To νεφέλωμα «Μάτι της Γάτας». Η εικόνα συνδυάζει παρατηρήσεις του
Hubble στο ορατό φως (κόκκινο, πράσινο, μπλε) και παρατηρήσεις του Chandra στις
ακτίνες Χ (μοβ). A composite image
of the Cat’s Eye nebula, as seen by the Chandra X-Ray Observatory and the
Hubble Space Telescope. Photo: X-ray: NASA/CXC/RIT/J.Kastner et al.; Optical:
NASA/STScI
Ο
εκρηκτικός θάνατος των μικρομεσαίων άστρων, από τον οποίο προκύπτουν
φαντασμαγορικοί σχηματισμοί σαν αέρινα πέπλα, είναι το αντικείμενο νέου
ερευνητικού προγράμματος για το διαστημικό τηλεσκόπιο Chandra της NASΑ,
σχεδιασμένο να βλέπει στο φάσμα των ακτίνων Χ.
Περίπου
59 «πλανητικά νεφελώματα», όπως ονομάζονται τα κοσμικά απομεινάρια, θα
μελετηθούν για πρώτη φορά στο φάσμα των ακτίνων Χ, σε μια προσπάθεια να
κατανοήσουν τα βίαια φαινόμενα που συνοδεύουν το θάνατο άστρων σαν τον Ήλιο.
Το
νεφέλωμα NGC 7009 σε παρατηρήσεις του Hubble και του Chandra (Πηγή:
NASA/J.KASTNER et al.)
The nebulae NGC
7009 from the first systematic survey of these dying, Sun-like stars in the
solar neighborhood using the Chandra X-Ray Observatory.
Σε
γενικές γραμμές, τα άστρα με μάζα πάνω από οκτώ φορές τη μάζα του Ήλιου
μετατρέπονται σε υπερκαινοφανείς αστέρες, ή σουπερνόβα όπως έχει επικρατήσει,
όταν φτάσουν στο τέλος της ζωής τους.
Τα
πλανητικά νεφελώματα σχηματίζονται αντίθετα από άστρα μεσαίας και μικρής μάζας,
μέχρι 0,8 ηλιακές μάζες. Η ονομασία τους είναι μάλλον ατυχής αφού δεν έχουν
καμία σχέση με πλανήτες: βαφτίστηκαν έτσι από τον μεγάλο αστρονόμο Ουίλιαμ
Χέρσελ, ο οποίος τα παρατήρησε με το τηλεσκόπιο και, χωρίς να γνωρίζει τη φύση
τους, τα παρομοίασε με τους αέριους πλανήτες όπως ο Ουρανός.
Στα
τελευταία στάδια της ζωής τους, όταν πια αρχίζουν να εξαντλούν το υδρογόνο που
τα τροφοδοτούσε για δισεκατομμύρια χρόνια, τα μικρομεσαία άστρα περνούν σε μια
νέα, πιο βίαιη φάση θερμοπυρηνικών αντιδράσεων, οπότε διογκώνονται και
μετατρέπονται σε «κόκκινους γίγαντες».
Σε
επόμενο στάδιο, οι κόκκινοι γίγαντες αρχίζουν να εξασθενούν και να καταρρέουν
υπό το ίδιο τους το βάρος. Ο πυρήνας τους συμπιέζεται και φτάνει σε ακραίες
θερμοκρασίες, γύρω στα 100 εκατομμύρια βαθμούς Κελσίου, ενώ τα εξωτερικά
στρώματα διογκώνονται και τελικά εκτινάσσονται απότομα στο Διάστημα.
Αυτό
που απομένει είναι ένα αμυδρό λείψανο που ονομάζεται λευκός νάνος, και ο οποίος
περιβάλλεται από συμμετρικά νέφη αερίου, κατάλοιπα της ατμόσφαιρας που
εκτινάχθηκε.
Από
τα περίπου 120 πλανητικά νεφελώματα που έχουν εντοπιστεί σε απόσταση μέχρι
5.000 έτη φωτός από τον Ήλιο, πολλά έχουν μελετηθεί στο ορατό και το υπέρυθρο
μέρος του φάσματος. Σε αυτά τα μήκη κύματος, όμως, τα νέφη αερίου είναι σχεδόν
αδιαφανή και ο αστρικός πυρήνας που βρίσκεται στο κέντρο του νεφελώματος
παραμένει αόρατος.
Το
νέο ερευνητικό πρόγραμμα του Chandra είναι το πρώτο που εξετάζει μαζικά τα
πλανητικά νεφελώματα καταγράφοντας τις εκπομπές ακτίνων Χ, οι οποίες διαπερνούν
τα αέρινα πέπλα και αποκαλύπτουν την πραγματική εσωτερική δομή.
«Με
την εξαιρετική όραση ακτίνων-Χ του τηλεσκοπίου Chandra, μπορούμε να
ανιχνεύσουμε το πλάσμα [ιονισμένο αέριο] του ενός εκατομμυρίου βαθμών Κελσίου,
το οποίο βρίσκεται μέσα στο κέλυφος του άστρου, αλλά και να μετρήσουμε την
ενέργεια του αστρικού ανέμου που τα σχηματίζει» αναφέρει ο Τζόελ Κάστνερ του Ινστιτούτου
Τεχνολογίας Rochester, ο οποίος ανέλαβε την πρώτη φάση του προγράμματος.
Μεταξύ
άλλων, το Chandra θα μπορούσε να προσφέρει μια εξήγηση για τα νεφελώματα με
ασύμμετρο, αντί σφαιρικό σχήμα. Η γεωμετρία των νεφελωμάτων παραμένει σε πολλές
περιπτώσεις δυσεξήγητη, και το τηλεσκόπιο θα μπορούσε να διακρίνει αν δίπλα στο
νεκρό άστρο υπάρχουν άλλα σώματα που επηρεάζουν το σχήμα του νεφελώματος.
Four planetary nebulae are shown here from the first systematic survey of these dying, Sun-like stars in the solar neighborhood using the Chandra X-Ray Observatory. X-ray emission from Chandra is colored purple and optical emission from the Hubble Space Telescope is colored red, green and blue. The nebulae are NGC 6543, also known as the Cat's Eye (top left), NGC 7662 (top right), NGC 7009 (bottom left) and NGC 6826 (bottom right). X-ray: NASA/CXC/RIT/J.Kastner et al.; Optical: NASA/STScI