Edward Steichen, Moonlight landscape, 1903
«Πώς με κοιτάζει έτσι
αυτό
το άσπρο κομμάτι χαρτί
πώς
με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι…
Πώς
θροΐζει μέσα μου
αυτό
τον παγωμένο χάρτη στο βυθό
πώς
με κοιτάει έτσι το φεγγάρι…
Ποιανού
καιρού το λυπημένο δάχτυλο
κρυμμένο
πίσω από δάση και βουνά
δείχνει
παντού και πουθενά
τι
θέλει το φεγγάρι…
Ποιανού
αλόγου τρελαμένου το χλιμίντρισμα
κάνει
τόση αντήχηση μέσα μου
μου
διογκώνει το Εγώ μου…
Ποιανής
σελήνης έκλειψη
ποιου
φεγγαριού η χάση
μαζί
σηκώνει μέσα μου
άμπωτη
και παλίρροια δίδυμες αδερφές μου…
πώς
με κοιτ…
Πώς
σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δει
αν
ανασαίνω ο Καρυωτάκης…»
Από
την ποιητική συλλογή «Απόντες»
Ήταν απ' αλλού. Αυτό το κορίτσι έπιανε τόσο τη βρωμιά του κόσμου που γύρω της ήταν, είχε και αυτή την ποιητική ψυχή, πώς να ζήσει και να δώσει; Αν συναντούσε στήριγμα από παιδί να τη βοηθήσει να πει και να πράξει, θα βοηθούσε κι εμάς και τον εαυτό της.
ΑπάντησηΔιαγραφή