Edward Le Bas, Saloon Bar, 1940
Πλησίασε
να καταθέσει τον πενιχρό της οβολό
στα
πέτρινα χέρια των αγνοούμενων.
Εν
μέσω αρχαγγέλων κι ανταρτών.
Με
φανταχτερό διάδημα και κόκκινο βελούδο.
Οπλισμένη.
Ξυπόλυτη
και ξάγρυπνη.
Πλησίασε
ευλαβικά η μάνα νύχτα
κρατώντας
την ανάσα στην προσμονή
της
έκρηξης.
Πλησίασε
κι έβαλε το λαιμό της
κάτω
απ’ το λεπίδι των γνωστικών.
“Ας
έρθουν τώρα'. Είπε.
“Ας
έρθουν οι υπάλληλοι. Ας έρθει η πουτάνα η
μέρα.
Από
την Ιθάκη ας έρθουν. Κι από την Πέλλα.
Εγώ
θα χωθώ, να κοιμηθώ λίγο, εδώ,
στις
τσέπες των πουλημένων, των προδομένων,
των
σακατεμένων απ’ αγάπη. Ας έρθουν'.
Απομακρύνθηκε.
Άφησε πίσω τον τόπο του
κρανίου.
Του
κρανίου που σήμαινε:
Έτσι
θα δοθείς στην κοινωνία. Ούτε λογοτεχνικά
άλλοθι,
ούτε έρωτες θα σε σώσουν. Όπως οι
πρωθύστεροι
και
οι μετέπειτα θα συρθείς στη δίνη μου.
Στο
προσωπικό μου κενό θ’ αφομοιωθείς.
Απομακρύνθηκε.
Πίσω,
Σαν
κομμένη ουρά φιδιού, σφάδαζε το πάθος.
Απ’
τη συλλογή «Το μαύρο χιόνι» εκδ. Ελλέβορος.
*
Józef Simmler (1823–1868),
Portrait of Jadwiga Łuszczewska (Diotima - Deotymy), 1855
Έτρεχε
με μάτι αγριεμένο.
Τρίχα
ορθή. Αλαφιασμένη στο κεντρικό
πλακόστρωτο
της Ρώμης.
Λόγια
ακατάληπτα και μυστηριώδη έβγαιναν σαν
αφρός
απ’ το στόμα της:
“Στην
Αίγυπτο, στην Αίγυπτο. Καίγονται τα
όνειρα.
Λυγίζουν
τα λιμάνια, σταυροφόρε. Γουρούνια
διοικούν
το θόλο.
Καίγονται
τα όνειρα'.
Στις
σκήτες. Στις κρύπτες των αλχημιστών. Στην
έρημο
και στον πόλο.
Είναι
πίσω μου και ουρλιάζει. Με δείχνει μ’ ένα
χέρι
κόκκινο
σαν
φωτιά. Βγάζει φλόγες. Άνοιξε, γη. Άνοιξε!
(Απαρνημένος
και καταραμένος κρύβομαι σ’ αυτή
την
πόλη. Εξόριστος
κι
ιερόσυλος. Σχεδόν γυμνός και σίγουρα βρώμικος.
Πάντα
πιωμένος.
Δεν
υπάρχει ταβερνιάρης που δεν με ξέρει, που δεν
μου
λέει τον πόνο του κλαίγοντας.
Δεν
υπάρχει σκυλί αδέσποτο που δεν μου κούνησε
την
ουρά του. Οι πέτρες
δεν
θα μ’ ανεχτούν πολύ ακόμα).
Ανακάλυψα
την πλήξη των ηρώων. Το μεγάλο
ελάχιστο.
Ύστερα,
τον καιρό της παλίρροιας, έγραφα αυτά.
Και
ξανά η πτώση των
άδικων
χρόνων. Τώρα στη Ρώμη, η ακατάσχετη
επιθυμία
της διήγησης.
Έλεγα
λοιπόν γι’ αυτή τη γυναίκα-φάντασμα:
Έτρεχε με μάτι
αγριεμένο.
Φωτογραφίες:
© Κωνσταντίνος Βακουφτσής
ΓΙΩΡΓΟΣ
ΔΑΓΛΑΣ
-Γεννήθηκε
στην Ιθάκη το 1958, όπου και τελείωσε το Ναυτικό Λύκειο χωρίς ποτέ να
μπαρκάρει.
-1977,
Αθήνα.
Προλαβαίνει
ζωντανούς τους τελευταίους ρεμπέτες. Ακούει τον Ρούκουνα και πίνει ούζο με τον
Γιάννη Κυριαζή.
-1980,
άγριες διαδηλώσεις-καταλήψεις.
Δουλεύει
κομπάρσος με τη μεσολάβηση της Κατερίνας Γώγου.
Με
τον Άσιμο στο υπόγειο της Αραχώβης.
Γράφει
στο ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ του Λεωνίδα Χρηστάκη.
Παράλληλα
βιοπορίζεται ως βιομηχανικός εργάτης, ταβερνιάρης και υπάλληλος γραφείου
τελετών.
-1982,
εκδίδεται η “ΜΕΡΑ ΤΩΝ ΦΩΤΑΓΩΓΩΝ” στον "ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΥΠΟ".
-1985,
Αποσύρεται στην Ιθάκη.
Εκδίδει
την τοπική εφημερίδα “ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ” διορίζεται στο νοσοκομείο και παντρεύεται.
-1992,
παραιτείται από δημόσιο και συζυγικό βίο και φεύγει στη Θεσσαλονίκη.
Γράφει,
πίνει, χάνεται.
-1999,
εκδίδεται το “ΜΑΥΡΟ ΧΙΟΝΙ” στις
εκδόσεις ΕΛΛΕΒΟΡΟΣ (Άργος).
-2004,
επιστροφή στην Ιθάκη.
Ετοιμάζει
την καινούργια απόδραση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου