Πότε πέρασε το Σάββατο; Κυριακή σήμερα,
αύριο Δευτέρα. «Να βάλω το ξυπνητήρι». Ξανά πίσω στη δουλειά. «Θα το ακούσω;»
Έβαλε τρία, να χτυπήσουν διαδοχικά, το ένα πίσω από το άλλο με διαφορά λεπτού.
«Δεν μπορεί, κάποιο θ’ ακούσω». Πού τα έβαλε; Θα τα βρει μέσα στο σκοτάδι;
Χειμώνας έρχεται, το πρωί δεν φωτίζει καλά. «Θα τα βρω». Φυσικά, αφού όταν
χτυπούσαν φώτιζε η οθόνη τους, «οπωσδήποτε θα τα βρω».
Από την αγωνία μήπως δεν ακούσει κανένα, από
φόβο μήπως και δεν τα βρει μέσα στο σκοτάδι, ξυπνούσε πριν από όλα τα
ξυπνητήρια και τα έπιανε ένα ένα, τα ψηλαφούσε. «Εδώ είναι». Δεν είχαν φύγει. «Αγαπημένα
μου ρολόγια…». Όχι ότι κοιμόταν στη διάρκεια της νύχτας. Λαγοκοιμόταν, τις
περισσότερες φορές στον καναπέ, άνοιγε τα μάτια, κοιτούσε το πιο κοντινό ρολόι.
Είχαν περάσει μόλις λίγα λεπτά από την προηγούμενη φορά που είχε κοιτάξει την
ώρα. Ξαναέκλεινε τα μάτια. Πόσες φορές το έκαμνε αυτό στη διάρκεια της νύχτας;
Σηκωνόταν κατάκοπος. Ο καφές θα τον σώσει. Δευτέρα. Τι δουλειές είχαν μείνει
από την Παρασκευή στο γραφείο; Πάλι δεν τις είχε σημειώσει. Αλλά κι όταν τις
σημείωνε, έχανε το χαρτάκι. Γιατί δεν τελειώνουν ποτέ οι δουλειές που είναι να
γίνουν;
Paul Delvaux, Torse d'Homme, 1929, Huile sur Toile, 100x100
cm, Collection Particulière
Ικανός άνθρωπος, ικανότατος. Με γνώσεις. Με
ευρυμάθεια. Άφηνε τους άλλους να βγάζουν τη δουλειά, τον έβλεπαν κιόλας να
ξεφυσά από το άγχος του, συμμερίζονταν την αγωνία του, έσπευδαν όλοι να
βοηθήσουν, στο τέλος έκαμνε μόνο αυτά που δεν μπορούσαν να κάνουν οι άλλοι στη
θέση του. Και αυτά πολλά του φαίνονταν.
Jared
French, L'évasion, 1947
Η κόλασή του ήταν οι άλλοι. Επειδή τον καλούσαν
στα σπίτια τους. Γιορτές, Κυριακές, αργίες. Πώς θα πάει; «Πώς τον είπαν τον
δρόμο;» Από το άγχος του αν θα βρει τον δρόμο, δεν άκουγε σε ποιον ακριβώς
έμεναν οι άνθρωποι που έκαμναν τη γιορτή, όλα στο περίπου. «Οδός …». Και πρέπει
να πάει και κάτι, ένα δώρο, τι δώρο; Τι πηγαίνουν σε αυτές τις περιπτώσεις;
Σκάλιζε τη μνήμη του: «Η μάνα τι πήγαινε;» Και πού το έβρισκε; Αλήθεια, πού
βρίσκουν ένα μπουκάλι κρασί; Ένα κουτί γλυκά; Μια γλάστρα; Και είναι καλά αυτά
από αυτό το ζαχαροπλαστείο; Ή μήπως είναι ακριβά; Καλύτερα από το συνοικιακό.
«Πού το είδα;» Αδύνατον να θυμηθεί, δεν είχε χαρτογραφήσει την περιοχή όπου
έμενε χρόνια, το μυαλό του ήταν συνέχεια βυθισμένο στην αγωνία για αυτά που
έπρεπε να γίνουν, ας πούμε τα ψώνια. «Δεν θα το βρω το σπίτι». Και πώς θα πάει
εκεί; Ποιο λεωφορείο; Δεν του είχαν πει. Άσε. Πού να τρέχει τώρα… «Δεν πάω». Γλύτωνε
και την αγωνία για το δώρο.
Edward Hopper, Chair Car, Voiture-salon, 1965, 101,6x127
cm
Καλύτερα μόνος. Η κόλαση είναι οι άλλοι. Θα
πρέπει να μιλάει κιόλας, τουλάχιστον να απαντάει, να κοιτάει στα μάτια τον
ομιλητή, να δείχνει ενδιαφέρον. Δεν έβρισκε τίποτε ενδιαφέρον σε αυτά που
άκουγε. Είχε, εξάλλου, πολλά στο μυαλό του, κυρίως πώς να τα βγάλει πέρα. Πώς
θα γυρίσει στο σπίτι; «Μέχρι τι ώρα κυκλοφορούν τα λεωφορεία;» Ξεφυσούσε. «Μην
κάνετε έτσι», του είχε πει κάποτε μια συμπαθητική κυριούλα που στεκόταν πίσω
του στην ουρά του ταμείου στο σούπερ μάρκετ. «Θα πάθετε κάτι».
By David Hockney
«Θα το κάνω, θα τα κάνω όλα». Έτσι έλεγε
πάντα. Και έμεναν όλα στη μέση. Ή μάλλον στην αρχή. Μια κορνίζα μεγάλη, με
φωτογραφίες –ο ίδιος σε διάφορες στάσεις- που στηριζόταν σε ένα καρφί, στη
μέση, είχε κάνει κοιλιά και κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να διαλυθεί, αυτή την
κατέβασε από τον τοίχο. «Θα βάλω ένα ακόμη καρφί», να στηρίξει την κορνίζα στις
δύο γωνίες της. Δεν το έκανε. Η κορνίζα με τις φωτογραφίες έμεινε πάνω στον
καναπέ και το καρφί στον τοίχο έμοιαζε άχρηστο.
Andrew Wyeth, Up in the studio, 1965
Πώς να τα βγάλει πέρα με τόσα πράγματα που
έπρεπε να γίνουν; Έκλεινε τα μάτια στην πραγματικότητα και αυτή τον
προσπερνούσε και τον περίμενε, ειρωνική και με σιγουριά, με αυτοπεποίθηση
–κανένας δεν μπορούσε να την παραβλέπει. Μέχρι που, αναμενόμενα, έπεφτε επάνω
της. Γέμιζε καρούμπαλα, κουτουλούσε από τον πόνο.
Jacek Yerka, Between Heaven and Hell
Και το σπίτι, φροντίδα ήθελε κι αυτό. Και
πώς να το κάνει; Μεγάλο ήταν, δύο δωμάτια χωλ, κουζίνα, μπάνιο. Όχι ότι δεν του
άρεζε η τάξη και η καθαριότητα, αλλά πώς;
Μετακόμισε. Πήγε σε μικρότερο σπίτι. Ένα δωμάτιο, χωλ, κουζίνα, μπάνιο.
Μεγάλο κι αυτό. Ξαναμετακόμισε. Δωμάτιο ενωμένο με κουζίνα, τουαλέτα, ντουζιέρα
χωρίς μπανιέρα. Μεγάλο, θα προτιμούσε κάτι πιο μικρό, ας πούμε έναν τηλεφωνικό
θάλαμο, να μένει εκεί καθισμένος και όλα όσα χρειάζεται να είναι γύρω του, ο
καφές, η ζάχαρη, τα κουταλάκια, κανένα βιβλίο, η εφημερίδα. Μόνο τα στοιχειώδη,
τι χρειάζεται ένας άνθρωπος για να ζήσει; Και τις πολλές τροφές τι τις ήθελε;
Σκεύη και πιάτα χρειάζονταν πιατοθήκες, ντουλάπια, ράφια. Περιόρισε το φαγητό,
και αυτό ωμό, λαχανικά, για να μην χρειάζεται να πλένει με απορρυπαντικό.
