Η
έκθεση «Θεσσαλονίκη 1922: Μνημεία και Πρόσφυγες», διοργανώνεται από την Εφορεία
Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο των εκδηλώσεων μνήμης του Υπουργείου
Πολιτισμού και Αθλητισμού για την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική
Καταστροφή. Η έκθεση εστιάζει αφενός στη χρήση των θρησκευτικών μνημείων ως
προσωρινή στέγη των προσφύγων, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες
τους, αφετέρου στη μεταφορά και διάσωση, από τις προσφυγικές οικογένειες,
πολλών κειμηλίων, κυρίως φορητών εικόνων, από τις περιοχές προέλευσής τους,
όπως την Ανατολική Θράκη, την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία, με την
παρουσίαση, για πρώτη φορά σε έκθεση, 36 εικόνων και θρησκευτικών κειμήλιων. The
exhibition focuses, on the one hand, on the use of religious monuments as a
temporary shelter for refugees, on the other hand, on the transport and rescue,
by the refugee families, of many heirlooms, mainly portable icons, from their
regions of origin, such as Eastern Thrace, Constantinople and Asia Minor ,
with the presentation, for the first time in an exhibition, of 36 images and
religious texts.
Η
έκθεση αναπτύσσεται σε δύο ενότητες; «Οι πρόσφυγες στα μνημεία της
Θεσσαλονίκης», «Κειμήλια προσφύγων» Στην πρώτη, με τίτλο «Οι πρόσφυγες στα
μνημεία της Θεσσαλονίκης», μέσα από πλούσιο εικονογραφικό υλικό, ταχυδρομικά
δελτάρια και αποκόμματα εφημερίδων, αποτυπώνεται η εικόνα της πόλης κατά την
κρίσιμη δεκαετία 1912-1922, στη διάρκεια της οποίας, τα μνημεία της πόλης, μετά
την απελευθέρωση, έγιναν τόποι εγκατάστασης πολλών προσφύγων, είτε από τις
βαλκανικές χώρες (1912-1917), είτε πυρόπληκτων μετά την πυρκαγιά του 1917, είτε
της Μικρασιατικής Καταστροφής (1919-1922), που αποτελεί και την κορύφωση της
περιόδου αυτής. H. is developed in two sections. In the first, entitled “The refugees
in the monuments of Thessaloniki”, through rich pictorial material, postcards
and newspaper clippings, the image of the city is captured during the critical
decade 1912-1922, during which, the monuments of the city, after . the
liberation, the place of settlement of many refugees, either from the Balkan
countries (1912-1917), or burned after the fire of 1917, or the Asia Minor
Catastrophe (1919-1922), which is also the peak of this period.
Η
έκθεση «Θεσσαλονίκη 1922: Μνημεία και Πρόσφυγες», διοργανώνεται από την Εφορεία
Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο των εκδηλώσεων μνήμης του Υπουργείου
Πολιτισμού και Αθλητισμού για την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική
Καταστροφή. Η έκθεση εστιάζει αφενός στη χρήση των θρησκευτικών μνημείων ως
προσωρινή στέγη των προσφύγων, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες
τους, αφετέρου στη μεταφορά και διάσωση, από τις προσφυγικές οικογένειες,
πολλών κειμηλίων, κυρίως φορητών εικόνων, από τις περιοχές προέλευσής τους,
όπως την Ανατολική Θράκη, την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία, με την
παρουσίαση, για πρώτη φορά σε έκθεση, 36 εικόνων και θρησκευτικών κειμήλιων. The
exhibition focuses, on the one hand, on the use of religious monuments as a
temporary shelter for refugees, on the other hand, on the transport and rescue,
by the refugee families, of many heirlooms, mainly portable icons, from their
regions of origin, such as Eastern Thrace, Constantinople and Asia Minor . ,
with the presentation, for the first time in an exhibition, of 36 images and
religious texts.
The second part presents the Asia
Minor Campaign and in particular, the removal of the refugees from Eastern
Thrace, as well as the refugee’s journey to Thessaloniki.
