Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Κορνήλιος Καστοριάδης, Οι μύθοι της παράδοσής μας. Cornelius Castoriadis, The myths of our culture

Πίνακας του Μπόστ. Ο Μεγαλέξανδρος με την αδελφή του την Γοργόνα.

Τι σημαίνει το γεγονός ότι διερωτώμεθα για τη σχέση μας με την παράδοση; Ότι κατά κάποιον τρόπο έχουμε βγει απ’ την παράδοση. Αυτό το καταλαβαίνουμε πρώτα-πρώτα εμπειρικά. Οι φυλές και οι λαοί που έχουν μείνει κλεισμένοι μέσα στην παράδοσή τους δεν βλέπουν καν την παράδοση σαν παράδοση: ζουν μέσα σε αυτήν και θεωρούν την παρούσα ζωή τους σαν συνέχεια ενός αμετάβλητου τρόπου ζωής. Και μπορούμε να το καταλάβουμε και λογικά: για να διερωτηθούμε για τη σχέση μας με την παράδοση πρέπει η σχέση αυτή να έχει γίνει, περισσότερο ή λιγότερο προβληματική, πρέπει να έχει δημιουργηθεί μια απόσταση απ’ την παράδοση. Απόσταση δεν σημαίνει απεμπόληση ή λησμονιά.

Le Cheval Chinois, 17000 av J.C. à 10000 av J.C., Magdalénien, Lascaux, France.

Σημαίνει και άλλου είδους παρουσία και άλλου είδους σχέση. Μια σύντομη ανασκόπηση της ανθρώπινης ιστορίας μας δείχνει ακριβώς δυο κύριους τύπους σχέσης με την παράδοση. Ο πρώτος που ασφαλώς πρέπει να ήταν και μόνος για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μέχρι την 1η χιλιετία πΧ, είναι ο τύπος των αρχαϊκών (ή πρωτόγονων ή αγρίων) κοινωνιών. Αν στηριχτούμε στη γνώση που έχουμε για τέτοιου τύπου κοινωνίες από την εθνολογία (που τις μελέτησε τους δυο τελευταίους αιώνες), θα συνάγουμε ότι σε αυτές τις κοινωνίες, τρόπος ζωής, έθιμα, οργάνωση, τεχνική, διαβιβάζονται σχεδόν αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά. Ανεπαίσθητες αλλοιώσεις βέβαια συνεχώς εμφανίζονται, αλλιώς δεν θα υπήρχε διάκριση ανάμεσα στις διάφορες παλαιολιθικές και νεολιθικές εποχές. Αλλά οι κοινωνίες αυτές δεν έχουν συνείδηση αυτών των αλλοιώσεων. Πιστεύουν ότι από τότε που υπάρχει η φυλή τους, η ζωή τους και οι νόμοι τους έμειναν οι ίδιοι. Βέβαια από όσο ξέρουμε, όχι μόνο υπάρχει μια συνείδηση του χρόνου και της διαδοχής των γενεών, αλλά υπάρχει και μια μυθική παράσταση ενός πρώτου χρόνου ή «πρώτης στιγμής», στιγμής δημιουργίας και του κόσμου και της ίδιας της φυλής. Αυτή αποδίδεται σε έναν ή πολλούς θεούς και σε έναν ή πολλούς «ήρωες» ή προγόνους, που έθεσαν μια για πάντα τους νόμους, την τάξη και την οργάνωση του κόσμου και της φυλής. Οι δημιουργοί αυτοί, θείοι ή ανθρώπινοι, έχουν πάντως μια ιερή φύση που φυσικά μεταβιβάζουν και στα δημιουργήματά τους. Από αυτά απορρέει άμεσα ο ιερός χαρακτήρας των θεσμών της φυλής, που κάνει ιερόσυλη και βλάσφημη κάθε ιδέα μεταβολής τους. Οι θεσμοί, όπως ο τρόπος ζωής, είναι κυριολεκτικά καθιερωμένοι μια για πάντα λόγω της ιερής προέλευσής τους.

Rembrandt. Moses Smashing the Tablets of the Law, 1659.

Η κλασική εβραϊκή παράδοση που κληρονόμησε και ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ, παρ’ όλο που προέρχεται από μια κοινωνία που με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αρχαϊκή, πρωτόγονη ή άγρια, προσφέρει μια τέλεια εικόνα αυτής της κατάστασης. Ο θεός δημιούργησε τον κόσμο και τους ανθρώπους, εδιάλεξε ανάμεσα σ’ αυτούς μια φυλή στην οποία μια σειρά από θεόπνευστους «ήρωες»-Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και τελικά Μωυσής παρουσίασαν τους νόμους του Θεού.

Βοιωτικός κρατήρας της ύστερης γεωμετρικής εποχής με στόμιο και γεωμετρικά μοτίβα. Απεικονίζεται πιθανώς ο Πάρης να φεύγει από τη Σπάρτη με την Ελένη. Στη ζώνη του ώμου μεταξύ των λαβών διακρίνεται μια σκηνή με μορφές. Στα αριστερά της κύριας όψης εικονίζεται μια όρθια γυναίκα, με μαλλιά έως του ώμους, ποδήρες ένδυμα, η οποία αποδίδεται με το περίγραμμά της και με σταυρωτές γραμμές, κρατάει πιθανώς ένα στεφάνι. Την γυναίκα κρατάει από τον αριστερό καρπό ένας άντρας που κοιτάει πίσω προς το μέρος της ενώ προχωρεί προς τα δεξιά προς το πίσω μέρος ενός πλοίου με δύο σειρές κωπηλάτες. Στο εμπρόσθιο μέρος του πλοίου έχουμε μια μεγάλη πλώρη. Τέρμα δεξιά απεικονίζεται ένα πουλί που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό στοιχείο. Η όψη Α έχει ερμηνευτεί ως μυθολογική σκηνή: είναι πιθανόν να απεικονίζονται ο Θησέας με την Αριάδνη, ο Πάρης με την Ελένη, ή ο Οδυσσέας με την Πηνελόπη. Σε αυτόν τον κρατήρα έχουμε την πρώτη απεικόνιση δύο σειρών κωπηλατών σε πλοίο. Η γυναίκα αποτελεί το πρότυπο για μεταγενέστερες γεωμετρικές μορφές θρηνωδών και χορευτών. Οι σειρές με ‘S’ και οι οριζόντιες ταινίες υποδεικνύουν επιρροή κορινθιακής αγγειογραφίας. 8ος αι. π.Χ. (730-720 π.Χ. περίπου).

Αυτές οι κοινωνίες μπορούν να ονομαστούν ετερόνομες γιατί θεωρούν τους νόμους τους δοσμένους από κάποιον ανώτερο Άλλο και συνεπώς απαγορεύουν στον εαυτό τους οποιαδήποτε μεταβολή αυτών των νόμων. Από την σκοπιά όπου τοποθετηθήκαμε, η σχέση αυτών των κοινωνιών με την παράδοση μπορεί να ονομαστεί παθητική. Μια ιστορική στροφή, καλύτερα ρήξη, εμφανίζεται με την αρχαία Ελλάδα και ξανά μετά από πολλούς αιώνες στην Δυτική Ευρώπη. και στις δυο αυτές περιπτώσεις η σχέση με την παράδοση αλλάζει και μπορεί να ονομαστεί ενεργητική. Η αλλαγή αυτή είναι φυσικά οργανικά συνδεδεμένη με αυτό που συνιστά την απόλυτη ιστορική ιδιομορφία της αρχαίας Ελλάδας, τη δημιουργία για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία μιας κίνησης προς την αυτονομία, δηλαδή την ελευθερία, σε σχεδόν όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, κατά πρώτο λόγο στην πολιτική με τη δημιουργία της δημοκρατίας και στη σκέψη με τη δημιουργία της φιλοσοφίας και της επιστήμης.

Πρωτοαττικό αγγείο από την Αίγινα, γνωστό ως η πρόχους των Κριών. Παριστάνεται η φυγή του Οδυσσέα και των συντρόφων του από τη σπηλιά του Κύκλωπα Πολύφημου με τη βοήθεια των κριαριών. 7ος αι. π.Χ. (650 π.Χ. περίπου).

Η δημιουργία αυτή ισοδυναμεί βέβαια με μια ριζική ρήξη με την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Η Αθηναϊκή δημοκρατία, στην ουσία της, δεν έχει καμιά σχέση με τις ομηρικές ή μινωικές ή μυκηναϊκές βασιλείες όπως και η φιλοσοφία αναδύεται ως καταστροφή της μυθικής παράδοσης του κόσμου. Π.χ. και οι δυο πρώτοι ιστορικοί, ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος αρχίζουν τα συγγράμματά τους και τα δικαιολογούν με την βεβαίωση ότι αυτά που οι Έλληνες διηγούνται για το παρελθόν τους είναι παραμύθια. Εν τούτοις, αυτά με κανέναν τρόπο δεν σημαίνουν απεμπόληση ή λησμονιά της παράδοσης. Συμβαδίζουν με την διαμόρφωση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, που μπορεί να τη χαρακτηρίσει κανείς με δυο λέξεις φαινομενικά αντιφατικές, σεβασμός και μεταμόρφωση. Η αντίφαση αίρεται άμα σκεφτούμε ότι σ’ αυτό το πεδίο σεβασμός δεν σημαίνει τυφλή λατρεία και παγωμένη συντήρηση, αλλά αναζωογόνηση του παρελθόντος μέσω της μεταμόρφωσης των στοιχείων του που έτσι γίνονται σημαντικά για το παρόν.

Ανατολικοϊωνικό πινάκιο με χαρακτηριστικά του μέσου "ρυθμού των αιγάγρων". Αποδίδεται σε αγγειογράφο της "Ομάδας του Ευφόρβου", όπως ονομάστηκε από τον ήρωα που απεικονίζεται στο συγκεκριμένο πινάκιο. Κατασκευάστηκε μάλλον στη Ρόδο (ή στην Κάλυμνο ή στην Κω) και βρέθηκε στην Κάμειρο. Πάνω από το νεκρό κορμί του Τρωαδίτη Εύφορβου μάχονται ο Μενέλαος με τον Έκτορα. Η συμπλοκή αυτή δεν αναφέρεται στο ομηρικό έπος. Τα ονόματα των προσώπων αναγράφονται. Το πινάκιο διαθέτει εντυπωσιακή πολυχρωμία και πλούσια διακοσμητικά στοιχεία, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι μυθολογικές και γενικότερα οι εικονιστικές παραστάσεις στα αγγεία του στιλ των αιγάγρων είναι σπάνιες. 7ος αι. π.Χ. (610-600 π.Χ. περίπου).

Θα προσπαθήσω να κάνω κατανοητό αυτό που θέλω να πω με παραδείγματα από τον χώρο της τέχνης και ιδιαίτερα αυτού που ονομάζουμε λογοτεχνία. Ξέρουμε ότι ο Όμηρος έμεινε πάντα ζωντανός στην κλασσική Ελλάδα, τα ομηρικά έπη τα τραγουδούσαν στις γιορτές και τα παιδιά τα μάθαιναν στο σχολείο. Ξέρουμε όμως επίσης ότι μετά τον Ησίοδο και το έπος και το χαρακτηριστικό του μέτρο, το δακτυλικό εξάμετρο, εξαφανίζονται και ότι οι καινούργιοι ποιητές, ο Αρχίλοχος, η Σαπφώ και αυτοί που ακολούθησαν, δημιουργούν νέα μέτρα, νέα θέματα, νέες μορφές ποίησης. Αυτό δεν εμπόδισε τους κλασσικούς φιλόσοφους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, να παραθέτουν τους ομηρικούς στίχους στα φιλοσοφικά τους κείμενα. Αλλά μόνο στην αλεξανδρινή εποχή, εποχή παρακμής, με τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ρόδιου, εμφανίζεται μια προσπάθεια μίμησης των ομηρικών επών, φυσικά με πολύ μέτρια αποτελέσματα.

Drawing by George Romney: The Ghost of Darius Appearing to Atossa (The Persians By Aeschylus).

Αλλά το πιο λαμπρό παράδειγμα αυτής της δημιουργικής μεταμόρφωσης της παράδοσης μας το δίνει η Αθηναϊκή τραγωδία και η σχέση της με την άλλη προαιώνια μεγάλη ελληνική δημιουργία, τον μύθο. Όλοι οι λαοί έχουν ωραίους μύθους, αλλά μόνο οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι είναι αληθινοί, μεστοί από ανθρωπολογικά και κοσμολογικά νοήματα, αληθινά που παρουσιάζονται με μυθική μορφή. Είναι φυσικά αδύνατο να ξέρουμε ως ποιο βαθμό αυτό το νόημα των μύθων σε όλη του την έκταση και την ένταση μπορούσαν να το αφομοιώσουν και να το οικειοποιηθούν οι Έλληνες, ας πούμε του 6ου πΧ αιώνα. Λογικό είναι να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον ασυνείδητα και υπόγεια τους άγγιξε, αλλιώς και οι μύθοι ως μύθοι δεν θα είχαν διασωθεί. Αυτό που εμφατικά ξέρουμε είναι ότι η τραγωδία, που με μόνη εξαίρεση τους «Πέρσες» του Αισχύλου και την «Μιλήτου Άλωση» του Φρύνιχου έχει ως αποκλειστικό θέμα της τους μύθους, αφενός αναλαμβάνει αυτό το νόημα, το κάνει προσιτό σε όλους, το πλουτίζει, ασφαλώς το μεταμορφώνει και του δίνει μιας εκπληκτικής έντασης και ενάργειας παρουσίαση με την ενσάρκωσή του σε ανθρώπινους χαρακτήρες και λόγους, αφετέρου εκσυγχρονίζει τους μύθους, τους πλέκει με τα καινούργια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα.

Orestes, Electra and Hermes at the tomb of Agamemnon. Side A of a lucanian red-figure pelike, ca. 380–370 B.C. by Choephoroi Painter.

Ταυτόχρονα βλέπουμε τους ποιητές να τροποποιούν και να πλουτίζουν την πλοκή των μύθων. Αναμφισβήτητη ένδειξη μας δίνει στην ποιητική του ο Αριστοτέλης, λέγοντας ότι η σημαντικότερη αρετή του τραγικού ποιητή είναι η μυθοσκοπία. Θα έπρεπε να είχαμε το χρόνο να το δείξουμε αυτό πάνω σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Θα περιοριστώ να αναφέρω την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τις τρεις θηβαϊκές τραγωδίες του Σοφοκλή («Οιδίπους τύραννος», «Οιδίπους επί Κολονώ», «Αντιγόνη») και τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη.. Συνοπτικά η τραγωδία ούτε επαναλαμβάνει το μύθο, ούτε τον χρησιμοποιεί σαν παθητικό υλικό. Στηρίζεται στις δυνατότητές του και δημιουργεί μια καινούργια μορφή τέχνης που της επιτρέπει, σε μια οργανική συνέχεια με το μύθο να παρουσιάσει καινούργια περιεχόμενα. Ανάλογες αναπτύξεις θα μπορούσε να κάνει κανείς για την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική ή τη ζωγραφική όσο την ξέρουμε από τα αγγεία.

Anne-Louis Girodet. The Meeting of Orestes and Hermione, ca. 1800.

Από αυτή τη σκοπιά, τη δημιουργία μιας καινούργιας σχέσης με την παράδοση, ο μόνος αληθινός κληρονόμος της αρχαίας Ελλάδας είναι η Δυτική Ευρώπη. Χωρίς να μακρυγορήσω, θα υπενθυμίσω πόσο ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός, από τον 11ο αιώνα και πέρα, και υπήρξε επαναστατικά δημιουργός και διατήρησε μια γνήσια σχέση με την παράδοση που είχε πίσω του, είτε λαϊκή, είτε «καλλιεργημένη». Η παράδοση αυτή περιλαμβάνει βέβαια κατά πρώτο λόγο τη χριστιανική κληρονομιά και αργότερα την ελληνορωμαϊκή κληρονομιά. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, μιλώντας πολύ σύντομα, θα πάρω για παράδειγμα την καταπληκτική εξέλιξη της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής που αρχίζει με μια εκκλησιαστική εικονογραφία, παραφυάδα της βυζαντινής και από τον Giotto και μετά παρουσιάζει μια ακατάπαυστη δημιουργική ανανέωση που όμως είναι ταυτόχρονα μια αδιάκοπη οργανική συνέχεια ως το 1950.

Το ίδιο ισχύει και για την μουσική που βγαίνει και από την εκκλησιαστική ρίζα του γρηγοριανού άσματος και από την φολκλορική ρίζα λαϊκών μελωδών, ρυθμών και τρόπων. Η βαθιά σχέση μεγάλων μουσικών δημιουργών, όπως οι κλασικοί Γερμανοί, ο Chοpin, o Musorsgy, o Albeniz, μ’ αυτές τις ρίζες αλλά και η ικανότητά τους να μετουσιώνουν επαναστατικά τα στοιχεία της παράδοσης που χρησιμοποιούν είναι προφανείς. Το πιο έντονο παράδειγμα αυτής της σχέσης προσφέρει ίσως η δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία η οποία, μέσα από τις συνεχείς τομές στην ιστορία της σκέψης που παρουσιάζει, εξελίσσεται πάνω σε ρητή αναφορά με την παράδοση της φιλοσοφικής θεολογίας του μεσαίωνα και της κλασικής ελληνικής φιλοσοφίας.

Το Όραμα του Προφήτη Ιεζεκιήλ, ψηφιδωτό στον Όσιο Δαβίδ της Θεσσαλονίκης, β΄μισό 5ου αι. Mosaic in monastery of Latomou, 6th century.

Η περίπτωση της Δυτικής Ευρώπης παίρνει για μας όλο το τραγικό της βάρος, αν την αντιπαραθέσουμε μ’ αυτά που έγιναν ή δεν έγιναν στο ανατολικό μέρος της άλλοτε Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στο Βυζάντιο. Παρά το ότι το Βυζάντιο δεν υποχρεώθηκε να διασχίσει την περίοδο καθαρής βαρβαρότητας που υπέστη η Δυτική Ευρώπη από τον 5ο ως τον 11ο αιώνα, ο πολιτισμός του μας δίνει στις μεγάλες του γραμμές μια στατική εικόνα απολιθωμένων μορφών. Η σχέση με την παράδοση εδώ είναι στείρα, μιμητική και επαναληπτική. Η ζωγραφική γίνεται μια εικονογραφία που πολύ γρήγορα φτάνει σε τυποποιημένες μορφές τις οποίες μετά απλώς επαναλαμβάνει μιμούμενη τον εαυτό της. Το ίδιο ισχύει και για την αρχιτεκτονική. Η τέχνη του λόγου μένει μια ισχνή και ανιαρή απομίμηση των αρχαίων προτύπων. Έξω από τη λαϊκή μουσική, που γι’ αυτή την περίοδο ελάχιστα ξέρουμε, η μουσική καθηλώνεται στο μονωδικό εκκλησιαστικό άσμα.

Σελίδα του χειρογράφου της Παλατινής Ανθολογίας. Πρώιμος 10ος αιώνας. Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. A page of the Palatine Anthology (Codex Palatinus 23), 10th century, from the Library of the University of Heidelberg.

Δυο παραδείγματα μπορούν να συνοψίσουν τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή πολιτισμική κατάσταση. Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν ό,τι περίπου σώζεται και σήμερα από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Απ’ αυτούς την παίρνουν και την μεταφράζουν οι Άραβες και αργότερα οι Δυτικοευρωπαίοι. Οι Άραβες, όχι μόνο σχολιάζουν τον Πλάτωνα και ιδίως τον Αριστοτέλη, αλλά μέσα απ’ αυτή την επαφή γεννούν τουλάχιστον δύο σημαντικούς φιλοσόφους, τον Αβικένα και τον Αβερρόη.

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Ταφή του κόμη του Οργάθ (1586-88), Λάδι σε μουσαμά, 480x360 εκ., Τολέδο, Άγιος Θωμάς.

Για τους Δυτικοευρωπαίους, η «ανακάλυψη» των αρχαίων ελληνικών κειμένων δημιουργεί έναν εκρηκτικό συγκλονισμό που βρίσκει το πρώτο του κορύφωμα στην Αναγέννηση, αλλά που οι δονήσεις του δεν σταματούν, περιοδικά διαπιστώνεται κάτι σαν επιστροφή στους Έλληνες. Τώρα τι κάνουν οι Βυζαντινοί; Απλώς αντιγράφουν τα αρχαία χειρόγραφα και τους σχολιαστές τους και κάπου κάπου προσθέτουν και κανένα σχόλιο. Το άλλο παράδειγμα είναι ο Γκρέκο. Παινευόμαστε και ξιπαζόμαστε με τον Γκρέκο χωρίς να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει η περίπτωσή του. Ο Γκρέκο είναι βέβαια βαθειά ριζωμένος στην χριστιανική παράδοση και ξεκινάει από βυζαντινούς τύπους. Αλλά το πέρασμά του από τη Βενετία και η εγκατάστασή του στην Ισπανία τον αλλάζουν ριζικά. Η ζωγραφική του σαφώς μαρτυράει την προέλευσή του πχ σε παραλλαγές χρωματικής ή στην περίφημη επιμήκυνση των προσώπων και των σωμάτων. Αλλά τα αριστουργήματα της ισπανικής εποχής «Η ταφή του κόμητος Οργκάθ», «Οι απόψεις του Τολέδου», «Η κυρία με τη γούνα» είναι αδύνατα και αδιανόητα στο Βυζάντιο ή στη Κρήτη του 17ου αιώνα.

Η Πέμπτη Σφραγίδα της Αποκαλύψεως (1608-14, λάδι σε μουσαμά, 222,3 x 193 εκ., Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο. Ο Γκρέκο δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τον πίνακα, που προοριζόταν για το νοσοκομείο Ταβέρα. Μοτίβα του έργου χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από τον Πικάσο για τον πίνακα Δεσποινίδες της Αβινιόν.

Οι σημερινοί Βυζαντινοκάπηλοί μας δεν στέκονται μια στιγμή να αναρωτηθούν γιατί ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος έπρεπε να εγκατασταθεί στην Ισπανία και να γίνει El Greco; Το Βυζάντιο και η εποχή της Τουρκοκρατίας μας προσφέρουν το παράδειγμα ενός μεταελληνικού πολιτισμού που έχει κάποια γνώση της αρχαιότητας σε σχέση με αυτήν, αλλά που μένει καθηλωμένη σε μια μιμητική, εξωτερική και άγονη σχέση με την παράδοση.

Πίνακας Νίκου Εγγονόπουλου. Οι δύο Μακεδόνες. Μέγας Αλέξανδρος και Παύλος Μελάς. Αθήνα. Συλλογή Ν. Εγγονόπουλου.

Τέλος έρχομαι στο σύγχρονο ελληνικό δράμα. Τα κεντρικά στοιχεία του ελληνικού δράματος είναι, από τη μια μεριά, η τριπλή αναφορά που περιέχει για μας η παράδοση: Αναφορά στους αρχαίους Έλληνες, αναφορά στο Βυζάντιο, αναφορά στη λαϊκή ζωή και κουλτούρα, όπως αυτή δημιουργήθηκε στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και κάτω από την Τουρκοκρατία. Από την άλλη μεριά, η αντιφατική και, θα μπορούσε να πει κανείς, ψυχοπαθολογική σχέση μας με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, που περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι ο πολιτισμός αυτός έχει μπει εδώ και δεκαετίες σε μια φάση έντονης κρίσης και υποβόσκουσας αποσύνθεσης.

Πίνακας Φώτη Κόντογλου. Ο Μέγας Αλέξανδρος. Τοιχογραφία του Δημαρχείου Αθηνών. Αθήνα.

Η διπλή και ταυτόχρονη αναφορά στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο, που αποτέλεσε το επίσημο «πιστεύω» του νεοελληνικού κράτους και του πολιτιστικού κατεστημένου της χώρας οδήγησε και οδηγεί σε αδιέξοδο, κατά πρώτο και κύριο λόγο διότι οι δυο αυθεντίες που επικαλείται βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση μεταξύ τους. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι πολιτισμός ελευθερίας και αυτονομίας, που εκφράζεται στο πολιτικό επίπεδο στην πολιτεία ελεύθερων πολιτών που συλλογικά αυτοκυβερνώνται και στο πνευματικό επίπεδο με την ακατάπαυστη επαναστατική ανανέωση και αναζήτηση. Ο βυζαντινός πολιτισμός είναι πολιτισμός θεοκρατικής ετερονομίας, αυτοκρατορικού αυταρχισμού και πνευματικού δογματισμού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα, ούτε στοχαστές, μόνο σχολιαστές ιερών κειμένων. Η προσπάθεια συνδυασμού και συμφιλίωσής τους δεν μπορούσε παρά να νεκρώσει κάθε δημιουργική προσπάθεια και να οδηγήσει σε ένα στείρο σχολαστικισμό, όπως αυτός που χαρακτήριζε το πνευματικό κατεστημένο της χώρας επί ενάμισυ σχεδόν αιώνα μετά την ανεξαρτησία και που επαναλάμβανε τα χειρότερα μιμητικά στοιχεία του Βυζαντίου.

Ο Ιωάννης Συκουτρής (Σμύρνη, 1 Δεκεμβρίου 1901 - Ακροκόρινθος, 21 Σεπτεμβρίου 1937) κορυφαίος φιλόλογος, ήταν Χίος στην καταγωγή, όπως και ο Αδαμάντιος Κοραής, φοίτησε και αυτός στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για το εξαιρετικής ποιότητας έργο του, στο οποίο δεσπόζουν οι εκδόσεις και οι εισαγωγές στην Ποιητική του Αριστοτέλη και το Συμπόσιο του Πλάτωνα, αλλά και για την αυτοκτονία του σε νεαρή ηλικία.

Καθ’ όσο ξέρω, είμαστε ο μόνος λαός με μεγάλο πολιτιστικό παρελθόν που πρόσφερε στον κόσμο το γελοίο και θλιβερό θέαμα προσπάθειας τεχνητής επαναφοράς της γλώσσας που μιλιόταν πριν από 25 αιώνες. Ούτε οι Ιταλοί προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν τα λατινικά, ούτε οι Ινδοί τα σανσκριτικά. Και είναι εξίσου χαρακτηριστικό ότι ενώ η Δυτική Ευρώπη, στους δυο περασμένους αιώνες εγέννησε δεκάδες λαμπρούς ελληνιστές, μόνο τρία ονόματα έχουμε που μπορούν να σταθούν αχνά στο ίδιο επίπεδο με αυτούς: Τον Κοραή, τον Βερναρδάκη και τον Συκουτρή –τον οποίο Συκουτρή οδήγησε χαρακτηριστικά σε αυτοκτονία ο φθόνος και το μίσος των κηφήνων του εν Αθήνησι Πανεπιστημίου.

Η  στερεότυπη  έκδοση (editio  stereotypa) του  Πελοποννησιακού  Πολέμου  του  Θουκυδίδη ( β΄ τόμος) από  τις  εκδόσεις  Teubner  Λειψίας  του  1894, με σχόλια (Λατινικά) του  G. Boehme.

Περηφανευόμαστε ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων, αλλά για να μάθουμε τι έλεγαν και τι ήταν οι αρχαίοι πρέπει να προσφύγουμε σε ξένες εκδόσεις και σε ξένες μελέτες. Αυτή η ίδια στάση έκανε ασφαλώς επίσης αδύνατη τη γονιμοποίηση της λαϊκής παράδοσης και τη μεταφορά της στο χώρο της έντεχνης παιδείας, με εμφατική εξαίρεση την ποίηση. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο τεράστιος μουσικός πλούτος της λαϊκής μουσικής σε μελωδίες, ρυθμούς, κλίμακες και όργανα έμεινε νεκρός στα χέρια των νεοελλήνων συνθετών, όπως έμεινε άχρηστος και ο αρχιτεκτονικός και διακοσμητικός πλούτος της λαϊκής παράδοσης.

Τέλος, αυτή η αναφορά στα δύο μεγάλα παρελθόντα, με τον αποστειρωτικό τρόπο που ετέθη, είναι στη ρίζα της σχιζοφρενικής μας σχέσης με το δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, του συνδυασμού ενός κακομοιριασμένου αισθήματος κατωτερότητας και μιας ψωροπερήφανης και αστήρικτης αυθάδειας. Έτσι παίρνουμε από τους ξένους τις BMW, τις τηλεοράσεις, τα κατεψυγμένα, κλπ, κλπ, χωρίς να μιλήσω για τα πακέτα Ντελόρ και τους βρίζουμε για την υποδούλωσή τους στην τεχνική και στον ορθολογισμό τους. Πράγματα που η Δύση βέβαια δεν περίμενε τους νεοφώτιστους ελληνοορθόδοξους για να τα κριτικάρει και να τα καταγγείλει η ίδια και που δεν απαλείφονται με μια ετήσια εκδρομή στο Άγιο Όρος.

Cornelius Castoriadis by Pablo Secca.

Φαντάζομαι ότι δεν περιμένετε από μένα να δώσω συνταγές για το πώς θα μπορούσαμε να υπερβούμε αυτή τη δραματική βουβαμάρα που πολιτισμικά μας χαρακτηρίζει σήμερα. Για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: αυτό που από την ελληνική ιστορία διαδόθηκε, γονιμοποίησε τον κόσμο και παραμένει σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης είναι η αρχαία ελληνική δημιουργία και η ανάδυση μέσα από αυτήν των ιδεών της αυτονομίας και της ελευθερίας. Αν η Δυτική Ευρώπη μπόρεσε, με τη σειρά της, να μεγαλουργήσει κι αυτή επί δέκα σχεδόν αιώνες, είναι και διότι μπόρεσε να συγκροτήσει μέσα από τις δυο Αναγεννήσεις, την κλασική εποχή, το Διαφωτισμό και τις μετέπειτα εξελίξεις, μια σχέση δημιουργικού διαλόγου κι όχι μιμητικής επανάληψης με τα αρχαία ελληνικά σπέρματα. Για μας σήμερα, αν είμαστε ικανοί να τον συγκροτήσουμε, ένας τέτοιος διάλογος που προϋποθέτει και τη βαθιά γνώση και το σεβασμό της λαϊκής μας παράδοσης δεν μπορεί παρά να είναι διπλός: και με τους αρχαίους και με την τεράστια πολιτιστική κληρονομιά της Δυτικής Ευρώπης.

Κορινθιακός μελανόμορφος κιονωτός κρατήρας (του μέσου κορινθιακού ρυθμού), γνωστός ως "κρατήρας του Ευρύτιου". Βρέθηκε στην αρχαία Καιρέα (Τσερβετέρι) της Ετρουρίας, στην Ιταλία. Στη λεπτομέρεια από την αριστερή λαβή παράσταση της αυτοκτονίας του Αίαντα, από τις πρωιμότερες. Ο Αίαντας έχει πέσει πάνω στο ξίφος του. Από πάνω του στέκονται ο Οδυσσέας και ο Διομήδης. Στην κύρια όψη εικονίζεται η μάχη του Ευρύτιου με τον Ηρακλή. 6ος αι. π.Χ. (600-590 π.Χ. περίπου).

Όπως το ανέφερα ήδη, και αυτός ο δυτικός πολιτισμός περνάει σήμερα μια βαθιά κρίση που δεν ξέρουμε αν και πότε θα μπορέσουν οι δυτικοί λαοί να την ξεπεράσουν. Είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, στο ίδιο καράβι είμαστε μπαρκαρισμένοι κι εμείς και δεν εννοώ τις οικονομικές και διπλωματικές διασυνδέσεις. Αν μπορέσουμε να αφομοιώσουμε δημιουργικά τον απέραντο πολιτισμικό πλούτο που δημιούργησε η Δύση –και που περιέχει έστω και ανεπαρκώς την αρχαία ελληνική αναφορά-θα μπορέσουμε ίσως να μιλήσουμε μια πραγματικά δική μας γλώσσα και να παίξουμε την παρτίδα μας σε μια νέα πολιτιστική συμφωνία. Αλλιώς θα εξακολουθήσουμε να βράζουμε στο ζουμί μας και να καλλιεργούμε την περιθωριακή μας ασημαντότητα.

Διάλεξη στον Τριπόταμο Τήνου στις 20/8/1994. Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία στις 21/8/1994.

Κορνήλιος Καστοριάδης


Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Χαρά Χρηστάρα, Όρθιος ο καιρός

André Masson. Vue emblèmatique de Tolède, 1936.

Κυριακή

Την άλλη μέρα ανομβρία

και κρύο γερό

Λέξη δεν ξεμυτίζει

Η έμπνευση στριμώχνεται στο μοναχικό τοπίο

χτυπάει το στήθος με τα χέρια γροθιές

Εδώ χρειάζεται μια νέα καταιγίδα

ν’ αστράψει ο ουρανός, να εκτονωθεί

αλλά τίποτε, ρεπό

Αύριο θα κυλήσουν όλα ομαλά

με δουλειές, υποχρεώσεις και χαμόγελα

σήμερα όμως δεν υπάρχει ούτε αύριο, ούτε χτες.

Édouard Manet. Le Balcon, The Balcony, 1868. Oil on canvas, 170 cm × 124 cm (67 in × 49 in). Musée d'Orsay, Paris.

Εκείνη κρατιέται στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού

Ο δρόμος άδειος

Η κρίση θα περάσει

αλλά άφησε το ίχνος της

σε μια σελίδα μισοτελειωμένη

που πήρε τη θέση της μέσα στις άλλες

και μόνο αυτή ξέρει τη διαφορά της.

René Magritte, Perspective II. Manet's Balcony, 1950.

Από τη συλλογή «Ασθμαίνοντας όνειρα, ποιήματα 1981-1999», εκδ. Νέα Πορεία (2006).

Χαρά Χρηστάρα

H Xαρά Xρηστάρα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1957. Σπούδασε στο Παρίσι κοινωνιολογία, γλωσσολογία, εθνολογία και εθνομουσικολογία και είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος κοινωνικής ανθρωπολογίας από την E.H.E.S.S. Ποιήματά της δημοσιεύτηκαν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες. Έχει εκδώσει δέκα τρεις ποιητικές συλλογές και τρεις συγκεντρωτικές εκδόσεις. Από τον Μανδραγόρα κυκλοφορούν οι ποιητικές της συλλογές «Υπόγεια ρεύματα» 2008, «Ποιήματα 1981-2008» που εκδόθηκε το 2009, «Δωρικά» το 2010 και «Αυτοανθολόγηση 1981-2010» το 2014.

Η κοιλάδα των Τεμπών. The Vale of Tempe

View of the valley with Pineios River flowing through. Vale of Tempe (modern Greek: Témbi) the ancient name of a narrow valley in North Thessaly, Greece, through which the Pineios River reaches the Aegean sea. The cliffs reach 1,650 feet (500 meters), and is as narrow as 25 metres in other places, it is about 10 kilometers long. It is between Olympus on the north and Ossa on the south. It is celebrated by the Greek poets as a favourite haunt of Apollo and the Muses. On the right bank of the Pineios sat a temple to Apollo, near which the laurels used to crown the victorious in the Pythian Games were gathered. The Vale of Tempe also was home for a time to Aristaeus, son of Apollo and Cyrene, and it was here that he chased Eurydice, wife of Orpheus, who, in her flight, was bitten by a serpent and died. In the thirteenth century AD a church dedicated to Aghia (Saint) Paraskevi was erected in the valley.

Τα ταξίδια αποτελούσαν ανέκαθεν μία από τις πλέον βασικές δραστηριότητες του ανθρώπου σε ολόκληρη την ιστορική του διαδρομή. Και όσοι τα επιχειρούσαν για προσωπική ικανοποίηση ήταν άνθρωποι με συναισθηματική ευαισθησία, τολμηροί, ίσως και εκκεντρικοί, με πολλά ενδιαφέροντα. Τους έθελγε η περιπέτεια, αλλά και η εξερεύνηση του άγνωστου, η περιήγηση σε χώρους ιδιαίτερου φυσικού κάλλους ή διαχρονικού ιστορικού ενδιαφέροντος. Επιπλέον τους ενδιέφερε η γνωριμία με ανθρώπους άλλων περιοχών, με ιδιαίτερο υλικό και πνευματικό πολιτισμό και με τρόπο ζωής διαφορετικό από τον δικό τους.

Ειδικότερα, κάθε ταξίδι ενός περιηγητή στον ελληνικό χώρο ήταν ένα οδοιπορικό σε μια περιοχή με πλούσια ιστορική μνήμη, διαπνεόμενο από έντονη επιθυμία γνωριμίας με τον τόπο όπου διαδραματίσθηκαν σημαντικά ιστορικά γεγονότα, καθώς και ιερό προσκύνημα στα μνημεία όπως διασώθηκαν από την αμείλικτη φθορά του χρόνου.

Vale of Tempe, Satellite image.

Για την Κοιλάδα των Τεμπών το πέρασμα των περιηγητών έχει διάρκεια πολύ περισσότερη από δύο χιλιάδες χρόνια. Η πλούσια αρχαία ελληνική μυθολογία που σχετίζεται με την Κοιλάδα, η γειτνίαση με τον μυθικό Όλυμπο, την κατοικία των δώδεκα θεών, αλλά και τα ιστορικά γεγονότα τα οποία διαδραματίσθηκαν σε μια διαδρομή αιώνων, συνδυάζονται αρμονικά με την ειδυλλιακή φυσική ομορφιά του χώρου. Τα γεγονότα αυτά καθιστούσαν την Κοιλάδα των Τεμπών πόλο έλξης κάθε ευαίσθητου ανθρώπου, ο οποίος, όταν προγραμμάτιζε το ταξίδι του στην Ελλάδα, θεωρούσε υποχρέωσή του να «προσκυνήσει» την περιοχή αυτή, η ιερότητα της οποίας είχε καθιερωθεί ήδη από τους αρχαίους και τους ρωμαϊκούς χρόνους. Από τους πρώτους επισκέπτες των αρχαίων χρόνων έχουν διασωθεί καταγραφές με ενθουσιώδεις εντυπώσεις από τον χώρο. Επειδή ο αριθμός των περιηγητών στο διάστημα των δύο και πλέον χιλιάδων χρόνων είναι αρκετά μεγάλος, στο παρόν κείμενο θα αναφερθούν επιλεκτικά ορισμένοι και θα περιλάβουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τις εντυπώσεις τους όπως τις κατέγραψαν οι ίδιοι, χωρίς καμία δική μας παρέμβαση.

Αρχαίοι-ρωμαϊκοί χρόνοι

Αναθηματικό ανάγλυφο με παράσταση της Απολλώνιας τριάδας. Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας, αρ. ευρ. Γ1. Η κοιλάδα των Τεμπών ήταν αφιερωμένη στη λατρεία του θεού Απόλλωνα, θεού του θρησκευτικού καθαρμού και της μαντικής. Ίχνη του ιερού του Απόλλωνα Πυθίου ή Τεμπείτη βρέθηκαν στην ανατολική έξοδο της κοιλάδας στη δεξιά όχθη του Πηνειού, στο άκρο της σημερινής γέφυρας του ποταμού.

Μια πλειάδα Λατίνων συγγραφέων, ποιητών και ιστορικών μίλησαν σε διάφορα έργα τους για την Κοιλάδα των Τεμπών περιγράφοντάς την με πληθώρα επιθέτων, όπως βαθύσκιος, καταπράσινος, ειδυλλιακός, δασοσκεπής και άλλα. Ο μεγαλύτερος γεωγράφος της αρχαιότητος Στράβων, ο ποιητής Οβίδιος στις «Μεταμορφώσεις» του, ο Βιργίλιος, ο λυρικός ποιητής Οράτιος, ο επικός ποιητής Λουκανός, ο Πλίνιος, ο Σενέκας και τόσοι άλλοι, αμιλλώνται σε περιγραφικές εξάρσεις προκειμένου να τονίσουν την ομορφιά της.

Από τον Λατίνο συγγραφέα Κλαύδιο Αιλιανό, στις αρχές του 3ου μ.Χ., αντλούμε ίσως την καλύτερη περιγραφή του φυσικού μεγαλείου των Τεμπών: «Τα Τέμπη είναι μια περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στον Όλυμπο και την Όσσα, βουνά πανύψηλα… Στη μέση κυλάει ο Πηνειός με τους πολλούς παραποτάμους του, οι οποίοι συμβάλλουν στη διόγκωση των νερών του. Αυτή η περιοχή προσφέρει πλήθος τοποθεσίες για ξεκούραση, τις οποίες η ίδια η φύση μόνη της φρόντισε να διαμορφώσει, χωρίς η τέχνη να συμβάλει ουσιαστικά. Ο κισσός με τις φουντωτές κληματσίδες φυτρώνει εδώ πλούσιος και τυλίγεται γύρω από τους ψηλούς κορμούς των δένδρων, όπως πλούσια φυτρώνουν και τα βάτα στην κορυφή του βουνού, καλύπτοντας ολόκληρη την επιφάνεια των βράχων, σε τέτοιο βαθμό που το μάτι να συναντά παντού πρασινάδα, γεγονός το οποίο προσφέρει μια ευχάριστη θέα. Κάτω στη στενή δίοδο φαράγγια, αναρίθμητα άλση και ποικίλα περάσματα, τα οποία συνδέονται άμεσα το ένα με το άλλο, εξασφαλίζουν στον ταξιδιώτη μέσα στην κάψα του καλοκαιριού τη δροσερή σκιά και το πιο φιλόξενο καταφύγιο. Ένα πλήθος από ρυάκια διασχίζουν την περιοχή και αναρίθμητες πηγές αναβρύζουν πεντακάθαρο νερό, που είναι απόλαυση να το πίνεις. Χιλιάδες πουλιά και προ παντός αυτά που ξεχωρίζουν με το μελωδικό τραγούδι τους σκορπίζουν το κελάηδημα ασταμάτητα και θέλγουν την ακοή του ταξιδιώτη, βοηθώντας τον να ξεχνά τις ταλαιπωρίες της οδοιπορίας του. Στις δύο πλευρές του ποταμού βρίσκονται στενά δρομάκια περιπάτου και τοποθεσίες για ξεκούραση. Γαλήνια και ήρεμα σαν λάδι κυλά τα νερά του στη μέση του γοητευτικού φαραγγιού ο Πηνειός. Προστατευμένος καλά από τα κρεμαστά κλαδιά των δένδρων τα οποία διακοσμούν τις όχθες του, το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας παραμένει απρόσιτος από τις ακτίνες του ήλιου και προσφέρει πάντα μια δροσερή σκιά σ’ αυτόν που κωπηλατεί στα νερά του» (σημ. 1).

Ο Τίτος Λίβιος περιγράφει ως ιστορικός την περιοχή της Κοιλάδας των Τεμπών και στο βιβλίο των «Ιστοριών» του, επισημαίνει τη γεωστρατηγική σημασία της: «Η Κοιλάδα των Τεμπών είναι από μόνη της ένα δύσκολο πέρασμα, γιατί είναι αρκετά στενή και οι όχθες του ποταμού και από τις δύο πλευρές είναι τόσο απότομες, θαρρείς σαν κομμένες» (σημ. 2).

Βυζαντινοί χρόνοι

Το νεκροταφείο της μεσοβυζαντινής περιόδου που εντοπίστηκε στον περιβάλλοντα χώρο του ναού και ευρήματα από εκεί. Νέα στοιχεία έφερε στο φως η έρευνα που διενεργεί η 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας, στα Τέμπη και συγκεκριμένα στην περιοχή όπου εξελίσσονται τα έργα κατασκευής του νέου οδικού έργου, τμήμα της οδού «Μαλιακός-Κλειδί». Ειδικότερα εντοπίσθηκε σημαντικό αρχαίο λατομείο, όπου σε μεγάλη έκταση διατηρούνται αρκετές αρχαίες λατομικές εστίες, που λέγονται από τους ντόπιους Χράπες, και διακρίνονται ακόμη κατά τόπους τμήματα λατομικού υλικού σε μορφή ακατέργαστων κιόνων. Πολλά από αυτά βρέθηκαν επίσης στην περιοχή του Πηνειού, γι΄αυτό εύλογα δημιουργείται η υπόθεση ότι θα προωθούνταν στο εμπόριο από το λιμάνι των εκβολών του Πηνειού. Δυτικά του αρχαίου λατομείου, σε χαμηλό ύψωμα, εντοπίσθηκαν λείψανα παλαιοχριστιανικού οικισμού. Στην κορυφή ανασκάφηκε τμήμα νεκροταφείου από πέντε τάφους, το οποίο φαίνεται ότι συνεχίζεται στη διπλανή δασωμένη έκταση. Οι τάφοι αυτοί είναι κιβωτιόσχημοι, σκαμμένοι στο βραχώδες έδαφος και καλυμμένοι με ακατέργαστες πλάκες εκτός από έναν, που έχει κτιστά τοιχώματα από πλίνθους. Περιείχαν ταφές σε δύο φάσεις, η νεότερη των οποίων χρονολογείται στον 6ο αιώνα μ.Χ. Σύμφωνα με τα νομίσματα, η τελευταία φάση του κτιρίου αυτού τοποθετείται στην περίοδο του Ιουστινιανού και αργότερα θα πρέπει να καταστράφηκε από φωτιά, πιθανόν στη διάρκεια εχθρικών εισβολών, αφού βρέθηκαν και αιχμές βελών στο εσωτερικό του. Σε μικρή απόσταση από τον ληνό βρέθηκε η κεραμική εσχάρα μικρού τετράγωνου κλιβάνου, για το ψήσιμο αγγείων και νοτιότερα σε αρκετή έκταση λείψανα διαλυμένων κτιρίων. Κάτω από τους λίθους, εντοπίσθηκε μία μεγάλη ομάδα νομισμάτων του 4ου αιώνα μ.Χ. που υποδηλώνουν την πρώτη φάση κατοίκησης του χώρου, τα περισσότερα των οποίων ανήκουν στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο (337-361). Τα παραπάνω ευρήματα δημιουργούν την εικόνα ενός μικρού οικισμού, που πιθανότατα συνεχίζεται στον προς νότο δασωμένο χώρο, ο οποίος δεν είναι γνωστός από τις πηγές και μπορεί να συνδεθεί με τη λειτουργία του λατομείου, που θα πρέπει να εντατικοποιήθηκε σε μια περίοδο μεγάλης οικοδομικής δραστηριότητας, όπως η Ιουστινιάνεια.

Ο ιστοριογράφος Προκόπιος στο «Περί κτισμάτων» έργο του, ένα είδος οδοιπορικού του 6ου μ.Χ. αιώνα, στο οποίο καταγράφει, ύστερα από περιοδεία στις επαρχίες της απέραντης βυζαντινής αυτοκρατορίας, τα οικοδομικά έργα του Ιουστινιανού (φρούρια, τείχη, γέφυρες, ναοί, υδραγωγεία), αναφέρει για τα Τέμπη: «Ο Πηνειός κυλάει με ήρεμο ρεύμα προς τη θάλασσα. Η γύρω περιοχή είναι πλούσια σε καρπούς κάθε λογής και σε καλά νερά. Μα οι κάτοικοι δεν μπόρεσαν ποτέ να τα χαρούν, γιατί πάντοτε ζούσαν με τον τρόμο των βαρβαρικών επιθέσεων. Και είναι φυσικό, επειδή σ’ αυτή την περιοχή δεν υπάρχει οχυρή θέση για να καταφύγουν σε περίπτωση κινδύνου».

Ο λόγιος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος τον 12ο αιώνα, στο έργο του «Σχόλια στον Διονύσιο τον Περιηγητή», αναφέρει την επικρατούσα εκδοχή για τον τρόπο δημιουργίας της Κοιλάδας των Τεμπών: «Ο Πηνειός, ο νυν Σαλαμβρίας (σημ. 3) καλούμενος, την Όσσαν του Ολύμπου απέρρηξε. Διό κατά την ιστορίαν του Γεωγράφου (σημ. 4) Αράξης εκλήθη ποτέ και ο Πηνειός, ως και αυτός απορρήξας της Όσσης τον Όλυμπον, ότε σεισμώ τα Τέμπη τα Θετταλικά ραγέντα, διέστησαν».

Κατά τους χρόνους αυτούς η περιοχή των Τεμπών ονομαζόταν και Λυκοστόμιον, ίσως γιατί στους κατοίκους της περιοχής η γεωγραφική διαμόρφωση της ιερής Κοιλάδας θύμιζε στόμα λύκου. Για τα Τέμπη έγραψαν επίσης ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο Νικήτας Χωνιάτης, η Άννα Κομνηνή και άλλοι πολλοί.

Τουρκοκρατία

Tempe, Abraham Ortelius, 1601. An early engraved map showing Mount Olympus and the valley called the Vale of Tempe in ancient times situated in northern Thessaly, Greece. The river Peneus runs though the valley the present day name being Salambria.

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας το κύμα των περιηγητών προς τα Τέμπη αυξήθηκε αισθητά. Η Αναγέννηση είχε φέρει σημαντική πολιτιστική αφύπνιση στη Δύση και είχε προαγάγει την πνευματική ανάπτυξη, ειδικά στα γράμματα και τις επιστήμες. Μέσα απ’ αυτή την ανάπτυξη οι κάτοικοι της Κεντρικής Ευρώπης ανακάλυψαν τους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου. Επόμενο ήταν, λοιπόν, το ταξίδι στην Ελλάδα, τη σπουδαιότερη χώρα του αρχαίου ιστορικού και μνημειακού πλούτου, να αποτελέσει όνειρο πολλών μορφωμένων και πνευματικά ανήσυχων Ευρωπαίων, ιδιαίτερα εκείνων που τους οδηγούσε στη χώρα μας η φλογερή ελληνολατρία. Η παρουσία τους στον ελλαδικό χώρο στη διάρκεια του «grand tour», ήταν συνήθως προσκύνημα, πάνω απ’ όλα όμως ταξίδι στη μνήμη και την ιστορία της Κοιλάδας, τους μύθους που την περιέβαλλαν. Με οδηγό τους αρχαίους συγγραφείς, ήθελαν να περιηγηθούν το μαγευτικό περιβάλλον των Τεμπών, να θαυμάσουν τον απρόσιτο Όλυμπο, την κατοικία των δώδεκα θεών. Την περίοδο αυτή τέτοια ταξίδια επιχειρούσαν κυρίως νέοι, ευγενείς και ονειροπόλοι περιηγητές από την ανεπτυγμένη Ευρώπη, εμπνευσμένοι από το αρχαίο ελληνικό κάλλος. Πολλοί απ’ αυτούς, όταν επέστρεφαν στις πατρίδες τους πλημμυρισμένοι από το θείο φως της Κοιλάδας, κατέγραφαν τις εντυπώσεις τους σε πολυσέλιδα οδοιπορικά, στα οποία με λογοτεχνικές εξάρσεις σε πεζό ή ποιητικό λόγο, εξιστορούσαν τις συναισθηματικές και αισθητικές εμπειρίες που βίωσαν από την ονειρική πεζοπορία στις όχθες του Σαλαμπριά, μέσα στην Κοιλάδα. Μάλιστα, από τις αρχές του 16ου αιώνα, όταν τα κείμενά τους άρχισαν να εμπλουτίζονται και με σχέδια, στα οποία απεικόνιζαν την ομορφιά του τοπίου, πρόσφεραν στον αναγνώστη πέραν της λογοτεχνικής και μια οπτική απόλαυση, άσχετα από το αν ήταν πραγματική ή ονειρική.

Οι απεικονίσεις των Τεμπών της περιόδου της τουρκοκρατίας είναι πολυάριθμες. Οι παλαιότερες είναι συνήθως φανταστικές. Ο καλλιτέχνης, ο οποίος δεν ήταν ο συγγραφέας, αλλά είτε κάποιος ζωγράφος που ανήκε στη συντροφιά των οδοιπόρων ή απλώς ένας καλλιτέχνης εμπνευσμένος από τα κείμενα, επινοούσε, βασιζόμενος στις περιγραφές των αρχαίων ή και στις εντυπώσεις των περιηγητών, μια σύνθεση, εξιδανικεύοντας το τοπίο (Ortelius, Gerbelius, Gronovius κ.ά.). Αργότερα, όταν οι περιηγητές άρχισαν να αντιμετωπίζουν το ταξίδι τους πιο επιστημονικά, συνοδεύονταν από ζωγράφους ή είχαν οι ίδιοι εικαστικές ανησυχίες, έτσι τα χαρακτικά τους αντιπροσώπευαν την πραγματική εικόνα της Κοιλάδας όπως την αντίκρισαν, χωρίς επιπρόσθετες και αυθαίρετες καταγραφές (Simone Pomardi, ζωγράφος του Edward Dodwell, Stackelberg, Dupré, Clark, Holland και πολλοί άλλοι).

Από τους πρώτους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τα Τέμπη κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ήταν ο ιστορικός Nicolai Gerbelius. Σε βιβλίο του που εκδόθηκε στη Βασιλεία το 1545 (σημ. 5) αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι ο Πηνειός στο στενό των Τεμπών ήταν πλωτός: «Καθώς στον Πηνειό καταπλέουν πλοία όλη σχεδόν την ημέρα, οι άνθρωποι προστατευμένοι από τα πυκνά φυλλώματα, ταξιδεύουν σε πολύ ευχάριστη σκιά. Περνούν πολλή ώρα δίπλα στον ποταμό, συχνά πανηγυρίζουν και σε διάφορους τόπους διασκεδάζουν και επιτελούν τα ιερά τους καθήκοντα χαριέστατα».

 Εικ. 1. Χαρακτικό που απεικονίζει τα Τέμπη. N. Gerbelius, 1545.

Το χαρακτικό που συνοδεύει το κείμενο προσπαθεί να αποδώσει όλη αυτή την ατμόσφαιρα που περιγράφει ο Gerbelius (εικ. 1).

Εικ. 2. Τέμπη. Επιχρωματισμένη λιθογραφία. A. Ortelius, 1590.

Ο Ολλανδός ζωγράφος και χαρτογράφος Abraham Ortelius έγραψε το 1595 (σημ. 6): «Στα Τέμπη η φύση σκόρπισε σπάταλα όλα της τα δώρα: ορεινούς όγκους, πλαγιές, γκρεμούς, ανάβρες γάργαρες και δροσερές, οι οποίες πιδακίζουν από τις βραχότρυπες, χλωρίδα πολυποίκιλη με αμέτρητες τις αποχρώσεις του πράσινου, δένδρα πανύψηλα και αιωνόβια και στο μέσον ένα ποτάμι μυθικό, που κυλάει τα θολά νερά του ήρεμα, αθόρυβα και ασταμάτητα» (εικ. 2).

Εικ. 3. Τέμπη. J. Gronobius, 1669.

Ο πολυταξιδεμένος Άγγλος ιατρός Edward Brown επισκέφθηκε το 1669 τη Θεσσαλία και από τα γραπτά του φαίνεται ότι ήταν βαθύς γνώστης της ελληνικής μυθολογίας: «Ο Πηνειός ποταμός διασχίζει την ξακουστή Κοιλάδα των Τεμπών ανάμεσα στον Όλυμπο και την Όσσα και χύνεται στη θάλασσα… Πιστεύω ότι ο Όμηρος έδωσε στο ποτάμι αυτό το πιο εύστοχο επίθετο, αργυροδίνης, επειδή το νερό του είναι τόσο καθαρό ώστε διακρίνεται η κοίτη του. Οι ποιητές είχαν δίκαιο όταν επινόησαν τον μύθο του Απόλλωνα και της Δάφνης, της κόρης του Πηνειού, η οποία μεταμορφώθηκε σε δένδρο με το ίδιο όνομα. Ακόμη και σήμερα πολυάριθμα δένδρα του είδους αυτού φυτρώνουν στις όχθες του ποταμού μέσα στην Κοιλάδα» (σημ. 7) (εικ. 3).

Ο Άγγλος αρχαιολόγος Edward Dodwell επισκέφθηκε τη Θεσσαλία το 1805 με κύριο σκοπό την περιήγηση στην ιστορική Κοιλάδα: «Μετά την επίσκεψή μας στον οικισμό Μπαμπάς (σημ. 8) και τα Αμπελάκια, φορτώσαμε τα άλογά μας για να περάσουμε ολόκληρη την ημέρα στην Κοιλάδα των Τεμπών, έναν από τους κύριους προορισμούς του ταξιδιού μας όταν ξεκινήσαμε από την Αθήνα… Μπήκαμε στην Κοιλάδα, η οποία απλώνεται ανάμεσα σε δύο γκρεμούς της Όσσας και του Ολύμπου, της πρώτης στο νότο, του δεύτερου στον βορρά. Οι κορυφές τους δεν είναι ορατές από κανένα σημείο της Κοιλάδας, αλλά ο ταξιδιώτης παρατηρεί σε κάθε πλευρά ένα τεράστιο τείχος από γκρεμούς… Ο δρόμος βρίσκεται στους πρόποδες της Όσσας, με τον Πηνειό να ρέει αριστερά. Σε μερικά σημεία το ποτάμι παρουσιάζει πλατιά κοίτη, ενώ σε άλλα είναι τόσο στενή ώστε φαίνεται να συμπιέζεται από τους αντικριστούς βράχους. Εδώ το πλάτος της ανέρχεται σε λίγες εκατοντάδες βήματα» (σημ. 9).

Εικ. 4. Τέμπη. Yδατογραφία, William Gell, 1801.

Ο Ιταλός ζωγράφος Simone Pomardi ταξίδεψε στην Ελλάδα συντροφιά με τον Dodwell από το 1804 έως το 1806. Ο τελευταίος τον είχε γνωρίσει στη Ρώμη το 1804 και τον πήρε μαζί του στο ταξίδι του στην Ελλάδα για να σχεδιάσει τοποθεσίες με ιδιαίτερο φυσικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Το 1820 δημοσίευσε και ο ίδιος τις εντυπώσεις του από το ταξίδι αυτό, αναφέροντας για τα Τέμπη: «Στα αριστερά μας βρίσκεται ο Όλυμπος, που βαθμιαία υψώνεται πάνω από τις όχθες του Πηνειού γυμνός, χωρίς δένδρα, σε αντίθεση με την Όσσα που είχαμε δεξιά μας. Λίγο παρακάτω είδαμε στην Όσσα κάποιο κάστρο με κατεστραμμένα τείχη και έναν πύργο. Η Κοιλάδα είναι πολύ στενή και αυτό βοηθάει τους κλέφτες για να επιτεθούν στους ταξιδιώτες. Εκτός από τα πλατάνια που κυριαρχούν στην Κοιλάδα, βλέπει κανείς άφθονες δάφνες, φτελιές, ροδιές, λεύκες και βελανιδιές» (σημ. 10) (εικ. 4).

O Άγγλος περιηγητής Edward Clark, που βρέθηκε στα Τέμπη τα Χριστούγεννα του 1805, είναι πιο περιγραφικός για τις αρχαιότητες της Κοιλάδας: «Ο Πηνειός καταλαμβάνει ολόκληρη την Κοιλάδα, με εξαίρεση μόνο το στενό πέρασμα από τον παλιό λιθόστρωτο δρόμο της στρατιωτικής διαδρομής, το οποίο εκτείνεται κατά μήκος της δεξιάς όχθης του ποταμού… Ψηλά, πάνω στις έσχατες κορυφές των βράχων, είδαμε τα ερείπια ενός παλιού φρουρίου. Παλιότερα ήταν τα προπύργια του περάσματος, τα τείχη του οποίου είχαν κατασκευασθεί για να περνάει κάποιος τους γκρεμούς με έναν καταπληκτικό τρόπο μέχρι κάτω στον δρόμο. Οι απότομες πλευρές του βράχου είναι τόσο κάθετες και η χαράδρα τόσο στενή, ώστε θα ήταν εντελώς αδύνατο για οποιονδήποτε στρατό να περάσει, όταν το στενό φρουρούνταν απ’ αυτές τις οχυρώσεις» (σημ. 11).

Εικ. 5. Το κάστρο στα Τέμπη. Simone Pomardi, 1805.

Ο Άγγλος ιατρός Henry Holland, το 1812, περιγράφει το ανατολικό άκρο της Κοιλάδας στην έξοδο της χαράδρας, όπου βρισκόταν από χρόνια η μεγάλη τουρκική γέφυρα: «Αφήνοντας το φαράγγι των Τεμπών και κατεβαίνοντας στην πεδιάδα, περάσαμε στη βόρεια όχθη του ποταμού με ένα πορθμείο με άλογα, ένα υποκατάστατο της γέφυρας η οποία βρίσκεται μισό μίλι πιο κάτω, και που γκρεμίσθηκε πριν από δύο χρόνια από μια χειμωνιάτικη πλημμύρα» (σημ. 12). Στο οδοιπορικό του Holland λοιπόν έχουμε και μια άμεση μαρτυρία για την καταστροφή του πετρογέφυρου του Πηνειού, μήκους περίπου τριακοσίων μέτρων, στην περιοχή του Ομολίου το 1810 (εικ. 5).

Ο Πρώσος βαρόνος Otto von Stackelberg επισκέφθηκε τα Τέμπη το 1811 και εντυπωσιασμένος από το τοπίο φιλοτέχνησε ορισμένες θαυμάσιες λιθογραφίες: «Μια θεία δύναμη είχε χωρίσει τα δυο βουνά στην πιο μακρινή αρχαιότητα και ο γειτονικός λαός ερχόταν να προσφέρει θυσίες και να κάψει λιβάνι, τιμώντας τους θεούς, και να τους ευχαριστήσει που έδωσαν πέρασμα στα νερά του Πηνειού. Τίποτα δεν είναι πιο γοητευτικό από αυτό το πλήθος των τοποθεσιών που ποικίλλουν, ανώτερες από όλες τις ανθρώπινες δημιουργίες, από όλους τους τεχνητούς κήπους» (σημ. 13).

Henriette Lorimier. François Pouqueville in front of Ioannina, 1830. Collection du Chateau de Versailles.

Ο γνωστός Γάλλος πρόξενος στην αυλή του Αλή πασά François Pouqueville επισκέφθηκε την περιοχή περί το 1812 και έγραψε: «Στο άκουσμα του ονόματος της Κοιλάδας των Τεμπών στο νου μας συρρέει πληθώρα ευχάριστων αναμνήσεων από τη μυθολογία. Η δροσιά και τα γραφικά τοπία της ήταν τόσο ξακουστά, ώστε να την προβάλλουν οι ποιητές σαν ένα πρότυπο μαγευτικής κοιλάδας» (σημ. 14).

Εικ. 6. Η περαταριά στον Μπαμπά. Υδατογραφία, Joseph Cartwright, 1810.

Το 1819 ο Γάλλος ζωγράφος Louis Dupré πέρασε από τα Τέμπη. Στην περιγραφή του είναι λιτός: «Περάσαμε πρώτα από ένα δάσος πλατάνων και σύντομα υποχρεωθήκαμε να περπατήσουμε ανάμεσα από άγρια τεράστια βράχια, με επιβλητική αλλά και τρομακτική μορφή, που υψώνονταν στις όχθες του Πηνειού» (σημ. 15) (εικ. 6).

Ο αββάς Βαρθολομαίος στην «Περιήγηση του Νέου Ανάχαρση» θαυμάζει τη φυσική ομορφιά των Τεμπών με επιγραμματικό τρόπο: «Αλλού η τέχνη βιάζεται να μιμηθεί την φύσιν, εδώ στα Τέμπη δύναταί τις να ειπή ότι η φύσις αγωνίζεται να μιμηθεί την τέχνην».

Εικ. 7. Τέμπη. Επιχρωματισμένη λιθογραφία. William Brockedon, 1833.

Ο γνωστός για τις θεωρίες του σχετικά με τη φυλετική καταγωγή των Νεοελλήνων Jakob Phillip Fallmerayer είναι ποιητικότατος όταν περιγράφει τα Τέμπη: «Κάτασπρα σύννεφα κατρακυλούν από τις βουνοκορφές και ψηλά στο σκοτεινό χάσμα πλαταγίζει τα φτερά του με κρωξίματα ο ολυμπίσιος αετός. Μόνο δύο ή τρεις ώρες περνούν οι ακτίνες του ήλιου τον χειμώνα στο κομμάτι αυτό της κοιλάδας» (σημ. 16) (εικ. 7).

Το 1895 ο επίσκοπος Πλαταμώνος Αμβρόσιος, ένας μορφωμένος ιεράρχης, αναφέρει πως: «Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι οι προ Χριστού πρόγονοι ημών, εκ των Τεμπών τούτων ενεπνεύσθησαν και ωρίσαντο ως τόπον της κατοικίας των θεών αυτών τον υψαύχενα Όλυμπον» (σημ. 17).

Και πολλοί άλλοι περιηγητές έχουν «υμνήσει» το φυσικό περιβάλλον της Κοιλάδας των Τεμπών, όπως οι Hugh Williams, Willian Haygarth, Christopher Wordsworth, Edward Lear, Hippolyte Lapeyrre, Henry Tozer, Paul Monceaux, Melchior de Vogüe και οι Έλληνες Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, Ιωάννης Οικονόμου – Λογιώτατος ο Λαρισσαίος, Ιωάννης Λεονάρδος, Νικόλαος Μάγνης, Ελευθέριος Γαρδέλης, Γεώργιος Παρασκευόπουλος, Χρήστος Ζαλοκώστας, Κώστας Ουράνης και πολλοί άλλοι που είναι αδύνατο έστω και περιληπτικά να αναφέρουμε κάποιες εντυπώσεις τους.

Επίλογος

François Fénelon, Telemachus. Frontispiece and title page of a 1715 English translation.

Θα τελειώσουμε με μια, χαρακτηριστική για την οπτική των περιηγητών των Τεμπών, αναφορά του Γάλλου ιεράρχη και συγγραφέα François Fenelon στο έργο του «Αι τύχαι του Τηλεμάχου» (1694) (σημ. 18). Ο ευσεβής Fenelon, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, εκφράζει την επιθυμία να πορευθεί προς την Κοιλάδα των Τεμπών, αναλαμβάνοντας μια ιερή αποστολή και έχοντας ως όραμα την αναγέννηση της Ελλάδας από τα δεινά των Οθωμανών. Οιστρηλατημένος από την αρχαία ελληνική γραμματεία, ο υμνωδός του Τηλεμάχου αναφωνεί: «Φεύγω για τα Τέμπη, πλημμυρισμένος από τον ιερό εκείνον ενθουσιασμό, όπου το όσιο και το βέβηλο συμπλέουν με τη χάρη. Αναχωρώ, σχεδόν πετάω! …Μπροστά μου ανοίγεται όλη η Ελλάδα».

Νικόλαος Αθ. Παπαθεοδώρου. Ιατρός, Ιστορικός-Ερευνητής.

Notes

  1. Κλαύδιος Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, Βιβλίον τρίτον, Ι.
  2. Τίτος Λίβιος, Ιστορία, Βιβλίον XLIV, κεφ. VI.
  3. Μεσαιωνική ονομασία του Πηνειού, η οποία απαντά και στην «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής. Διατηρήθηκε στην τοπική διάλεκτο των αγροτικών ιδίως περιοχών μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Οι Τούρκοι τον ονόμαζαν Κιοστέμ, από παραφθορά της λέξεως Λυκοστόμιον-Κοστόμιον-Κοστόμ-Κιοστέμ.
  4. Εννοεί εδώ τον Στράβωνα.
  5. Nicolai Gerbelii in Descriptionem Graeciae Sophiani, Praefatio, Basilea MD.XLV.
  6. Abraham Ortelius, Theatrum Orbis Terrarum, Amstardam, MD.XCV.
  7. Edward Brown, A Brief Account of some travels in diverse parts of Europe. Hungaria, Serbia, Bulgaria, Macedonia, Thessalia, Austria, Styria, Carinthia, Carniola and FruliLondon, 1673.
  8. Τουρκική ονομασία μικρού χωριού στην είσοδο της Κοιλάδας. Η σημερινή ονομασία του είναι Τέμπη.
  9. Edward Dodwell, A classical and topographical tour through Greece, during the years 1801, 1805 and 1806, London, 1819.
  10. Simone Pomardi, Viaggio nella Grecia negli anni 1804, 1805 e 1806, Roma, 1820.
  11. Edward Daniel Clark, Travels in various countries of Europe, Asia and Africa, London, MD.CCCXVI.
  12. Henry Holland, Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia, &c, during the years 1812 and 1813, London, 1815.
  13. Otto Magnus von Stackelberg, La Grece. Vues Pittoresques et Topographiques, Paris, 1834.
  14. François Pouqueville, Voyage dans la Grece, Paris, MD.CCCXX.
  15. Louis Dupré, Voyage à Athenes et à Constantinople, Paris, MD.CCCXXV.
  16. Jakob Fallmerayer, Fragmente aus dem Orient, Stuttgart und Tubingen, 1845.
  17. Αμβρόσιος Κασσάρας, Η Επισκοπή και ο Επίσκοπος Πλαταμώνος υπό του αυτού ιεράρχου, Αθήναι, 1895.
  18. Το βιβλίο «Αι τύχαι του Τηλεμάχου» γράφτηκε το 1694 και αναφέρεται στη μόρφωση ενός νεαρού πρίγκιπα της χώρας του. Κάποιες συσχετίσεις με το σήμερα, ωστόσο, είναι αναπόφευκτες.