Jiri Kovarik
(1932-1994), Utonulá (Drowned Woman) (1973), oil on canvas,
100 x 105 cm, location not known. Wikimedia
Commons.
Το
πήραν απόφαση. Θα την άφηναν.
Έφυγαν
την ώρα που κοιμόταν. Έκλεισαν την τηλεόραση, της άφησαν δίπλα στο κομοδίνο
φρέσκο νερό με καινούριο καλαμάκι, μερικά κομμάτια ροδάκινο, σε ένα ταπεράκι
ρόδι που της άρεζε. Πριν κοιμηθεί, της έδωσαν όλα τα φάρμακα που έπαιρνε για το
βράδυ, για το ζάχαρο, την άνοια, το πάρκινσον, τα αντικαταθλιπτικά, το
χαλαρωτικό που έφερνε ύπνο. Δίπλα της όλα εκείνα που την έκαναν να νιώθει
ασφάλεια, το τηλεχειριστήριο, το τηλέφωνο, το χαρτάκι όπου ήταν σημειωμένα όλα
τα τηλέφωνα που έπαιρνε κάθε τρεις και δύο,
στα παιδιά και στα εγγόνια της, το κουδουνάκι που χτυπούσε όταν ήθελε να
φωνάξει τη γυναίκα που τη φρόντιζε, το ρολόι της. Άφησαν και το φως του
διαδρόμου αναμμένο, όπως τα συνήθιζαν, για να μην τρομάζει όταν ξυπνούσε μέσα
στη νύχτα. Έφυγαν.
Ξύπνησε.
Ησυχία. Μέσα στη θολούρα του μυαλού της, από τον ύπνο και την αρχή της άνοιας,
σκέφτηκε να μην φωνάξει τη γυναίκα που τη φρόντιζε, για να μην την ξυπνήσει, να
μην ενοχλήσει. Δεν άντεξε: «Κυρία Ρούσα…». Καμιά απάντηση. Χτύπησε το καμπανάκι
που είχε δίπλα στο μαξιλάρι. Σιωπή. Έψαξε να δει μήπως κάποιο από τα παιδιά της
κοιμόταν πλάι της. Άπλωσε το χέρι. Κενό.
Ξαναφώναξε. Όλα τα ονόματα. Τίποτε. Μόνη; Έψαξε τα γνωστά της
αντικείμενα. Εκεί ήταν. Και στο κομοδίνο βρήκε όσα έβρισκε συνήθως. Ανασηκώθηκε,
ήπιε μια γουλιά νερό, πάλι καλά που δεν το έχυσε επάνω της. Ξαναφώναξε.
«Τι
φωνάζεις;»
«Θέλω
να πάω τουαλέτα.»
Την
πήγαιναν, δεν έκαμνε τίποτε.
«Τι
φωνάζεις;»
«Θέλω
νερό»
«Δίπλα
σου είναι», «τι φωνάζεις;»
«Κακό
είναι; Αφού δίψασα.»
«Τι
φωνάζεις;»
«Τρέχει
η μύτη μου.»
«Τι
φωνάζεις;»
«Δεν
βρίσκω το ρολόι μου, οι τσάντες μου πού είναι;, το δαχτυλίδι που μου κάνατε
δώρο στη γιορτή μου θέλω να το δω. Πού βάλατε τις μπλούζες μου; Αδειάσατε τις
ντουλάπες, πήρατε τα ρούχα μου, θα πεθάνω, ε;»
Εδώ
είναι, βρε μάνα, τα ρούχα σου, να οι
μπλούζες σου, να και τα δαχτυλίδια σου, να και η γούνα σου, να και τα παπούτσια
σου, θα σκάσει η ντουλάπα σου από τα ρούχα που μάζεψες τόσα χρόνια, κράτα τα
εκεί να τα βλέπεις, να σου ανοίγουμε τις ντουλάπες και να τα χαίρεσαι και να
μην δίνεις σε κανέναν τίποτε.
Έβρισκε
διάφορους τρόπους να τους έχει δίπλα της. «Έλα να σ’ αγκαλιάσω», «σε αγαπώ
πολύ», «να μην στενοχωριέσαι», «είσαι καλό παιδί, νοιάζεσαι για πολλούς, δεν
πρέπει, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι καλοί, να κοιτάς τον εαυτό σου, το παιδί σου,
τον άνδρα σου, τ’ αδέλφια σου, εμένα, κανέναν άλλον». Εμένα, εκεί ήθελε να
καταλήξει, εμένα. «Εδώ, έλα εδώ, ξάπλωσε δίπλα μου, με ζεσταίνεις, κρυώνω, βάλε
μου κι άλλη κουβέρτα, ζεσταίνομαι, φέρε τη βεντάλια». Φοβόταν.
Την
άφησαν. Να ψάξει για τα ρούχα της, τη βεντάλια της, τα παπούτσια της, ό,τι
θέλει, αρκεί να τους αφήσει σε ησυχία. Έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Αυτό που
φοβόταν από παλιά έγινε. Έμεινε μόνη.
*****
Victor
Borisov-Musatov (1870–1905), Loneliness
(date not known), further details not known. Wikimedia Commons.
Μόνη.
Φώναξε με μιαν απόγνωση σπαρακτική. Περίμενε κάποιος να της απαντήσει,
αφουγκραζόταν τους ήχους. Η κυρία Νίτσα απέναντι είχε βγει στο μπαλκόνι και
συνομιλούσε με την αποκάτω της: «Δεν την είδαμε απόψε, το παράθυρο είναι
κλειστό, αλλά και κανείς άλλος δεν βγήκε στο μπαλκόνι. Λες να έπαθε κάτι και να
την πήγαν στο νοσοκομείο; Κάτσε να τηλεφωνήσω». Το τηλέφωνο χτύπησε, αχ τι
καλά, θα ζητούσε βοήθεια. Από τη λαχτάρα της το έριξε κάτω. Γύρισε στο πλάι να
φτάσει στην άκρη του κρεβατιού, είδε το τηλέφωνο, άπλωσε το χέρι να το πάρει.
Παραλίγο θα έπεφτε. Έντρομη γύρισε προς το κέντρο του κρεβατιού. Το κεφάλι της
έπεσε ανάμεσα στα μαξιλάρια. Από συνήθεια φώναξε για να τη βοηθήσουν να
επανέλθει στο μαξιλάρι της. Ξανά οι φωνές στο μπαλκόνι: «Δεν απαντάει κανείς.
Κάτι θα έπαθε η καημένη. Θα περιμένουμε να μάθουμε».
Πολύ
γρήγορα συνήθισαν την απουσία της και τη σκέψη ότι απλώς κάτι είχε πάθει και
την είχαν πάρει από το σπίτι της.
Άκουσε
έναν κρότο. Τι ήταν; Κεραυνός, φοβόταν και τους κεραυνούς και τις βροχές, ο
ήλιος έλαμπε. Και τους σεισμούς φοβόταν, τόσα και τόσα έβλεπε στην τηλεόραση να
γίνονται, ο κόσμος της ήταν η τηλεόραση, οι βροχές, οι πυρκαγιές, οι εκρήξεις
των ηφαιστείων, οι πόλεμοι, οι λιμοί... Πείνασε. Τέτοια ώρα της έδιναν το
πρωινό, τσάι με φρυγανιές και τυρί. Και τα φάρμακά της. Κανείς. Ήθελε να πάει
στην τουαλέτα, πώς να σηκωθεί μόνη της…, τη σήκωναν. Προσπάθησε, δεν πρόλαβε.
Μέχρι το μεσημέρι το πάμπερ είχε ξεκολλήσει από την υγρασία που είχε μαζευτεί,
βράχηκε και το κρεβάτι. Την ενόχλησε η μυρωδιά. Να σηκωθεί, πώς να σηκωθεί
μόνη; Δεν είχε άλλη επιλογή.
Τις
επόμενες μέρες το υβριδικό πλάσμα κινήθηκε μέσα στο σπίτι. Σερνόταν, πιανόταν
για να σηκωθεί, έπεφτε. Έψαχνε να βρει τα κλειδιά, για ν’ ανοίξει την πόρτα. Τα
βρήκε, άνοιξε, δεν έκανε βήμα για να βγει, φωνή δεν της βγήκε, το βασίλειό της
ήταν εκεί. Έκλεισε την πόρτα και κλείδωσε. Πάντα κλείδωνε. Ή μάλλον ζητούσε από
τους άλλους να κλειδώσουν. «Κλείδωσες;». «Μα τώρα, χριστιανή μου, μπήκα,
περίμενε, μέρα είναι, τι μπορεί να συμβεί;». «Όχι, κλείδωσε.»
Κινήθηκε
προς την μπαλκονόπορτα, την άνοιξε, ούτε στο μπαλκόνι κατάφερε να βγει, σαν η κάσα
της πόρτας να ήταν ένα σύνορο που δεν μπορούσε να διαβεί. Έκλεισε κι αυτή την
πόρτα, έσυρε και την ηλεκτρική κουζίνα, για να την ασφαλίσει, να μην μπορεί να
μπει κανείς από εκεί. Πού βρήκε τη δύναμη; Από έπιπλο σε έπιπλο έφτασε στο
μπάνιο. Ήθελε να πλυθεί, να καθαριστεί. Πώς δεν γλίστρησε εκεί; Τοίχο τοίχο
επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα, βαριά έπεσε στο κρεβάτι, είχε κουραστεί. Ξάπλωσε
και, όπως μπορούσε, τράβηξε τις κουβέρτες. Έκλεισε τα μάτια και περίμενε.
Francisco Goya
(1746–1828), The Sleeping Woman (El Sueño) (c 1800), oil on canvas, 46.5
x 76 cm, National Gallery of Ireland Gailearaí Náisiúnta na hÉireann, Dublin,
Ireland. Wikimedia Commons.
Δήμητρα
Μήττα
Δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό Δίοδος (19) 2021, σ.
158.