The section concludes with the installation in the city, and in particular in the area of the acropolis, where a series of structures and houses were built in contact with the Byzantine fortification walls of the city, but also in temples, and especially in the temple of Achieropoiitou.
Many refugees settled in the Upper Town, building shacks in contact with the castles, while many found refuge in the center of the city, in the churches, centered on the church of Panagia Achiropoiitou, in schools, mosques and shopping arcades.
Η Ροτόντα αποτελεί, αναμφίβολα, ένα από
τα χαρακτηριστικότερα ιστορικά κτίρια της Θεσσαλονίκης. Κάθε περαστικός βρίσκεται
σε θέση να την αναγνωρίσει, ακόμα και να την αξιοποιήσει ως τόπο συνάντησης. Η ιδιαιτερότητα
του κτιρίου, η οποία την αποτυπώνει εύκολα στη μνήμη, εντοπίζεται τόσο στον αρχιτεκτονικό
περίκεντρο σχεδιασμό της, όσο και στη μοναδικότητα του ψηφιδωτού της διακόσμου.
Η Ροτόντα μπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη
του 3ου με αρχές του 4ου αιώνα. Ξεκίνησε να κατασκευάζεται ως μέρος του Γαλεριανού
Συγκροτήματος, δηλαδή του Ανακτόρου του Καίσαρα στη Θεσσαλονίκη, το οποίο περιλάμβανε
τον Ιππόδρομο και την Αψίδα του Γαλερίου στα νότια. Ο αρχικός σκοπός κατασκευής
του οικοδομήματος μάς είναι άγνωστος μέχρι σήμερα. Οι δημοφιλέστερες θεωρίες υποστηρίζουν
τη χρήση του ως μελλοντικό μαυσωλείο του Γαλερίου ή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου,
ως Πάνθεον ή και ως αυτοκρατορικό ναό. Έναν αίωνα περίπου μετά την ανέγερσή του,
επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’, το κτίριο μετατράπηκε σε εκκλησία αφιερωμένη στη Θεία
Δύναμη. Αργότερα, αφιερώθηκε στους Αγίους Ασωμάτους και, τελικά, στον Άγιο Γεώργιο,
για τον οποίο είναι γνωστή μέχρι τις μέρες μας.
Για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του εκκλησιάσματος, προστέθηκε στο αρχικό οικοδόμημα μια μακρόστενη αψίδα στα ανατολικά, μια είσοδος στα δυτικά και ένα περίστωο περιμετρικά του κτιρίου. Το 1591, μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος, εξ ου και ο μιναρές που της προσδίδει πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Παρά τις αρχικές επιθυμίες για κατεδάφιση του μιναρέ, έπειτα από την απελευθέρωση της πόλης με τους Βαλκανικούς Πολέμους, η κυβέρνηση Βενιζέλου επέλεξε να τον διατηρήσει. Η απόφαση αυτή βασίστηκε σαφώς σε μια πιο μετριοπαθή στάση απέναντι στα ξένα ιστορικά-εθνικά στοιχεία της πόλης, άλλωστε με την ίδια λογική επιβίωσε και ο Λευκός Πύργος.
Στην Αχειροποίητο φυλάσσεται η
σημαντικότερη εικόνα των προσφύγων της Ανατολικής Θράκης, η Παναγία η
Ρευματοκράτειρα ή Ρευματοκρατόρισσα. Η ασημοκαλυμμένη ιστορική φορητή εικόνα
ήταν το παλλάδιο των Θρακιωτών και τιμούνταν ιδιαίτερα από όλους τους Θρακιώτες
στην εκκλησία της Παναγίας της Ρευματοκράτειρας στη Ραιδεστό.
Η Ρευματοκρατόρισσα είναι αμφίπλευρη
εικόνα και στην πίσω πλευρά από την αργυροστόλιστη πρόσοψή της με την Παναγία,
που χρονολογείται το 17ο αιώνα, υπάρχει και δεύτερη αγιογραφία με τη Σταύρωση
που χρονολογείται το 15ο αιώνα. Την εικόνα έφεραν οι Θρακιώτες πρόσφυγες με την
αποχώρηση του ελληνισμού από τις πατρογονικές εστίες το 1922. Ήταν η πολιούχος
της Ραιδεστού ως τα χρόνια του ξεριζωμού και λατρευόταν με εξαιρετικές τιμές
από τους κατοίκους της περιοχής και με λαμπρό πανηγύρι τη Δευτέρα της εβδομάδας
της Διακαινησίμου, δηλαδή τη Δευτέρα μετά την Κυριακή του Θωμά.
Όμως η φήμη της και η λατρεία της
απλωνόταν σ’ ολόκληρη τη Θράκη. Την εικόνα της Ραιδεστού τιμούν και σήμερα οι
απόγονοι των Θρακιωτών στην Αχειροποίητο. Στη λειτουργία και την πανθρακική
δοξολογία οι Ραιδεστινοί και άλλοι Ανατολικοθρακιώτες γιορτάζουν με λαμπρότητα
τη μνήμη της. Η Παναγία της Ραιδεστού έμεινε στην Αχειροποίητο, γιατί στην
παλαιοχριστιανική εκκλησία έστησαν το πρώτο προσφυγικό σπιτικό τους πολλές
οικογένειες Ραιδεστινών όταν έφτασαν στη Θεσσαλονίκη. Η Παναγία
Ρευματοκρατόρισσα, το παλλάδιο της Θράκης, που έφεραν από τη Ραιδεστό στην
Αχειροποίητο το 1922 πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης
«Στή
μισοβυθισμένη μές στά χώματα Ἀχειροποίητο, σέ μιά γωνιά τοῦ νάρθηκα, βρίσκεται σχεδόν παραπεταμένη ἡ Παναγία ἡ Ρευματοκρατόρισσα. Κατεβαίνω ἀρκετά συχνά καί τήν κοιτάζω πικροχαμογελώντας γιά τήν κοινή
κατάντια μας. Δέ μοιάζει, βέβαια, μέ προσκύνημα αὐτό
πού κάνω καί τό ξέρω καλά. Εἶναι πιό πολύ σάν ἐπίσκεψη σέ μιά παλιά φιλενάδα τῆς
γιαγιᾶς μου καί τῆς
προγιαγιᾶς μου, ὅπου
πάω γιά νά χαϊδευτῶ καί νά κλαυτῶ,
μιά κι ἔχουν λείψει προπολλοῦ ἐκεῖνες. Τό κερί τ' ἀνάβω ἁπλῶς γιά νά βλεπόμαστε καλύτερα.
Κρυφοκοιταζόμαστε ὥσπου νά λιώσει κι ὕστερα τή φιλῶ στά πεταχτά καί φεύγω. Τά συναισθήματά μας
πάντοτε τά καταπιέζουμε στό σπίτι. Ὧρες ὧρες θαρρῶ
πώς κάτι θέλει νά μοῦ μιλήσει. Αὐτό
καί νά γίνει δέν πρόκειται νά τό θεωρήσω γιά θαῦμα.
Πολλές ἱστορίες, πολλά ἀνέκδοτα καί μυστικά, θά πρέπει νά ξέρει γιά τούς προγόνους μου. Αἰῶνες τήν προσκυνοῦσαν καί τήν ἐμπιστεύονταν στήν πατρίδα. Ἐκεῖ, ἦταν ἀρχόντισσα, εἶχε παλάτι δικό της, αὐτοκρατορικό. Ἐδῶ, μόλις καί τῆς ἐπιτρέπουν νά κουρνιάζει σ' αὐτόν τό νάρθηκα. Πάλι καλά πού δέν τήν ἔστειλαν ἀκόμα σέ κανένα μουσεῖο. Ἡ προσφυγιά κι αὐτηνῆς κι ἡ δική μας οὔτε ἔληξε οὔτε πρόκειται ποτέ νά λήξει. Χάσαμε τά σπίτια μας, τά παλάτια μας, κι ἤρθαμε ἐδῶ νά παλεύουμε μέ τούς σκληροτράχηλους ντόπιους, πού ἀμέσως μᾶς ὅρμηξαν.
Τή Ρευματοκρατόρισσα τή φέραν οἱ παππούληδές μου ἀπό μιά πολιτεία τῆς ΙΙροποντίδας. Τήν ἅρπαξαν μιά Κυριακή πρωί καί φύγαν πάνω στ' ἄλογα. Ὁ δεσπότης δέν πρόλαβε νά βγάλει τ' ἄμφιά του, σάν ἦρθε ἡ εἴδηση πώς ἔφταναν οἱ τσέτες. Πρόσταξε μοναχά τόν κόσμο νά πάρει ἀμέσως τά βουνά, κι αὐτός, ἀφοῦ τέλειωσε ὅπως ὅπως τή λειτουργία, ἀνέβηκε στό ἄλογο καί καλπάζοντας μές στά χρυσά τούς πρόφταξε. Οἱ γέροι καί τά γυναικόπαιδα ἔτρεχαν τό κατόπι, γύρω τριγύρω ἔφερναν κύκλους τά παλικάρια, καί δίπλα στό δεσπότη ἕνας παλίκαρος μέ τήν εἰκόνα ἀγκαλιά πήγαινε πάνω στ' ἄλογο. Κρύφτηκαν σ' ἕνα σπήλαιο βαθύ καί γλίτωσαν ἀπ' τούς τσέτες, πού πέρασαν ἀπ' τό διπλανό μονοπάτι. Στά μωρά εἶχαν δώσει μόκο, ἀφιόνι3 δηλαδή, κι ἔτσι δέν κλαῖγαν. Ἦταν ἔμπειροι σ' αὐτά καί ἀπό καιρό γιά ὅλα προετοιμασμένοι. Τή νύχτα κατέβηκαν κρυφά τά παλικάρια καί πῆραν κι ἄλλα πράγματα. Ὅμως τόν Ἅγιο Γιώργη τόν Ἀράπη4 κανένας δέν τόν πρόλαβε, τόν εἶχαν κάψει οἱ τοῦρκοι. Ἔκλαψε ὁ δεσπότης σάν τό ἔμαθε καί πῆρε τήν ἀπόφαση νά τούς ὁδηγήσει πιά στήν ἐλεύθερη πατρίδα. Σέ δυό τρεῖς μέρες, τραβώντας συνεχῶς κατά τά δυτικά, ἔφτασαν στόν Ἕβρο καί διάβηκαν σά λιτανεία τό ρεῦμα. Ἡ Ρευματοκρατόρισσα συγκράτησε καί πάλι τό πολύ νερό.
Στή Σαλονίκη τούς πιό πολλούς τούς στρίμωξαν στήν Ἀχειροποίητο ἤ ἐκεῖ γύρω. Οἱ τοῦρκοι εἶχαν μετατρέψει γιά αἰῶνες τήν τεράστια ἐκκλησιά σέ τζαμί κι ἔτσι τήν εἶχαν μαγαρίσει. Μποροῦσαν λοιπόν νά τή μαγαρίσουν λιγάκι κι οἱ ἀνοικονόμητοι πρόσφυγες. Αὐτοί, ἀφοῦ ἔστησαν τήν εἰκόνα τους στή θέση τοῦ ἱεροῦ, χώρισαν μέ κουβέρτες καί σεντόνια χώρους σά δωμάτια κι ἄρχισαν νά ζοῦν. Ἔρωτες, καβγάδες, ξυλοδαρμοί, γλέντια, χαρές καί γεννητούρια, γίνονταν πίσω ἀπ' τά κρεμασμένα σεντόνια, πού τότε μόνο σηκώνονταν ὅλα, ὅταν ἦταν ἰδιαίτερα μεγάλης σημασίας τό γεγονός. Στά καρναβάλια καίγονταν τό πελεκούδι. Ὥς κι οἱ μπαγιάτηδες σαλονικοί προσπαθοῦσαν νά λάβουν μέρος. Ὕστερα ἀπ' ὅλα αὐτά, ἦταν βέβαια περιττό νά ξαναγιαστεῖ ἡ ἐκκλησία, πράγμα ὅμως πού ἔγινε μεγαλοπρεπῶς, μόλις πέταξαν ἀπό μέσα τούς πρόσφυγες. Ἡ εἰκόνα, φυσικά, ἀπόμεινε αἰχμάλωτη τῶν ξένων παπάδων.
Τίς
ἱστορίες αὐτές
τίς ἔμαθα πολύ ἀργότερα
ἀπό ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων, πού μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο ἔχει
πλέον ἐκλείψει. Ἐκτός
ἀπ' τήν εἰκόνα,
σχεδόν τίποτε ἄλλο δέν ἀπομένει
ἀπό κείνη τή γενιά. Ὅσο τήν κοιτάζω, τόσο θαρρῶ πώς βλέπω στό πρόσωπό της τή γιαγιά μου. Ἔτσι θά ἦταν, βέβαια, καί ἡ προγιαγιά μου. Οἱ ἄνθρωποι μοιάζουν στίς δικές τους περιοχές.
Εἶναι ὅμως νέα ἡ εἰκόνα καί ὄμορφη καί στό δέρμα κεραμιδιά, σάν νά
βουτήχτηκε, πράγμα διόλου ἀπίθανο, σέ αἱμάτινο
ποτάμι. Πολλές σφαγές θρυλοῦνται στά παλιά τά χρόνια. Ὁ παππούς μου εἶχε μάθει ἀπ'
τόν προπαππού μου καί πάντα κοίταζε τήν πλάτη τοῦ ἀρνιοῦ,6 προβλέποντας τά αἵματα, τίς πεῖνες καί τίς δίψες. Πήγαινε τότε κρυφά καί
τό 'λεγε καί παρακαλοῦσε γονατιστός τή Ρευματοκρατόρισσα. Ὅταν ἕνα λατρευτό μου πρόσωπο ἔκαμνε συνέχεια αἱμοπτύσεις βαριές τρέχοντας σάν τρελός γιά
γιατρούς, πέρασα μιά στιγμή καί τό 'πα στήν εἰκόνα.
Μά, ἦταν ἀργά πιά. Ἔτσι
τρέχω πάντα στίς δύσκολες ἤ τίς χαρούμενες στιγμές καί τῆς τά λέω ὅλα. Κι ὄχι
πώς περιμένω καμιά βοήθεια. Τί νά σοῦ κάνει κι αὐτή
ἐνάντια στήν παντοδύναμη μοίρα; Ἁπλῶς νιώθω τή βαθιά ἀνάγκη νά τά ἐμπιστευτῶ
σ' ἕνα δικό μου πρόσωπο, πού ξέρει τή ρίζα μου
καί τή φύτρα μου κι ἀνησυχεῖ ἴσως γιά ὁρισμένα
καμώματά μου. Στούς γάμους, τίς κηδεῖες καί τά βαφτίσια πάντα τούς συγγενεῖς δέν πρωτοθυμᾶται κανένας;»... Γιώργος Ιωάννου, «Παναγία
η Ρευματοκρατόρισσα» ( Ἡ σαρκοφάγος, 1971).
Το εντυπωσιακότερο μέρος του οικοδομήματος
αποτελούν αναμφίβολα τα ψηφιδωτά του. Εντοπίζονται στα εσωράχια των κογχών που διαπερνούν
το εσωτερικό, καθώς και στον θόλο. Τα ψηφιδωτά των καμαρών φέρουν ανεικονικό διάκοσμο,
ο οποίος δε μαρτυρεί το θρησκευτικό χαρακτήρα του οικοδομήματος. Τα μοτίβα, τα οποία
παριστάνουν καρπούς, κλαδιά, άνθη, πτηνά, μαιάνδρους και αγγεία σε συμπλεκόμενους
κύκλους θυμίζουν φατνώματα. Οι στιλιστικές και θεματικές διαφορές τους από τα ψηφιδωτά
του θόλου μαρτυρούν διαφορετικές περιόδους κατασκευής. Πάντως, όλα προδίδουν πως
πρόκειται για έργα του 5ου αιώνα.
Ο διάκοσμος του θόλου χωρίζεται σε τρεις διαδοχικές ζώνες. Στην εσωτερική κεντρική ζώνη σώζονται ελάχιστες ψηφίδες, αλλά με τη βοήθεια του σχεδίου που βρίσκεται από κάτω γίνεται φανερή μια αντρική φιγούρα με χρυσό φωτοστέφανο και ανυψωμένο το ένα χέρι. Κατά πάσα πιθανότητα εικονίζεται ο Χριστός θριαμβευτής μέσα σε μετάλλιο. Τη διακοσμημένη με φύλλα δόξα συγκρατούν τέσσερις άγγελοι, από τους οποίους σώζονται μόνο τμήματα των κεφαλιών. Ανάμεσά τους τοποθετείται με ακτινοβόλο φωτοστέφανο ένας φοίνικας, το μυθικό πουλί που αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του. Σχετίζεται, με αυτόν τον τρόπο, με την Ανάσταση των Νεκρών και μαρτυρεί την επιστροφή του Χριστού, προσδίδοντας στο ψηφιδωτό ένα εσχατολογικό περιεχόμενο.
Στη δεύτερη ενότητα, «Κειμήλια προσφύγων», παρουσιάζονται κειμήλια που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες, όπως φορητές εικόνες που ανήκουν σε ιδιώτες για τους οποίους η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης εξέδωσε απόφαση κυριότητας σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία (Αναστασία Γεράκη, Γεώργιος Γκαβέσης, Χρήστος Δρακούλης, Αριστείδης Κεσόπουλος, Βασιλική Κορομηνά, Γεώργιος Κυριαζής, Δημήτρης Μακρίδης, Ειρήνη Μποζίνου, Βαρβάρα Τσαχιρίδου, Μιλτιάδης Χατζηγεωργίου, Θεανώ Χατζηπασχάλη, Ηρακλής Ξανθόπουλος, Μαρί Πισκουλιάν), και παλαίτυπα από την ιδιωτική συλλογή του Αριστείδη Κεσόπουλου.
At
the same time, other refugees developed in Kalamaria, Toumba and Agia Fotini,
others headed to the outskirts, and settled in camps, or established
settlements, in memory of their homelands.
As early as 1915, when thousands of French and British soldiers disembarked at the port of Thessaloniki, Achieropoiitos, – the only Byzantine church in the city that had not been consecrated until then, as its interior, appropriately designed as a museum, was to house . the Central Byzantine Museum— turns into a refugee camp for displaced populations of the war zones.
At
the same time, other refugees developed in Kalamaria, Toumba and Agia Fotini,
others headed to the outskirts, and settled in camps, or established
settlements, in memory of their homelands (Kordelio, Menemeni, Xirokrini, Nea
Efkarpia, Nea Efkarpia, Nea Efkarpia, New Fruitfulness, New Fruitfulness, New
Fruitfulness, New Fruitfulness, New Fruitfulness, New Fruitfulness, New
Fruitfulness, New Fruitfulness, New Fruitfulness, New Fruitfulness, New
Fruitfulness, New Fruitfulness, New Fruitfulness, New Fruitfulness, New
Fruitfulness, New Fruitfulness, New Fruitfulness , New Efkarpia, New Efkarpia,
New Efkarpia, New Efkarpia, New Efkarpia, New Efkarpia, New Efkarpia, New
Efkarpia, New Efkarpia, New Efkarpia. New Magnesia, Sykies, Neapoli, Saranda
Churches).
As early as 1915, when thousands of French and British soldiers disembarked at the port of Thessaloniki, Achieropoiitos, – the only Byzantine church in the city that had not been consecrated until then, as its interior, appropriately designed as a museum, was to house . the Central Byzantine Museum— turns into a refugee camp for displaced populations of the war zones.
At the same time, other refugees
developed in Kalamaria, Toumba and Agia Fotini, others headed to the outskirts,
and settled in camps, or established settlements, in memory of their homelands
(Kordelio, Menemeni, Xirokrini, Nea Efkarpia, Nea Efkarpia, Nea Efkarpia, New
Fruitfulness, New Fruitfulness, New Fruitfulness, New Fruitfulness, New
Fruitfulness, New Fruitfulness, New Fruitfulness, New Fruitfulness, New
Fruitfulness, New Fruitfulness, New Fruitfulness, New Fruitfulness, New
Fruitfulness, New Fruitfulness, New Fruitfulness, New Fruitfulness, New
Fruitfulness , New Efkarpia, New Efkarpia, New Efkarpia, New Efkarpia, New
Efkarpia, New Efkarpia, New Efkarpia, New Efkarpia, New Efkarpia, New Efkarpia.
New Magnesia, Sykies, Neapoli,
Saranda Churches).
Μια διαφορετική πτυχή της Μικρασιατικής
Καταστροφής, την προσωρινή εγκατάσταση προσφύγων σε θρησκευτικά μνημεία, όπου βρήκαν
στέγη, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, παρουσιάζει το Υπουργείο
Πολιτισμού και Αθλητισμού στη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης. Η έκθεση αναπτύσσεται σε
δύο ενότητες: «Οι πρόσφυγες στα μνημεία της Θεσσαλονίκης», «Κειμήλια προσφύγων».
Στην πρώτη, με τίτλο «Οι πρόσφυγες στα
μνημεία της Θεσσαλονίκης», μέσα από πλούσιο εικονογραφικό υλικό, ταχυδρομικά δελτάρια
και αποκόμματα εφημερίδων, αποτυπώνεται η εικόνα της πόλης κατά την κρίσιμη δεκαετία
1912-1922, στη διάρκεια της οποίας, τα μνημεία της πόλης, μετά την απελευθέρωση,
έγιναν τόποι εγκατάστασης πολλών προσφύγων, είτε από τις βαλκανικές χώρες
(1912-1917), είτε πυρόπληκτων μετά την πυρκαγιά του 1917, είτε της Μικρασιατικής
Καταστροφής (1919-1922), που αποτελεί και την κορύφωση της περιόδου αυτής.
Στο δεύτερο μέρος της ίδιας ενότητας παρουσιάζεται
η Μικρασιατική Εκστρατεία και ειδικότερα, η απομάκρυνση των προσφύγων από την Ανατολική
Θράκη, καθώς και το ταξίδι της προσφυγιάς προς τη Θεσσαλονίκη.
Η ενότητα ολοκληρώνεται με την εγκατάσταση στην πόλη, και ειδικότερα
στην περιοχή της ακρόπολης, όπου κτίστηκε σειρά πρόχειρων κατασκευών και οικιών
σε επαφή με τα βυζαντινά οχυρωματικά τείχη της πόλης, αλλά και σε ναούς, και
ιδίως στον ναό της Αχειροποίητου.
Πολλοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην Άνω Πόλη, κτίζοντας παράγκες σε επαφή με τα κάστρα, ενώ αρκετοί βρήκαν καταφύγιο στο κέντρο της πόλης, στους ναούς, με επίκεντρο τον ναό της Παναγίας Αχειροποιήτου, σε σχολεία, τεμένη και εμπορικές στοές.
Παράλληλα, άλλοι πρόσφυγες αναπτύχθηκαν στην Καλαμαριά, την Τούμπα και την Αγία Φωτεινή, άλλοι κατευθύνθηκαν στα περίχωρα, κι εγκαταστάθηκαν σε στρατόπεδα, ή ίδρυσαν συνοικισμούς, σε ανάμνηση των αλησμόνητων πατρίδων (Κορδελιό, Μενεμένη, Ξηροκρήνη, Νέα Ευκαρπία, Νέα Κρήνη, Νέα Μηχανιώνα, Νέα Μαγνησία, Συκιές, Νεάπολη, Σαράντα Εκκλησιές).
After the end of the great war, the
temple welcomed the Thessalonians who were left homeless by the fire of 1917,
and then, in 1922, refugees of the Asia Minor disaster. Achieropoiitos was the
accommodation of the last wave of refugees in 1922 for four years, as in 1926,
after actions of the Metropolis and the Archaeological Service, the refugees
were removed, with the aim of restoring and consecrating the temple.
The supervisory material of the unit is granted for use by the History Center of the Municipality of Thessaloniki, the Museum of Photography, ELIA-MET and the private Archives of I. Mittou, P. Eleftheriou and G. Konstantinidis.
Για να αντιληφθούμε την πνευματική διάσταση
του ψηφιδωτού, θα πρέπει να αναζητήσουμε τις απαρχές του σε ένα απόκρυφο μεσοδιαθηκικό
κείμενο του προφήτη Βαρούχ. Το κείμενο του 3ου αιώνα, το οποίο βρέθηκε στη συριακή
γλώσσα και μεταφράστηκε από την ελληνική, κατείχε ιδιαίτερη σημασία για τις πρώιμες
ιουδαιοχριστιανικές κοινότητες. Η προφητεία αναλύει την ηλιακή τοπογραφία, η οποία
αποκαλύπτεται στον αρχάγγελο από τον Βαρούχ στον Τρίτο Ουρανό. Αναφέρει επίσης τον
φοίνικα, ως φρουρό της γης που φιλτράρει με τα φτερά του τις ηλιακές ακτίνες για
να μειώσει τη βλαβερή ακτινοβολία. Σκοπός του είναι να επιτρέψει στη γη μόνο τις
ζωτικές ακτίνες, καθώς και η εξασφάλιση της ομαλής εναλλαγής της ημέρας και της
νύχτας. Κατά μια θεωρία, απέναντι από τον φοίνικα, ο οποίος βρίσκεται ανατολικά,
θα βρισκόταν ένας ήλιος, ώστε να παρουσιαστεί η μετακίνηση του ήλιου από τη Δύση
στην Ανατολή, η ανανέωση δηλαδή της ημέρας.
Το πιο ιδιαίτερο, ίσως, σημείο του ψηφιδωτού
βρίσκεται στην τρίτη και μεγαλύτερη ζώνη. Σε ένα χρυσό, υπερβατικό βάθος το οποίο
διαγράφει κάθε στοιχείο τόπου και χρόνου, τοποθετούνται 24 με 36 λευκοντυμένες αντρικές
μορφές σε στάση δέησης. Από την στάση τους οι άντρες ονομάστηκαν «Δεόμενοι» και,
κατά πάσα πιθανότητα, αντιπροσωπεύουν τους μάρτυρες τις εποχής του Διοκλητιανού,
παρόλα αυτά η αναγνώρισή τους περιορίζεται σε υποθέσεις.
Πίσω από τις μορφές ανοίγονται περίπλοκα αρχιτεκτονικά σχέδια, τα οποία ανακατεύουν την αίσθηση του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου. Τα κτίρια τοποθετούνται σε οχτώ διάχωρα με την τοποθέτηση φυτικών λυχνοστατών και με τη βοήθεια κιόνων φέρουν αψίδες και τρούλους. Η εικονιζόμενη αρχιτεκτονική μάς παραπέμπει σε αστικά τοπία της Πομπηιανής ζωγραφικής. Κατά την επικρατούσα άποψη τα αρχιτεκτονήματα συμβολίζουν την Ουράνια Ιερουσαλήμ, μπροστά στην οποία στέκονται οι μάρτυρές της. Με την Ουράνια Πόλη να ανοίγεται στην κατώτερη ζώνη, είναι λογικό ο Χριστός που εικονίζεται στην κεντρική ζώνη να συμβολίζει την βασιλεία του στη μεταθανάτια ζωή. Εάν πράγματι ισχύει η επικρατούσα αυτή άποψη, το περιεχόμενο, τελικά, αποτελεί μια πρώιμη εσχατολογική απεικόνιση, την προσμονή δηλαδή της Δευτέρας Παρουσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου