Winslow Homer, La Vigie, 1896, Huile sur Toile, 101,6x76,8
cm, Boston, museum of Fine Arts.
Portrait of a man
A la Comtesse
Ariane de Jacquelin Dulphe
Δε
βλέπεις παραπέρα από ένα μέτρο, από μισό, λιγότερο, τίποτα, περισσότερο κι από
τίποτα. Το 'χει από νωρίς κατεβάσει. Το πούσι1 έχει τη δική του
μυρωδιά, όπως η καταιγίδα, ο τυφώνας, η τρικυμία του κάθε καιρού. Πώς μυρίζει !
Γιομίζει τα ρουθούνια μου, μα δεν μπορώ να σου πω ...Ιουδήθ2 ! Είσαι
δέκα χιλιάδες μίλια μακριά από το Gomel3 και πέντε από μένα.
Ανασαίνεις τον ιδρώτα του Τάσμαν.
S/S* Cyrenia (Κυρήνεια) ή Manganui. *Το
S/S που χαρακτήριζε το Κυρήνεια είναι Ship Prefix για τα ατμόπλοια (SteamShip).
Είμαι
σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του «Cyrenia»4,
δίπλα στο φανάρι του Μινικόι5.
Jules Pascin, Nude in an Armchair, 1912
Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμά
σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των
Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο6, πίσω από τη
βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο.
--
Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε, φόρεσέ το.
--
Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις;
--
Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη.
--
Θέλω τη θήκη μου.
Ιουδήθ!...
Όλα τα πράματα έχουνε δική τους μυρωδιά.
Marc Chagall, The Praying Jew (Rabbi of Vitebsk), 1914,
Oil on canvas, 84 x 104 cm, Museo d' Arte Moderna, Venice, Italy
Οι
άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν
σαν το αμπάρι της Πίντα7, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο8 ...
Streets are not safe at night. Avoidall
saloons. Chagall: Ο Αρχιραβίνος.
--
Ατζαμή ! Φίλησέ με.
--
Μιαν άλλη φορά. Όταν ξαναβρώ τη γεύση μου.
--
Την έχασες; Πού;
Paul Gauguin, AIRUMATI, 1897, Huile sur Toile, 73x94
cm, Paris, musée d'Orsay
--
Στο Barbados9... Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης.
--
Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω.
-- Δεν έχω δόντια. Τ' άφησα σ' ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin10.
--
Χάιδεψε.
--
Ιουδήθ... Με τι χέρια... έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας
πολυθρόνας, σ' ένα σπίτι στο Ικίκι11... Εκεί ανάμεσα... Μαζί κι ένα
ζαφείρι... ένα μεγάλο ζαφείρι.
--
Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξε με, λοιπόν.
--
Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος, στο Βόλο. Τ'
αλλάξαμε.
--
Κοίταξέ με με τα δικά του.
--
Ήταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι.
--
Άσε με να σε βαστάξω κι εγώ από το χέρι.
--
Ναι.
--
Πάμε. Κρυώνω.
--
Στάσου, να σου πω ένα παραμύθι.
--
Δε θέλω... Πάμε.
--
Κάνει ζέστη μέσα. Ο ανεμιστήρας έχει χαλάσει. Βρωμάει σα φαρμακείο. Είναι κάτι
λερωμένα σεντόνια. Μια βρώμικη λεκάνη. Ένας σκορπιός που τρέχει στους τοίχους.
Φοβάμαι...
--
Το σκορπιό;
--
Εσένα.
--
Πάμε σου λέω.
--
Κάνε πέρα τα χέρια σου. Πες κάτι ακόμα.
--
Λοιπόν... Μόνον ο γερο - Γιεχού12 δεν κοιμόταν. Διάβαζε δίπλα στη
λάμπα με το καπνισμένο γυαλί. Διάβαζε το μεγάλο βιβλίο. Η πόρτα λύγισε στις
κοντακιές. Ήμουν δώδεκα χρονών. Δεν πρόφτασα να χτενίσω τα μαλλιά μου τα
κόκκινα. Ήτανε δώδεκα, με μαύρους σταυρούς στο μπράτσο. Μεθυσμένοι. Τότε...
Μπρος στη μάνα μου, μπροστά στο Γιεχού που προσεύχονταν με τα μάτια κλεισμένα.
--
Κι οι δώδεκα;
--
Δε θυμάμαι. Δεν έχω ζυγώσει άλλον άντρα. Όμως απόψε... Όχι γιατί μ' αρέσεις.
Είμαι μονάχα περίεργη. Πάμε.
--
Αύριο, στο Colombo13.
--
Τώρα.
--
Δος μου το χέρι σου. Θα σκοντάψεις. Έχει σκαλί. Μην ανάβεις το φως... Ξέρεις...
Είμαι άρρωστος.
--
Δε με νοιάζει. Άκου... Είναι σα να χαλάμε το παιχνίδι για να βρούμε το θαύμα.
--
Θέλω να φορέσω το δικό σου πετσί. Να κλέψω κι εγώ κάτι από σένα.
Jules Pascin, In the Hotel Room, 1908
--
Κάνε όπως θέλεις. Ό,τι βρεις, κλέψε. Δείξε μού το μονάχα... Κι έγινε έτσι, όπως
τότε, όταν χάιδεψα ένα γυμνό του Pascin14 μπροστά σε τρεις φύλακες
του Μουσείου, χωρίς να με δούνε.
Δε
βλέπεις ούτε μια πιθαμή μπρος από την πλώρη ...παραπονιέται ο γραμματικός15.
Δεν το ξανοίγει. Το πήζει ολοένα. Γκρινιάζει και φτύνει. Το τσιγάρο μουσκεύει
και δεν τραβάει. Κάθε τόσο σέρνει το σύρμα της σφυρίχτρας κι η καμινάδα ξερνάει
μουγκρητό. Πέντε δεύτερα. Κατόπι πενήντα πέντε. Βουβαμάρα.
Στήνει
τα αυτιά του δεξιά, αριστερά, μπροστά. Τα χουφτώνει με το χέρι. Είναι και μιαν
άλλη καμινάδα που κλαίει, που μόλις ακούγεται. Ο Πολύχρονης, ο σκάπουλος16,
στέκεται στην πλώρη, στο κοράκι17, κι όταν σταματάει το σφύριγμα του
«Πυθέα», φωνάζει με την τρομπαμαρίνα18. Όλο και ζυγώνει... Τ' ακούω
λίγο δεξιά τώρα.
Πάλι
σφύριγμα. Νέκρα κατόπι. Κι η βοή του άλλου που κατεβαίνει.
--
Να 'σαι αλάρμ19, φωνάζει του τιμονιέρη. Όταν σου πω όλο δεξιά ή όλο
αριστερά, θα πάρεις και συ βόρτα20 με δαύτο. Κατάλαβες ;
--
Ναι.
Συλλογιέται...
Για την τύχη μας αρρώστησε ο Διαμαντής. Έχει πυρετό. Ποιος του 'πε να πάει να
ψωνίσει μαλαφράτζα21... Πάλι τυχερός τώρα με τα καινούργια
φάρμακα... Σέρνει το σύρμα. Το αφήνει... Καινούργια. Κι εμείς να μην έχουμε
τίποτα καινούργιο δω μέσα. Ούλα σάπια. Έτσι σφύριζε κι ο παππούς μου στο πούσι.
Radar, βυθόμετρο... Πού τέτοια τύχη... Σε βγάνουνε παλικάρι... Ο Διαμαντής
προλαβαίνει να τη γλιτώσει, εμείς σαπίσαμε. Υδράργυρος22...
Ξανασφυρίζει.
Νίκος
Καββαδίας
1.
Πούσι: Ομίχλη, καταχνιά.
2.
Ιουδήθ: Μια Εβραία απ' το Gomel.
3.
Gomel: Πόλη της Λευκορωσίας.
4.
Cyrenia: Πλοίο των ελληνικών μεσογειακών γραμμών, εκτελούσε το δρομολόγιο
Ιταλία - Ελλάδα - Αυστραλία. Ο Καββαδίας ταξίδεψε μ' αυτό την περίοδο 1949 –
1954.
5.
Μινικόι: Ένα απ' τα νησάκια της ΝΔ Βομβάης στον Ινδικό Ωκεανό.
6.
Κρουζέτο: Το λούκι γύρω γύρω στο κατάστρωμα για να τρέχουν τα νερά.
7.
Πίντα: Ενα απ' τα τρία πλοία του Χριστόφορου Κολόμβου.
8.
Γκέττο: Περιοχή πόλης (περιτειχισμένη) όπου κατοικούσαν αποκλειστικά Εβραίοι.
9.
Barbados: Νησί στην Καραϊβική.
10.
Cochin: Λιμάνι της ΝΔ Ινδίας.
11.
Ικίκι: Λιμάνι της Β. Χιλής.
12.
γέρο - Γιεχού: Συγγενής (πατέρας; παππούς;) της Ιουδήθ.
13.
Colombo: Η πρωτεύουσα της Σρι – Λάνκα.
14.
Pascin Jules: 1885 - 1930, ζωγράφος βουλγαρικής καταγωγής.
15.
Γραμματικός: Ο υποπλοίαρχος.
16.
Σκάπουλος: (βεν. scapolo) Ο ένας απ' τους δυο ναύτες της βάρδιας που περιμένει
ν' αντικαταστήσει τον άλλο.
17.
Κοράκι: Η μύτη του πλοίου.
18.
Τρομπαμαρίνα: Τηλεβόας για τη μετάδοση ηχητικών σημάτων μεταξύ ιστιοφόρων σε
καιρό ομίχλης.
19.
Αλάρμ: Σε επιφυλακή.
20.
Βόρτα: Φόρα, στροφή ή ανάπρωρη αλλαγή πορείας του ιστιοφόρου.
21.
Μαλαφράτζα: ιταλ. mal di Francia= η γαλλική αρρώστια: η σύφιλη.
22.
Υδράργυρος: Ο κυανιούχος υδράργυρος που χρησιμοποιήθηκε κατά της σύφιλης.
Οι επτά νάνοι στο SS Κυρήνεια
Εφτά.
Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο
χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις
κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο
πιο μικρός αχολογάει μ' ένα καλάμι.
Γυαλίζει
ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο
Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ'
ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι
ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει.
Απ'
το ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα.
-Μπορώ
ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη
ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος
ρήγα γιός θε να την πιεί σ' ένα ποτήρι.
Ραμάν
αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε
το σταυρωτό του νότου αστέρι
σωρός
να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια,
και
πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο
Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο
το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ,
ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Κωνσταντίνα,
δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;
Κουφός
ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
-
Μ' ένα ξυστρι καθάρισέ με απ' τη μοράβια.
Μα
είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
-
Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.
Κι
έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με
τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα
μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο
πιο στερνός μ΄έναν αυλό με νανουρίζει.
Nikos Kavvadias
Ο
Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια
επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, από γονείς
Κεφαλλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής
οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλλονιάς. Σ’ αυτή τη μικρή Ρωσική πόλη,
γεννιούνται και άλλα δυο παιδιά: η Τζένια (Ευγενία) κι ο Μήκιας (Δημήτρης). Ο
πατέρας Χαρίλαος Καββαδίας διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας
μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.
Το
1914, με την έκρηξη του Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι
εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη
Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής
Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και
ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Μετά
το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο
Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με το Γιάννη Τσαρούχη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και
διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και ιατρό
του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει
ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο
Πέτρος Βαλχάλας.
Τελειώνοντας
το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει
ο πατέρας του και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Συνεχίζει όμως να
συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας
βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως "ναυτόπαις" τον επόμενο
χρόνο στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος".
Το
1934, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι της γίνεται
τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή
εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος,
χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Το 1938
στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού, ενώ το
1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του
’40 φεύγει για την Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας
και αργότερα λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής χρησιμοποιείται στο
σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας.
Στη
διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης
και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ.
Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι
είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού, ενώ το όριο ήταν τα τρία
βιβλία. Είναι όμως ενεργός λογοτεχνικά, γράφοντας ποιήματα, ορισμένα εξ' αυτών
Αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικό το ποίημα "Στον τάφο του
ΕΠΟΝίτη". Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών,
θέση την οποία παραχωρεί στις 6 Οκτώβρη του ίδιου έτους στον Νικηφόρο Βρεττάκο,
εξαιτίας της αναχώρησής του από την Ελλάδα με το πλοίο "Κορινθία". Η
ασφάλεια του έδωσε άδεια, καθώς θεωρείτο ανενεργός κομμουνιστής.
Από
το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Μέσα
στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν
το θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη, το 1957, την κυκλοφορία της
«Βάρδιας» στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του «Μαραμπού» και του «Πούσι» το
1961 από τις εκδόσεις Γαλαξίας, το θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη
γέννηση του Φίλιππου το 1966, γιου της ανιψιάς του Έλγκας.
Κατά
τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη το εξής
περιστατικό: Ενώ ο ποιητής εργαζόταν σε "ποστάλι" (καράβι μικρών
αποστάσεων, επιβατηγό), ταξίδεψε με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης. Τόσο κατά
την τυπική υποδοχή των ταξιδιωτών, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο
Σεφέρης δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαιρετίσει τον Καββαδία. Το γεγονός
πίκρανε ιδιαίτερα τον Καββαδία, που θεωρούσε ότι η λογοτεχνική γενιά του '30,
στην οποία ανήκε και ο ίδιος, τον υποτιμούσε.
Το
1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή
ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.