Aksel Waldemar
Johannessen (1880–1922), Christ and the
Blind and Dumb Man (1921-22), oil on canvas, 135 × 102 cm, Private
collection. Wikimedia Commons.
H
τελετή γινόταν στη μεγάλη σάλα, μόλις μ' είχαν ξεκρεμάσει απ' το ηλιοβασίλεμα,
με τύλιξαν μ' ένα σεντόνι, μα οι πληγές φάνηκαν στον τοίχο, το πλήθος
συνωστίζονταν στις σκάλες, ζητούσε ν' αναστηθώ, μα εγώ έπρεπε να μείνω αγνός
από θαύματα, και κρυβόμουν πίσω απ' τα παλτά των ξένων στο διάδρομο, τρώγοντας
τα φύλλα από παλιά ημερολόγια,
το ξημέρωμα ήταν ωχρό πίσω απ' τις
μπουκάλες, βγήκα στο δρόμο και γονάτισα στον πρώτο περαστικό, «γιατί το
'κανες;» με ρωτούσε ο Θεός, «είναι ο καιρός της βασιλείας μου, Kύριε, πώς ν'
αρνηθώ;» και τότε ο Θεός μού 'βαλε στο χέρι αυτό το κλειδί, έτσι μπορώ τώρα ν'
ακούω ήρεμος το ανελέητο βήμα πίσω απ' τον τοίχο, αθέατος μέσα σε όποια θεία
εικόνα.
Ήμουν τόσο μονάχος, που τα σκυλιά που με
γάβγισαν στο δρόμο ανέβαιναν τώρα μαζί μου στον ουρανό.
Aksel Waldemar
Johannessen (1880–1922), Streetboy
(1918-22), oil on canvas, 107 × 114.5 cm, Private collection. Wikimedia
Commons.
Aπό την Ποίηση. Tόμος Δεύτερος
1972-1977, Kέδρος 1987
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου