Αλαλιασμένος
έτρεχε πίσω απ’ την εξάτμιση·
Συμμάζωχνε τα
πεπτικά του όπως όπως
το παχύ το τυφλό
το σιγμοειδές
παρατατικός
ταξίαρχος.
Χυμένες κατεπάνω
του οι σφήκες σύννεφο
έζεχνε ψοφίμι ο
μυελός των επωμίδων
το στομάχι να
ξερνά ηγήτορες, το πάγκρεας
πορτοκαλί σιδερικό
τινάχτηκε στο βάραθρο,
η φωνή του επάνω
στο φεγγάρι ετζακίστη
σκόρπισε κι η χολή
φελόνι,
μακρύ συλλείτουργο
ίσα κάτω την Τσίμοβα.
με την ώρα σε
κώχευεν ο πόρφυρας
μάτι κρύο έμπυο…μα
οι μικρές εκείνες;
εκείνες του νερού
που δεν λυγίσανε
που δεν ελύγιζαν
ποτέ με την γεωδαισία;
λέω για τις
σημαντικές ικτίδες των λαβυρίνθων.
Αλαφρωμένος,
τρίχρωμος, τσέπες γεμάτες χελιδόνια
εφηβικά εξανθήματα
στύσεις κι άλλα τέτοια
της ευθυβολίας,
ομολόγησε πως όχι σπάνια
αυτιάζονταν
ελευθερίαν ήτοι αρχαίο κρουστό
οιονοσκόπων·
ύστερα χιόνισε όπως θυμάσαι.
Μούμιες ψαριών
γελούσανε μες στ’ασπρογάλαζο.
Τέλος πήδησε στο
κενό ο θεότρελλος κ’ εχάθη·
κάποτε το ’χε πει:
όπου να’ναι ταξιδεύω με χιονοστιβάδες.
Εκείνους τους
χρόνους άκουγε : αχ
Ευκαιρία που
χάθηκε με την σπληνεκτομή.
Εσύ πηγαίνοντας
κατά τα Πατήσια ή ετούτο:
πόσες μέρες ακόμη
του μένουνε του ήλιου;
Τα τανκς
μεταδοτικά δισύλλαβα άνοιγαν δρόμο
του βροντόσαυρου,
καταμεσί οδόφραγμα
κωνικός Νοέμβρης
Μετρούσες, πάλι
ακέφαλο έψιλον πετρωμένο ήτα
Το άλφα πολτός από
τον φάλαγγα.
Στο στενό τι
ήθελες μ’ εκείνη την αφίσσα
εσύ ένας σκύλος σε
στάση εμετού;
Σου είπα μη από τα
φαρμακεία τους μην περνάς
σου τη στήνουν
πάλι ούθε κι αν περάσεις
πρόσεχε πού πατάς
πρόσεχε τις πρόκες,
εσένα το λέω με
την ουρανομήκη ανεμόσκαλα
φωλιά του πυρετού,
ερωδιέ,
με τα βροντώδη
τσόκαρα.
(από τη συλλογή
Οδός Λαιστρυγόνων, Κείμενα, Αθήνα 1978)
Έκτωρ Κακναβάτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου