Rembrandt, Η εβραία
νύφη, 1665. Όταν το 1885 ο Βαν Γκογκ αντίκρυσε τούτο το αριστούργημα στο
Κρατικό Μουσείο του Άμστερνταμ είπε στο φίλο του Anton Kerssemakers: Θα έδινα
δέκα χρόνια απ' τη ζωή μου να μπορέσω να περάσω δεκαπέντε ημέρες μπροστά σ'
αυτόν τον πίνακα τρώγοντας μόνο ξερό ψωμί.
Όσο
περισσότερο μελετά κανείς τον Ρέμπραντ τόσο βαθύτερα χάνεται σε ανερμήνευτες
αντιφάσεις. Η μεγαλύτερη ίσως ζωγραφική ιδιοφυΐα του 17ου αιώνα σε ρόλους
δασκάλου, συλλέκτη, εμπόρου, επέδειξε πέρα από ερωτηματικά για την τελική του
οικονομική αποτυχία και μια ανεπανάληπτη τεχνική στην παλέτα που ακόμη δεν
μπορεί να επεξηγηθεί. Ποιος ήταν εν τέλει αυτός ο πρώτος των πρώτων Ολλανδός;
Le Peintre dans son atelier, The Painter in his workshop, 1628, 25x31,5 cm
Boston, museum of fine Arts
Ο
μοναχογιός Rembrandt van
Rijn γεννήθηκε την
15.7.1606 κι ήταν γιος εύπορου μυλωνά που φρόντισε αμέσως την καλλιέργεια της
παιδείας για το βλαστάρι του. Όταν προέκυψε η κλίση του για τα εικαστικά τον
προώθησε δίχως δεύτερες σκέψεις στο Άμστερνταμ και το εκπληκτικό ταλέντο άρχισε
με ραγδαίο ρυθμό να αναδύεται στον κόσμο της αναγνώρισης. Εκεί εγκαταστάθηκε
ήδη από τα 25 του και με σοβαρότητα κι ενθουσιασμό ο καλλιτέχνης από τα πρώτα
κιόλας έργα χάρηκε τη ζεστασιά του κόσμου που τον πίστεψε και τον ανέδειξε στον
-μακράν- κορυφαίο ζωγράφο της εποχής του και μεταξύ των αξεπέραστων αστέρων του
διαχρονικού στερεώματος.
Ρέμπραντ,
Μάθημα ανατομίας του Δρ. Τουλπ, 1632,
Λάδι σε μουσαμά, 169,5x216,5 εκ., Χάγη, Mauritshuis.
Ο
Ντελακρουά του ρομαντισμού είχε ενσυνείδητα δηλώσει πως «…ίσως ανακαλύψουμε
κάποτε ότι ο Ρέμπραντ είναι πολύ μεγαλύτερος ζωγράφος από το Ραφαήλ…». Όσο κι
αν φαίνεται παράξενο, ο διάλογος μιας μοναχικής ψυχής με το Θεό, ανταποκρίνεται
σε μια πηγαία ανάγκη του, στο αίτημα κάθε ανθρώπου για επικοινωνία. Κι ο
Ρέμπραντ το είχε καλά καταλάβει αυτό, τούτη την αρχή δεν την παρέλειψε ποτέ, ειδικά
στα γεράματά του όταν πολύς και αναγνωρισμένος, συγχρωτίζονταν μόνο με τον απλό
κόσμο τους φτωχούς και τους βιοπαλαιστές, χωρίς πομπώδεις ιλαρότητες και ξεπεσμούς
της ματαιότητας.
Rembrandt, Νυχτερινή
Περίπολος, 1642. O πλήρης τίτλος είναι "Η έξοδος του λόχου των τυφεκιοφόρων του λοχαγού Frans Banningh Cocq".
Φυλάσσεται στο Κρατικό Μουσείο του Άμστερνταμ, και πρόκειται για ένα από τα πιο
φημισμένα έργα του Ρέμπραντ, ενώ συγκαταλλέγεται μεταξύ των πλέον αναγνωρίσιμων
στην παγκόσμια ζωγραφική. Ο πίνακας υπέστη πολλές φθορές, αν και αρχικά είχε
επιστρωθεί με ένα προστατευτικό παχύ βερνίκι το οποίο έδιδε και όλο το
νυχτερινό άρωμα. Όταν ωστόσο το 1940 το βερνίκι αφαιρέθηκε, προέκυψαν τα
λαμπερά χρώματα που απολαμβάνουμε. Το 1715 βάνδαλοι είχαν κόψει στα τρία τον
πίνακα για να χωρέσει στις επιδιώξεις τους αλλά η επανασυγκόλληση πέτυχε. Τέλος
το 1975 ένας άνεργος εκπαιδευτικός όρμησε στον πίνακα και του κατάφερε μερικές
βαθιές χαρακιές, των οποίων -παρά την επιμέλεια των συντηρητών- τα ζιγκ ζαγκ
είναι ακόμη ορατά.
Όταν
οι θεωρητικοί του 19ου αιώνα (Konrad
Fiedler) ισχυρίζονταν
πως «…οι μεγαλοφυΐες εμφανίζονται ξαφνικά… η μεγαλοφυΐα δεν έχει προδρόμους»,
δεν είχαν καθόλου δίκιο. Μια μοναδική φυσιογνωμία όπως ο καλλιτέχνης μας
βασίστηκε εξίσου, όσο και οποιοσδήποτε ζωγράφος της εποχής του, σε ολόκληρη
σειρά από πρότυπα, από τα οποία και άντλησε αποφασιστικής σημασίας εικαστικές
αντιλήψεις. Και μάλιστα δίχως αυθαιρεσίες συνέχισε κοινή πορεία με τους
προσανατολισμούς των συγχρόνων του. Μάλλον εύκολα όσο και εύστοχα θα μπορούσαμε
να θεωρήσουμε τον Ρέμπραντ έναν άξιο βορειοευρωπαίο επίγονο του Καραβάτζιο.
Εργατικός
και συνεπαρμένος με την τέχνη του παντρεύτηκε μια πλούσια κοπέλα, η οποία
χάθηκε νέα κληροδοτώντας τον εκτός από ένα γιο, και μια σημαντική περιουσία την
οποία όμως ο χήρος δεν μπόρεσε να διαχειριστεί σωστά. Μέσα σε 10-15 χρόνια τα
έχασε όλα, κατασχέθηκαν το σπίτι και τα έργα του, μάλιστα δε η σύντροφος που
είχε εν τω μεταξύ προκύψει μαζί με τον γιό του φρόντισαν και βρήκαν το νομικό
παράθυρο ώστε να τον προσλάβουν ως «υπάλληλο». Έτσι η παραγωγή των έργων θα
ανήκε πλέον σε μία εταιρία η οποία δεν είχε οφειλές.
Autoportrait aux mains sur les hanches, Self-portrait with the hands on
the hips, Détail, 1632, 112x81,5 cm, Vien
Παρότι
δεν είχε και το ομορφότερο πρόσωπο του κόσμου, ήταν απόλυτα ειλικρινής στα δεκάδες
έργα της αυτοπροσωπογραφίας του. Σε αυτή του εξάλλου την ειλικρίνεια, χρωστάμε πως έπειτα από λίγο, σταματάμε να
αναζητούμε την ομορφιά, κι αρκούμαστε στην οικειότητα, βλέπουμε πως πρόκειται
για έναν πραγματικό άνθρωπο. Άφησε μεγάλες προσωπογραφίες, αγίων και ασημότερων
με ζεστασιά, καθημερινών ή σημαντικότερων ηρώων που βγάζουν ακέραια την ανάγκη
τους να μιλήσουν, να κατανοηθεί η μοναξιά ο πόνος η καρδιά τους.
Boeuf écorché, 1655, 94x67 cm
Από τη Βίβλο ως το Γδαρμένο Βόδι (Flayed Ox) μίλησε ανοικτόκαρδα χωρίς υποκρισίες.
Υποστήριζε με πάθος πως μόνον ο καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να κρίνει, μόνος ο
ίδιος του, αν και πότε το έργο του είναι τελειωμένο : «…όταν έχει πετύχει το
σκοπό του…» είπε, κι έτσι άφησε το χέρι του Γιαν Σιξ μέσα στο γάντι απλώς
σκιτσαρισμένο.
Δεν
χρειάστηκε χειρονομίες ή θεατρικότητες για να αποδώσει τα εσωτερικά νοήματα των
σκηνών του. Χρησιμοποιώντας λιγότερο φωτεινά χρώματα, αφήνει μια αφηρημένη
διατύπωση πως το κεντρικό χρώμα είναι ένα βαθύ καφετί. Οι σκούροι τόνοι όμως,
δίνουν ακόμη πειστικότερη έμφαση στην αντίθεση των λιγοστών φανταχτερών
εκρήξεων. Έτσι, το φως σε μερικά έργα του μοιάζει εκτυφλωτικό. Πεισμωμένος να
αποδώσει τη δραματικότητα κάποιων σκιών επιδόθηκε ασίγαστα στο μόχθο της
μαγικής αντίθεσης ανάμεσα σε φως και σκιά.
Portrait de famille, Portrait of family, 1667, 126x167 cm,
Braunscweig, Herzog Anton Ulrich Museum
Εκτός
από χρωματουργός όμως ήταν και δεινός χαράκτης, κυρίως απορροφημένος από την
οξυγραφία. Η ευγένεια της αλήθειας στα χέρια του κέρδιζε το μάταιο κυνήγι της
ομορφιάς, οι πεινασμένοι του Ρέμπραντ οι εξαθλιωμένοι, η πείνα και τα δάκρυα
δεν έχουν ομορφιά. Φυσικά, όπως λέει κι ο Γκόμπριτς, εξαρτάται από το τι
θεωρούμε ομορφιά. Ένα παιδί συχνά θεωρεί το καλοσυνάτο ρυτιδιασμένο πρόσωπο της
γιαγιάς του το πιο όμορφο πρόσωπο επί γης, ομορφότερο κι από της σέξυ σταρ του
κινηματογράφου.
Ο
Ρέμπραντ θεωρείται ως ο μέγιστος καλλιτέχνης του ολλανδικού κόσμου και επάξιος
αντιπρόσωπος της τεχνοτροπίας μπαρόκ, αν και ποτέ δεν ταξίδεψε στην γενέτειρα
αυτής της τεχνοτροπίας. Υπήρξε ένας αληθινός τύπος καλλιτέχνη που δημιούργησε
απελευθερωμένος από το κατεστημένο και της φορτικές παραδόσεις. Σήμερα
αναγνωρίζουμε 600 έργα ζωγραφικής, 300 έργα χαρακτικής και 1400 σχέδια. Το
πρώτο στοιχείο που διαχωρίζει το Ρέμπραντ από τους υπόλοιπους ζωγράφους της
Ολλανδίας είναι ότι ενώ η ολλανδική ζωγραφική του 17ου αιώνα χαρακτηρίζεται από
έντονη τάση εξειδίκευσης σε ένα ή δυο το πολύ είδη, ο Ρέμπραντ ήταν ο μόνος που
καταπιάστηκε με όλα!
Ο
Claudius
Civilis είναι ένας πίνακας μεθυσμένος με τη δική
του αγριάδα. Πρόκειται για έναν πίνακα που αποτελεί όχι μόνο την ταφή της
επανάκαμψης του Rembrandt,
αλλά και την καταστροφή του σπουδαιότερου οράματός του. Ή τουλάχιστον έτσι
νομίζω, γιατί δεν μπορώ να είμαι απόλυτα βέβαιος. Κανείς από τους ειδικούς δεν
μπορεί, γιατί δεν ξέρουμε πώς ακριβώς έμοιαζε ο πίνακας στην πλήρη του εικόνα.
Αυτό που βλέπουμε εδώ είναι ένα κομμάτι, μάλλον το ένα πέμπτο του αρχικού
έργου, που διασώθηκε από το μαχαίρι του εκτός εαυτού Ρέμπραντ.
Πηγή: https://xartografos.wordpress.com/2011/10/22/289
Les Conjurations de Claudius Civilis, Conspiracies of Claudius Civilis, 1661, 196x309
cm
Ίσως
αυτό να είναι το πιο σπαρακτικό κομμάτι σε ολόκληρη την ιστορία της ζωγραφικής.
Το έργο ανατέθηκε στον ζωγράφο ως μια θριαμβική απεικόνιση της θρυλικής
ιστορίας για το πώς γεννήθηκε το ολλανδικό Έθνος. Αυτό που προέκυψε ήταν η
εκδοχή του Ρέμπραντ γι'αυτή την χαμένη στο μύθο, ιστορία: η ασχήμια, η
δυσμορφία, η βαρβαρότητα. Ένα μάτσο από φωνακλάδες άντρες, αχρείους
μαχαιροβγάλτες και αιμοδιψείς επαναστάτες.
Το
χρώμα του καλλιτέχνη υποβίβασε και πλήγωσε, ξεράθηκε όπως το χρωματικό
καμουφλάζ των πολεμιστών. Μολονότι αυτό του το έργο οδήγησε τον Rembrandt στην
χρεοκοπία ο ίδιος λέει: "Αυτοί είναι η σάρκα και το αίμα σας, τραχύ και
ειλικρινές δείχνει την βάρβαρη καταγωγή σας. Αυτοί σας έκαναν Ολλανδούς".