Painting by Edvard
Munch. All other materials from the web.
Κύριο
Κουρτς – πέθανε
Μια
δεκάρα για τον Γέρο-Γκάι
I
Είμαστε
οι κούφιοι άνθρωποι
Είμαστε
οι παραφουσκωμένοι άνθρωποι
Γέρνοντας
μαζί
Με
την περικεφαλαία γεμάτη με άχυρο. Αλίμονο!
Οι
εξαντλημένες μας φωνές όταν
Μαζί
ψιθυρίζουμε
Είναι
βουβές και άσκοπες
Όπως
ο αέρας στο ξερό χορτάρι
Ή
τα πόδια των ποντικών πάνω σε σπασμένα γυαλιά
στο
ξηρό μας κελάρι
Μορφή
δίχως φόρμα, σκιά δίχως χρώμα,
Δύναμη
παραλυμένη, χειρονομία δίχως κίνηση˙
Εκείνοι
που διέσχισαν
Με
το βλέμμα ευθύ, στου θανάτου την άλλη Βασιλεία
Μας
θυμούνται —όπως ήμασταν— όχι σαν χαμένες
λυσσαλέες
ψυχές, αλλά μοναχά
Σαν
τους κούφιους ανθρώπους
Του
παραφουσκωμένους ανθρώπους.
Βλέμματα
που δεν τολμώ στο όνειρο να αντικρίσω
Στου
θανάτου το ονειρικό βασίλειο
Αυτά
δεν εμφανίζονται:
Εκεί,
τα βλέμματα είναι
Ηλιόφως
σε έναν σπασμένο κίονα
Εκεί,
είναι ένα δέντρο που ταλαντεύεται
Και
υπάρχουν φωνές
Στου
ανέμου το τραγούδι
Πιότερο
μακρινές και ακόμα πιο ιερές
Απ’
ότι ένα αστέρι που σβήνει.
Ας
μη βρεθώ πιο κοντά
Στου
θανάτου το ονειρικό βασίλειο
Κι
ακόμα ας ντυθώ
Με
μια τέτοια προμελετημένη μεταμφίεση
Τη
δορά του ποντικού, το πετσί του κορακιού,
σανίδια σταυρωτά Σε ένα λιβάδι
Και
όπως φυσάει ο άνεμος τα πάει
Όχι
πιο κοντά—
Όχι
αυτή η τελική συνάντηση
Στο
βασίλειο του λυκόφωτος.
Αυτή
είναι η νεκρή χώρα
Αυτή
είναι του κάκτου η χώρα
Εδώ
τα λίθινα ειδώλια
Υψώνονται,
εδώ δέχονται
Την
ικεσία από το χέρι ενός νεκρού ανθρώπου
Κάτω
από την μαρμαρυγή ενός αστεριού που σβήνει.
Κάπως
έτσι είναι
Στου
θανάτου την άλλη βασιλεία
Ξυπνάς
μοναχός
Εκείνη
την ώρα που εμείς
τρέμουμε
με τρυφερότητα
Χείλη
που θα φιλούσαν
Πλάθουν
προσευχές για τη σπασμένη πέτρα.
Τα
βλέμματα δεν είναι εδώ
Εδώ
δεν υπάρχουν βλέμματα
Σ’
αυτή την κοιλάδα των άστρων που πεθαίνουν
Σ’
αυτή την κούφια κοιλάδα
Το
σπασμένο αυτό σαγόνι των χαμένων βασιλείων μας
Σε
αυτόν τον ύστατο τόπο συνάντησης
Μαζί
ψαχουλεύουμε
Και
αποφεύγουμε τα λόγια
Συγκεντρωμένοι στην αμμούδα του ξεχειλισμένου ποταμού
Τυφλοί,
εκτός κι αν
Τα
μάτια επανέλθουν
Όπως
το αιώνιο άστρο
Ρόδο
εκατόφυλλο
Της
λυκόφωτης του θανάτου βασιλείας
Η
ελπίδα μόνο
Των
κενών ανθρώπων.
Γύρω-γύρω
όλοι
Φραγκόσυκο
στη μέση
Γύρω-γύρω
όλοι
Στις
πέντε ξημερώνει
Μεταξύ
της ιδέας
Και
της πραγματικότητας
Μεταξύ
της κίνησης
Και
της πράξης
Ενσκήπτει
η Σκιά
Ότι
Σου εστίν η Βασιλεία
Μεταξύ
της επινόησης
Και
της δημιουργίας
Μεταξύ
του αισθήματος
Και
της ανταπόκρισης
Ενσκήπτει
η Σκιά
Η
ζωή είναι μακριά πολύ
Μεταξύ
της επιθυμίας
Και
του σπασμού
Μεταξύ
της ισχύος
Και
της ύπαρξης
Μεταξύ
της ουσίας
Και
της πτώσης
Ενσκήπτει
η Σκιά
Ότι
Σου εστίν η Βασιλεία
Ότι
Σου εστίν
Είναι
η ζωή
Ότι
Σου εστίν
Έτσι
τελειώνει ο κόσμος
Έτσι
τελειώνει ο κόσμος
Έτσι
τελειώνει ο κόσμος
Όχι
με έναν κρότο αλλά με ένα κλαψούρισμα
T.
S. ELIOT, NOVEMBER 1925
Μετάφραση:
Γιάννης Αντιόχου
Οι
δυο επιγραφές που χρησιμοποιεί ως motto ο Έλιοτ προέρχονται η μεν που
μεταφράζεται: «Κύριο Κουρτς-πέθανε» από το κλασικό μυθιστόρημα του Τζόζεφ
Κόνραντ «Η καρδιά του σκότους», όπου ο
Κουρτς είναι μυθιστορηματικός ήρωας, η δε
που μεταφράζεται ως: «μια δεκάρα για τον Γέρο-Γκάι» είναι λαϊκή αγγλική
έκφραση, την οποία λένε τα παιδιά στην Αγγλία την 5η Νοεμβρίου.
Ο
Γέρο-Γκάι είναι ο Γκάι Φοκς (Guy Fawkes) που μαζί με άλλους συνωμότησε στο να ανατιναχθεί η Βουλή των Λόρδων ως διαμαρτυρία απέναντι στους αντικαθολικούς
νόμους. O Γκάι Φοκς συνελήφθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1605 σε ένα υπόγειο της
βουλής και μετά από βασανιστήρια ομολόγησε και κατέδωσε και τους συνεργάτες
του. Η 5η Νοεμβρίου γιορτάζεται στην Αγγλία με πυροτεχνήματα και φωτιές
αχυρένιων ομοιωμάτων. Η συσχέτιση «οι κούφιοι άνθρωποι», «οι παραγεμισμένοι
άνθρωποι» είναι φανερή με τα ομοιώματα από άχυρο που καίγονται.
Το
ποίημα έχει ακόμα αναφορές από τον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σαίξπηρ και την
«Κόλαση» του Δάντη, ιδιαίτερα στη στροφή όπου είναι συγκεντρωμένοι όλοι μαζί
στην αμμούδα του ξεχειλισμένου ποταμού.
Στο
ποίημα παρακολουθούμε τη διαδρομή της ψυχής μέσα: (1) Στου θανάτου το ονειρικό
βασίλειο, (2) Στο βασίλειο του λυκόφωτος και (3) Στου θανάτου την άλλη βασιλεία
Ο
Έλιοτ περιγράφει πως εμείς οι ζωντανοί γινόμαστε αντιληπτοί από εκείνους που
«διέσχισαν με το βλέμμα ευθύ, στου θανάτου την άλλη Βασιλεία» και γράφτηκε στις
25 Νοεμβρίου του 1925. Η έκδοση του έγινε για πρώτη φορά στο βιβλίο του Έλιοτ
“Collected Poems 1920-1925”.