René Magritte, Tentative de l'impossible
Η κόλαση είναι τα πολλά πράγματα που
χρειάζονται φροντίδα. Σε κουτί έβαλε και τις φωτογραφίες όσων κατά περιόδους
τον αγάπησαν –πού να ξεσκονίζει τις κορνίζες; Κι όμως κάτι του έλειπε. Μια
συντροφιά ήθελε, μια συνοδοιπόρο στην ακινησία του, κάποια που θα έμενε σε
διπλανό τηλεφωνικό θάλαμο. Η κόλαση είναι οι άλλοι. Αλλά και μόνος;
Πολύ μεγάλος ο κόσμος τελικά. Τι να
πρωτοανακαλύψει κανείς; Καλύτερα ο τηλεφωνικός θάλαμος. Καμιά έγνοια, τίποτε
που να χρειάζεται προγραμματισμό, σχέδιο, οργάνωση –«να βάλω τώρα το μαγιό μου
ή θα έχει καμπίνα στην παραλία;»-, τίποτε που να δημιουργεί αναστάτωση στην
ψυχή, σκοτοδίνη στο μυαλό, πανικό που παραλύει –«η ταμπέλα δείχνει από εδώ ή
από εκεί;»-, που δεν αφήνει την αναπνοή να κυκλοφορεί χωρίς εμπόδια, από την
κοιλιά μέχρι το λαρύγγι, που κάνει όλον τον αέρα του σύμπαντος να φαίνεται
λίγος για τα αναστατωμένα του πνευμόνια.
Alain Delaporte, Appelle-moi, si tu veux
Τα λάθη που μπορούσαν να γίνουν
κυκλοφορώντας μέσα στον κόσμο ήταν πολλά, το ίδιο και οι αστοχίες, ενώ σ’ έναν
τηλεφωνικό θάλαμο; Η ανάσα εκεί μέσα θα είναι πιο ήσυχη, μόνο έτσι μπορεί να
είναι ήσυχη, το τικ τακ της καρδιάς μόλις που θα ακούγεται, μόλις που θα φτάνει
στα αυτιά, δεν θα υπάρχει τίποτε που να την αναγκάζει να κινείται πιο γρήγορα, τίποτε
που να την αναστατώνει, να τη φοβίζει, να την κάνει να λαχταρά, τίποτε. Η
κόλαση είναι ο έξω κόσμος. «Δεν θα βγω.»
Barbara Kruger, Untitled (The marriage of Murder and
Suicide), 1988
Η δουλειά πια μπορούσε να γίνει από το
σπίτι μέσω του διαδικτύου. Πού να πηγαίνει τώρα στο γραφείο… Το λεωφορείο θα
έχει κόσμο, μπορεί να αργήσει κιόλας –γίνεται συχνά αυτό, πολλές οι
διαδηλώσεις, οι απεργίες, τα χαλασμένα φανάρια... Το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Το
διαδίκτυο εκεί μπροστά του, του δείχνει τον κόσμο. Μα τον ξέρει τον κόσμο, έχει
τόσες πληροφορίες γι’ αυτόν, δεν χρειάζεται να βγει έξω. Τα ρολόγια χτυπούν,
τικ τακ, το καθένα στον δικό του ρυθμό. Δεν τα χρειάζεται πια, δεν πηγαίνει στο
γραφείο, σε λίγο θα ξεχάσουν τη φυσιογνωμία του, όμως τώρα που δεν πάει εκεί,
έχει γίνει ο καλύτερος υπάλληλος. Απαλλάχθηκε από το άγχος που του προκαλούσαν
οι άλλοι. «Με κοιτάνε».
Richard
Estes, Telephone Booths, 1967
Εξαντλήθηκαν οι μπαταρίες στα ρολόγια,
καλύτερα έτσι, ησυχία, ο χρόνος δεν μετριέται πια, ο χρόνος έγινε άχρονος, ο
τόπος ελαχιστοποιήθηκε, ένα τηλεφωνικός θάλαμος, ο τύπος εκεί μέσα μπορεί πια
να βιώσει την αιωνιότητα και την ουτοπία. Αυτό δεν ζητά ένας άνθρωπος;
Τυχεράκια…
Peter Booth, Head, Oil on canvas, 82 x 110 cm
Μα γιατί είναι θλιμμένος;
Δήμητρα Μήττα, Dimitra Mitta
Σεπτέμβριος 2011
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ένεκεν 22
(2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου