Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Απριλίου 2023

Δήμητρα Μήττα, «Η κυρία Αθηνά»

Maximilien Luce (1858–1941), Madame Luce on the Balcony (1893), oil on canvas, 81 × 65 cm, Private collection. Wikimedia Commons.

Αχ κυρία Αθηνά μου, που όλα τα βλέπεις από το μπαλκόνι σου μέχρι κάτω τη θάλασσα, τα βαπόρια που μπαινοβγαίνουν στο λιμάνι, κι εκείνα που είναι αγκυροβολημένα και περιμένουν ποιος ξέρει τι. Απορώ που δεν πήρες ένα κιάλι, να το στήσεις στο λουλουδάτο σου μπαλκόνι και να φέρνεις κοντά σου ως και τα μικρά ιστιοφόρα και τις βάρκες της κωπηλασίας των ναυτικών ομίλων, που πάνε μπρος πίσω από το λιμάνι μέχρι το μεγάλο ξενοδοχείο που το αναθεματίζεις συνέχεια, γιατί σου κόβει λίγο από τη θέα προς τον Όλυμπο. Απορώ που δεν πήρες κιάλια να φέρνεις κοντά τους ναυτικούς που στέκονται στη σκάλα των καραβιών τους περιμένοντας πότε η βάρκα θα τους βγάλει έξω, να τους παρακολουθείς μέχρι εκεί που πηγαίνουν, σε τίποτε κορίτσια, παλιά ήξερες πού είχαν το στέκι τους, τώρα είσαι λίγο μπερδεμένη. 

Henri Matisse, The lady on the terrace, (1907), oil on canvas, 81×65 cm. Hermitage Museum, Saint Petersburg, Russia. Wikimedia Commons. 

Είναι και η ταράτσα από πάνω από το μπαλκόνι σου, κυρα Αθηνούλα μου, ρετιρέ βλέπεις. Όρε γλέντι εκεί... Ανεβαίνεις και είσαι η βασίλισσα που όλα τα εποπτεύει στην πόλη. Γυρνάς το μάτι σου και φεύγει στο θαλασσί της θάλασσας, ό,τι χρώμα κι αν είναι αυτό το θαλασσί. Γυρνάς το μάτι σου πιο πέρα και βλέπεις ένα κάτι σαν γλόμπο μεγάλο πάνω στο βουνό, στρατιωτική εγκατάσταση είναι, κυρία Αθηνά μου, και κεραίες. Λίγο ανατολικότερα, πολύ κοντά σου, πέφτεις πάνω στο πεύκο που σου κρύβει τη θέα, τα σπίτια που είναι από πίσω του. Πόσες φορές δεν κάλεσες τον δήμο για να το κόψει, γιατί είναι άρρωστο το πεύκο, βαμβακά έχει. Το δέντρο σε νοιάζει κυρά Αθηνά μου, ή που σου κλείνει τη θέα και δεν μπορείς να δεις το σπίτι που κάθεται η κυρία Σούλα λίγο πιο πέρα; Έμαθες ότι έχει προβλήματα –δεν κατάλαβες ακριβώς τι–, αλλά αν μπορούσες να δεις, θα καταλάβαινες. Γιατί μόνο όταν σε επισκέφτηκα, κυρία Αθηνά μου, κατάλαβα –και τρόμαξα- πως όλα τα βλέπεις μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών με τις τραβηγμένες κουρτίνες. Περήφανη είσαι καλή μου βασίλισσα για το μπαλκόνι και την ταράτσα σου αλλά εγώ το πήρα το μάθημά μου -θα τραβάω τις κουρτίνες μου από δω και πέρα απ’ άκρη σ’ άκρη, γιατί από το μπαλκόνι σου, κυρία Αθηνά μου είδα καθαρά μέσα στο σπίτι μου, απέναντι από τη δυτική πλευρά του μπαλκονιού σου στέκεται. 

Ferdinand Hodler (1853–1918), View into Infinity III (1905), media and dimensions not known, Hamburger Kunsthalle, Hamburg, Germany. Image by anagoria, via Wikimedia Commons.

Και τις φωτογραφίες μας διέκρινα, και τους πίνακες και τα μπιμπελό, και το ακατάστατο σαλόνι, ανοικοκύρευτη θα με πεις, όλα τα είδα, και τον άνδρα μου που κυκλοφορεί με το σώβρακο –πόσες φορές δεν του ’πα να βάζει παντελόνι, αλλά πού αυτός, και να επιμένει πως σε τίποτε δεν διαφέρει το σώβρακο από ένα κοντό παντελονάκι και «πού θα το καταλάβουν οι άλλοι τι φοράω;». Τον ένοιαζε όμως όταν ήταν νεότερος. Τώρα που μεγάλωσε, και δεν λέει να το καταλάβει, τώρα αδιαφορεί. Σαν όλους τους ηλικιωμένους. Αμ μεγάλωσες κυρ Κώτσο μας, μεγάλωσες... Να τραβήξω τις κουρτίνες γυρνώντας από την επίσκεψη μου σε σένα, κυρία Αθηνά μου, να το πω και στις γειτόνισσες να κάνουν το ίδιο. Ξέρω ότι θα σου στερήσω τη θέα, καλή μου γειτόνισσα, όμως κι εγώ θα στερηθώ το φως από τα παράθυρα αλλά τι να κάνουμε, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα... 

Paul Cézanne (1839–1906), The Stove in the Studio (c 1865), oil on canvas, 41 x 30 cm, National Gallery, London. Wikimedia Commons.

Πιο σιγά κυρία Αθηνά, δεν σε προλαβαίνω. Τι είπες για τον κύριο Χρήστο απέναντι; Πέθανε ο κυρ Χρήστος από αναθυμιάσεις από τη σόμπα του. Πέθανε, κυρά Νίτσα μου, (Λίτσα με λένε κυρία Αθηνά μου αλλά τι να κάνουμε που δεν ακούς και καλά), πέθανε πριν προλάβει να λαμπαδιάσει το σπίτι, πάλι καλά που δεν έγινε κάτι τέτοιο, γιατί γεμάτο είναι με παλιατζούρες το σπίτι του. Τις μάζευε από εδώ και από εκεί, γυρολόγος είχε καταντήσει αυτός ο εισοδηματίας συνταξιούχος και το ευχαριστιόταν. Παλιός ηλεκτρολόγος, καταπιανόταν να φτιάξει ό,τι χαλασμένο και πεταμένο εύρισκε, να λειτουργήσει ξανά, εύρισκε ένα νόημα στη ζωή του (πού την ξετρύπωσες αυτή τη φράση κυρία Αθηνά μας;). Ως και στην ταράτσα της μονοκατοικίας του είχε φτιάξει διάφορες κατασκευές, να, τις βλέπεις εκεί απέναντι κυρία..., το ξέχασες το ονοματάκι μου κυρία Άλφα μας, παράγκες από παλιές πόρτες και παλιοσίδερα, δύο-τρεις παραγκούλες, καμιά χρησιμότητα δεν είχαν αλλά να πάνε χαμένα τόσα ανεμομαζώματα; Κρίμα είναι. Μόνο που όσο περνάει ο καιρός, όσο ο κυρ Χρήστος δεν είναι πια εκεί να φτιάχνει και να ξεφτιάχνει, όλο και κάποιο σίδερο πέφτει, ντουγκ ακούγεται μέσα στη νύχτα, άρχισαν οι καταρρεύσεις, δυνατές είναι πια και οι καταιγίδες, πώς να κρατηθούν τα ερείπια; Βουλωμένα είναι και τα σιφόνια της ταράτσας, λίμνη γίνεται εκεί που στραγγίζει σιγά σιγά, και μαζί με τις σταγόνες που πέφτουν στο πεζοδρόμιο, να και κανένας σοβάς να ξεκολλάει. Να δούμε πότε θα πέσει στο κεφάλι κανενός ή σε κανένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο από κάτω από το μπαλκόνι του. Μα δεν υπάρχουν κληρονόμοι; 

Ker-Xavier Roussel (1867–1944), Conversation (1891-93), oil on canvas, 41 x 32 cm, Musée des Augustins de Toulouse, Toulouse, France. Image by Didier Descouens, via Wikimedia Commons.

Και αρχίζεις κυρία Αθηνά μου όλη την ιστορία των κληρονόμων του, για τον καθένα χωριστά, ήξερες τα πάντα, τι έδωσε στον έναν, τι στον άλλον, και τώρα δεν θέλουν να πετάξουν τίποτε, μόνο να το πουλήσουν το σπίτι όπως είναι, με τις παλιατζουρίες,  για να μην μπουν σε έξοδα αδειάζοντάς το. Και ο γιος του, που λες κυρία Νίτσα μου (αχ κυρία Αθηνά μου, Λίτσα είπαμε, Λίτσα), ο γιος, που λες, καυγάδισε μαζί του τότε που..., και ύστερα η νύφη του, που ήταν από τη Σκύδρα..., να δεις τι γλέντια είχα κάνει με τον άνδρα μου εκεί, τότε που τα παιδιά μου ήταν μικρά, ο Βασιλάκης μου που τώρα το πουλάκι μου (52 χρονών ο Βασιλάκης) ταλαιπωρείται στη δουλειά του, τι σου έλεγα; α ναι, για τον γιο του Χρήστου, εγώ τους ξέρω αυτούς καλά, ξέρεις τι τραπεζώματα έχω κάνει, και στην Κούλα απέναντι, και πολύ πικραίνομαι που δεν έρχεται να με δει, εγώ όμως όταν κάνω κάτι, θα τη φωνάξω, θα κατεβάσω το καλαθάκι με το σχοινάκι, για να τα πάρει, πίτες, λικέρ που φτιάχνω ωραία, αχάριστος κόσμος, τι να το κάνω που μου λέει πως δεν προλαβαίνει να ‘ρθει να με δει, τη βλέπω, κάθε μέρα απλώνει ένα σωρό φανέλες, του άνδρα της και των δυο αγοριών της, αλλά το ένα τώρα παντρεύτηκε, τι είναι αυτές οι φανέλες που απλώνει; Και η κουνιάδια της, να, εδώ, λίγο παρακάτω έμενε, κι αυτή παράπονα έχει, μεγαλοπιάνεται αυτή τώρα με κάτι μεσιτικά γραφεία που έχουν, και ο άνδρας της.... 

