Χρόνης Μπότσογλου, Μια
προσωπική Νέκυια
Μπήκε μέσα σαν σίφουνας. Την άρπαξε από τη μέση και τη στριφογύρισε γύρω
από το τραπέζι στους ρυθμούς ενός βαλς που ο ίδιος σφύριζε. Τη ζάλισε με τις
γρήγορες στροφές του και της έσπασε το τύμπανο με το ηχηρότατο φιλί που της
έσκασε. Ύστερα την τίναξε στο κρεβάτι. Οι φάκελοι που κρατούσε η γυναίκα
σκόρπισαν εδώ και εκεί. Ο νεαρός έσκυψε πάνω από τη ζαλισμένη γυναίκα, της
τσίμπησε τα δυο μάγουλα και τα κράτησε ανάμεσα στα δάκτυλά του.
-Κυρα-Στέλα μου, είμαι πολύ ευτυχισμένος. Παντρεύομαι το πιο γλυκό κορίτσι
του κόσμου.
Ξέχασε και τη ζαλάδα που της προκάλεσαν οι στροφές, ξέχασε και το πάτωμα
που κουνιόταν και την έρριχνε κάτω, τα ξέχασε όλα.
Egon Schiele, The
Family, 1918
-Βρε, που κακό χρόνο να μην έχεις, πόσες φορές σου έχω πει να μη με λες
έτσι. Μάνα βρε θέλω να με λες. Να το λες και να γεμίζει το στόμα σου.
Την τράβηξε από το χέρι, για να τη σηκώσει από το κρεβάτι, και την
ξαναστριφογύρισε.
-Τι μας λες κυρά μου που θα σε λέω έτσι! Θυμάσαι μια φορά που σε φώναξα
μάνα στον δρόμο και μια κοπέλα γύρισε και είπε: "Έτσι λέμε τώρα τις
φιλενάδες μας;". Άκου εκεί, να νομίζει ότι σ' έχω φιλενάδα και ότι
ντρέπομαι γιατί είσαι μεγαλύτερη από μένα. Ποιος σου είπε να παντρευτείς νέα,
να με κάνεις τόσο νωρίς και να είσαι τόσο όμορφη;
Σταμάτησε για λίγο να φέρει στο μυαλό του την κοπέλα που τον είχε πειράξει
και, κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι, είπε:
-Πάντως, ήταν κορίτσαρος.
Την ξανατσίμπησε στο μάγουλο και ύστερα την παράτησε πάλι. Άνοιξε τον
μπουφέ και άρπαξε δυο γλυκά. Το ένα το έχωσε γρήγορα στο στόμα του -παραλίγο να
πνιγόταν.
-Τα γλυκά μου, μούγκρισε η γυναίκα και όρμηξε, για να του αρπάξει το άλλο
που κρατούσε, προτού το καταπιεί κι αυτό. Αλλά έλα που την περνούσε δυο
κεφάλια, κι έτσι που σήκωσε το χέρι του ψηλά κρατώντας το γλυκό, άντε να του το
πάρει.
Κλείδωσε τον μπουφέ κι έχωσε το κλειδί στην τσέπη της ποδιάς της.
-Το τρελόπαιδο. Μου γκρέμισε το δωμάτιο. Ορίστε. Κοίτα εδώ τι μου έκανε. Να
παντρευτεί, να φύγει, να ησυχάσω.
Βάλθηκε να μαζεύει τους φακέλους της. Έπρεπε να τους ξαναβάλει στη σειρά
από την αρχή, ώστε, όταν θα μοίραζαν τα προσκλητήρια στη γειτονιά, να μην
χρειάζεται να περνούν δυο και τρεις φορές από τον ίδιο δρόμο.
-Να δω ποιον θα κατηγορεί ο μπαμπάς για τα γλυκά που σου λείπουν τώρα που
φεύγω. Ξέρεις πόσες φορές μου φόρτωσε τις κλοπές του; Αλλά δεν μπορώ να πω. Με
χαρτζλίκωνε με το παραπάνω.
Ώστε έτσι! Και αυτή να βάζει μικρές μερίδες στα πιάτα και να μαγειρεύει
υγιεινά και να μην καταλαβαίνει γιατί ο κύριος Αντωνάκης της εξακολουθούσε να
έχει προβλήματα με το στομάχι του και γιατί τα παχάκια του δεν έλεγαν να
φύγουν. Και τώρα να της λέει ο κανακάρης της, που στο μεταξύ είχε φροντίσει να
εξαφανιστεί από το δωμάτιο, ότι συνωμοτούσαν πίσω από την πλάτη της.
-Πάντως, είσαι απίθανη, τον άκουσε να της λέει από την άλλη άκρη του
σπιτιού -και πόσες φορές δεν του είχε πει ότι δεν της άρεζε να μιλούν από μακριά
και να φωνάζουν, σαν να είναι τελάληδες! Έχουμε μια βδομάδα μέχρι τον γάμο και
τα έχεις όλα έτοιμα. Θυμάσαι τη Βάσω και τον Αντρέα που παντρεύτηκαν πέρυσι;
Μόλις και μετά βίας πρόλαβαν να ετοιμαστούν. Και στο τέλος, ξέχασαν και τα
στέφανα στο σπίτι. Και τι καυγάδες, Θεέ μου! Μέχρι εδώ ακούγονταν. Και όχι αυτό
έπρεπε να το κάνουμε εμείς, εκείνο ήταν υποχρέωση της δικής σου οικογένειας και
νά, το φορτωθήκαμε τώρα εμείς που είμαστε κύριοι, και έτσι κι αλλιώς κι
αλλιώτικα και τελειωμό δεν είχαν. Πολύ με πείραξε που στο τέλος του γάμου
στήθηκαν όλοι χαμογελαστοί και βγήκαν φωτογραφία, σαν να μην είχε ειπωθεί τίποτε.
Ελένη Μωραΐτου, Η Νύφη,
π. 1981
Εμφανίστηκε. Τζην παντελόνι, μπορντώ μπλούζα. Όμορφο το παλικάρι της.
Παντρευόταν και της έφευγε. Αλλά τι την ένοιαζε αυτήν; Το εγγόνι της ερχόταν
κιόλας. Και τι καλά που η νύφη της ήταν και χειραφετημένη και μορφωμένη και
μοντέρνα και εργαζόμενη! Αυτή θα το μεγάλωνε το μικρό. Και νά πάλι τραγουδάκια,
νά βολτίτσες στη γειτονιά με το καρότσι, νά χαμόγελα οι γειτόνισσες, κι ας
σχολίαζαν τώρα για τον βιαστικό γάμο.
Της άρπαξε από τα χέρια τα προσκλητήρια που κρατούσε.
-Αυτά θα τα μοιράσω εγώ. Τα τελευταία δεν είναι;
Διάβασε δυνατά τα ονόματα που ήταν γραμμένα στους φακέλους.
Στραβομουτσούνιασε.
Τι τους θέλουμε όλους αυτούς; Ά ναι, ξέρω. Μην τυχόν και μας παρεξηγήσουν.
Και θα πρέπει δηλαδή να σταθώ με τις ώρες στην εκκλησία, να περάσει όλο αυτό το
τσούρμο από μπροστά μου ... Μα γιατί δεν μπορούμε να είμαστε ειλικρινείς; Να
καλέσουμε αυτούς που πραγματικά θέλουμε να έρθουν στον γάμο, να ξέρουν κι αυτοί
ότι τους εκτιμούμε ξεχωριστά, να έχει σιωπή στην εκκλησία, να πούμε ότι γίνεται
γάμος βρε αδελφέ. Ενώ έτσι ...
Σταμάτησε σε έναν από τους φακέλους. Τον ξεχώρισε και τον άφησε μαλακά πάνω
στο τραπέζι:
-Αυτόν να τον δώσεις εσύ.
Βγήκε αλλά ξαναγύρισε αμέσως.
-Και πες του Άγγελου ότι τον θέλω δίπλα μου στον γάμο. Και ας μην δέχτηκε
να είναι ο κουμπάρος.
Πήγε να φύγει. Κοντοστάθηκε και πάλι.
-Πες του ότι θα περάσω το βράδυ να τον δω.
Αυτή λοιπόν έπρεπε να το πάει ... Και βέβαια αυτή. Γιατί να πικραίνεται το
αγόρι της τις παραμονές του γάμου του; Αρκετά στάθηκε του Άγγελου τόσα χρόνια.
Πολύκλειτος Ρέγκος, Τα
Παιδιά της Γειτονιάς μου, 1927
Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές είχε αισθανθεί άσχημα για όλες εκείνες τις
φορές που έρριξε τον γιο της για χάρη του Άγγελου, για όλες εκείνες τις στιγμές
που στέρησε τη διασκέδαση από τον γιο της, που τον κοιτούσε παρακλητικά στα
μάτια, όταν του έλεγε: "Άντε αγόρι μου. Πέρνα και λίγο από του
Άγγελου". Κι εκείνος να την ακούει. Και ας τον έβλεπε κάποιες φορές να
πνίγεται που δεν ήταν με τη μεγάλη παρέα, να πάνε στο ρέμα, να γίνουν
καπετάνιοι στις χάρτινες βάρκες τους, να μαλώσουν και να κυλιστούν στις λάσπες,
αυτά τα μικρά αντράκια. Κι αργότερα, όταν μεγάλωσε, να θέλει να βγει, να πάει
σε καμιά ταβερνίτσα, να ρίξει τις γυροβολιές του για να δειχτεί στις κοπέλες,
και τελικά να παίρνει τις ερημιές με τον Άγγελο, γιατί αυτός δεν τα κατάφερνε
με τις παρέες, γιατί δενόταν η γλώσσα του και καθόταν εκεί βουβό πρόσωπο να
πλακώνει τους άλλους με τη σιωπή του. Αυτή έφταιγε που το παλικάρι της
αισθανόταν τύψεις, γιατί δινόταν ολόκληρος στο κορίτσι του και έβγαζε από το
μυαλό του τον ανέραστο φίλο. Αυτή που του τον φόρτωσε. Και όταν γυρνούσε από
τις εξόδους του, να τη ρωτά: "Μήπως πέρασε από 'δώ ο Άγγελος;". Μήπως
τα ίδια δεν είχε περάσει και αυτή με τη Χαρά, τη μάνα του Άγγελου; Μήπως δεν
της κοβόταν το γέλιο, όταν έπεφτε επάνω της υποτιμητικό το βλέμμα της αλληνής;
Σήκωσε τους ώμους της. Την έπιασε μια αισιοδοξία ότι, τώρα που παντρευόταν
ο Τάσος της, ο Άγγελος τελικά θα τα κατάφερνε να δραπετεύσει από εκεί που τον
είχαν κλείσει. Ήταν μια ευκαιρία για τον γιο της Χαράς να σταθεί μόνος του,
χωρίς τη βοήθεια του δικού της γιου. Να κάνει τις δικές του παρέες, να βρει
κανένα κορίτσι κι αυτός. Ίσως να του έκαμνε κακό κιόλας που είχε τον Τάσο για
πατιρίτσα. Ο γάμος του Τάσου της θα του στερούσε το δεκανίκι του και τελικά θα
αναγκαζόταν να περπατήσει μόνος. Τι στην ευχή! Δεν θα τα κατάφερνε;
Αμάν, το προσκλητήριο.! Παραλίγο θα το ξεχνούσε έτσι που βυθίστηκε στις
σκέψεις της και στη δουλειά που έπιασε να κάνει. Πέταξε την ποδιά από τη μέση
της και βγήκε.
Μιχάλης Οικονόμου, Κόκκινη
Τέντα, 1927-1928
Δέκα λεπτά έκανε, για να περπατήσει τα εκατό μέτρα που χώριζαν το σπίτι της
από το σπίτι της Χαράς. Κάθε λίγο και λιγάκι στεκόταν και κοιτούσε τον άσπρο
μακρόστενο φάκελο που κρατούσε στα χέρια της. Η αισιοδοξία της χανόταν.
"Πώς το πάνε αυτό το πράγμα τώρα;" Θύμωσε που, έστω και για λίγο,
αισθάνθηκε τύψεις για τον γάμο του γιού της και για τη δυστυχία του άλλου του
παλικαριού. Σαν να έφταιγε αυτή για την κλεισούρα του. Σαν να μπορούσε να κάνει
κάτι για τον Άγγελο και δεν το έκανε, από φόβο μην πάθει κάτι η άλλη μάνα από
μοναξιά.
Paul Klee, Explosion
de peur III, 1939
Ακόμη φοβόταν γι' αυτήν. Ή μάλλον τη φοβόταν. Θύμωσε. Και ποια ήταν στο
κάτω κάτω αυτή; Να της δώσει μια ανάποδη, αυτό της χρειαζόταν, μπας και
συνέλθει. Να το φχαριστηθεί κι αυτή, να τη βάλει επιτέλους κάτω, να την πατήσει
στο στήθος και να της κάνει την ερώτηση που δεν την έκανε ποτέ; "Λέγε
τώρα. Ποιο είναι το πρόβλημά σου να το καταλάβω κι εγώ τέλος πάντων, που μας
έχεις στήσει όλους στον τοίχο και μας κρίνεις συνεχώς;".
Όνειρα καλοκαιρινής νύχτας. Ούτε χαστούκι, ούτε ερώτηση, ούτε τίποτε. Πριν
καλά συναντηθούν πρόσωπο με πρόσωπο, αισθανόταν να τη νικάει η υπεροψία των
θλιμμένων ματιών της άλλης. Η Χαρά! Μάλιστα. Η κυρία Χαρά την έπαιζε κατά πώς
ήθελε. Ακόμη. Από τότε. Κι αυτή, τόσο χρονών γυναίκα, να κάθεται να πληγώνεται
από τα λόγια της: "εσύ βολεύτηκες στο νοικοκυριό σου, συνήθισες τα
πράγματα". Και της το έλεγε σαν να ήταν το μεγαλύτερο αμάρτημα που
απολάμβανε όλα αυτά τα μικρά πράγματα που γέμιζαν τη μέρα της και δεν έμεινε να
θρηνεί για τα όνειρα που έκαναν παιδιά και δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ για καμιά
τους. Αλλά και ποια όνειρα μωρέ; Ποια όνειρα; Το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι της.
Άρχισε να ξεφυσά. Κοριτσίστικες φαντασιώσεις που τις έφτιαχναν στις βόλτες τους
και στα διαλείμματα, ανάμεσα στα μαθήματα της Φυσικής και των Αρχαίων, ανάμεσα
στην αγωνία για τον κατάλογο και τη βαθμολογία και το γελάκι για το βλέμμα που
έρριξε, ή που νόμιζαν ότι έρριξε κάποιο αγόρι. Ένα από αυτά τα βλέμματα που
ρίχνουν όλα, και όποιο πιάσει, σε όποιαν πιάσει, αρκεί κάτι να γίνει. Γιατί στ'
αλήθεια θα έπρεπε να αισθάνεται ένοχα που απαλλάχτηκε από όνειρα και
φαντασιώσεις; Ίσα ίσα που χαιρόταν που δεν χρειάστηκε ούτε για μια στιγμή να
γλυστρήσει προς τα εκεί και να κρυφτεί εκεί. Που ούτε για μια φορά δεν είπε:
"Τι ωραία που ήταν τότε. Ενώ τώρα ...". Και γιατί δηλαδή θα έπρεπε να
αισθάνεται άσχημα που ένιωθε βασίλισσα στο σπίτι της και όχι διωγμένη από κάποιον
γυάλινο πύργο; Κι ωστόσο, η Χαρά την έκαμνε να αισθάνεται άσχημα. Σαν να ήταν
εκείνη η κυρά κι αυτή η υπηρέτρια, εκείνη η ανώτερη κι αυτή η ταπεινή που θα
έπρεπε μάλιστα να είναι ευχαριστημένη που η κυρά την καταδεχόταν. Γι' αυτό και
τον καταλάβαινε τον Άγγελο. Γι' αυτό και τον συμπονούσε. Εδώ αυτή και δεν
κατάφερε να της ρίξει μια μούντζα, να τη γράψει στα παλιά της τα παπούτσια και
να μην κατεβάζει το κεφάλι κάθε φορά που τη συναντούσε, σαν να είχε προδώσει τα
ιδανικά του κόσμου. Σαν από την προδοσία της να πήγαιναν κατά διαόλου όλοι και
όλα. Αλλά πάλι, τη φόβιζε το θλιμμένο ύφος της άλλης μάνας. Σαν να ήταν να
πάθει το μεγαλύτερο κακό και να ήταν αυτή, η Στέλα, που της το έκανε. "Βρε
μπας και την καλόμαθα τόσα χρόνια; Μπας και της τρέφω τον εγωισμό;",
αναρωτήθηκε. "Μπας και πρέπει να της πω κατάμουτρα να μην παριστάνει την
οσία Μαρία;".
Φταίει, ξεφταίει, το άφησε για την άλλη φορά να αναμετρηθεί μαζί της. Τώρα
παντρευόταν ο γιος της και δεν της χαλάλιζε ούτε μία από τις στιγμές της
προετοιμασίας. Μετά τον γάμο θα την τακτοποιούσε και θα ελευθέρωνε και τον
Άγγελο. Μπορεί και να τον έπαιρνε και στο σπίτι της.
Έστριψε τη φούστα της στο πλάι, ώστε το φερμουάρ να μην είναι ακριβώς στη
μέση, και τσαλάκωσε την μπλούζα της ζαρώνοντας κομμάτια από το ύφασμα στη χούφτα
της. Ανακάτεψε τα μαλλιά της και πάτησε το πίσω μέρος των παπουτσιών
μετατρέποντάς τα σε παντόφλες. Η περιποιημένη γυναίκα του προηγούμενου
πεντάλεπτου μετατράπηκε σε νοικοκυρά που επέτρεπε στον εαυτό της να κυκλοφορεί
στη γειτονιά όπως μπροστά στον σύζυγο μετά από πολύχρονη συμβίωση. Και ποιος
μπορεί να την παρεξηγήσει; Μήπως οι άλλες κυκλοφορούσαν σε καλύτερη κατάσταση;
Μήπως τολμούσαν και να κυκλοφορήσουν αλλιώς; Γιατί, όταν το τολμούσαν, νά
αμέσως τα σχόλια για τη σκοπιμότητα της επιμελημένης εμφάνισης. Και νά τα
κολπάκια για να αποφύγουν οι κοπελίτσες τις γεμάτο υπονοούμενα χαιρετούρες από
τις γειτόνισσες: "Σαν καλοντυμένη μου φαίνεσαι, κούκλα μου. Για πού με το
καλό;". Και νά τα κραγιόν να βγαίνουν από μικρά τσαντάκια στη γωνία του δρόμου,
μπροστά στον καθρεφτάκο του μπακάλη με τη διαφήμιση για τα σαλάμια, και να
σβήσουμε τα τελευταία απομεινάρια του χρώματος με την ανάποδη του χεριού μας,
όταν επιστρέφουμε, μήπως και μας δει με βαμμένα χείλη κι αρχίζει να βγάζει
ιστορίες. Έ καλά, δίκιο είχε εδώ η Χαρά να δυσανασχετεί που η κάθε γειτόνισσα
είχε και από ένα φάκελο για την άλλη και σημείωνε τις ώρες που έμπαινε και
έβγαινε, με ποιον μίλησε, πόση ώρα, πότε, πόσες φορές. Αλλά πάλι, μήπως δεν
τρέχουν όλες, όταν κάποια χρειαστεί κάτι; Ά, το σωστό σωστό.
Θεόφιλος Κατσιπάνος, Χωρίς
τίτλο, 1998
Το σωστό σωστό, αλλά άρχισε να καταλαβαίνει ότι άφηνε το μυαλό της να
τρέχει πέρα δώθε, μπας και συμβεί κάτι και δεν χρειαστεί να πάει. "Πώς θα
μπω εκεί μέσα;". Ρούφηξε τον αέρα να γεμίσει οξυγόνο το κορμί της, για να
έχει απόθεμα καθαρού αέρα και να αντέξει τη μυρωδιά της μούχλας. Χτύπησε την
πόρτα με το μπρούτζινο χεράκι.
******
-Δεν ακούς τίποτε εσύ; Δεν ακούς το κουδούνι που χτυπάει; Εγώ πρέπει να τα
κάνω όλα;
Εδουάρδος Σακαγιάν, Μαύρο
τραπέζι, 1994
Σε ποιον το είπε; Στον πατέρα; Στον γιο; Το ίδιο ανύπαρκτοι ήταν και οι
δυο. Πώς και δεν απαλλάχτηκε από τον πατέρα, όταν ήταν ακόμη καιρός; Τότε που
απέκτησε τον γιο της, τον Άγγελο, και είχε πια ό,τι ήθελε από έναν άνδρα. Αν
είχε τότε το κουράγιο, τώρα θα είχε έναν Άγγελο δίπλα της όπως είχε θελήσει να
τον φτιάξει αυτή. Σωστό άνδρα. Να σφίγγει την πέτρα και να βγάζει ζουμί, χωρίς
το πρόσωπό του να αλλοιώνεται και να ασκημίζει από την προσπάθεια. Να κοιτάζει
τον άλλον και να τον λυγίζει με τη δύναμη της θέλησης των ματιών του και, αν
χρειαζόταν, με τη δύναμη των χεριών του. Όχι νερόβραστο δείγμα άνδρα που τον
λυπάσαι ακόμη και για να τον αφήσεις. Τώρα πια ήταν αργά. Τώρα τον χρειαζόταν
τον άνδρα της, για να τον διατάζει και να τον κατηγορεί για την κατάντια του
Άγγελου, για τη δειλία του Άγγελου, για τη μετριότητα του Άγγελου. Αυτή ...,
αυτή δεν έφταιγε σε τίποτε.
Προχώρησε η ίδια προς την πόρτα. Έκανε να την ανοίξει αλλά η πόρτα βρήκε
κάτω. Τσατίστηκε. Τίποτε πια δεν λειτουργούσε εκεί μέσα. Οι βρύσες έσταζαν, οι
τοίχοι της κρεβατοκάμαρας ήταν όλοι νωτισμένοι από την υγρασία και το καδράκι
με την "Καλημέρα" που το είχε από τον γάμο της είχε σκεβρώσει. Όμως
δεν θα άφηνε κανένα να φτιάξει τίποτε εκεί μέσα. Τι νομίζουν; Ότι θα την
ξεγελάσουν με τις ψευτοεπισκευές τους, για να μείνει για πάντα σ' αυτήν την
τρώγλη;
Σήκωσε με όλη τη δύναμή της την πόρτα προς τα πάνω. Ύστερα την έσυρε προς
το μέρος της, για ν' ανοίξει.
Η δυσαρέσκεια απλώθηκε στο πρόσωπό της. Το "καλώς την" που βγήκε
μέσα από τα δόντια της δεν ταίριαζε με την έκφραση του προσώπου της, γι' αυτό
και ακούστηκε ειρωνικό.
-Καλώς την κυρα-Στέλα. Πώς αυτό; Πώς και μας θυμήθηκες;
Ούτε που τραβήχτηκε για να της κάνει τόπο να περάσει. Σαν να της έλεγε:
"Πες ό,τι είναι να πεις και άντε στον δρόμο σου".
-Τι θα γίνει; Θα μ' αφήσεις πολύ ώρα στην πόρτα;
Η οικοδέσποινα υποχώρησε ελάφρά. Η λίγο γεμάτη γυναίκα χρειάστηκε να
ρουφήξει την κοιλιά της για να περάσει.
-Αμάν, να χαρείς. Ένα ποτήρι νερό ... Κάνε μου κι ένα καφεδάκι να συνέλθω
λίγο. Δεν κάνεις και για σένα να σου πω το φλυτζάνι;
Η Χαρά εξαφανίστηκε στην κουζίνα της. Η Στέλα στράφηκε στον άντρα που
καθόταν στην πιο σκοτεινή γωνιά του δωματίου. Κι έτσι που φορούσε σκούρα ρούχα,
μόλις και μετά βίας μπόρεσε να τον διακρίνει.
-Τι νέα, Αντρέα;
Αφορμή φαίνεται ότι ζητούσε ο άντρας, για να μονολογήσει περισσότερο παρά
για να συζητήσει.
Vincent Van Gogh, Les
Souliers, Shoes, 1886
-Πάλι καθάρισμα θέλουν τα παπούτσια μου. Λερώθηκαν στην κρεαταγορά. Τη
σιχαίνομαι αλλά και τι να κάνω. Στον χασάπη όλα είναι ακριβά. Λέρωσα και το
παντελόνι μου. Δες πιτσιλιές. Δες εδώ. Θαρρείς και το κάνουν επίτηδες οι
οδηγοί. Θαρρείς και αυτοί δεν είναι ποτέ πεζοί. Αν τον προλάβαινα τον νεαρό, θα
τον έκαμνα και 'γω δεν ξέρω τι ... Πέρασε με ταχύτητα ξυστά από το πεζοδρόμιο,
εκεί που μαζεύονται τα νερά από τις βροχές και τα πλυσίματα, και σήκωσε
συντριβάνι με τις ρόδες του. Μούσκεμα έγινα. Θα φύγουν, λες, οι λεκέδες; Είναι
και που τα νερά ανακατεύονται με το αίμα των ζώων.
Θύμωσε.
-Δεν καταλαβαίνω γιατί τις Δευτέρες που ξεφορτώνουν τα κρέατα της εβδομάδας
στην αγορά δεν ρίχνουν μπόλικο νερό να καθαρίσουν τους δρόμους. Να φεύγει κι
εκείνη η αφόρητη μυρωδιά. Δεν ξέρω πότε είναι χειρότερη. Μπορεί το καλοκαίρι με
τον ήλιο.
Στάθηκε λίγο.
Chaim Soutine, Side of Beef,
1925
-Μπορεί και τον χειμώνα με τα νερά. Μα καλά, δεν σιχαίνονται. Τα κουβαλάν
στους ώμους τους τα ψοφίμια. Βάζουν πάνω από την μπλούζα τους ένα πανί, σαν
τσουβάλι μου φάνηκε, κι όταν τελειώνουν, το βγάζουν, κι αυτό είναι. Σαν να μην
τους ενοχλούν οι πιτσιλιές και η μυρωδιά πάνω τους. Κι εκεί που τα κουβαλάν,
εκεί τους βλέπεις να σταματούν, για να φαν τα σουβλάκια τους από τους
πλανόδιους της Δευτέρας με τα λερωμένα, τα κόκκινα χέρια τους. Και κοκκινίζουν
και τα πρόσωπά τους από τις φωτιές που ανάβουν τον χειμώνα σε βαρέλια. Φαντάσου
και να ήμουν σφάχτης. Να παίρνω κάθε μέρα αυτό το κόκκινο λουτρό ... Και τι
χαζομάρα μου! Καθόμουν κι έβλεπα όλο αυτό το πήγαιν' έλα και τα κόκκινα πρόσωπα
γύρω από τα βαρέλια με τις φωτιές, να λερώνομαι και ν' αηδιάζω και να είναι
Δευτέρα. Και τις Δευτέρες τα λεωφορεία δεν περνούν από την Ερμού -άλλον δρόμο
παίρνουν. Ξύλιασα περιμένοντας.
Επιτέλους, της έφερε η άλλη τον καφέ, ν' απαλλαχτεί από τον μονολόγο του
ανθρωπάκου.
-Μα καλά, μόνη μου θα τον πιω; Γιατί δεν έκανες και για σένα; Δεν σου είπα
ότι θα σου πω το φλιτζάνι; Σήμερα έχω ρέντα.
Τσατίστηκε η άλλη -και πότε δηλαδή δεν ήταν τσατισμένη με κάτι;
-Ναι, ξέρω. "Έχεις ένα δρόμο. Δαχτυλίδια βλέπω κάτω κάτω, να ξέρεις
κάτι ευχάριστο θα σου συμβεί. Έ, έχεις και μια στεναχώρια, αλλά φεύγει".
Ασ' τα, Στέλα. Τα έχω μάθει πια καλά. Βαρέθηκα τις αισιοδοξίες του φλιτζανιού
σου. Μπούχτησα από δαύτα. Και στο κάτω κάτω είναι αργά για οτιδήποτε καινούριο.
Τη λυπήθηκε.
-Δεν συνήθισες, Χαρά.
-Αν είναι να συνηθίσω σαν εσάς, να μου λείπει. Εσύ συνήθισες.
Διόρθωσε τον αριθμό.
-Εσείς συνηθίσατε.
Μάλιστα. Τους έβαλε όλους σ' έναν τορβά, κι έμεινε αυτή να φυλάει άδειες
σπηλιές, να βγάζει τις σκιές στο φως και να κουβαλάει αγγέλους με πολύχρωμα
φτερά. Πάλι καλά που δεν απαιτούσε από τους υποτακτικούς να περνούν κάθε μέρα
από μπροστά της και να υποβάλλουν ταπεινά τα σέβη τους. Η γυναίκα που μπήκε στο
σπίτι της Χαράς τσαλακωμένη και ξεμαλλιασμένη άρχισε να θυμώνει. Χωρίς καλά
καλά να καταλαβαίνει τι έκαμνε, έβαλε τα δάκτυλα μέσα στα μαλλιά της και τα
χτένισε προς τα πίσω. Μια φορά, δυο φορές, πολλές φορές, μέχρι που τα
αισθάνθηκε χτενισμένα. Σταύρωσε τα πόδια της χαμηλά και τα έχωσε όσο μπορούσε
κάτω από την καρέκλα που καθόταν, για να μην τη δουν, καθώς ξανακέκαμνε τα
παπούτσια της παπούτσια από παντόφλες που τα είχε καταντήσει στον δρόμο.
Ντρεπόταν που είχε καταδεχτεί να ρίξει τον εαυτό της, μην τυχόν και κάνει την
άλλη να αισθανθεί άσχημα.
-Χαρά ...
Η θύελλα πάλι.
-Πάψε να με λες έτσι. Χαρά, Χαρά, Χαρά. ... Αυτό το σιχαμερό όνομα που το
κουβαλάω μέσα μου. Ήμουν θλιμμένη και δεν τολμούσα να το δείξω. "Εσύ Χαρά
θλιμμένη;". Κι έκρυβα τις λύπες μου. Και ήμουν πάντα χαρούμενη.
Έ πια, δεν υποφέρεται αυτή η γυναίκα. Της ανταπέδωσε την οργή της με μια
φωνή ψυχρή σαν μέταλλο.
-Κι εσύ το ίδιο έκανες με τον Άγγελό σου. Κάτι περίμενες να κάνει για το
όνομα που κουβαλούσε. Πάντα έδινες σε κάθε λέξη κάτι να κουβαλάει.
Τι της συνέβαινε; Της αντιμιλούσε. Επιτέλους, ελευθερωνόταν απ' αυτήν τη
γυναίκα, ενηλικιωνόταν. Η μυρωδιά του ακριβού αρώματος που έβγαινε από το κορμί
της άλλης της φάνηκε γελοία. Τι ηλίθια! Άφηνε το σπίτι της στις φυσικές του
φθορές, γιατί δεν καταδεχόταν να φτιάξει αυτό το χαμηλό σπίτι, αυτή που θα
μετακόμιζε οπωσδήποτε σε μεγάλο και ψηλό σπίτι, με κουφώματα και γύψινα και όχι
φτηνές μεταλλικές και πλαστικές κορνίζες να κρέμονται από εκεί οι κουρτίνες.
Και τότε θα τις σιδερώσει, τότε θα πλύνει τα σεμεδάκια, θα φτιάχνει τα
υδραυλικά, όταν χαλούν, για να μη νωτίζουν οι τοίχοι, ενώ τώρα, ας νωτίζει ο
τοίχος -τι τη νοιάζει αυτήν; -αυτή θα φύγει.
Εδουάρδος Σακαγιάν, Όραμα,
1984-85
Πόσα χρόνια λέει ότι θα φύγει; Δεκαπέντε; Δεκαοκτώ; Και έχει σύρει στη φυγή
και τους άλλους δυο και δεν τους αφήνει να φτιάξουν τίποτε εκεί πέρα. Πώς της
το είχε πει το άρωμά της να δεις, τροσάρ, τρουσάρ, κάπως έτσι. Και μήπως έχει
και καμιά σημασία; Ο σεβασμός που αισθανόταν γι' αυτήν, για τη λαχτάρα της να
κάνει ανώτερα πράγματα και για την αγωνία της που δεν μπορούσε να κάνει παρά
μόνο τα ασήμαντα, μετατρεπόταν σε αίσθηση γελοιότητας. Μα δεν είναι γελοίο να
νομίζει ότι μετατρέπεται σε κυρία, επειδή φορούσε ένα άρωμα, ενώ άφηνε τον
ποδόγυρό της ξηλωμένο; Ά, αυτόν θα έπρεπε να τον ράψει η μοδίστρα, την οποία
όμως δεν είχε να πληρώσει. Και πού να καταδεχτεί αυτή που έταξε στον εαυτό της
για άλλα, και είχε δώσει και στους άλλους από κάποιο ρόλο στο έργο της, να
μάθει να ράβει λίγο, να μπαλώνει τις τρύπες και να μην τις αφήνει να
μεγαλώνουν; Ουφ, απαλλασσόταν από το υποτιμητικό της βλέμμα, όταν της έλεγε ότι
εκείνη έχει συμβιβαστεί; Επειδή το είχε πάρει απόφαση ότι δεν είχε παντρευτεί
τον Οθέλλο αλλά τον Αντώνη; Ο Αντώνης δεν της χάρισε την οργή του πάθους του,
αλλά ήταν πάντα εκεί να τη βοηθά να κατεβεί από τη μικρή σκαλίτσα, όπου είχε
ανεβεί, για να κρεμάσει τις κουρτίνες. Και γιατί δηλαδή θα έπρεπε να αισθάνεται
άσχημα και ξεπεσμένη, όταν κάποια βράδια καθόταν με τις γειτόνισσες και
μιλούσαν για το καινούριο φαγητό που έφτιαξε -άκου φαγητό, δημιούργημα ήταν-
και άκουγε τις άλλες για την καινούρια συνταγή που διάβασαν στο Ρομάντζο και
είχε κάτι περίεργα υλικά και πού θα τα βρούμε, για να το φτιάξουμε -έ δεν
μαζευόμαστε αύριο στο σπίτι μου να δοκιμάσουμε μαζί; Κι εκείνη την ώρα να περνά
εκείνη και να πηγαίνει, λέει, στο θέατρο να δει Ίψεν. Και δεν καταδεχόταν τα
φαγητά και τα πλεξίματα και τις γυναικουλίστικες κουβέντες τους. Κτίστηκε στα
βιβλία της κι έκτισε και τον Άγγελο εκεί. Κι έχασε την επαφή με
μικροδημιουργίες, με μικροφτιασίδια, και εγκλωβίστηκε σε πάθη, σε ψυχές που
βασανίζονται από επιθυμίες και άνομα όνειρα και δεν μπορούν να βγουν προς τα
έξω και στέκονται ακίνητες και σιωπηλές σαν αγάλματα. Γιατί δηλαδή θα πρέπει να
αισθάνεται άσχημα αυτή που έμαθε στον Τάσο της να χορεύει και τα δημοτικά και
τα λαϊκά και τον έστειλε στον μπαρμπα-Φώτη -τι γλεντζές Χριστέ μου!- να του
μάθει τα μυστικά του ζεϊμπέκικου; Ήταν πια αδιάφορη για τη μικρή ρομαντική
κοπελίτσα που είχε μετατραπεί σε άκαμπτη μέγαιρα και πρόσβαλε τους άλλους και
τους κατηγορούσε που εκείνη δεν έγινε αυτό που της άξιζε, που δεν άλλαξε τον
κόσμο κατά πώς το είχε λογαριάσει.
-Ας είναι Χαρά. Δεν ήρθα για να μαλώσουμε. Χρόνια πολλά στον Άγγελο.
-Μπα, πάλι το θυμήθηκες; Κάθε χρόνο το θυμάσαι. Εγώ το ξέχασα.
Το ξέχασε!
-Μην ξεχνάς ότι τα παιδιά μας έχουν μόλις μια βδομάδα διαφορά. Σαν σήμερα
εσύ. Ακριβώς την ίδια μέρα, μια βδομάδα μετά, εγώ. Σου έφερα και το προσκλητήριο
για τον γάμο του.
-Ναι, το έμαθα. Παντρεύεται. Πολύ μικρός είναι.
-Εικοσιοκτώ χρονών είναι τα παιδιά μας, Χαρά. Καιρός είναι να φύγει και το
δικό σου παιδί από το σπίτι.
-Δεν είσαι καλά. Δεν φτάνει που κατάφερα να τον γλιτώσω από τον γιο σου και
τις αλητείες του, έχω και σένα.
Εδουάρδος Σακαγιάν, Βόλτα
νυχτερινή, 2002-2003
-Ποιες αλητείες, Χαρά; Τις βόλτες που έκαμνε; Τα φλερτ που είχε; Άσε τον
Άγγελο ελεύθερο. Άφησέ τον ν' αναπνεύσει.
Η άλλη την πλησίασε και την έπιασε από τους ώμους. Η ανάσα της πήγε
κατευθείαν στη μύτη της Στέλας και την μπούκωσε.
-Άσε τον Άγγελο κατά μέρος και δες τι θα κάνει ο κανακάρης σου στην κοπέλα
του μετά τον γάμο, όταν θα μείνουν οι δυο τους.
Paul Klee, Captif,
1940
Τρόμαξε. Αν μπορούσε ν' αρπάξει τον Άγγελο και να τον βγάλει έξω, να πάψει
να μολύνεται το παλικάρι από τον αέρα του σφαγείου που η Χαρά είχε στήσει εκεί
μέσα. Να της φύγει, να μην έχει πια κανένα να ευνουχίζει.
Να φύγει. Να βγει έξω. Σηκώθηκε από την καρέκλα.
-Μεθαύριο είναι ο γάμος. Θα σας περιμένουμε.
Ούτε ένα ευχαριστώ για την πρόσκληση. Μόνο ένα "θα
προσπαθήσουμε". Την κοίταξε ίσια στα μάτια:
-Κάνε όπως καταλαβαίνεις, Χαρά.
Και κράτησε για λίγο το βλέμμα της επάνω στην άλλη.
Κατάλαβε εκείνη και χαμήλωσε τα μάτια. Το κατάλαβε ότι έχανε τον τελευταίο
υποτακτικό της. Τώρα θα ήταν τελείως μόνη. Κανένας πια να ακούει τα μουρμουρητά
της για τα παλιά όνειρα και τις παλιές πληγές. Αλήθεια, τόσο παλιές που και η
ίδια δυσκολευόταν να τις θυμηθεί.
Παραλίγο να λύγιζε η Στέλα. Παραλίγο να την έπαιρνε στην αγκαλιά της και να
της έλεγε: "Έλα βρε κουτό". Ήταν όμως μεγάλες γυναίκες πια. Αρκετά
είχαν σταθεί εκεί πίσω, στη νιότη που δεν τις βγήκε κατά πώς την ήθελαν. Και τι
θα πρέπει να κάνουν δηλαδή; Να ξενυχτούν τον νεκρό και να μην τον θάβουν;
Χρόνης Μπότσογλου, Μια
προσωπική Νέκυια
Βγήκε έξω και ανάσανε βαθιά. Ν' αλλάξει τον χαλασμένο αέρα με τον καθαρό.
Να διώξει τις μουχλιασμένες εικόνες με τις δικές της τις ζωντανές.
Απομακρύνθηκε βιαστικά. Στη γωνιά του δρόμου, προτού στρίψει αριστερά και χάσει
το χαμηλό και απεριποίητο σπίτι, γύρισε. Κάποιος την κάρφωνε με τα μάτια του. Ο
Άγγελος. "Φεύγεις". Αυτό της έλεγε; Της ήρθε να φωνάξει.
"Βοήθεια, γειτόνοι. Τρέξτε. Θάβουν ένα παιδί. Θάβεται ένα παιδί". Να
τρέξουν όλοι, να βγάλουν το παλικάρι, να το σώσουν από τα νύχια της ύαινας, να
θαφτεί εκείνη εκεί μέσα, μόνη της. Ή να τη σκοτώσουν, να γλιτώσει ο Άγγελος μια
και καλή. Γιατί της φάνηκε ότι ο Άγγελος έβαζε τούβλα μπροστά στο παράθυρο και
το έκλεινε και σε λίγο θα έβαζε και το τελευταίο και δεν θα φαίνονταν ούτε τα
μάτια του. Πώς να φωνάξει όμως; Και τι να πει; Και πώς να δείξει τα τούβλα που
μόνο αυτή τα έβλεπε; Και πώς -θα της πουν- θ' ανακατευτούμε σε ξένες υποθέσεις;
Τουλάχιστον να ζητούσε συγνώμη από τον Άγγελο που εξακολουθούσε να την κοιτά.
Αλήθεια, του είχε πει κανείς ποτέ ότι ήταν όμορφο παλικάρι; Ότι τα κορίτσια
περίμεναν σε ποια θα ρίξει τα μάτια του; Κι όσο αυτός δεν τα έρριχνε σε καμιά,
φαντάζονταν ιστορίες με άλλες γυναίκες από άλλες γειτονιές και τις ζήλευαν
αυτές τις άλλες γυναίκες που έπαιρναν το παλικάρι που δικαιωματικά ανήκε στη
γειτονιά τους; Τουλάχιστον να ήταν πιο νέα, θα τον πλησίαζε εκείνη τον Άγγελο,
κι ας τον αισθανόταν λιγάκι σαν γιο της, θα περιποιόταν πάλι τον εαυτό της, θα
υπήρχε και πάλι για τον εαυτό της, και όχι για τον Αντώνη, τον Τάσο, το εγγόνι
που ερχόταν. Έτσι, μια τελευταία αναλαμπή για κείνη, ένα καλό ψυχικό για τον
Άγγελο. Μια αγαθοεργία, για να εξασφαλίσει τον παράδεισο.
Erna Rosenstein, Burning
of the Witch, 1966
Κωσταλέξι είναι ένα μικρό χωριό κάπου στην Ελλάδα. Πριν από χρόνια μια είδηση από εκεί συντάραξε όλη τη χώρα. Μια διανοητικά καθυστερημένη γυναίκα βρέθηκε κλεισμένη στο υπόγειο του σπιτιού, όπου έμεναν τα αδέλφια της, δυο άνδρες και μια γυναίκα. Όλοι στο χωριό γνώριζαν τον εγκλεισμό της αλλά κανένας δεν μιλούσε.
Δήμητρα Μήττα
Από
τη σειρά διηγημάτων Γραμματοσειρές και Φωτογράμματα. Θεσσαλονίκη: University
Studio Press, 1997.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου