Τα φιλολογικά έργα που έχουν διασωθεί από την αρχαιότητα είναι αποτέλεσμα μιας επιλεκτικής εργασία. Τα κανάλια που μας τα μετέδωσαν λειτούργησαν παράλληλα και ως φίλτρα, τα οποία δεν άφηναν να περάσει ό,τι να 'ναι. Το φιλτράρισμα αυτό γινόταν ήδη κατά την αρχαιότητα. Πρέπει λοιπόν να απορρίψουμε μια λανθασμένη οπτική γωνία, η οποία ενδυναμώνεται από το γεγονός ότι μιλάμε για 'τους' Έλληνες και 'τους' Ρωμαίους. Η αντίληψη αυτή μας οδηγεί στο να θεωρήσουμε ότι μιλάμε για δύο οντότητες, για δύο απλές και ομοιογενείς ομάδες. Πρέπει επομένως να συνειδητοποιήσουμε ότι η κάθε μια απ' αυτές τις ομάδες έχει τη δική της, συχνά σημαντική, υπόσταση.
Πρέπει να συνηθίσουμε να έχουμε πάντα μπροστά μας μια χρονολογία της παγκόσμιας ιστορίας. Πότε ξεκίνησε η φιλοσοφία; Εμφανίζεται προοδευτικά γιατί, παραδείγματος χάρη, στον Ησίοδο υπήρχε ήδη πολύς στοχασμός. Ας θεωρήσουμε ότι ξεκινάει με το Θαλή, τον πρώτο από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, γύρω στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Η φιλοσοφική διδασκαλία δεν διακόπηκε στο Βυζάντιο. Ας θεωρήσουμε, για διευκόλυνσή μας, ότι τελείωσε προσωρινά με το κλείσιμο της Αθηναϊκής Σχολής το 529 και με τον τελευταίο της δάσκαλο, το Δαμάσκο, την εποχή των τελευταίων νεοπλατωνικών σχολιαστών του Αριστοτέλη -- του Σιμπλίκιου, που παρέμεινε ειδωλολάτρης, και του Ιωάννη Φιλόπονου, που προσηλυτίστηκε στο χριστιανισμό. Αν θεωρήσουμε επομένως ότι η ελληνική φιλοσοφία εκτείνεται από το Θαλή ως το Δαμάσκο, διαπιστώνουμε ότι χονδρικά καλύπτει μια περίοδο δώδεκα αιώνων. Τόσο είναι το διάστημα που χωρίζει εμάς από τον Καρλομάγνο.
Το να μιλάμε λοιπόν για 'τους Έλληνες' φαίνεται υπερβολικό. Θα διανοούμαστε να θεωρήσουμε ως μια ενότητα μια 'γερμανική φιλοσοφία' που θα ξεκινούσε από τον Ekhart, τον 13ο αιώνα, και θα έφτανε ως το Heidegger ή το Wittgenstein; Θα πιστεύαμε ότι απλουστεύουμε πάρα πολύ το θέμα, παρ' όλο που το διάστημα που καλύπτει η 'γερμανική φιλοσοφία' είναι σχεδόν το μισό απ' αυτό που καλύπτει η ελληνική φιλοσοφία.
Κατά τη διάρκεια όμως αυτής της υπερχιλιετούς περιόδου είχε ήδη αρχίσει η μετάδοση της ελληνικής κληρονομιάς. Η μετάδοση αυτή είχε αρχίσει μεταξύ των Ελλήνων. Οι πρώτοι ενδιάμεσοι μεταξύ των Ελλήνων και της σύγχρονης εποχής μας ήταν... οι ίδιοι οι Έλληνες. Η μετάδοση αυτή δεν γινόταν όμως πάντα. Οι Έλληνες δεν μετέδιδαν πάντα την ελληνική κληρονομιά. Γιατί; Επειδή τα κείμενα δεν σήμαιναν για τους αρχαίους Έλληνες ό,τι σημαίνουν για μας.
Ο ΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ
Papyrus fragment
with lines from Homer's Odyssey, Early Hellenistic, 285–250 B.C. Greek,
Ptolemaic.
Αυτό
οφειλόταν εν μέρει στον τρόπο μετάδοσης. Ο αρχαίος κόσμος δεν είχε ακόμα μπει
στο 'γαλαξία του Γουτεμβέργιου', κατά την προσφιλή έκφραση του McLuhan.
Επομένως, ένα κείμενο μεταδιδόταν στις επόμενες γενεές μόνο αν αντιγραφόταν.
Για μας, μόλις τυπωθεί ένα κείμενο, το κείμενο αυτό έχει λίγο πολύ διασωθεί:
διανέμεται σε πολλά αντίτυπα, διατηρείται σε βιβλιοθήκες. Για να το
διατηρήσουμε, αρκεί απλώς να το διατηρήσουμε. Πρόκειται για μια καθαρά αρνητική
απόφαση: να μη το πετάξουμε, να μη το καταστρέψουμε. Γνωρίζουμε τα προβλήματα που
αρχίζουν να εμφανίζονται στις σύγχρονες βιβλιοθήκες: το πολύ όξινο χαρτί που
χρησιμοποιείται σήμερα θα προκαλέσει την καταστροφή των γραπτών κειμένων σε
πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα απ' ό,τι τα υλικά που χρησιμοποιούνταν κατά την
αρχαιότητα. Όποια λύση κι αν δοθεί σ' αυτό το πρόβλημα, η παρουσία αυτή καθαυτή
του προβλήματος μαρτυρεί ότι η ιδανική σχέση μας με το γραπτό κείμενο είναι ένα
βιβλίο που θα αυτοδιατηρείτο.
Marble bust of
Epicurus. Roman copy of Greek original, 3rd century BC/2nd century BC. On display in the British Museum, London.
Η διατήρηση των έργων δεν αποτελεί για μας κόπο. Πριν ανακαλυφθεί όμως η τυπογραφία, ήταν καρπός συνειδητής απόφασης και συνεχούς προσπάθειας. Εμείς αφήνουμε τα κείμενα να κοιμούνται στις βιβλιοθήκες. Στην αρχαιότητα όμως οι άνθρωποι τα διατηρούσαν με τα ίδια τους τα χέρια. Πράγματι, ήταν εξαιρετικό το γεγονός της καταγραφής ενός κειμένου σε ανθεκτικό υλικό, παραδείγματος χάρη σε πέτρα. Η περίπτωση του Διογένη της Οϊνάνδας είναι διάσημη. Αυτός ο Ασιάτης του 2ου αιώνα μ.Χ. χάραξε πάνω στον τοίχο μιας αίθουσας μια περίληψη της επικούρειας φιλοσοφίας, της οποίας ήταν οπαδός. Όταν καταστράφηκε το κτήριο, οι πέτρες ξαναχρησιμοποιήθηκαν και οι ειδικοί προσπαθούν σήμερα να τοποθετήσουν σωστά όλα τα κομμάτια του πάζλ.
This papyrus
fragment (P.Oxy 3965 fr.1, imaged here at 150dpi) contains part of a previously
unknown epic poem by Simonides about the Greeks’ victory against the Persians
at Plataea.
Στη
συντριπτική τους πλειοψηφία, τα κείμενα καταγράφονταν σε παπύρους και αργότερα
σε περγαμηνές, υλικά πολύ εύθραυστα. Για να διατηρηθεί ένα έργο έπρεπε μόλις
φθειρόταν το υλικό υπόστρωμά του να αποφασιστεί η αντιγραφή του. Η εργασία αυτή
ήταν κοπιώδης και ακριβή. Γι' αυτό και προκαλούσε πολλούς δισταγμούς. Δεν
μπορούσε να παραχθεί έτσι παρά μόνο ένας περιορισμένος αριθμός αντιτύπων, και
όχι οποιουδήποτε έργου. Τούτο μας επιτρέπει να εξηγήσουμε ένα πολύ γνωστό
γεγονός, ότι δηλαδή τα αρχαία κείμενα έφτασαν ως εμάς με πολύ αποσπασματικό
τρόπο. Το γεγονός αυτό αποδίδεται συχνά σε καταστροφές, εκούσιες ή μη. Ο μαύρος
αυτός θρύλος έχει ορισμένες σκηνές που σημαδεύουν τη φαντασία μας. Οι
καταστροφές αυτές όμως δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της βλακείας των βαρβάρων, από
τους οποίους οι Βάνδαλοι, παραδείγματος χάρη, έμειναν παροιμιώδεις, αλλά και
μιας σκοταδιστικής θέλησης, όπως ήταν, παραδείγματος χάρη, η περίπτωση του
εμπρησμού της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας.
Ο
απανθρακωμένος πάπυρος του Δερβενίου, 4ος αιώνας π.Χ.
Είναι
αλήθεια ότι το κάψιμο των βιβλίων είναι πανάρχαια πρακτική, δεδομένου ότι οι
πιο αρχαίες μαρτυρίες ανάγονται στην Αθήνα της εποχής του Περικλή και στην
αυτοκρατορική Ρώμη. Είναι αλήθεια επίσης ότι τα διάφορα πνευματικά κινήματα δεν
δίσταζαν μπροστά στην ιδέα να εξαλείψουν τα κείμενα των ανταγωνιστών τους. Αυτό
ίσχυε τόσο για τις φιλοσοφικές σχολές όσο και για τις θρησκευτικές ομάδες. Από
τους αρχαίους φιλοσόφους, ας αναφέρουμε τον Πλάτωνα, ο οποίος φέρεται να είχε
θελήσει να καούν τα βιβλία του αντιπάλου του, του Δημόκριτου. Από τις θρησκείες,
ας συγκρατήσουμε πρώτα απ' όλα το χριστιανισμό και τις διαδοχικές καταστροφές
αιρετικών έργων στα τέλη της αρχαιότητας ή το κάψιμο των Ταλμούδ το Μεσαίωνα.
Οσον αφορά τον ιουδαϊσμό, μπορούμε να αναφέρουμε ως παράδειγμα την πρώτη
πολεμική εναντίον των έργων του Μαϊμονίδη το 1233 και τον τρόπο με τον οποίο οι
αντίπαλοί του έπεισαν τους δομινικανούς μοναχούς να τα κάψουν. Οσο για το
Ισλάμ, ας υπενθυμίσουμε την (όχι απόλυτα εξακριβωμένη) σουνιτική παράδοση για
την καταστροφή όλων των αντιτύπων του Κορανίου που ήταν προγενέστερα του
κειμένου που καθιέρωσε ο χαλίφης Ουθμάν ή την καταστροφή της Εγκυκλοπαίδειας
των 'Ειλικρινών Αδελφών', που θεωρήθηκε ότι πρέσβευε ισμαηλίτικες ιδέες.
Πρέπει
όμως να σχετικοποιήσουμε αυτή την αντίληψη των πραγμάτων γιατί είναι υπερβολικά
δραματική ή ρομαντική. Ο κύριος λόγος εξαιτίας του οποίου χάθηκαν τα αρχαία
κείμενα είναι αρνητικός -- τα έργα αυτά δεν αντιγράφηκαν. Και η μη αντιγραφή
δεν αποτελεί ένδειξη μιας θετικής επιθυμίας καταστροφής.
Μπορεί
να υποδηλώνει ότι ορισμένα κείμενα θεωρήθηκαν κατεστραμμένα ή ότι καταλάμβαναν
άσκοπα παπύρους και περγαμηνές, υλικά σπάνια και πολύτιμα, που θα μπορούσαν να
ξαναχρησιμοποιηθούν αν ξύνονταν κατάλληλα. Τα κείμενα που χάθηκαν, χάθηκαν
κυρίως επειδή έδιναν την εντύπωση ότι δεν αντανακλούσαν πια την αλήθεια, όπως
νοείτο αυτή σ' ένα δεδομένο στάδιο έρευνας. Έτσι, ορισμένα αποσπάσματα
εξαφανίστηκαν, όχι από παράβλεψη αλλά επειδή το έργο μέσα στο οποίο βρίσκονταν
αναθεωρήθηκε, προσαρμόστηκε σε μια νέα κατάσταση γνώσης και συνεπώς διορθώθηκε.
Τούτο ισχύει πρωτίστως για τα κείμενα που περιείχαν επιστημονικές ή τεχνικές
γνώσεις. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα ιατρικά κείμενα. Ο ιστορικός της ιατρικής
θα ήθελε να είχε στην κατοχή του την αρχική εκδοχή του κειμένου που μελετάει.
Το κείμενο όμως που έχει στα χέρια του δεν γράφτηκε για τους ιστορικούς αλλά
για τους γιατρούς που, στο προσκέφαλο των ασθενών τους, ήθελαν να έχουν έναν
όσο το δυνατόν ασφαλέστερο οδηγό. Γιατί ένα έργο τέτοιας λειτουργίας να
συνέχιζε να περιέχει γνώσεις ξεπερασμένες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν
λανθασμένα ένα γιατρό; Στις περιπτώσεις αυτές, οι απαλείψεις αποσπασμάτων
απέβλεπαν στη διόρθωση μάλλον παρά στην καταστροφή του κειμένου.
Οσον
αφορά τις πραγματικές καταστροφές, όσες τουλάχιστον γνωρίζουμε, οι περισσότερες
δεν οφείλονταν στη συνειδητοποίηση ενός κινδύνου, αλλά σε μια επιθυμία
κατάργησης: οι Εφέσιοι δεν έκαψαν τα βιβλία μαγείας τους επειδή τα θαύματα του
απόστολου Παύλου τους υπέδειξαν την κακία αυτών των κειμένων, αλλά επειδή τα
θαύματα κατέστησαν τα κείμενα αυτά εμφανώς άχρηστα (Πράξεις των Αποστόλων, ΙΘ΄,
19). Στο θέμα αυτό οι αρχαίοι Έλληνες λειτουργούσαν όπως ακριβώς κι εμείς ως
προς ορισμένες κατηγορίες κειμένων. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα σχολικά
εγχειρίδια. Διατηρούμε τα εγχειρίδια φυσικής, όταν αλλάζει το πρόγραμμα, ή τα
εγχειρίδια συνταγματικού δικαίου, όταν αναθεωρείται το Σύνταγμα; Ας σκεφθούμε
τι ακριβώς σημαίνει το γεγονός ότι ένας παλαιοβιβλιοπώλης δεν αγοράζει ορισμένα
κείμενα...
Η
μη αντιγραφή ενός έργου μπορεί επίσης να μην οφείλεται στο περιεχόμενό του αλλά
στον αναγνώστη. Ένα κείμενο αντιγράφεται για να μπορεί να διαβαστεί. Πρέπει
όμως να υπάρχουν και αναγνώστες ικανοί να το καταλάβουν. Μερικές φορές, λοιπόν,
ένα έργο ανεπτυγμένο και εμβαθυμένο αντικαθίστατο από απλές περιλήψεις και επιτομές
που, αν και ήταν αναμφισβήτητα λιγότερο σημαντικές από το πρωτότυπο, ήταν πιο
διδακτικές, πιο προσιτές και πιο φτηνές για να μεταφραστούν ή αντιγραφούν γιατί
ήταν πιο σύντομες. Δεν πρέπει να ξαφνιαζόμαστε, παραδείγματος χάρη, από το
γεγονός ότι ο μουσουλμανικός κόσμος προτίμησε, αντί να μεταφράσει δύο μεγάλους
πολιτικούς διαλόγους του Πλάτωνα ή τον ιδιαίτερα δυσνόητο Τίμαιο, να
προσεγγίσει τα κείμενα αυτά μέσα από τις περιλήψεις του Γαληνού.
Όποια
κι αν ήταν τα αίτια της μη αντιγραφής, το αποτέλεσμά της ήταν οριστικό. Εμείς
μπορούμε να ανασύρουμε στην επιφάνεια λησμονημένους συγγραφείς επειδή έχοντας
στην κατοχή μας τα έργα τους τυπωμένα. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να
αποσπάσουμε το έργο τους από τη λήθη των βιβλιοθηκών. Αυτό δεν ήταν δυνατό στην
αρχαιότητα. Αλίμονο λοιπόν στις σκέψεις που την εποχή εκείνη έπαυαν να
προσελκύουν το ενδιαφέρον των συγχρόνων τους γιατί δεν ανταποκρίνονταν στις
πνευματικές και θρησκευτικές τους ανάγκες. Οι σκέψεις αυτές απλά εξαφανίζονταν.
Μας μεταδόθηκε μόνο ό,τι είχε κριθεί κατάλληλο και ενδιαφέρον απ' αυτούς τους
ίδιους που είχαν αναλάβει τη μετάδοση των αρχαίων κειμένων. Στην κατηγορία αυτή
μπορούσε να ανήκει ένα έργο που θεωρείτο ως το πιο επιτυχημένο από τη συνολική
παραγωγή ενός συγγραφέα ή ένα έργο που θεωρείτο ότι περιείχε μια αλήθεια και
κατά προτίμηση μια αλήθεια που μπορούσε να διδαχθεί, η οποία τις περισσότερες
φορές βρισκόταν μέσα σε σχόλια.
