έννοια (δηλαδή, καταθλιπτικοί): «γνῶθι σαυτόν»· «μηδὲν ἄγαν»· «ἐγγύην φεύγειν»· «καιρὸν γνῶθι»· «οἱ πλεῖστοι ἄνθρωποι κακοί». Ταυτόχρονα, και αυτό ακόμη το γεγονός ότι μεγάλωσαν μέσα στα στα ερείπια θα μπορούσε να δώσει σε κάποιους την εντύπωση ότι οι ίδιοι τουλάχιστον ήταν νέοι. Ό,τι κι αν είχε επιτευχθεί προηγουμένως, και χαθεί, θα υπήρξε ίσως κάποια στιγμή που ο κόσμος ήταν νέος και θα μπορούσε να επανεπινοήσει και να επανανακαλύψει το μεγαλείο. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο: «Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος, ἀλλ᾽ ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθη, λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών» (Μτφρ.: «Σκιάς όνειρο είναι ο άνθρωπος: μα όταν ο Θεός στέλνει λάμψη, τότε ένα λαμπρό φως φτάνει στους ανθρώπους και η ζωή είναι γλυκιά σαν μέλι». [Σ.τ.μ.]) .
Σύμφωνα
με τους ποιητές, που πρώτοι αυτοί μίλησαν για Ελλάδα, το Κάτι προέκυψε από το
Τίποτα και έγινε, σιγά-σιγά, ο κόσμος της ανθρώπινης, της ελληνικής εμπειρίας:
οι θνητοί παρέπαιαν στον κόσμο φοβούμενοι τις όμορφες ή φρικτές παρουσίες, μα
όχι χωρίς τη θνητή τους αξιοπρέπεια. Οι δυνάμεις που είχαν διαμορφώσει τον
κόσμο, καθαρά εγωιστικές παρορμήσεις, βρίσκονταν τώρα σε ισορροπία υπό τον
παντεπόπτη Ουρανό, που όριζε οι άνθρωποι να τηρούν τις υποσχέσεις τους και να
προσφέρουν φιλοξενία σε όλους (ή τουλάχιστον σε όποιονδήποτε ήταν κάποιος).
Ορισμένοι βρέθηκαν έγκλειστοι στο σκοτάδι κάτω από τη γη άλλοι ξαναγεννήθηκαν
ως αφοσιωμένοι –ή αρκετά αφοσιωμένοι- Ολύμπιοι: την Μήτι, για παράδειγμα, την
πανούργα σοφία, την καταπίνει ο Δίας, και την επανεπινοούν ως Αθηνά. Ο Ξένιος
Ζευς, ο Όρκιος Ζευς (ο Θεός των Ξένων, ο Θεός των Όρκων) δεν θα άφηνε την προδοσία
ατιμώρητη, ούτε θα επέτρεπε στους κοινούς θνητούς να ορθώσουν πολύ το ανάστημά
τους. Στην εποχή του Κρόνου κάναμε ό,τι θέλαμε, τώρα όμως ζούμε με πειθαρχία.
Οι ιστορίες που αφηγήθηκαν οι ποιητές ήταν επίσης σκανδαλώδεις, σαν οι δυνάμεις
να ήταν τεράστια, λάγνα παιδιά, πλασμένα στη φαντασία όσων πίστευαν ότι
επιτυχία είναι να υποτάξει κανείς τους εχθρούς του και μετά να το γιορτάσει με
την άνεσή του. Μεταγενέστεροι Πλατωνικοί παρουσίασαν αλληγορικά τους μύθους
(όπως μόλις έκανα), και έτσι ενέπνευσαν τον Φίλωνα, Ιουδαίο του 1ου αιώνα στην
Αλεξάνδρεια, να βρει νέα, φιλοσοφικά, νοήματα στην Τορά. Ο Πλούταρχος, Βοιωτός
του 1ου αιώνα, ο οποίος υπηρέτησε ως ιερέας στους Δελφούς (και, παρεμπιπτόντως,
παρέσχε στον Σαίξπηρ πολλές από τις υποθέσεις των έργων του) βρήκε παρόμοια
στήριξη στους 478 αιγυπτιακούς μύθους της Ίσιδας και του Όσιρι. Ο Ξενοφάνης ο
Κολοφώνιος (570-478 π.Χ.) απεχθανόταν, όπως και ο Κλήμης, τέτοιους μύθους: η
δύναμη που κυβερνούσε μόνο από τα τον υποτελή κόσμο δεν μπορούσε στην
πραγματικότητα να έχει τη μορφή ενός δημιουργήματά της, αλλά έπρεπε μάλλον να
είναι τέλεια καθ' εαυτήν. Καμία εικόνα του Δία ως ανθρώπου, ταύρου, ή χρυσής
βροχής δεν θα γινόταν αποδεκτή, ούτε θα συγκινούσαν τον Δία οι επιθυμίες και τα
ξεσπάσματα οργής ενός κατωτέρου είδους. Αλλού, στις ακτές της Μεσογείου, εξίσου
αγανακτισμένοι προφήτες αρνούνταν ότι ο Θεός είχε κάποια μορφή που μπορούσε να απεικονιστεί,
ή ότι προήλθε από το Τίποτα. Αυτός ο Θεός μπορούσε να είναι γνωστός ως μόνον ως
ο Θεός της Δικαιοσύνης, και ο λαός του Ισραήλ είχε ορίσει εαυτόν τον εκλεκτό
του, ενώ τα άλλα έθνη υπηρετούσαν, στην καλύτερη περίπτωση, τους υπηρέτες του,
τους δαίμονες, εκτός αν υπάκουαν σε αυτόν.
Ο
ΘΑΛΗΣ Ο ΜΙΛΗΣΙΟΣ (ακμή: 585 π.X.) θεωρείται συχνά ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος.
Σώζονται μόνο λίγα αποφθέγματά του, όπως το «πάντα πλήρη θεών». Εδώ σε ρωμαϊκή
αναπαράσταση από τη Sala dei Filosofi, oто Museo Capitolino.
Οι
μεταγενέστεροι αναγνώρισαν τους Εβραίους ως «έθνος φιλοσόφων», αφοσιωμένους
στη ζωή του φιλοσόφου, σύμφωνα με τους νόμους του Θεού, όχι του βασιλιά, και
όχι σύμφωνα με τις όποιες επιταγές του όχλου. Δεν ήταν όμως φανερό αρχικά ότι
οι Έλληνες φιλόσοφοι έλεγαν τα ίδια με τους Εβραίους προφήτες. Η αρχή του
Ξενοφάνη είχε τις επιπτώσεις της: από τη μία πλευρά, το Κάτι, από το οποίο
παίρνει μορφή ο κόσμος, δεν μπορεί να έχει τη μορφή κανενός από τα παράγωγά του
από την άλλη, τίποτα δεν μπορεί να γίνει πιστευτό ως αληθής περιγραφή εκείνου
του ίδιου του «Κάτι», εφόσον φανερά θα οφείλει την καταγωγή του στον ιδιαίτερο
χαρακτήρα εκείνων που το περιγράφουν. Όμως, φυσικά, ένα Κάτι τόσο απολύτως
διαφορετικό από οποιοδήποτε συγκεκριμένο πράγμα είναι αδύνατον να περιγραφεί με
κοινούς όρους και ένα Κάτι, η αληθής περιγραφή του οποίου δεν πρέπει να οφείλει
τίποτα στον χαρακτήρα εκείνων που το να περιγράφουν, πούμε πως είναι κάτι
άπιαστο για εμάς: ό,τι και αν εμείς θεωρήσουμε εύλογο Αυτό είναι, θα είναι ό,τι
εμείς θεωρούμε ως εύλογο. Αν είναι παράλογο να πιστεύουμε ότι το Κάτι έχει
γαλάζια μαλλιά και γενειάδα (φέρ' ειπείν), δεν θα πρέπει να είναι εξίσου
παράλογο να το θεωρούμε ως έλλογο; Εάν ο Θαλής ο Μιλήσιος (ένας επιχειρηματίας
του 6ου αιώνα που κατέληξε να γίνει φιλόσοφος) είχε δίκιο, όταν έλεγε ότι το
Ύδωρ είναι η αρχή των πραγμάτων, δεν εννοούσε το υδαρές ύδωρ, το κοινό νερό.
Μπορεί να εννοούσε απλώς, όπως ο. Ηράκλειτος, ότι «τὰ πάντα ρεῖ»· μπορεί απλώς να αναζητούσε την πιο
εμφανή εικόνα για εκείνο το Ον «εντός του οποίου ζούμε και κινούμαστε και
υπάρχουμε». Οι ποιητές γνώριζαν ότι οι θεοί «παίρνουν μορφές» που δεν είναι
ουσιαστικά οι δικές τους, ότι μιλούν διαφορετική γλώσσα, αναπνέουν διαφορετικό
αέρα, και ωστόσο δεν ήταν απόλυτα ξένοι: ο Ξενοφάνης, για να τιμήσει τους θεούς
και για να διαμαρτυρηθεί για τη δυσφήμησή τους, τους έκανε τελείως αγνώστους.
Η
ΓΥΜΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ. Η λέξη Αλήθεια ετυμολογήθηκε συχνά ως το «μη κεκρυμμένον» ή το
«μη κεκαλυμμένον». Εξ ου και η μακραίωνη καλλιτεχνική παράδοση της απεικόνισης
της αλήθειας ως γυμνής –όπως εδώ, στη «Συκοφαντία» του Μποτιτσέλι.
Το
θέμα δεν ήταν «μόνο θεολογικό», σαν να υπήρχε μια διαφορετική σφαίρα λογικού
στοχασμού, όπου δεν προέκυπταν τέτοιου είδους προβλήματα. Θεολογία, αρχικά,
σήμαινε απλώς συζήτηση για τις ανεξιχνίαστες, ακατανόητες δυνάμεις και αιτίες
του κόσμου (γι' αυτό και εγώ μιλώ για το Κάτι και όχι για Θεό). Από προφανής,
ένα βασίλειο ανθρωπίνων αποτυπωμάτων και ιχνών, ο κόσμος κατέστη μυστηριώδης. «Ἐν βυθῷ γὰρ ἡ ἀλήθεια», διακήρυττε ο Δημόκριτος από τα
Άβδηρα (περ. 460-357 π.Χ.). Αυτός ο αφορισμός σήμερα φαίνεται αυτονόητος: το
πώς είναι στην πραγματικότητα τα πράγματα και το πώς φαίνονται σε εμάς, ή στον
οποιονδήποτε, δεν είναι κατ' ανάγκην, ή έστω καν, το ίδιο. Τότε δεν ήταν
φανερό, και ο αφορισμός είναι σκόπιμα παραδοξολογικός. Η λέξη «αλήθεια» δεν
σήμαινε για τους Αρχαίους Έλληνες μόνον ό,τι σημαίνει για εμάς σήμερα, και
είναι σαφές ότι εκείνοι, αν ήθελαν, μπορούσαν λέγοντας Αλήθεια να εννοούν είτε
το «Μὴ λανθάνον» είτε το «Μὴ κεκρυμμένον»· η πραγματική ετυμολογία της είναι κατά πάσα
πιθανότητα τελείως διαφορετική. Η Αλήθεια που κείται στα δημοκρίτεια βάθη είναι
παραδοξολογική γιατί «η Αλήθεια» θα έπρεπε μάλλον να είναι αυτό που δεν
κρύβεται, το φανερό. Η Αλήθεια είναι αυτό που δεν μπορούμε να λησμονήσουμε
γιατί ποτέ δεν δύει, γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο για να πάρει τη θέση της (όπως
το σκοτάδι αντικαθιστά το φως) – όπως είπε ο Ηράκλειτος από την Έφεσο (ακμή:
περ. 500 π.Χ.). Η Αλήθεια είναι ο παντεπόπτης ουρανός μέσα στον οποίο –και όχι
απλώς κάτω από τον οποίο- ζούμε.
Ο
ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΑΒΔΗΡΑ είναι γνωστός στην ιστορία της φιλοσοφίας κυρίως ως ο
πρόδρομος της ατομικής θεωρίας. Η λογοτεχνική και η καλλιτεχνική παράδοση τον
παρουσιάζουν ως τον «γελαστό φιλόσοφο» που συγκλονίζεται βλέποντας την
ανθρώπινη αφροσύνη. Σε αυτόν τον πίνακα, ο Terbrugghen αναφέρεται και στη
φυσική και στην ηθική φιλοσοφία του.
Και
όμως, κρύβεται. Στην πραγματικότητα, διακήρυττε ο Δημόκριτος, δεν γνωρίζουμε
τίποτα όλα όσα αντιλαμβανόμαστε είναι μόνο «κατά συνθήκη αληθινά», αληθινά
νόμω. Διαφορετικές συνήθειες γεννούν διαφορετικούς αισθητούς κόσμους,
διαφορετικές ιστορίες, αλλά η αλήθεια συνολικά είναι μόνον «άτομα και το κενό».
Σε μεταγενέστερη εποχή, αυτός ο «ατομισμός» μπορεί να χαιρετιστεί ως μια λαμπρή
προεικόνιση της φυσικής θεωρίας: ο Πλάτων, όπως έλεγαν οι επικριτές του, δεν
αντιμετώπισε ποτέ ευθέως τον Δημόκριτο (ο οποίος είχε επισκεφτεί την Αθήνα όσο
ζούσε ο Σωκράτης), επειδή φοβόταν μια πραγματική αντιπαράθεση με έναν ικανό
αντίπαλο. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι σύγχρονοι φυσικαλιστές μιλούν σαν ο κοινός
ανθρώπινος κόσμος να ήταν μια τέλεια παραίσθηση (ενίοτε ακόμη και αρνούμενοι
ότι υπάρχει κάτι στο οποίο εμφανίζεται η παραίσθηση). Σε αυτήν την περίπτωση,
φυσικά, τα λόγια και τα κείμενα που προτείνουν τη θεωρία είναι και αυτά
παραίσθηση (και αυτό γιατί εξαρτώνται από συγκεκριμένες ανθρώπινες γλώσσες έστω
και για να γίνουν αντιληπτά). Ο Δημόκριτος υπήρξε ίσως πιο προσεκτικός,
αναγνωρίζοντας ότι και αυτοί ακόμη οι λόγοι που έχουμε για να πιστεύουμε πως οι
αισθήσεις δεν μας δείχνουν την Αλήθεια απορρέουν από αυτό που μας δείχνουν οι
αισθήσεις. Ο ατομισμός του δεν ήταν τόσο φυσική θεωρία όσο αποτέλεσμα ενόρασης.
Όπως και άλλοι, προγενέστεροι σοφοί, λέγεται ότι είχε και αυτός ταξιδέψει πολύ
στην Ανατολή και ότι σύχναζε, όπως οι βουδιστές μοναχοί, σε νεκροταφεία
προκειμένου να μελετήσει, χωρίς αμφιβολία, την αποσύνθεση του σώματος. Τα
πρόσωπα (όπως και η γεύση, η θερμοκρασία και τα χρώματα) υπάρχουν «κατά
συνθήκη»: «στην πραγματικότητα» υπάρχουν μόνον άτομα και το κενό. Όλα, μηδενός
εξαιρουμένου, τα κοινά αντικείμενα συντίθενται από άτμητα απλά. Επειδή δεν
μπορεί να υπάρχει επ' άπειρον αναγωγή μερών, πρέπει να υπάρχουν απεριόριστες
τον αριθμό απλές μονάδες (τα άτομα), χωρίς τα χαρακτηριστικά των σύνθετων
προϊόντων τους. Όπως και προηγουμένως, ο πραγματικός κόσμος, το explanans -το εξηγούν-
δεν μπορεί να έχει τις ιδιότητες που καλείται να εξηγήσει.
Η ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ: η τοιχογραφία του Ραφαήλ στην Stanza
della Segnatura του Βατικανού είναι η εντυπωσιακή αναγεννησιακή απεικόνιση της
αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Οι μορφές σε αυτές τις λεπτομέρειες είναι πιθανώς
(δεξιόστροφα, από πάνω αριστερά) ο Παρμενίδης, ο Ηράκλειτος, ο Πυθαγόρας και ο
Σωκράτης.
Αυτό
ακριβώς το χάσμα μεταξύ Φαινομένου και μιας υποθετικής Πραγματικότητας θα
αποτελέσει το κεντρικό νήμα του φιλοσοφικού στοχασμού στον αρχαίο κόσμο (και σε
άλλους). Ωστόσο ένας φιλόσοφος έφτασε στο σημείο να αρνείται ότι υπάρχουν
πολλαπλές αλήθειες, ή οποιοδήποτε είδος αναλήθειας. «Είναι ανάγκη», είπε ο
Παρμενίδης, «να λέμε και να σκεφτόμαστε ότι το Ον Είναι». Μια πιθανή ερμηνεία
εξισώνει αυτή τη ρήση με το καθήκον να είμαστε φιλαλήθεις: γι' αυτό που είναι,
πρέπει να λέμε ότι είναι· γι' αυτό που δεν είναι, πρέπει να λέμε ότι δεν είναι.
Ακόμη και αυτό, μολονότι μοιάζει με αυταπόδεικτη αλήθεια, είναι σημαντικό:
γιατί, στο κάτω-κάτω, να μη λέμε ψέματα, να μην επινοούμε ιστορίες, να μην
κρυβόμαστε από την αλήθεια; Το ότι η αλήθεια μάς φορτώνει με την ευθύνη της, το
ότι μπορούμε να κρύψουμε, αλλά δεν πρέπει, μας λέει κάτι για τη φύση της
(κυρίως ότι δεν είναι, όπως διατείνονταν μεταγενέστεροι στοχαστές, ανεξάρτητη
από αξίες). Όμως, ο Παρμενίδης συμπέρανε περισσότερα από αυτό. Ανάμεσα στις
«κατά συνθήκη αλήθειες», πράγματα για τα οποία συμφωνούμε ότι είναι αληθή αλλά,
στην πραγματικότητα, δεν είναι, υπάρχουν ισχυρισμοί περί αλλαγής και δυνατότητας.
Θα μπορούσαν να είναι άλλα πράγματα από ό,τι είναι άλλα πράγματα από ό,τι είναι
δεν είναι· κάποια πράγματα γεννώνται και άλλα φθείρονται. Πώς συμβαίνει αυτό;
Ό,τι δεν είναι, δεν είναι, και έτσι δεν μπορεί να ειπωθεί ή να περιγραφεί. Δεν
μπορεί να υπάρχει κενό, ούτε Τίποτα· ούτε μπορούν να υπάρχουν πολλά τίποτα,
αποκυήματα της φαντασίας· ούτε μπορούν τα πράγματα να γίνουν Τίποτα, ούτε και
υπήρξαν ποτέ Τίποτα. Ο Παρμενίδης δεν συμπέρανε ότι υπάρχουν, κατά κάποιον
τρόπο, πράγματα που δεν υπάρχουν (τα οποία, σύμφωνα με όσα είπαμε και την κοινή
λογική, είναι υπαρκτά), αλλά μάλλον ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει ούτε κενό,
ούτε αλλαγή, ούτε διαφορά. Ο Δρόμος της Αληθείας απαιτεί από εμάς να πιστεύουμε
ότι το Ον Είναι, και ότι σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να συμβαίνει
διαφορετικά.
«Η έμπνευση του Παρμενίδη»: έτσι ακριβώς το παρουσίασε. Ο Παρμενίδης καταγόταν από την Ελέα και έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ. αργότερα έλεγαν ότι ήταν μαθητής του Ξενοφάνη, και ότι είχε διδάξει τον Πυθαγόρα (για τον οποίο περισσότερα πιο κάτω). Επέλεξε να παρουσιάσει τη σκέψη του έμμετρα, ως την αποκάλυψη μιας θεάς. Άλλοι, όπως ο μαθητής του Ζήνων ο Ελεάτης, μπορεί να υποστήριζαν ότι, στον Δρόμο του Φαίνεσθαι, υπήρχαν άλυτες αντιφάσεις, και ο ίδιος ο Παρμενίδης μπορεί να επικέντρωσε την προσοχή του -ο Πλάτων πάντως πίστευε ότι το έκανε- στο λογικό επιχείρημα για να φτάσει στο συμπέρασμά του. Ωστόσο, το κείμενό του αρχίζει ως αποκάλυψη. Ομοίως, μεταξύ των Εβραίων, οι δάσκαλοι μπορεί, τελικά, να μιλούσαν για τις ιδιότητες (ας τις ονομάσουμε έτσι) του Κυρίου, αλλά ξεκινούσαν με μία συγκλονιστική αποκάλυψη του Ενός Όντος. Οι ποιητές και οι φιλόσοφοι εσφαλμένα θεώρησαν -όπως είπαν ο Παρμενίδης και οι προφήτες- ότι το Τίποτα προηγήθηκε του Παντός: δεν υπήρξε, ούτε υπάρχει, το Τίποτα. Υπάρχει το Κάτι που πρέπει να υπάρχει, η μόνη Αλήθεια που ψάχνουμε στα τυφλά να την εκφράσουμε με όλα όσα λέμε. Κάθε μικρή αλήθεια είναι «αληθής» μόνο κατά συνθήκη, γιατί εμείς συμφωνούμε να την θεωρούμε ως τέτοια. Η Αλήθεια δεν είναι ούτε ενδεχομενική (σαν να μην υπήρχε τίποτα αληθινό), ούτε ατελής (σαν να υπήρχε κάτι άλλο ως αληθινό, απαραίτητο για να την εξηγήσει), ούτε διαφοροποιείται στη μία ή την άλλη μικρή αλήθεια. Εάν (χάριν του επιχειρήματος) η πρόταση «ο Πυθαγόρας γεννήθηκε στην Σάμω» είναι αληθής, και το ίδιο η πρόταση «ο Ιωάννης πέθανε στην Έρεσο», τότε το ότι ο Πυθαγόρας γεννήθηκε στην Σάμο και το ότι ο Ιωάννης πέθανε στην Έφεσο θα ταυτίζονταν μεταξύ τους, όπως ακριβώς ταυτίζεται ο Έσπερος με τον Αυγερινό (όντας και οι δύο -όπως ανακάλυψε είτε ο Παρμενίδης είτε ο Πυθαγόρας, ο δάσκαλός του- ο πλανήτης Αφροδίτη). Δεν είναι διαφορετικές αλήθειες, γιατί υπάρχει μόνο μία αλήθεια: τίποτα που ονομάζει μια διαφορετική αλήθεια δεν αποτελεί αληθινή ονομασία για κάτι.
Ελληνικό
αγγείο με δρομείς στα Παναθήναια, περ. 530 π.Χ. Στον [μυθιστορηματικό] διάλογο
του Πλάτωνα, ο Παρμενίδης και ο Ζήνωνας διαφωνούν με έναν νεαρό Σωκράτη κατά τη
διάρκεια αυτών των αγώνων περ. 450 π.Χ. Greek vase with runners at the
panathenaic games, c. 530 BC. In
Plato's [fictional] dialogue, Parmenides and Zeno debate a young Socrates
during these games c. 450 BC.
Πολλά
από αυτά μάς φαίνονται σήμερα σοφιστείες, όπως και στον Πλάτωνα, ο οποίος
ανέλυσε τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαμε παρόλα αυτά να εκστομίζουμε
ψεύδη με τρόπο κατανοητό, και το πώς αυτό που δεν «υπήρχε» θα μπορούσε ωστόσο
να είναι νοητό. Οι σοφιστείες έχουν και αυτές τη χρησιμότητά τους: μας
επιτρέπουν να κάνουμε τις διακρίσεις που χρειάζεται να κάνουμε για να
αντεπεξέλθουμε στην καθημερινή ζωή. Παρόλο που ο Σενέκας, για παράδειγμα
(Ρωμαίος Στωικός, περιβόητος γιατί δίδαξε, ή γιατί απέτυχε να διδάξει, τον
Νέρωνα), θεωρούσε γελοίο να διαθέσει χρόνο σε πλάνες (όπως: Ο «μυς» είναι μία
συλλαβή και οι μύες τρώνε τυρί, άρα τουλάχιστον κάποιες συλλαβές τρώνε τυρί),
αυτό ακριβώς το άτοπο (που δεν θα διακρινόταν εύκολα χωρίς τα εισαγωγικά)
ισοδυναμεί με τη σημαντική θέση ότι ένας χάρτης δεν είναι η επικράτεια, οι
λέξεις μας σε καμία περίπτωση δεν είναι ο κόσμος. Όμως, το Ον του Παρμενίδη,
ακόμη και ως ιδέα, έχει πιο μακρόχρονη ιστορία από την απλή ταύτιση κάποιων
προβλημάτων με το συνδετικό ρήμα (δηλαδή, με τον γραμματικό τύπο που συνδέει το
υποκείμενο με το κατηγορούμενο: ...είναι ...). Εάν είχε δίκιο, τότε η Αλήθεια
που αρέσκεται να κρύβεται απέχει ακόμη πιο πολύ, απ' όσο υπέθετε ο Δημόκριτος,
από τον Δρόμο του Φαίνεσθαι. Εάν δεν γνωρίζουμε τίποτα για την πραγματικότητα
(όπως είπε ο Δημόκριτος), πώς μπορούμε να λέμε ότι συντίθεται από άτμητα
στοιχεία εγκατεσπαρμένα στον χώρο και κίνούμενα πέρα από τον χρόνο; Άπαξ και
κλείσουμε τα μάτια στο φαίνεσθαι, δεν έχουμε άλλον λόγο για να πιστεύουμε ότι
υπάρχουν καν πολλά πράγματα, ή ότι ο Χώρος και ο Χρόνος είναι κάτι παραπάνω από
δρόμοι που μας φαίνεται ότι βλέπουμε. Αν μπορούμε όντως να γνωρίσουμε μία
αλήθεια –ο Παρμενίδης έλεγε ότι μπορούμε- αυτό δεν θα συμβαίνει βάσει του
αισθητηριακού φαίνεσθαι. Μόνον η λογική δηλώνει σαφώς τι Είναι. Η αλήθεια η
φανερή μόνο στη θεϊκή διάνοια είναι αυτό που η διάνοια δηλώνει ότι είναι: δεν μπορεί
να υπάρξει διαχωρισμός ανάμεσα στο
Είναι και το Νοείν. Αυτό, για τον Παρμενίδη, είναι το Εν.
Ζήνων
ο Κιτιεύς. Προτομή στη συλλογή Farnese, Νάπολη. Φωτογραφία του Paolo Monti, 1969.
Zeno of Citium. Bust in
the Farnese collection, Naples. Photo by Paolo Monti,
1969.
Στόχος
του Ζήνωνα, του μαθητή του, ήταν να καταστήσει τις εναλλακτικές της εξήγησης
του Παρμενίδη ακόμη λιγότερο αποδεκτές: οπωσδήποτε, ακουγόταν παράξενο να λέει
ότι δεν μπορεί να υπάρξει μεταβολή, ή διαφορά. Η ρήση του Ηράκλειτου, ότι τα
πάντα αλλάζουν, μας φαίνεται αρχικά περισσότερο εύλογη. Όμως η ίδια η έννοια
της αλλαγής, όπως υποστήριζε ο Ζήνων, συνεπαγόταν ένα αναπόδραστο παράδοξο. Για
να αλλάξει κάτι ολόκληρο έπρεπε πρώτα να αλλάξει κατά το ήμισυ' και θα μπορούσε
να θεωρηθεί τότε ότι κάθε νέο στάδιο που προκύπτει από την κατά το ήμισυ αλλαγή
είναι κάτι ολοκληρωμένο, και ότι υπάρχει άλλο ένα κατά το ήμισυ στάδιο να
επιτευχθεί πρώτα. Ο Αχιλλέας δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει τη χελώνα, αφού
αυτή πάντα θα είχε μετακινηθεί, όταν ο Αχιλλέας θα έφτανε εκεί όπου είχε βρεθεί
προηγουμένως η χελώνα το βέλος δεν θα έφτανε ποτέ στον στόχο του, ούτε θα
κινούνταν καν, αφού ανά πάσα στιγμή αυτό δεν θα καταλάμβανε διάστημα μεγαλύτερο
από το μήκος του, και ό,τι καταλαμβάνει διάστημα ίσο με τον εαυτό του πρέπει να
είναι ακίνητο. Τα Παράδοξα, του Ζήνωνα, που εξακολουθούν να γοητεύουν όσους
αγαπούν τα αινίγματα, επινοήθηκαν για να δείξουν ότι, παρά τα φαινόμενα, δεν θα
μπορούσε ποτέ να υπάρξει αλλαγή ή διαφορά, ότι στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο
το Εν. Υπάρχει άλυτη διαμάχη ανάμεσα στις απαιτήσεις της λογικής και της αίσθησης.
Κάθε διαφοροποίηση (και όχι απλώς η προσωρινή αλλαγή) ενέχει μία αντίφαση.
Σκεφτείτε την όποια υποτιθέμενη διάκριση ανάμεσα στο Α ως κ και το Α ως μη-κ
(όπως θα μπορούσε να είναι μια αλλαγή από το θερμό στο ψυχρό, ή αλλιώς μια
χωρική διαφορά ανάμεσα στο να είναι κάτι κόκκινο και στο να είναι πράσινο).
Σκεφτείτε την τελευταία στιγμή (ή το απώτατο σημείο) όπου το Α είναι χ: είναι
αυτή η ίδια ή διαφορετική από την πρώτη στιγμή όπου είναι μη-κ; Αν είναι η
ίδια, τότε υπάρχει ένα σημείο ή μία στιγμή όπου το Α είναι και χ και μη-χ αν
δεν είναι η ίδια, τότε υπάρχει ένα διάκενο (άγνωστο πόσο μεγάλο) όπου το Α δεν
είναι ούτε χ ούτε μη-Χ. Ούτως ή άλλως, οι νόμοι της αντίφασης ή του
αποκλειόμενου τρίτου δεν ισχύουν. Αυτό είναι άτοπο. Ο Ζήνων, προκειμένου να
χαλαρώσει την προσκόλλησή μας στον κοινό νου, όπως λεγόταν, επινόησε τη
διαλεκτική αυτός παρέμεινε, όπως θα διαπιστώσουμε, ο κρυφός της σκοπός. Ο
Ζήνων, παρεμπιπτόντως, ήταν ένας από εκείνους που πέθανε βίαια όπως μοιραία
πεθαίνουν οι φιλόσοφοι: αψήφησε με τέτοιο θάρρος κάποιον τύραννο, ώστε ο
τύραννος, αφού τον εκτέλεσε, ανατράπηκε.
Ο
ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ Ο ΣΑΜΙΟΣ ήταν ένας φιλόσοφος και πολυμαθής του 6ου αιώνα. Έκανε
ανακαλύψεις στη μουσική και τη γεωμετρία, ενώ το θεώρημα που προσδιορίζει το
μήκος της υποτείνουσας ενός ορθογώνιου τριγώνου φέρει μέχρι σήμερα το όνομά
του. Εδώ σε ανάγλυφο του Lucca della Robbia από το Κωδωνοστάσιο του Ντουόμο
στην Φλωρεντία.
Είναι
πιθανό, τελικά, το ποίημα του Παρμενίδη να ήταν μόνον επίφαση, και ο ίδιος να
μην όφειλε στην πραγματικότητα τη σκέψη του σε έμπνευση. Δύο άλλες μορφές από
την ομάδα της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας είναι λιγότερο επιδεκτικές
επαναπροσδιορισμού: ο Πυθαγόρας (ακμή: περ. 530) και ο Εμπεδοκλής (ακμή: περ.