Eva Gonzalès (1849–1883), Dessert (1875-76), oil on canvas, 21.3 x 34.4 cm, Private collection. Wikimedia Commons.

Στάσου κυρία Αθηνούλα μου, στάσου, στάσου και δεν σε προλαβαίνω. Στάσου που δεν μπορώ να συγκρατήσω τίποτε από αυτά που μου λες, άσε που δεν με ενδιαφέρουν κιόλας, λέξη δεν άρθρωσα, μόνο το κεφάλι μου κουνάω κυρία Αθηνά μου, και πότε θα βάλεις τελεία να μπορέσω να σηκωθώ να φύγω; Ευτυχώς που πήγες στην κουζίνα να μου βάλεις το γλυκό που έφτιαξες αποκλειστικά για μένα και πρόλαβα να τηλεφωνήσω στον άντρα μου –να ’ναι καλά τα κινητά, κι άσε τους άλλους που τα κατακρίνουν- να του πω να μου τηλεφωνήσει σε τρία λεπτά, να έχεις προλάβει να βγεις από την κουζίνα με τον δίσκο στα χέρια, ώστε να ακούσεις το τηλεφώνημα. Γιατί να σου τηλεφωνήσω να με ρωτάει εκείνος κι εγώ να του λέω κάνε αυτό που σου λέω. Και ευτυχώς με πήρε, κυρία Αθηνά μου, και να μου λέει εκνευρισμένος μα τι θέλεις τέλος πάντων και να λέω εγώ, αλήθεια αγάπη μου, πω πω, έρχομαι σε λίγο, ναι έρχομαι, πες τους να περιμένουν, αχ κυρία Αθηνά μου, λυπάμαι αλλά πρέπει να φύγω. Και συ να επιμένεις να φάω το γλυκό, δυο χαψιές το έκανα, εγώ δεν τα τρώω τα σιροπιαστά κυρία Αθηνά, βαριά μου πέφτουν, όμως το έφαγα για να τελειώνουμε. Γεια σου κυρία Αθηνά μου, μα ναι, φυσικά θα ξαναέρθω.

***

Pierre Bonnard (1867-1947), La Fenêtre (The Window) (1925), oil on canvas, 108.6 x 88.6 cm, The Tate Gallery (Presented by Lord Ivor Spencer Churchill through the Contemporary Art Society 1930), London. Photographic Rights © Tate 2018.

Τη βλέπω από τα παράθυρά μου την κυρία Αθηνά, κρύβομαι πίσω από την κουρτίνα για να μην με δει. Ογδόντα έξι χρονών, δραστήρια, κινητική, καμία σχέση με την καημένη την πεθερά μου, ίδια ηλικία οι δυο γυναίκες, η δικιά μας όμως κατάκοιτη εδώ και δυο χρόνια. Η κυρία Αθηνά σηκώνεται νωρίς, βγάζει το μαξιλάρι της έξω να αεριστεί, πλένει το μπαλκόνι, απλώνει την μπουγάδα. Κάθεται και κοιτάζει από τον θρόνο της, εποπτεύει τη γειτονιά, φύλακας. Κάνει παρατήρηση σε όσους ρίχνουν τροφές για τις γατούλες στο πεζοδρόμιο και το λερώνουν, κατέβασε η ίδια ένα ταψάκι, για να μπαίνουν εκεί οι τροφές, αλλά πού... Παραμονεύει να δει ποιοι πετούν τα οικιακά τους σκουπίδια στους μικρούς κάδους που είναι για τα σκουπίδια των περαστικών, τους βάζει τις φωνές, κάποιοι συμμαζεύονται, άλλοι τη βρίζουν, αλλά η κυρία Αθηνά δεν πτοείται. Άγρυπνος φρουρός του μπαλκονιού και της γειτονιάς της έσωσε κάποια αυτοκίνητα από κλοπές βραδιάτικα. Γιατί η κυρία Αθηνά ξυπνά συχνά τα βράδια, χορταίνει γρήγορα τον ύπνο, σηκώνεται και κάθεται στην πολυθρόνα στο μπαλκόνι της και περιμένει να ξημερώσει. Μόνη απόμεινε να μας προστατεύει εποπτεύοντας τον χώρο και ανιχνεύοντας ύποπτες κινήσεις. Ειδικά το καλοκαίρι που είναι έρημη η γειτονιά και κλειστά τα σπίτια. Κρατά το τηλέφωνο στο χέρι και τη χειρόγραφη ατζέντα στο άλλο, έτοιμη να τηλεφωνήσει σε εκείνον που νομίζει ότι πρέπει να προειδοποιήσει για κάτι επικίνδυνο. 

Laurits Andersen Ring (1854–1933), Evening. Death and the Old Woman (1887), oil on canvas, 121 x 95 cm, Statens Museum for Kunst (Den Kongelige Malerisamling), Copenhagen, Denmark. Wikimedia Commons.

Έχει πάρει στα σοβαρά τον ρόλο της η κυρία Αθηνά, και συγχωρεί όσους δεν την επισκέπτονται, ακόμη κι όταν λέει τα παράπονά της για εκείνους. Αλίμονό μας τη στιγμή που θα φροντίσουν άλλοι για εκείνη, που θα τη σηκώσουν από το βασίλειό της, αλίμονο τη στιγμή που το μπαλκόνι θα μείνει κλειστό. Ποιος θα βλέπει τη θάλασσα -ποιος κάθεται να τη δει;-, τα αστέρια φάτσα φόρα στην ταράτσα μόνα τους, αόρατο το αρρωστιάρικο πεύκο. Ποιος θα τα βλέπει; 

Δήμητρα Μήττα

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Σταφυλή 3 (Δεκέμβριος 2022) σ. 129-132.










 

Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Δήμητρα Μήττα, «Με λένε Αλόπη »*


 Oleksandr Murashko (1875–1919), Girl with a Red Hat (1902-03), oil on canvas, 80 x 65 cm, National Art Museum of Ukraine Національний художній музей України, Kyiv, Ukraine. Wikimedia Commons.

Με λένε Αλόπη. Είμαι σίγουρη πως δεν έχετε ακούσει ποτέ το όνομά –φρόντισαν να το εξαφανίσουν, μαζί και μένα. Δεν έχω καν τάφο. Κι αν είχα, επάνω θα ήταν γραμμένο μόνο το όνομα, Αλόπη, όχι το επίθετο. Μπορεί μόνο ένα Άλφα. Ή τίποτε. Μη φανταστείτε πως ήμουν κάποιο έκθετο παιδί χωρίς οικογένεια, απλώς οι δικοί μου ντρέπονταν για μένα. Και με το δίκιο τους. Δεν υπάρχει ασχήμια που να μην έκανα, κανόνας που να μην καταπάτησα, τις αρχές και τις αξίες που έμαθα από τη συνετή μου μητέρα, τον άξιο πατέρα μου που πλούτισε ξεκινώντας από το μηδέν, κομματάκι κλέβοντας, κομματάκι αδικώντας, κυρίως τους ξένους, αυτούς που είχε υποστατικούς στα κτήματα με τις φράουλες. Όμως έκανε φιλανθρωπίες, φανερά και επώνυμα. Καλός άνθρωπος.

Edouard Manet, Strawberries, Oil on canvas, 8 3/8 x 10 1/2 in. (21.3 x 26.7 cm), ca. 1882

Τι νόστιμες που ήταν εκείνες οι φράουλες που μας έφερνε στο σπίτι ο νεαρός εργάτης με το υπέροχο από τον ήλιο μαύρισμα, κυρίως εκείνες που έβαζε σε ένα ξεχωριστό πλεχτό καλάθι, στολισμένο με κορδέλες... Να πω την αλήθεια, δεν ξέρω αν ήταν οι φράουλες εύγευστες ή τις έκαμνε ο μεταφορέας τους. Λαχτάρησα στη ματιά του, ίδρωσα στο πέρασμά του, μούσκεψα στην καλημέρα του. 

Edward Burne-Jones (1833–1898), Phyllis and Demophoon (1870), boolour and watercolour with gold medium and gum arabic on composite layers of paper on canvas, 47.5 x 93.8 cm, Birmingham Museum and Art Gallery, Birmingham, England. Wikimedia Commons.

Πότε κυλιστήκαμε στο χώμα πάνω στις φραουλιές που έλιωσαν κάτω από την πίεση των κορμιών μας; Πότε ήταν που κοκκινίσαμε από τις φράουλες που σφίγγαμε στη χούφτα μας και τις απλώναμε ο ένας στο κορμί του άλλου; Δεν ξεχώριζε ο χυμός από το αίμα που κύλησε στη γη –το χώμα ρούφηξε την παρθενικότητά μου.

Carolus-Duran (1837–1917), The Kiss (1868), oil on canvas, dimensions not known, Palais des Beaux-Arts de Lille, Lille, France. Wikimedia

Πόσες φορές συναντηθήκαμε; Πόσες φορές καταστρέψαμε φραουλιές; Αυτό νομίζω δεν μου συγχώρησε η μητέρα, η οποία σύντομα κατάλαβε τι γινόταν και πού. «Εκεί πήγατε και βγάλατε τα μάτια σας πανάθεμά σε;» Τη φράση αυτή τη συνόδευε ένας αναστεναγμός που δεν τον καταλάβαινα ακριβώς. Πάντως, κρυφά έβαλε εργάτες να καλύψουν τις τρύπες ανάμεσα στα φυτά, να μη φαίνεται ότι κάτι είχε συμβεί εκεί. Να μην το καταλάβει ο Πατέρας.

Ford Madox Brown (1821–1893), Take your Son, Sir! (1851-52), oil on canvas, 70.5 x 38.1 cm, The Tate Gallery (Presented by Miss Emily Sargent and Mrs Ormond in memory of their brother, John S. Sargent), London. © The Tate Gallery and Photographic Rights © Tate (2016), CC-BY-NC-ND 3.0 (Unported)

Έμεινα έγκυοςΔηλαδή, εγώ δεν κατάλαβα τίποτε, η μάνα μου το κατάλαβε. «Καλά, χαζή είσαι; Δεν πρόσεχες;» σύριξε μέσα στο αυτί μου. Μα τι έπρεπε να προσέξω; Πάντως, στάθηκε καλή μαζί μου –«τώρα θα τα διορθώσουμε τα πράγματα»–, δεν κατάλαβα τι έπρεπε να διορθώσουμε αλλά για να το λέει η μάνα... Έκανε το κάθε τι για να πέσει το παιδί –ό,τι της είχε διδάξει και η δική της μάνα–, πονούσα βέβαια, αλλά «έτσι είναι παιδί μου, φυσικό είναι» και «άντε καλέ που πονάς, η ιδέα σου είναι», «να δεις που όλα θα περάσουν και μετά θα παντρευτείς ένα καλό παλληκάρι και θα κάνεις παιδιά...». Αυτό που κουβαλούσα δεν έκαμνε για παιδί; 

Carl Larsson,  Little Red Riding Hood, 1881

Στάθηκε καλή με το παιδάκι που πεισματικά επέμενε να γεννηθεί, ήταν και θεοσεβούμενη η μάνα, πώς να σκοτώσει ένα ζωντανό πλάσμα; Αμαρτία. Το άφησε στο δάσος. Ε, όλο και κάποιος θα περνούσε και θα το λυπόταν, όλο και κάποιο θεριό θα το θήλαζε ή θα το έτρωγε, όλο και η καλή τύχη θα έκαμνε αυτό το παιδί να πεθάνει από ασιτία και αφυδάτωση, από το κρύο ή ζέστη. Τόσα και τόσα παιδιά είχαν παρόμοια τύχη, γιατί όχι και αυτό; 

Έλα όμως που κάποιοι την είδαν, τα σφύριξαν στον πατέρα μου κι εκείνος, «για την τιμή της οικογένειας», έτσι είπε, μη μπορώντας και μη θέλοντας να κάνει διαφορετικά, σκότωσε το παιδί –σιγά τη δυσκολία...–, σακάτεψε τη μάνα που του κράτησε ένα τέτοιο μυστικό –«η σκρόφα»–, κι εμένα μου έκανε τη χάρη να με αφήσει να ζήσω, δίπλα του, πάνω του, από κάτω, στα τέσσερα πεσμένη –μάρτυράς μου η  μάνα μου αν λέω ψέματα. 

Ferdinand Hodler (1853–1918), Portrait of Berthe Jacques, the Artist’s Wife (1894), oil on canvas, 33.5 × 28 cm, Private collection. Wikimedia Commons.

Να ’ναι καλά ο άνθρωπος που μ’ άφησε και έζησα και μου έδωσε την ευκαιρία να μετανιώνω κάθε στιγμή για τον έρωτα που ένιωσα, να ζητώ έλεος και να θεωρώ ευλογία τις τιμωρίες που μου επέβαλε. Με ταπεινότητα δέχομαι τις αγωνίες μου και δεν ξεχνώ στις προσευχές μου να καταριέμαι εκείνον τον ωραίο μαυρισμένο και αυτόν τον άλλον τον σιχαμένο τον θεό, τον Έρωτα. Να πάνε στο διάβολο και οι δυο. Και μάρτυς μου ο πατέρας, δεν έβαλα φράουλα στο στόμα μου από τότε. Ευλογητός Αυτός που με λυτρώνει. 

 Δήμητρα Μήττα

Σημείωση: Το διήγημα περιλαμβάνεται στο ημερολόγιο της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης για το έτος 2023 με τον γενικό τίτλο Βία κατά των γυναικών. (Εκδόσεις Ρώμη)

Earlom, Richard, Η Αλόπη και ο Ιπποθόωντας, 1787, χαρακτικό. Η Έμα Χάμιλτον ως Αλόπη προστατεύει τον μικρό Ιπποθόωντα από κάποιο επικείμενο κίνδυνο. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, 1870,0625.613, © The Trustees of the British Museum

*Στην ελληνική μυθολογία η Αλόπη ήταν κόρη του βασιλιά της Ελευσίνας Κερκύονα. Η Αλόπη από παράνομο δεσμό της με τον θεό Ποσειδώνα γέννησε τον Ιπποθόωντα (Παυσ. Α, 5,2), τον επώνυμο ήρωα της Ιπποθοωντίδας φυλής της Αττικής. Ο πατέρας της, εξοργισμένος από το γεγονός, τη σκότωσε τοξεύοντάς τη και άφησε το παιδί της έκθετο στο δάσος. Τότε ο Ποσειδώνας μεταμόρφωσε την αγαπημένη του Αλόπη σε κρήνη στην Ελευσίνα, «ήτις Φιλότης εκαλείτο» (λεξικό του Ησύχιου στο λήμμα «Αλόπη»). Σύμφωνα πάλι με τον Παυσανία (Α, 39,3), το μνήμα της Αλόπης βρισκόταν στην οδό που οδηγούσε από την Ελευσίνα προς τα Μέγαρα. Από τον μύθο της Αλόπης εμπνεύσθηκε ο Αθηναίος δραματουργός Χοιρίλος ομώνυμο δράμα, όπως και ο Ευριπίδης, του οποίου όμως η ομώνυμη τραγωδία δεν διασώθηκε.

 


Παρασκευή 10 Μαρτίου 2023

Θανάσης Χατζόπουλος, «Σαν σαλτιμπάγκοι». Thanassis Hatzopoulos,” Like tumblers”

Henri de Toulouse-Lautrec (1864–1901), The Rider at the Cirque Fernando (1888), oil on canvas, 98 x 161 cm, Art Institute of Chicago, Chicago, IL. Wikimedia Commons.


Την εξουσία που πλέκουν οι άνθρωποι

Σε ακατοίκητους δρόμους την οδηγούν

 

Όμως ο αέρας φέρνει αρώματα, τραύματα

Η άνοιξη σηκώνει τα μυαλά με την αθέατη

Γύρη στις φυλλωσιές κι ένας κρυφός

Ιδρώτας κόβει τα σώματα

 

Ο καιρός γυρίζει στη χάση του

Οι άνθρωποι δεν έχουν πού ν' αποθέσουν

Την εξουσία του Θεού, σαν σαλτιμπάγκοι

Υψώνονται και πέφτουν

Boris Dmitrievich Grigoriev (1886-1939), In the Circus (1918), media and dimensions not known, St. Petersburg State Museum of Theatrical and Musical Art Санкт-Петербургский государственный музей театрального и музыкального искусства, Saint Petersburg, Russia. Image by shakko, via Wikimedia Commons.

Aπό το βιβλίο «ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΜΟΙΡΑ», 1996

LIKE TUMBLERS

Honoré Daumier (1808–1879), The Parade, or Street Circus (c 1860), watercolour on paper, 26.6 × 36.7 cm, Musée du Louvre, Paris. Wikimedia Commons.


The authority that men weave

They lead along uninhabited paths

 

Yet the breeze brings fragrances, injuries

The spring stirs minds with the invisible

Pollen in the foliage and a hidden

Sweat breaks out on the bodies

 

The time returns to its waning

People have nowhere to set

God's authority, like tumblers

They rise and fall

Jean-Louis Forain (1852–1931), The Tight-Rope Walker (c 1885), oil on canvas, 46.2 x 38.2 cm, Art Institute of Chicago, Chicago, IL. Wikimedia Commons.

Translated by David Connolly

 From the book “SHARE IN THE SUN”, 1996







 

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

Αλέξανδρος Χριστόπουλος, «Συμβιβασμός»

William Hahn (1829–1887), Southern Pacific R.R. Station at Sacramento (c 1873-74), oil on canvas, 64.7 × 94.6 cm, location not known. Wikimedia Commons.

Πολλοί μπαίνοντας στο τρένο
ήξεραν πως δεν υπάρχει θέση να καθίσουν.
Αυτοί, οι εξ αρχής φρόνιμοι,
στάθηκαν όρθιοι
διαλέγοντας τις προνομιακότερες θέσεις
για ορθίους.
Άλλοι, στην πορεία αναζήτησαν τέτοια πόστα
ελπίζοντας σε μια βολικότερη μετάβαση.
 
Μερικοί κατά την είσοδο
άρπαξαν το κάθισμα από εξερχόμενους.

Peder Balke (1804–1887), Rough Sea with a Steamship Near the Norwegian Coast (c 1847-50), oil on paper, 33.5 × 42.5 cm, Statens Museum for Kunst (Den Kongelige Malerisamling), Copenhagen, Denmark. Wikimedia Commons.

Μερικοί κατά την είσοδο
άρπαξαν το κάθισμα από εξερχόμενους.
 
Γι’ αυτούς το τώρα έρχεται από πριν
και δε χωρά αμφιβολία
πως μεταξύ ορθίου και καθήμενου
υπάρχει διάκριση σαφής.
Γι’ αυτούς η σβέλτη είσοδος
είναι ζήτημα ζωής και θανάτου
την ώρα που οι άλλοι δίνουν προσοχή
στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας.

Joseph Mallord William Turner (1775–1851), Snow Storm, Steam Boat off a Harbour’s Mouth (1842), oil on canvas, 91.4 x 121.9 cm, The Tate Gallery (Accepted by the nation as part of the Turner Bequest 1856), London. Photographic Rights © Tate 2016, CC-BY-NC-ND 3.0 (Unported),

Αλέξανδρος Χριστόπουλος από την ποιητική συλλογή «Βενζόλιο», εκδόσεις Ιωλκός, 2022..


Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023

Ντύλαν Τόμας, «Κλόουν στο φεγγάρι». Dylan Thomas, “Clown In The Moon”

John William Waterhouse (1849–1917), Touchstone, The Jester (date not known), watercolour on card, 38.1 x 24.7 cm, Private collection. Wikimedia Commons.


Τα δάκρυά μου μοιάζουν με σιωπηλά πέταλα

κάποιου μαγικού τριαντάφυλλου

Kαι η θλίψη μου όλη ρέει μέσα από μια σχισμή ξεχασμένων ουρανών,

μέσ’ απ’ το χιόνι.

 

Έχω την αίσθηση πως αν την άγγιζα,

η γη θα γινόταν θρύψαλα

Eίναι τόσο λυπημένη και ωραία,

τόσο εύθραυστη σαν όνειρο.

Pierre-Auguste Renoir (1841–1919), The Clown (1868), oil on canvas, 193.5 x 130 cm, Kröller-Müller Museum, Otterlo, The Netherlands. Image by Paul Hermans, via Wikimedia Commons.

Μετάφραση: Ασημίνα Ξηρογιάννη

“Clown In The Moon”

Georges Clairin (1843–1919), The King’s Fool (1880), further details not known. Wikimedia Commons.

My tears are like the quiet drift

Of petals from some magic rose;

And all my grief flows from the rift

Of unremembered skies and snows.

 

I think, that if I touched the earth,

It would crumble;

It is so sad and beautiful,

So tremulously like a dream.

Henri de Toulouse-Lautrec (1864–1901), La Clownesse assise (Seated Clown) (1896), colour lithograph, 52.7 x 40.5 cm, Kupferstichkabinett Dresden, Dresden, Germany. Wikimedia Commons.

Nora Summers, [Dylan Thomas seated with right arm over chair, cigarette in hand], ca 1937-1938. Gelatin silver print. Dylan Thomas Literary File, Photography Collection, P2E. © Gabriel Summers.






 

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2023

Έριχ Φριντ, «Στα όρια της απόγνωσης». Erich Fried, “Grenze der Verzweiflung”

Benjamin West (1738–1820), The Cave of Despair (1772), oil on canvas, 61 x 76.2 cm, Yale Center for British Art, New Haven, CT. Wikimedia Commons.


Τόσο σ’ αγαπάω

που πια δεν ξέρω

αν τόσο σ’ αγαπώ

ή αν φοβάμαι

 

αν φοβάμαι ν’ αντικρίσω

δίχως εσένα

τι απ’ τη ζωή μου

θα έμενε ακόμη στη ζωή

 

Προς τι το λούσιμο

προς τι η θέληση γι’ ανάρρωση

προς τι η περιέργεια

προς τι η συγγραφή

 

προς τι η χείρα βοηθείας

προς τι το ξεχώρισμα της αληθείας

από το σωρό τα ψέματα και τη φρίκη

δίχως εσένα

 

Ίσως ακριβώς γιατί υπάρχεις

και γιατί ακόμη άνθρωποι

θα υπάρχουν σαν εσένα

ακόμη και χωρίς εμένα

Arnold Böcklin (1827–1901), Orlando Furioso (1901), oil and tempera on wood, 103 x 150 cm, Museum der bildenden Künste, Leipzig, Germany. Image by sailko, via Wikimedia Commons.

«Ο ερωτικός Έριχ Φρηντ». Εισαγωγή – επιλογή – μετάφραση: Ελένη Σταγκουράκη.

“Grenze der Verzweiflung”

Joseph Mallord William Turner (1775–1851), The Cave of Despair (c 1835), oil on mahogany, 50.8 x 81.3 cm, The Tate Gallery (accepted by the nation as part of the Turner Bequest 1856), London. © The Tate Gallery and Photographic Rights © Tate (2016), CC-BY-NC-ND 3.0 (Unported), https://www.tate.org.uk/art/artworks/turner-the-cave-of-despair-n05522


Ich habe Dich so lieb

daß ich nicht mehr weiß

ob ich Dich so lieb habe

oder ob ich mich fürchte

 

ob ich mich fürchte zu sehen

was ohne Dich

von meinem Leben

noch am Leben bliebe

 

Wozu mich noch waschen

wozu noch gesund werden wollen

wozu noch neugierig sein

wozu noch schreiben

 

wozu noch helfen wollen

wozu aus den Strähnen von Lügen

und Greueln noch Wahrheit ausstrählen

ohne Dich

 

Vielleicht doch weil es Dich gibt

und weil es noch Menschen

wie Du geben wird

und das auch ohne mich

Lovis Corinth (1858–1925), Flowers and Daughter Wilhelmine (1920), oil on canvas, 111 × 150 cm, Kunstmuseum Basel, Basel, Switzerland. Wikimedia Commons.

Erich Fried, “Liebesgedichte”. Wagenbach, Berlin, 1979.




Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Πωλ Ελυάρ, «Νεκροζώντανή μου». Paul Éluard, “Ma morte vivante”

Uknown artist, A Greek Warrior Kills a Trojan Prince in the Arms of their Mother (c 675-650 BCE), large relief pithos found at Mykonos, dimensions not known, Archaeological Museum of Mykonos, Mikonos, Greece. Image by Zde, via Wikimedia Commons.

Μέσα στον πόνο μου τίποτα δε σαλεύει

Προσμένω κανείς δεν θα 'ρθει

Μήτε από μέρα μήτε από νύχτα

Μήτε ποτέ πια από αυτό που κάποτε υπήρξε εγώ

 

Τα μάτια μου χώρισαν απ' τα μάτια σου

Χάνουν την εμπιστοσύνη τους χάνουν το φως τους

Το στόμα μου χώρισε απ' το στόμα σου

Το στόμα μου απ' την απόλαυση χώρισε

Κι απ' το νόημα της αγάπης κι απ' το νόημα της ζωής

Τα χέρια μου χώρισαν από τα χέρια σου

Τα χέρια μου αφήνουν τα πάντα να γλιστρήσουν

Τα πόδια μου χώρισαν από τα πόδια σου

Δεν θα βαδίσουν πια δρόμοι πια δεν υπάρχουν

Μήτε το βάρος μου θα γνωρίσουν πια μήτε ανάπαυση

 

Αξιώθηκα να δω τη ζωή μου να τελειώνει

Μαζί με τη δική σου

Τη ζωή μου υπό το κράτος σου

Που νόμιζα παντοτινή

 

Και το μέλλον μόνη μου ελπίδα είναι ο τάφος μου

Όμοιος με το δικό σου τριγυρισμένος από έναν κόσμο αδιάφορο   

Τόσο κοντά σου υπήρξα που κρυώνω πλάι στους άλλους.

Paul Nash (1892–1946), Mansions of the Dead (1932), graphite and watercolour on paper, 57.8 x 39.4 cm, The Tate Gallery (Purchased 1981), London. © The Tate Gallery and Photographic Rights © Tate (2016), CC-BY-NC-ND 3.0 (Unported), http://www.tate.org.uk/art/artworks/nash-mansions-of-the-dead-t03204

Απ' τη συλλογή «Τα τελευταία ποιήματα του έρωτα», Μετάφραση: Ελένη Κόλλια, Εκδ. Ηριδανός. 

“Ma morte vivante”

Georges Rochegrosse (1859–1938), Andromache (1883), oil on canvas, 884 x 479 cm, Musée des Beaux-arts, Rouen, France. Wikimedia Commons.

Dans mon chagrin rien n'est en mouvement

J'attends personne ne viendra

Ni de jour ni de nuit

Ni jamais plus de ce qui fut moi-même

 

Mes yeux se sont séparés de tes yeux

Ils perdent leur confiance ils perdent leur lumière

Ma bouche s'est séparée de ta bouche

Ma bouche s'est séparée du plaisir

Et du sens de l'amour et du sens de la vie

Mes mains se sont séparées de tes mains

Mes mains laissent tout échapper

Mes pieds se sont séparés de tes pieds

Ils n'avanceront plus il n'y a plus de routes

Ils ne connaîtront plus mon poids ni le repos

 

Il m'est donné de voir ma vie finir

Avec la tienne

Ma vie en ton pouvoir

Que j'ai crue infinie

 

Et l'avenir mon seul espoir c'est mon tombeau

Pareil en tien cerné d'un monde indifférent


J'étais si près de toi que j'ai froid près des autres.

Joseph Mallord William Turner (1775–1851), The Fighting Temeraire tugged to her last Berth to be broken up (detail) (1839), oil on canvas, 90.7 × 121.6 cm, The National Gallery, London. Wikimedia Commons.

Paul Éluard (1895-1952), “Derniers Poèmes d'Amour”. Edité par Seghers - paru en 1988.