Ο
ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ
Letter in Greek,
early 3rd century A.D., Roman, Egyptian; from Egypt, Papyrus.
Δεν
συνειδητοποιούμε πλήρως την έκταση του 'αγώνα για ζωή' που οδήγησε στην επιλογή
των αρχαίων κειμένων. Για μας, ένα έργο αδιάφορο είναι καταδικασμένο στη λήθη,
απ' όπου μπορεί πάντα να το ανασύρει μια μεταγενέστερη γενιά. Για τους αρχαίους
Έλληνες, ένα κείμενο που έπαυε να θεωρείται ενδιαφέρον για μια σχετικά μεγάλη
χρονική περίοδο ήταν καταδικασμένο σε θάνατο. Ελάχιστα είναι τα κείμενα που
ξέφυγαν απ' αυτή την καταδίκη και τα οποία χάρη σε μια συγκυρία εξαιρετικών
συνθηκών βρέθηκαν, παραδείγματος χάρη, καταγεγραμμένα σ' ένα πάπυρο που
ανακαλύφθηκε στην έρημο της Αιγύπτου, στη σαρκοφάγο μιας μούμιας κοκ. Μπορούμε
βέβαια να πούμε ότι δεν έχουμε στην κατοχή μας τα πάντα αλλά τουλάχιστον έχουμε
τα αριστουργήματα. Ίσως. Ποιος όμως τα έχει επιλέξει; Και με τί κριτήρια; Άλλο
να φτιάχνει κανείς μια ιδιωτική 'ιδανική βιβλιοθήκη', όταν μπορεί να αντλεί
κείμενα από μια πραγματική βιβλιοθήκη, και άλλο να αποφασίζει ποιο έργο θα
επιβιώσει και ποια θα χαθούν για πάντα. Το ζήτημα δεν ήταν να επιλεγεί το τι θα
έπαιρνε κανείς μαζί του σ' ένα ερημονήσι αλλά το ποιος θα είχε το δικαίωμα να
ανεβεί πάνω στη σχεδία... Κι αυτό προσδίδει μια κάποια πικρή γεύση στις
ανθολογίες που παρουσίαζαν οι αρχαίοι κριτικοί λογοτεχνίας: η κρίση τους ήταν
κρίση ζωής ή θανάτου.
Το
φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται ανάγλυφο μέσα από ορισμένα παραδείγματα. Έτσι, το
ότι μπορούμε σήμερα να μιλάμε για τον Παρμενίδη το οφείλουμε σε μεγάλο βαθμό σ'
ένα μόνο άνθρωπο, το Σιμπλίκιο, ο οποίος αποφάσισε να αντιγράψει, μέσα στο
σχόλιό του για τα Φυσικά του Αριστοτέλη, μεγάλα αποσπάσματα από το ποίημα του
Ελεάτη. Και όπως λέει σ' ένα πολύ συγκινητικό χωρίο, το αντέγραψε γιατί το
βιβλίο ήταν σπάνιο. Χωρίς αυτόν, σήμερα θα γνωρίζαμε λιγότερο από το μισό από
το ποίημα του Παρμενίδη που βρίσκεται στην κατοχή μας. Επίσης, τι ότι μπορούμε
σήμερα να μιλάμε για τον Επίκουρο το οφείλουμε στο Διογένη Λαέρτιο, ο οποίος
είχε την καταπληκτική ιδέα να αναφέρει πλήρως τρεις 'επιστολές' (στην ουσία,
δοκίμια) που συνόψιζαν τη θεωρία του Επίκουρου. Άλλοι στοχαστές όμως στάθηκαν
λιγότερο τυχεροί.
Ας
αναφέρουμε το παράδειγμα του στωικισμού. Όπως είναι γνωστό, δεν έχουμε στην
κατοχή μας κανένα πλήρες έργο από την αρχική περίοδο αυτής της σχολής.
Αρκούμαστε σε ορισμένα σύντομα αποσπάσματα, που έφτασαν έμμεσα ως εμάς μέσα από
διάφορες μνείες. Επιπλέον, η πιστότητα της κάθε μνείας είναι αντιστρόφως
ανάλογη προς τη συμπάθεια του μνημονεύοντος και κατ' επέκταση προς την
προσπάθειά του να κατανοήσει το περιεχόμενό της. Έτσι, ο Διογένης Λαέρτιος μας μεταφέρει αρκετά έντιμα το στωικό σύστημα αλλά μέσω ενός μάλλον άχρωμου
δοξογραφικού κειμένου. Αντίθετα, ο Πλούταρχος αναφέρει πιστά ορισμένα
αποσπάσματα του Κλεάνθους ή του Χρυσίππου, μόνο και μόνο για ν' αποδείξει
βασιζόμενος στα κείμενά τους το παράλογο της θεωρίας τους. Γιατί συμβαίνει
αυτό; Γιατί ο στωικισμός έπαψε να υπάρχει ως σχολή αρκετά γρήγορα. Κατά πάσα
πιθανότητα, αυτό συνέβη γύρω στο 260 μ.Χ. με κάποιον Καλλιετή, για τον οποίο
δεν γνωρίζουμε τίποτα πέρα από το ότι υπήρξε πιθανότατα ο τελευταίος δάσκαλος
της εποχής. Η στωική φιλοσοφία έπαψε να διδάσκεται μέσα σε μια στερεή οργάνωση.
Επομένως, δεν υπήρχε πια ανάγκη για σχολιασμένα κείμενα ή για εγχειρίδια.
Εφόσον λοιπόν έπαψε η ζήτηση, σταμάτησε και η αντιγραφή.
Ο
αριστοτελισμός στάθηκε πιο τυχερός χάρη στη γόνιμη παρανόηση του περιεχομένου
του από τους νεοπλατωνικούς, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που είχαν παραμείνει στο
προσκήνιο κατά τα τέλη της αρχαιότητας: οι νεοπλατωνικοί θεωρούσαν ότι τα
αριστοτελικά κείμενα (του ίδιου του Αριστοτέλη και των όχι ακόμα επηρεασμένων
από το νεοπλατωνισμό σχολιαστών του -- παραδείγματος χάρη, του Αλέξανδρου του
Αφροδισιέα ή του Θεμίστιου) είχαν μια προπαιδευτική αξία στα θέματα λογικής και
φυσικής και αποτελούσαν ένα στάδιο προς την κατανόηση της νεοπλατωνικής
μεταφυσικής.
Οι
επικούρειοι και οι στωικοί όμως δεν μπόρεσαν να ενταχθούν στη νεοπλατωνική
σύνθεση. Είδαν επομένως να κλείνουν μπροστά τους οι πόρτες της εννοιολογικής
κιβωτού του Νώε που θα μπορούσε να τους σώσει. Τα μόνα καθαρά στωικά έργα που
επιβίωσαν ήταν αυτά που είχαν μια ηθική αξία. Πράγματι, η ηθική αποτελούσε
πάντα για την αρχαία φιλοσοφία το έδαφος μιας κατά κάποιο τρόπο ιερής ένωσης
που εξουδετέρωνε τους τεχνικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των διαφόρων σχολών(9). Το
ίδιο ίσχυε και στην ύστερη αρχαιότητα: τον 1ο αιώνα μ.Χ., ο στωικός Σενέκας
μνημονεύει και σχολιάζει εγκωμιαστικά, στις επιστολές του προς το Λουκίλιο,
φράσεις του Επίκουρου. Τον 6ο αιώνα μ.Χ., ο νεοπλατωνικός Σιμπλίκιος γράφει ένα
σχόλιο πάνω στο Εγχειρίδιον του Επίκτητου κλπ.
Τα
κείμενα επομένως που έχουμε στα χέρια μας είναι πλην ελαχίστων εξαιρέσεων
αποτέλεσμα μιας επιλεκτικής εργασίας των προγενεστέρων γενεών. Η επιλογή αυτή
γινόταν σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια. Και τα κριτήρια αυτά υπάκουαν στη λογική
των αρχαίων Ελλήνων. Όχι στη δική μας. Ούτε σε κάποια άλλη λογική που,
βασιζόμενη σε ορισμένα διαχρονικά κριτήρια, θα αποφάσιζε για την αιώνια αξία
ενός έργου. Η γνώση μας για τους αρχαίους Έλληνες είναι, όπως και οποιαδήποτε
άλλη ιστορική γνώση, ουσιαστικά ακρωτηριασμένη. Ας μη νομίζουμε λοιπόν ότι
βλέπουμε την αρχαιότητα στις σωστές της διαστάσεις. Βλέπουμε μόνο αυτό που
αποφάσισαν να διαφυλάξουν οι Έλληνες στην ύστερη αρχαιότητα.