Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Eugène Atget: Η ψυχή των πραγμάτων. Eugène Atget: The Soul of Things

Γεννήθηκε κοντά στο Μπορντώ το 1857. Δούλεψε καμαρότος στο εμπορικό ναυτικό από το 1875 έως το 1877. Σπούδασε χωρίς να αποφοιτήσει στο Conservatoire Δραματικής Τέχνης στο Παρίσι (1879-1881). Δούλεψε ως ηθοποιός. Ασχολήθηκε χωρίς επιτυχία με τη ζωγραφική.

Αυτοδίδακτος φωτογράφος ξεκίνησε την επαγγελματική του ασχολία με τη φωτογραφία το 1898. Φωτογράφιζε το Παρίσι και πουλούσε τις φωτογραφίες του σε ζωγράφους και ιδρύματα.

Η αμερικανίδα φωτογράφος Berenice Abbott ανακάλυψε τον ίδιο και το έργο του στο Παρίσι το 1926. Ο Atget παντρεύτηκε την ηθοποιό Valentine Delaforre. Πέθανε το 1927 ένα χρόνο μετά τον θάνατο της γυναίκας του.


«Για περισσότερα από είκοσι χρόνια μέσα από τη δουλειά μου και με δική μου πρωτοβουλία σε όλους τους δρόμου του Παλαιού Παρισιού, τράβαγα φωτογραφικά αρνητικά διαστάσεων 18x24 cm, καλλιτεχνικά ντοκουμέντα όμορφης αστικής αρχιτεκτονικής από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα. [...] Αυτή η τεράστια καλλιτεχνική και αρχειακή συλλογή είναι σήμερα πλήρης. Μπορώ αληθινά να πω ότι κατέχω όλο το Παλιό Παρίσι. Τώρα που πλησιάζω τα γηρατειά -κοντά στα 70- και δεν έχω διάδοχο ή κληρονόμο ανησυχώ και βασανίζομαι για το μέλλον αυτής της όμορφης συλλογής αρνητικών, που θα μπορούσε να πέσει σε χέρια που δεν θα καταλάβαιναν τη σημασία της και τελικά να χαθεί χωρίς να ωφελήσει κανέναν. Θα ήμουν ευτυχής κύριε, αν θα μπορούσατε να ενδιαφερθείτε γι αυτή τη συλλογή[...] (Από επιστολή του Eugène Atget στον διευθυντή Καλών Τεχνών των Ιστορικών Μνημείων το 1920)

Αυτός ο πρώην καμαρότος, πρώην ηθοποιός, έγινε φωτογράφος χωρίς να εξηγήσει ποτέ το γιατί σε κανέναν. Τι τον έσπρωξε να ασχοληθεί με το καινούργιο σχετικά μέσον που αποτύπωνε τον κόσμο με μοναδική για την εποχή πιστότητα, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Άλλωστε ξέρουμε ελάχιστα πράγματα για την ζωή του. Όσα διέσωσε η Abbott από τις συναντήσεις μαζί του όταν η ίδια ήταν βοηθός του Man Ray. Τα ελλιπή βιογραφικά στοιχεία, η απουσία δηλώσεων, κρίσεων, συμβουλών δεν τον εμπόδισαν όμως να περάσει στην ιστορία της φωτογραφίας σαν μια μοναδική περίπτωση. Μόνο με το έργο του. Σέρνοντας στα λιθόστρωτα, τη βαριά μηχανή με το καρότσι του, με την όψη σχεδόν ενός παρία, ο Atget περιπλανήθηκε στο Παρίσι και τα περίχωρά του αναζητώντας τη συγκίνηση από εκεί όπου ένα ανθρώπινο μάτι έβλεπε αδιάφορες γραμμές. Με το κάδρο του απομόνωσε τα επιμέρους σύμπαντα της ανθρώπινης δημιουργίας, ανίχνευσε την γεωμετρική διάταξη που ενυπήρχε στο τοπίο της πόλης.

Φωτογράφισε όχι τον άνθρωπο, αλλά την απουσία του, για να απομείνει στη γυάλινη πλάκα της μηχανής, μόνη, η σιωπηλή ύλη στην ποικιλία της, μεταμορφωμένη σε είδος κοινό, κοινότοπο, το καθημερινό και επαναλαμβανόμενο τοπίο της ζωής.

Άψυχο, ακίνητο, αδιάφορο, διακοσμητικού ή πρακτικού χαρακτήρα, περίμενε εν τούτοις τη φωτογραφική ανάσα ενός χαμοθεού, το μυστηριακό «κλικ» που θα απεκάλυπτε την κρυμμένη τάξη, τη συγκρότηση μιας ασάλευτης ζωής που νοεί μόνον τον εαυτό της, χυμένη σε διάφορα σχήματα, αποτυπωμένη σε απειρία συνδυασμών.

Ο Atget φωτογραφίζοντας, ονομάτισε το άρρητο για να υπάρξει εκ νέου. Στο έργο του, η πεθαμένη ύλη ζωντάνεψε. Όχι για να διατυπώσει αιτήματα ή στοχασμούς, όχι για να δραπετεύσει από την έδρα της ή να προδώσει τον προορισμό της, αλλά για να διεκδικήσει το σχήμα της, να νιώσει η ίδια την αρμονία της. Όχι για να μεταδώσει μηνύματα ή να προσελκύσει ματιές αλλά για να επαναλάβει την υπόστασή της σαν έκταση και σαν νόηση.

Πολλά θρησκευτικά δόγματα θεωρούν σφάλμα ή αμαρτία την εικόνα, τον επιμερισμό της θέας, την αποτύπωση. Ο Atget «αμάρτησε» για να συναντήσει τον θεό του. Σαν τον Σπινόζα, έκανε την κάθε του φωτογραφία γεωμετρικό θεώρημα και ταυτόχρονα απόδειξη για να επιδείξει την τάξη που διέπει το όλον και αποτυπώνεται κάθε φορά στο επιμέρους. Όπως ο Θεός του αποσυνάγωγου Εβραίου δεν λυπάται και δεν χαίρεται, έτσι και τα τοπία του Atget δεν προξενούν συναισθήματα λύπης ή χαράς. Ζουν την ύπαρξή τους στα όρια και το σχήμα που τα έθεσαν, αρκούμενα στην παρουσία τους, συμφιλιωμένα με τη φθορά τους, πιστά στην αποστολή τους.

Νοτισμένοι κήποι, περίβολοι, βιτρίνες καταστημάτων, προσόψεις, δρόμοι της πόλης χωριών, αποβάθρες, ένα εξοχικό μονοπάτι, ένα σκαλοπάτι, αντιμετωπίζεται στις φωτογραφίες του Atget με τον τρόπο που ένα μαρμάρινο άγαλμα ξεχασμένου θεού έκανε ξαφνικά κάποιο θαύμα. Παλιά ενέπνεε πίστη, η καθημερινή όμως συσσώρευση προσευχών το κούρασε, το έφθινε. Ξεχάστηκε, έγινε αόρατο στα μάτια των λαών. Το ξαφνικό θαύμα του παραλυτικού επανέφερε όμως στη ζωή και την πέτρα.

Στα τοπία του Atget, η ύλη επιστρέφει στον παγανισμό των πρωτόγονων. Στα υλικά τους μέρη ενυπάρχει ο Θεός τεμαχισμένος και ταυτόχρονα αυθύπαρκτος με μια απειρία ιδιοτήτων. Δεν εκλιπαρεί για πιστούς αφού κάθε κομμάτι – κάθε φωτογραφημένο είδωλο – λατρεύεται εν αγνοία του πιστού στην ζωή της κάθε μέρας. Ο σιδερόφρακτος περίβολος του κήπου λατρεύεται στην μοναχική βόλτα της γυναίκας με το αργό βήμα. Η μαρμάρινη κλίμακα στο προσεκτικό ανέβασμά της, μια πόρτα, στο αφηρημένο κράτημα του πόμολου λίγο πριν την ανοίξουν, μια εσωτερική αυλή, στη βοή του πρωινού ξυπνήματος. Σ’ αυτήν την παράθεση της ύλης που νοεί τον εαυτό της και αποδέχεται το περιεχόμενό της, ο άνθρωπος δεν έχει θέση.

Ο Atget δεν φωτογραφίζει ανθρώπινα όντα. Τα αφήνει να καταδιώκονται από τις αμφιβολίες τους, να κινούνται χωρίς να είναι και πουθενά, να αλλοιώνονται όχι από το παιχνίδι του φωτός αλλά της πεπερασμένης τους σκέψης. Έρμαια της μεταβολής δεν κατάφεραν ποτέ να γίνουν αυτό που είναι – δεν ξέρουν καν τι είναι. Κάτοχοι στοιχείων ταυτότητας, μιας μπρούτζινης πινακίδας με το όνομά τους στο διαμέρισμα που κατοικούν, με ένα επάγγελμα να τα προσδιορίζει, φορείς μιας ζωής που τα κινεί και τα πνίγει, τα ανθρώπινα όντα δεν εγγράφονται στο αργό φιλμ. Το διασχίζουν αφήνοντας μόλις ένα θάμπωμα στη γυάλινη πλάκα, μια θολή μνήμη στους επερχόμενους. Κατά κύματα αντικαθιστούν και αντικαθίστανται στο μόνιμο τοπίο της πόλης σαν τον αέρα που ενώ γεμίζει τους πνεύμονες δεν είναι ποτέ ο ίδιος.


Ο πρώην καμαρότος έχει υποστεί τις επιθυμίες του ανθρώπου. Ο πρώην ηθοποιός έχει μελετήσει την πολλαπλή ασύμπτωτη φύση του. Αποκαμωμένος, αναζητεί πια σαν φωτογράφος τον θεό χωρίς να εγκαταλείπει και τον άνθρωπο. Αναζητεί τον πρώτο εκεί που τον έθεσε εν αγνοία του, ο δεύτερος. Και πάλι σαν τον Σπινόζα, τον ανακαλύπτει παντού και μέσα από τις φωτογραφίες του μας τον υποδεικνύει για να τον χαρούμε. Τα τοπία του μπορεί να στερούνται της ανθρώπινης παρουσίας, βοούν όμως από αυτήν. Απ’ εδώ κάποιος πέρασε, σ’ αυτήν τη σκάλα αντηχούν βήματα, αυτοί οι δρόμοι θα γεμίσουν κόσμο.

Ο Atget ξέρει πως κάποια στιγμή αυτό το πλήθος θα παρασύρει και τον ίδιο. Στην στροφή ενός δρόμου θα χαθεί για πάντα. Όσο ζούσε και δούλευε δεν απαίτησε τίποτε περισσότερο από την απλή ιδιότητα τού φωτογράφου που πουλά το έργο του στους ζωγράφους για να αντιγράψουν το θέμα του. Ποιος ζωγράφος έστω και ερασιτέχνης θα χρησιμοποιούσε ποτέ τέτοια θεματογραφία;

Ο Atget κρύβει ένα μυστικό, μια σκέψη που ενδεχομένως απέφευγε και ο ίδιος. Η καταγραφή του αποσκοπούσε σε κάτι άλλο και αυτό θα πρέπει να τον είχε συνεπάρει. Μόνο προς το τέλος της ζωής του απευθύνεται στον δήμαρχο της πόλης που φωτογράφισε και του ζητά να φροντίσει τις χιλιάδες φωτογραφίες του για να μην χαθούν μαζί του.

Τελικά το έργο του διασώζεται και γίνεται γνωστό χάρη σε μια σειρά συμπτώσεων για να μετατραπεί σε ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ιστορία της φωτογραφίας. Στο πορτραίτο που του έκανε η έκανε η Berenice Abbott, το βλέμμα του Atget είναι προσηλωμένο σ’ ένα αόρατο βάθος. Αυτή τη φορά ατενίζει το απόλυτο τοπίο που σε λίγο θα γίνει και αυτός μέρος του. Τα δικά του τοπία τα άφησε για μας.






















































































































Σε μια από τις φωτογραφίες της Berenice Abbott, ο Atget ποζάρει καθισμένος στο πλάι. Το γεροντικό του κορμί είναι κυρτωμένο, κουρασμένο. Ο θάνατος άλλωστε είναι κοντά. Όμως το πρόσωπό του, το περιρρέει κάτι σαν έκπληξη, το είδος εκείνο της έκπληξης που προκαλεί η άδολη χαρά. Η ματιά του είναι προσηλωμένη σε ένα αόρατο βάθος. Ίσως να ξαναβλέπει κάποιο καινούργιο τοπίο, αυτή τη φορά όμως ιδωμένο με τα αισθητήρια της ψυχής. Ίσως να το «φωτογραφίζει» και πάλι, όχι όμως για τους ζωγράφους όπως διατεινόταν ότι φωτογραφίζει τους κήπους, τις αλέες, τους δρόμους, τις αυλές, τα κτίρια, αλλά αυτή τη φορά για την δική του προσωπική ευχαρίστηση. Η τελευταία του λοιπόν φωτογραφία, το τελευταίο του τοπίο αποτυπώθηκε όχι στη γυάλινη πλάκα αλλά στο βλέμμα του. Σ΄ αυτό το βλέμμα που επί χρόνια ανίχνευε τον περίγυρο για να επιλέξει κάθε φορά, με προσοχή και κυρίως με αγάπη, ό,τι και ο ίδιος θεωρούσε ένα τέλειο, αυθύπαρκτο μικρόκοσμο, κατ’ εικόνα και ομοίωση του μεγάλου διάκοσμου.

Του Αντώνη Κυριαζάνου