450). Αμφότεροι συνεισέφεραν τα μέγιστα στην επιστήμη μας, αμφότεροι δήλωναν
προφήτες, ακόμη και σαμάνοι-μάντεις. Αμφότεροι ισχυρίζονταν ότι θυμούνταν τις
παρελθούσες ζωές τις οποίες δεχόταν μια παράδοση της αρχαϊκής σκέψης. Αμφότεροι
ισχυρίζονταν (ή άλλοι το ισχυρίζονταν για λογαριασμό τους) ότι ήταν θεοί.
Παράλληλα, ο Πυθαγόρας έθεσε τα θεμέλια της παραγωγικής γεωμετρίας, και ο Εμπεδοκλής
διερεύνησε τα φυσικά συμβάντα περισσότερο ευρηματικά από οποιονδήποτε άλλον
πριν από τον Αριστοτέλη. Η τελική κατάσταση στην οποία περιήλθε η ελληνική
φιλοσοφία, πριν την παρασύρει για μια χιλιετία περίπου το ιουδαϊκό, χριστιανικό
και ισλαμικό ρεύμα, ήταν ένας πυθαγόρειος ή «ορφικός» Πλατωνισμός: κατάσταση
που οι πεφωτισμένοι χαρακτηρίζουν ως ένα «ψυθόπληκτο, άμορφο σκοτάδι» (για το
οποίο θα πούμε περισσότερα πιο κάτω). Όμως, ο Πυθαγόρας ήταν εκείνος που έδειξε
(τουλάχιστον σε κάποιους) τον τρόπο για να διακρίνει κανείς την αθέατη
Πραγματικότητα, την Αλήθεια. Η γλώσσα που οι θεοί μιλούν μεταξύ τους είναι η
γλώσσα των αριθμών. Εμείς δεν χρειάζεται πια να εξαρτιόμαστε από την ανεπαρκή
όραση για να μάθουμε νέες αλήθειες: αυτές μπορούν να συναχθούν από μαθηματικές
αρχές, και τα ίδια πρότυπα μπορούν να παρατηρηθούν με απίστευτα διαφορετικούς
τρόπους. Μεγάλο μέρος της πυθαγόρειας, ή υποπυθαγόρειας, εξέτασης του θέματος
ήταν απλή αριθμολογία, που εξαρτιόταν από τις μαγικές ιδιότητες των απλών
αριθμών· πολλοί δρόμοι αποκλείστηκαν όπως και σε μεταγενέστερες εποχές- από
φόβο για τις υποτιθέμενες άρρητες σχέσεις. Η ιστορία έλεγε ότι ο μαθητής που
ανακάλυψε, με απλή εφαρμογή του θεωρήματος που εξακολουθεί να είναι γνωστό ως
πυθαγόρειο, ότι η τετραγωνική ρίζα του 2 είναι άρρητος αριθμός, πνίγηκε –από
καθαρή ατυχία- στη θάλασσα. Οι θεοί κατά καιρούς έλεγαν ασυναρτησίες. Παρέμενε
όμως η ελπίδα ότι μπορούμε να δούμε την καθαρή Αλήθεια, αγνοώντας αυτό που δεν
μπορούσε να αριθμηθεί. Ο Πυθαγόρας υπήρξε περισσότερο οξύνους από ορισμένους
μεταγενέστερους που συμμερίζονταν τις απόψεις του: γιατί, στο κάτω-κάτω, να
μπορούμε να μάθουμε τη γλώσσα των θεών, αφού δεν είμαστε θεοί; Αν δεν είμαστε
θεοί, γιατί περιμένουμε να μάθουμε περισσότερα από όσα μάς λένε οι αισθήσεις
μας; Είχε γεννηθεί ο Θεός των μαθηματικών, και η σκέψη ότι οι μαθηματικοί
μπορούν να αποβλέπουν στη θεϊκότητα. Ακόμη και ο Αριστοτέλης, που τον γοήτευαν πολύ
λιγότερο από ό,τι τον Πλάτωνα οι αριθμοί, είπε: «όπως η όραση προσλαμβάνει φως
από τον περιβάλλοντα αέρα, έτσι και η ψυχή προσλαμβάνει φως από τα μαθηματικά».
Πηγές: Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας,
από Stephen
R. L. Clark, Paul Vincent Spade, Anthony Kenny, Roger Scruton, David Pears,
Antony Quinton. Επιμέλεια: Anthony Kenny. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Δέσποινα
Ρισσάκη. Τίτλος πρωτοτύπου: Anthony Kenny, The Orford llustrated History
of Western Philosophy, Oxford University Press, 1994.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου