Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Έρως – Ήρως»

Έρως και Ψυχή. Αγαλματίδια από τερακότα. Αρχές 1ου αι. π.Χ.

Η βάρκα αραγμένη στην ακρογιαλιάν, η μπαρούμα δεμένη έξω εις ένα βράχον, δίπλα εις την άμμον του Χειμαδιού, παραπέρα από το Μικρό Μουράγιο της Πιάτσας, κάτω από τον βραχώδη κρημνόν του Πανωμαχαλά.

Και ο μικρός ναύτης, ο Γιωργής της Μπούρμπαινας, εξαπλωμένος επάνω εις την πρύμνην, με μίαν βελέντζαν τυλιγμένος, βωβός, ακίνητος, με ανοικτά τα όμματα, σπινθηρίζοντα εις το σκότος, ωμοίαζε με τον δράκον του παραμυθιού κατά τούτο, ότι εκοιμάτο με ανοικτόν το όμμα.

Δεν εξήρχετο στεναγμός ούτε πνοή από το στόμα του. Το στήθος του δεν εκολπούτο. Θα έλεγες ότι ανέπνεε προς τα έσω, ότι έζη μόνον ζωήν ενδόμυχον.

Είχαν περάσει τα μεσάνυκτα προ πολλού. Ολίγα φώτα εφαίνοντο ακόμη λάμποντα αμυδρώς εις τους φεγγίτας των οικιών, ολόγυρα, σιμά εις την ακρογιαλιάν. Γαλήνιος η θάλασσα εκοιμάτο, και μόνον εις την ακροπελαγιάν ως ρογχάλισμά της ερρόχθει, εφλοίσβιζε μελαγχολικώς φωσφορίζον το κύμα. Και η βάρκα ελικνίζετο ελαφρά, ως διά της απαλωτέρας μητρικής θωπείας. Και ο φωσφορισμός του κύματος απήντα εις τον σπινθηρισμόν του όμματος του ναύτου. Ήτο καρφωμένον, εμπηγμένον ατενώς το όμμα του εις εν σημείον, εις μιαν οικίαν, υψηλά, όχι μακράν, επάνω από τους βράχους. Ανοικτά ήσαν τα παράθυρα, αι ύαλοι κλεισμέναι, φως μέγα έφεγγεν εις τας υάλους. Και έβλεπες συχνά εις το φως εκείνο σκιάς κινουμένας, φεύγουσας εικόνας, πρόσωπα και ινδάλματα. Ο μικρός ναύτης εκοίταζεν απλήστως, και δεν ανέπνεεν ούτε εμορμύριζεν.

Ήκουε μετά πολλούς άλλους κρότους και ήχους και μετά ύπνους και όνειρα και νευρικούς τιναγμούς, ήκουε πότε-πότε σιγώντα και πάλιν θορυβούντα διά μακρών βιολιά, λαγούτα, λαλούμενα. Και ενωτίζετο ρυθμικόν κρότον χορού, και ενηχείτο άσματα και εκδηλώσεις χαράς και ευθυμίας. Και όλα του εφαίνοντο ασυνάρτητα, ακατάληπτα και βόμβος άναρθρος ήχει εις τα ώτα του. Δι αυτόν δεν υπήρχε πλέον άσμα ούτε φθόγγος ούτε ήχος, ικανός να εκφράση το τι υπέφερε.

*

Ιωάννης Αλταμούρας. Καΐκι στις Σπέτσες, 1877

Του είχεν ειπεί αποβραδύς ο κυβερνήτης της βάρκας, ο καπετάν Κωνσταντής ο Σιγουράντσας:

— Αύριο, πρωί-πρωί, με το καλό, έχουμε ναύλο, θα τους κουβαλήσουμε πέρα· (έδειξε την συνοικίαν επάνω εις τον βράχον, και είτα έκαμε κυματοειδή κίνησιν της χειρός προς δυσμάς). Νά 'χης το νου σου.

— Ποιανούς θα κουβαλήσουμε; ηρώτησεν ο μικρός ναύτης.

— Δεν ξέρω τί ώρα θα ξεμπερδέψουνε, επανέλαβεν ο κυβερνήτης, δεικνύων επιμόνως την συνοικίαν. Μπορεί να μας σηκώσουν το ταχύ-ταχύ, πριν φέξη. Νά 'χης το νου σου.

— Ποιοι είναι πού θα μας σηκώσουν; ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής.

— Καλά είναι να πλαγιάσης μες στη βάρκα. Θέλεις πάλι να πας στη γριά σου να κοιμηθής, πριν χαράξη, νά 'σαι στο πόδι, άμα βγη ο αστέρας. Τάχατες πως ντρέπεται η νύφη, κατάλαβες, να την καραβώσουνε, να κινήση απ' το χωρίο μέρα μεσημέρι. Νά 'χης το νου σου.

— Ποιά νύφη; ηρώτησε με χάσκον το στόμα ο Γιωργής.

Αλλ' ο Σιγουράντσας απήλθε, χωρίς ν' απαντήση.

Ο μικρός ναύτης δεν ήτο ενήμερος εις όλας τας ειδήσεις και εις όλα τα συμβάντα του χωρίου. Εταξίδευε δύο φοράς την εβδομάδα, μικρά ταξιδάκια, πότε κατά διμηνίαν έν μακρότερον, τα οποία όλα ο καραβοκύρης του, ο καπετάν Κωσταντής, περιέγραφε δι' επιρρημάτων ως εξής: Πότε πέρα, πότε αντίκρυ, πίσω, μέσα, πάνω, πότε κάτω. Μίαν φοράν, χαριζόμενος εις ένα χερσαίον, ευηρεστήθη να επεξηγήση τί εσήμαινον ταύτα. Ή πέρα, στα χωριά, ή αντίκρυ, στο Γριπονήσι, ή πίσω, στην Κεχρεά, ή μέσα, στη Στυλίδα, ή πάνω, στη Σαλονίκη, η κάτω, στον Πειραιά.

Ο Σιγουράντσας είχε κάμει πολλά ταξίδια, και πριν περάση στα χαρτιά κυβερνήτης με την φελούκαν αυτήν. Είχε φάγει την θάλασσαν με την φούχταν. Απέκτησε δύο ή τρεις βρατσέρας ιδικάς του, έπεσεν έξω ή εβούλιαξε και με τας τρεις, και τώρα ήτο μόνον διά τα “χαρτιά” καραβοκύρης. Η βάρκα αυτή, η Ελεούσα, όπως την ωνόμαζαν, ήτο κτήμα του Γιωργή του Μπούρμπα. Την είχεν αποκτήσει με τους κόπους του, όχι από κληρονομίαν, ούτε από στραβού διαβόλου, ούτε από κελεπούρι. Μικρός-μικρός, από τότε που εγύριζε ξυπόλυτός, μ' ένα βρακί αιωνίως ανασηκωμένον ως τα γόνατα, μ' ένα υποκάμισον έως τους αγκώνας ανασκουμπωμένον, κρατών μικρόν γάντζον με καλαμιάν, τον οποίον παρ ολίγον θα εχρειάζετο να μάθη ο ίδιος την γύφτικην τέχνην διά να τον κατασκευάση αφού επί εβδομάδας και μήνας επαρακαλούσε τον Γιαλαδρίτσαν, τον Γύφτον του ναυπηγείου, να του τον φτιάση, προσφέρων αυτός το σίδερον, το οποίον είχε κλέψει από τον πεσμένον έξω σκελετόν μιας σκούνας, και δεν τον έπειθε· τέλος, μετά πολλά, μίαν Κυριακήν πρωί, επέτυχε να τον εύρη ξεμέθυστον, και τον εκατάφερε να σφυρηλάτηση το σίδερον, αναλαβών αυτός να δουλεύη τας φύσας, και ούτω ηξιώθη ν' αποκτήση γάντζον· από τότε, λέγω, που εγύριζε με τον γάντζον του από ακρογιαλιάν εις ακρογιαλιάν, θαλασσωμένος μέχρι μηρών και βουβώνων, κυνηγών τα οχταπόδια, εβγάζων κοχύλια και σκουλήκια διά δολώματα, πηγαίνων ως μούτσος με όλες τες βάρκες και τες ψαροπούλες, από τότε είχεν αρχίσει να πιάνη λεπτά. Και εικοσαετής ήδη είχεν αποκτήσει την βάρκαν αυτήν με τον ιδρώτα του.

Αλλ' ο γραμματεύς του λιμεναρχείου του γ' παραλίου τμήματος δεν ηθέλησε να του δώση πασσάγιο ούτε δίπλωμα κυβερνήτου, λέγων ότι ήτο παραπολύ νέος δια να κυβερνά πλοίον, και φρονών ίσως ότι θα είχεν εξοδεύσει όλα όσα είχεν εις το ναυπηγείον, και ήτο ανάγκη να κάμη ολίγα ταξίδια, υπό άλλον κυβερνήτην, διά να του μείνουν τίποτε λεπτά.

Εν τοσούτω ο Σιγουράντζας είχε την έξιν του προστάσσειν, και εφέρετο προς τον Γιωργήν ως προς μούτσον, ή, αν θέλετε, μούστον, δηλαδή νέον ανάγκην έχοντα προστασίας και συμβουλών. Ο νέος τον ηνείχετο προς καιρόν, ελπίζων ότι τάχιστα θ' απέκτα “τας απαιτουμένας ναυτικάς γνώσεις” διά να λάβη δίπλωμα.

Χθες ακόμη, το Σάββατον, είχαν επαναπλεύσει από το τελευταίον ταξίδι, και σήμερον Κυριακήν, το βράδυ, ο κυβερνήτης έδιδεν εις τον Γιωργήν τας ατελείς εκείνας πληροφορίας και τας ασαφείς οδηγίας, ότι καλόν θα ήτο να διανυκτερεύση επί της λέμβου, διότι είχαν ναύλον, και πιθανόν ήτο ν' απέπλεον λίαν-λίαν πρωί, καθόσον “η νύφη εντρέπετο να μπαρκάρη μέρα μεσημέρι”. Ποία νύφη;

*

Δημήτριος Γεωργαντάς. Κονταντίνα, 1885

Είχε μάθει προ ημερών ότι η μάννα της την επανδρολογούσε μ' ένα νοικοκύρην στεργιώτην, από κει πέραν απ' τα Εικοσιτέσσερα Χωριά. Πού τον ηύρε;

Τάχα δεν υπήρχαν γαμβροί εις την πατρίδα, εις το ωραίον χωρίον, το παραθαλάσσιον; Και δεν ήτο αυτός, είς μεταξύ όλων, καλός γαμβρός; Διατί εβιάζετο η μάννα της; Αλλά διατί να υποπτεύση ότι εκείνη, περί ης είχεν είπει ο Σιγουράντσας, ήτο αυτή, η εύμορφη κόρη; Από πού κι ως πού; Τάχα δεν υπήρχον άλλαι νύμφαι; Και διατί αυτή;

Διατί; Διότι ιδού, γάμος εγίνετο, καθ' όλα τα φαινόμενα, εκεί.

Δυνατόν να εγίνετο γάμος. Καμμία πτωχή εξαδέλφη της θα υπανδρεύετο εις δανεικόν σπίτι, εις το σπίτι της μητρός της Αρχόντως. Όχι, δεν ηδύνατο να το πιστεύση ότι ήτον αυτή.

Το Αρχοντώ είχε καιρόν. Ήτο σχεδόν ομήλιξ με αυτόν, ένα χρόνον μικροτέρα. Δεκαεννέα ετών. Αυτός την είχε γνωρίσει από μικρήν. Μαζί έπαιζαν. Εκείνη με τες κούκλες της, με τα νινιά και με τα προικιά της. Αυτός με τα καραβάκια του, τ' αρμίθια και τις απετουνιές του.

Εκείνη έπαιζε “τα συμπεθερικά” με δύο ή τρεις άλλας κορασίδας, οπού υπάνδρευαν τες κούκλες των κ' εψέλλιζαν χελιδονιστί η μία με την άλλην:

— Αχ, σ'μπεθερίτσα μ' πλιό, να φέρουμε πλιό τον μπακλαβά, πως καμαρών' η νύφη, σ'μπεθερίτσα μ' πλιό. Να κ' η τέμπλα με τα προικιά, νύφη, νύφη κι γαμπρός, σ'μπεθερίτσα μ' πλιό.

Κι αυτός απ' έξω από τον μικρόν αυλόγυρον ήκουε τους ψιθυρισμούς και τα κορασιώδη καμώματα, κ' εκολλούσε το μάτι του στην χαρασμίδα της πόρτας, διά να ιδή, οπού την είχαν μανδαλωμένην από μέσα, κλείσασαι αυτόν έξω, αι σκληραί και τρυφεραί και φίλαυτοι. Και άλλοτε η Αρχοντώ έπαιζεν ενώπιον του το “ανέβα μήλο - κατέβα κίτρο”, και αυτός έχασκε βλέπων, και εφλέγετο ν' αρπάξη με τα δόντια το πορτοκάλι, καθώς ανέβαινεν εις το ύψος και κατέβαινεν εις το λευκόν χεράκι της φιλοπαίγμονος μικράς.

Και άλλοτε πάλιν έπαιζαν οι δύο τους “τον δείχτην”, οπού ήτον μία απλή κόκκινη κλωστή, μεταβαλλομένη τεχνηέντως εις την χείρα της μικράς πότε εις πριόνι, πότε εις καράβι, πότε εις τραπέζι, πότε εις τυλιγάδι και εις αργαλειόν. Και πάλιν άλλοτε έπαιζαν, εκείνη με τα δύο χέρια της, αυτός με το έν δάχτυλον του, το “Δώ' μ' φωτίτσα — έλα παραπανίτσα”, οπότε, καθώς ανέβαινε με το δάκτυλόν του εις το τελευταίον σκαλοπάτι, το σκυλί, το οποίον ενήδρευεν από μέσα από τας δύο παλάμας της, οπού παρίστων οικίαν, και τα συνημμένα δάκτυλα της σκάλαν, τον έπιανε και τον εδάγκανε και τον εκυνηγούσε, γαύ! γαύ! Ώ της αθώας παιδιάς, οπού είναι κρίμα να μην είναι τις ακόμη παιδί διά να την παίξη!

*

Νικηφόρος Λύτρας. Το Φίλημα, π. 1877 

Και τώρα η μάννα της την επροξένευε, και την επανδρολογούσε, και ήθελε να την κάμη νοικοκυράν. Το είχεν ακούσει αυτός προ ημερών να ψιθυρίζεται εις την γειτονιάν, πλην η μάννα της ήτον πολύ κρυφοδάκωτη γυναίκα, και όσον και αν την εψάρευαν οι γειτόνισσες, δεν θα επρόδιδε ποτέ το μυστικόν της.

— Λόγια του κόσμου, γειτόνισσα. Πού έχω 'γω καιρό ακόμα! Εμένα το κορίτσι μ' δεν το επήραν τα χρόνια μπροστά, ας παντρευτούν οι μεγάλες δα! Του Κατερνιώ τ' Μπαρμπαγιάννη, κι του Μαριώ τς Κάλληνας, κι του Βάσω τς Χατζηγιώργινας, τί σ'νέριο τς έχει; Εμένα τ' Αρχοντώ μ' τώρα ακόμα άρχισε να κεντά τα προικιά τς.

Πολλοί οπού την ήκουαν να διαμαρτύρεται ούτω την επίστευαν, και αι γειτόνισσαι έμενον εν υποψία και δυσπιστία, αλλά χωρίς τεκμήριον ή βεβαιότητα, και μόνον ο Νταλντογιάννης, κατά το φαινόμενον απλοϊκός άνθρωπος, οπού εγύριζεν εις όλες τις γειτονιές κ' εκουβαλούσε εις τα σπίτια στάμνες με νερό προς μιαν δεκάραν την μιαν, εύρε φράσεις διά να ερμηνεύση τας υποψίας όλων:

— Μην την ακούτε, έτσι τα λέει. Απ' την περηφάνια τς, γιατί θα κάμη καλόν γαμπρό, νοικοκύρη απ' το Μπρομύρ'. Κι τα λέει τάχα για να ριξ' όξου τς άλλες απού 'ναι ανύπαντρες. Δεν τ'νε βλέπετε που δεν μαζώνει τα χείλια τς απ' τη χαρά τς;

Πλην ο Γιωργής δεν έτυχε ν' ακούση τους συμπερασμούς του Νταλντογιάννη, και ήτον παιδί της θάλασσας, όχι από εκείνους οπού αγαπούν να κάθωνται εις την παραθαλάσσιον αγοράν και ν' αργολογούν. Και πάλιν ένας από εκείνους είχε σπεύσει προ ημερών να του πάρη τα συχαρίκια, ότι υπανδρεύετο το Αρχοντώ, άλλως θα ήτο εν μακαρία αγνοία. Και αφ' ετέρου η μάννα του ήτον, και αυτή, κρυφή γυναίκα, κατ' άλλον τρόπον, και δεν επεθύμει μεν να νυμφευθή ο υιός της τόσον γρήγορα, έχαιρε δε ενδομύχως αν υπανδρεύετο το Αρχοντώ.

Την Πέμπτην είχε αποπλεύσει ο νέος εις το τελευταίον ταξίδι. Την Παρασκευήν η γραία επληροφορήθη θετικώς ότι ο αρραβών είχε γίνει πολύ κρυφά, και ότι ο γάμος θα ετελείτο πάλιν κρυφά, κατά το δυνατόν, την ερχομένην Κυριακήν. Η Μπούρμπαινα ευχαριστήθη, ελπίσασα ότι, κατά πάσαν πιθανότητα, ο υιός της δεν θα επανήρχετο προ της Δευτέρας, και δεν θα ήτο εδώ εις τον γάμον. Διότι υπώπτευεν, ήξευρε και ησθάνετο ότι ο Γιωργής έτρεφε παιδικόν αίσθημα προς την Αρχόντω.

Αλλά παρ' ελπίδα, η υπόθεσις του ταξιδίου ετελείωσε γρήγορα, ή ο καιρός ήτο πολύ ευνοϊκός, και η βάρκα επέστρεψε το Σάββατον, αργά την νύκτα. Τότε συνεκινήθη η γραία και εφοβήθη. Ο Γιωργής δεν είχε μάθει τίποτε ειμή περί επικειμένου αρραβώνος. Την άδειαν του γάμου είχαν αναβάλει να την λάβουν την Κυριακήν, άμα θα ενύκτωνε. Το μυστήριον θα ετελείτο παράωρα, μεσάνυχτα. Ο Γιωργής δεν ήξευρε τίποτε απ' όλα αυτά.

Όταν ο νέος ανήγγειλεν ότι θα είχαν ναύλον διά την Δευτέραν το πρωί, η γραία τον ηρώτησε διά πού, και ποίους θα μετέφεραν. Ο Γιωργής είπεν ότι ο κυβερνήτης του ήξευρεν, ότι δεν είχε εξηγηθή, και το κάτω-κάτω ολίγον τον έμελεν. Η γραία δεν είχεν αφορμάς να υποπτεύση ότι το ταξίδι αυτό είχε καμμίαν σχέσιν με τον γάμον.

Ελέχθη μεν ότι η νύφη θα επήγαινε να κατοικήση εις το χωρίον του γαμβρού, εις τα σπίτια του, εις τα νοικοκυριά του, αλλ' επιστεύετο ότι θα παρήρχοντο ημέραι προ της μετοικεσίας. Αλλ' η γρια-Μαρουδίτσα, η μήτηρ της Αρχόντως, φαίνεται ότι εβιάζετο να κουβαλήση την κόρην της πέραν, καθώς είχε βιασθή και να την “κουκουλώση” μίαν ώραν αρχύτερα.

Άλλως, ποίαν τάχα ενόει ο Σιγουράντσας, ο καραβοκύρης, λέγων ότι “εντρέπετο να καραβωθή η νύφη μέρα-μεσημέρι”;

Ποία νύφη;

*


Πήλινο ειδώλιο γυμνής Αφροδίτης στον τύπο της αποσανδαλίζουσας. Β' μισό 2ου αι. π.Χ.

Η γραία τον παρεκίνησε να μείνη στο σπίτι να κοιμηθή. Ανελογίζετο ότι, αν και ήσαν γείτονες με την οικίαν της μητρός της Αρχόντως, και αν ήκουε θορύβους και εκρήξεις χαράς εις τον ύπνον του ο Γιωργής, αυτή θα τον επαρηγόρει και θα επροσπάθει να τον αποπλανήση· και έπειτα θα τον είχε σιμά της, εμπρός εις τα μάτια της.

Ο Γιωργής όμως ήθελε να υπάγη στην βάρκαν, όχι διότι του είχε παραγγείλει ούτω ο κυβερνήτης του, αλλά διότι πάντοτε ηρέσκετο κ' επροτίμα να κοιμάται εις την βάρκαν. Η μάννα του ήτο πλέον γραία και δεν ηδύνατο να τον νανουρίση εις την κούνιαν του ούτε εις την αγκαλιάν της. Η άλλη μάννα του, η θάλασσα, ακόμη τον ελίκνιζε με τα κύματα της. Κ' εκείνη είχε κούνιαν, κ' εκείνη είχεν αγκάλην και αγκάλας πολλάς. Διά την πρώτην μητέρα ήτο πλέον μεγάλος και ηλικιωμένος υιός. Διά την δευτέρα μεγάλην μητέρα, την προσφιλή και υγράν και άπιστον, ήτο ακόμη μικρόν, πολύ μικρόν τέκνον της.
Η γραία δεν επέμεινε περισσότερον να τον αποτρέψη. Επροσποιήθη μόνον ότι γνωρίζει και αυτή από θάλασσαν (και δεν εγνώριζεν άλλο παρά τους καημούς της θάλασσας), και είπεν ότι το αγκυροβόλιον του βράχου δεν ήτο πολύ ασφαλές, και του εσύστησε να πάγη ν' αράξη την βάρκαν εκείθεν των βράχων, μεσημβρινώτερα, προς την Σπηλιάν ή τες Πλάκες. Τούτο το έκαμε διά να είναι ο υιός της μακράν από την συνοικίαν και εις άποπτον από της οικίας, οπού θα ετελείτο ο γάμος. Πλην αυτός της είπε να ησυχάση και απήλθεν.

Όλα αυτά τα εσκέπτετο η ανήσυχος μητρική στοργή, αλλ' η γραία Μαρουδίτσα, η μήτηρ της Αρχόντως, ούτε ιδέαν είχεν ούτε υποψίαν ούτε έννοιαν αν ο Γιωργής, ο υιός της Μπούρμπαινας, ήτο ερωτευμένος με την κόρη της την Αρχόντω. Και αν είχεν ιδέαν, πάλιν δεν θα την έμελε τίποτε. Και αν εγνώριζεν ότι η κόρη της ανταπεκρίνετο εις το αίσθημα, πάλιν ολίγον θα ανησύχει. Τα κορίτσια δεν πρέπει να έχουν έρωτα, τί θα πη; Το μόνον χρέος των είναι να υπακούουν εις τους γονείς των. “Νυμφευμάτων μεν των εμών πατήρ εμός μέριμναν έξει”. Καθώς όλαι αι γραίαι, η Μαρουδίτσα ήτο συμφωνοτάτη με τον Ευριπίδην, χωρίς να έχη την τιμήν να τον γνωρίζη.

Τα κορίτσια δεν πρέπει να έχουν έρωτα. Δεν πρέπει, αλλ' όταν ο Γιώργης ήκουσε μέσα εις τον ύπνον του τους δύο πυροβολισμούς — διότι αφού η “κουλούρα” εμβήκεν εις το κεφάλι, δεν ήτο πλέον ανάγκη μυστικότητος, και αυτός ο κίνδυνος μήπως “ρίξουν τα κορίτσια της νύφης” παρήλθε πλέον· διότι τα κορίτσια, καθώς είναι γνωστόν εις πολλούς, τα ρίχνουν αι εχθραί της νύμφης, ενόσω διαρκεί η ακολουθία του Αρραβώνος, ήτις και δι' αυτό τελείται πολύ μυστικά, κατ' απαίτησιν των πονηρών γραϊδίων, χωρίς να πάρη είδησιν κανείς απ' έξω· κ' έπειτα η Μαρουδίτσα είχε λάβει πρόνοιαν να οχυρώση τους κόλπους της κόρης της, καθώς και του γαμβρού, με δύο μικρά ωραία χρυσοδεμένα τετραβάγγελα· οι δε πυροβολισμοί ρίπτονται κατ' αυτήν την στιγμήν του Στεφανώματος, ευθύς μετά την τελετήν του Αρραβώνος — όταν, λέγω, ο Γιωργής ήκουσε μέσα εις τον ύπνον του δύο τουφεκιές ή μάλλον τρομπονιές, εξύπνησεν έντρομος με ανασκίρτημα, και του εφάνη ότι ήτο κακός εφιάλτης. Αλλά δεν ήτο σωστόν ξύπνημα.
   
Ο νέος ευρίσκετο εν ημιασυνειδησία και δεν ενόει τίποτε. Του εφάνη ότι έβλεπεν ως εν ονείρω εκεί, επάνω από τον βράχον, σύρριζα εις τον κρημνόν, μίαν οικίαν εκτάκτως φωτισμένην. Έπειτα εκοιμήθη πάλιν, κ' εκοιμήθη επί πολύ. Αλλά μέσα εις τον ύπνον του είχε συνείδησιν ονείρου μελωδικού, ούτως ειπείν, εφέρετο επί πτερύγων μουσικών φθόγγων, επί πτίλων αύρας εναρμονίου, λιγυράς. Μετά πολλήν ώραν εξύπνησεν.

Ήκουσεν ευκρινώς βιολιά, λαγούτα, λαλούμενα. Τί ήτο; Εκοίταξε κατά τον βράχον. Ήτο πράγματι οικία λαμπρώς φωτισμένη, παμφαής, και η οικία αύτη ήτο της Μαρουδίτσας. Υπανδρεύετο λοιπόν το Αρχοντώ; Δι' αυτό ο Σιγουράντσας του είχεν είπει “ντρέπεται η νύφη”; Ποιά νύφη;

Είχεν ακούσει περί μνηστείας. Ίσως να έκαμναν μνηστείαν, και αυτά ήσαν τα “μβασίδια” του γαμβρού. Διότι συνήθως, ευθύς μετά την απλήν ανεπίσημον μνηστείαν, “μβάζουν” τον γαμβρόν, δηλαδή τον εισάγουν επισήμως εις την οικείαν της νύμφης. Κ' επειδή ο γαμβρός ήτο πέραν από τα Εικοσιτέσσερα Χωριά, νοικοκύρης άνθρωπος, ηθέλησαν να τον εμβάσουν εν πομπή εις την οικίαν, διότι αύριον θ' απήρχετο πάλιν εις την πατρίδα του, και ο γάμος θ' ανεβάλλετο μετά μήνας. Αυτό θα ήτον.

Εζήτει να εύρη μικράν παρηγορίαν, επροσπάθει να πιασθή από ολίγην σφαλεράν ελπίδα. Επεθύμει να πιστεύση ότι αυτό μόνον ήτον. Ο γάμος θα εβράδυνεν. Είχεν καιρόν εν τω μεταξύ να βάλη μέσα εις ενέργειαν, διά να χαλάση τους αρραβώνας. Ήτο ικανός, αυτός, να το κλέψη, το Αρχοντώ. Και με όλα τα δίκια του. Διότι επίστευεν ότι διά της βίας ήθελαν να της δώσουν άνδρα ξένον άνθρωπον, οικοκύρην.

Αλλά τόσα φώτα, τόση χαρά, τόσος θόρυβος, ήτο μόνον διά τα μβασίδια; Ημπορούσε να το πιστεύση;

Έπειτα εκείναι αι φράσεις του Σιγουράντσα ήρχοντο πάλιν εις τον νουν του. “Μπορεί να τους σηκώσουν πρωί. θα μβαρκάρουν τη νύφη. Νά 'χη τον νουν του”.

Να ήτο λοιπόν αληθές; Ετελείτο γάμος εκεί επάνω; Υπανδρεύετο το Αρχοντώ;

— Ώ, Τύχη και Πρόνοια! Ώ, βουλαί ανθρώπων υποβολιμαίοι, του Αχιτόφελ βουλαί!

*

Πήλινο ειδώλιο έφηβου Έρωτα. Β' μισό 2ου αι. π.Χ. 

Τί να σκεφθή! Τί να είπη; Πώς ν' αρθρώση λόγον; Ήθελε, κατά το άσμα, “ν' αρχίση να πη τα πάθη του τραγούδια”. Σύρε να πης της μάννας σου να κάμη κι άλλη γέννα. Όχι! Ανάθεμα τη μάννα σου!...

Διατί κοιμάται; Πώς αγρυπνεί; Πώς μένει εξαπλωμένος; Και δεν εξέρχεται πνοή και στεναγμός από το στόμα του, και το όμμα του εκαρφώθη εκεί απλανές, και ζη, και δεν ζη, ενδόμυχον ζωήν; Τί σκέπτεται; Σκέψις χρειάζεται; Όχι, δράσις. Να σηκωθή... Να πηδήση... Να τρέξη... να πετάξη... Ν' αναβή τον βράχον, σκαλοπάτια-σκαλοπάτια, στενούς δρομίσκους, λιθόστρωτα... Να φθάση εκεί επάνω... Να χυθή, να ορμήση... Να τους ταράξη. Να τους θαλασσώση... Να επίβάλη χείρα εις την νύφην, οπού στέκει στολισμένη και καμαρώνει. “Έλα εδώ, συ!”... Να την αρπάξη... Να την σηκώση ψηλά... Να την κατεβάση, κάτω από την σκάλαν... θα εξαφανισθούν... θα μείνουν απολιθωμένοι... θα τον νομίσουν διά τρελόν... θα συνέλθουν... θα τρέξουν κατόπιν του... Η γριά θα τραβήξη τα μαλλιά της, θα χυθή επάνω του, και θα τον σχίση με τα νύχια της τα μαύρα... Οι άλλοι, καλεσμένοι, κουμπάρος, συγγενείς, θα του ριχθούν με τους γρόνθους, με ράβδους, με τας φιάλας τας κενάς και με τας φιάλας τας μισογεμάτας... με την σκούπαν... με ό,τι τύχη. Αυτός με την μίαν χείρα θα σπρώχνη την νύφην εμπρός, με την άλλην θα προσπαθή να τους φέρη γύρο όλους!... Και ο γαμβρός, ο νοικοκύρης, με το πανωβράκι του το τσόχινον, με το φέσι του το στιλπνόν, με την τσάκαν του την βελουδένιαν, με το ζωνάρι του το μεταξωτόν, θα τρέξη απ' οπίσω του, και θα γυρεύη να τους χωρίση... Όχι, θα του έλθη λιγοθυμιά, και θα πέση απ' οπίσω από την πόρταν... και τότε αι γυναίκες θα βάλουν τες φωνές, και θα πασχίζουν να ξελιγοθυμήσουν τον γαμβρό... και θα επέλθη μικρός αντιπερισπασμός... κι αυτός θα σπρώχνη την νύφην κατά τον βράχον, σιμά εις την βάρκαν, κάτω, και με τους γρόνθους και με τους αγκώνας του, καταπληγωμένος, αφρίζων, αιματωμένος, άγριος, θ' απαντά εις τα κτυπήματα των λυσσασμένων.

Εμπρός! θάρρος, απόφασις. Σηκώσου! θα κουνηθής επί τέλους;

*

Νικηφόρος Λύτρας. Η Κλεμμένη, π. 1875

Τί να σκεφθή! Τί να είπη; Πώς ν' αρθρώση λόγον; Ήθελε, κατά το άσμα, “ν' αρχίση να πη τα πάθη του τραγούδια”. Σύρε να πης της μάννας σου να κάμη κι άλλη γέννα. Όχι! Ανάθεμα τη μάννα σου!...

Διατί κοιμάται; Πώς αγρυπνεί; Πώς μένει εξαπλωμένος; Και δεν εξέρχεται πνοή και στεναγμός από το στόμα του, και το όμμα του εκαρφώθη εκεί απλανές, και ζη, και δεν ζη, ενδόμυχον ζωήν; Τί σκέπτεται; Σκέψις χρειάζεται; Όχι, δράσις. Να σηκωθή... Να πηδήση... Να τρέξη... να πετάξη... Ν' αναβή τον βράχον, σκαλοπάτια-σκαλοπάτια, στενούς δρομίσκους, λιθόστρωτα... Να φθάση εκεί επάνω... Να χυθή, να ορμήση... Να τους ταράξη. Να τους θαλασσώση... Να επίβάλη χείρα εις την νύφην, οπού στέκει στολισμένη και καμαρώνει. “Έλα εδώ, συ!”... Να την αρπάξη... Να την σηκώση ψηλά... Να την κατεβάση, κάτω από την σκάλαν... θα εξαφανισθούν... θα μείνουν απολιθωμένοι... θα τον νομίσουν διά τρελόν... θα συνέλθουν... θα τρέξουν κατόπιν του... Η γριά θα τραβήξη τα μαλλιά της, θα χυθή επάνω του, και θα τον σχίση με τα νύχια της τα μαύρα... Οι άλλοι, καλεσμένοι, κουμπάρος, συγγενείς, θα του ριχθούν με τους γρόνθους, με ράβδους, με τας φιάλας τας κενάς και με τας φιάλας τας μισογεμάτας... με την σκούπαν... με ό,τι τύχη. Αυτός με την μίαν χείρα θα σπρώχνη την νύφην εμπρός, με την άλλην θα προσπαθή να τους φέρη γύρο όλους!... Και ο γαμβρός, ο νοικοκύρης, με το πανωβράκι του το τσόχινον, με το φέσι του το στιλπνόν, με την τσάκαν του την βελουδένιαν, με το ζωνάρι του το μεταξωτόν, θα τρέξη απ' οπίσω του, και θα γυρεύη να τους χωρίση... Όχι, θα του έλθη λιγοθυμιά, και θα πέση απ' οπίσω από την πόρταν... και τότε αι γυναίκες θα βάλουν τες φωνές, και θα πασχίζουν να ξελιγοθυμήσουν τον γαμβρό... και θα επέλθη μικρός αντιπερισπασμός... κι αυτός θα σπρώχνη την νύφην κατά τον βράχον, σιμά εις την βάρκαν, κάτω, και με τους γρόνθους και με τους αγκώνας του, καταπληγωμένος, αφρίζων, αιματωμένος, άγριος, θ' απαντά εις τα κτυπήματα των λυσσασμένων.

Εμπρός! θάρρος, απόφασις. Σηκώσου! θα κουνηθής επί τέλους;

*

Νίκος Λύτρας. Βάρκα με πανί (Πάνορμος, Τήνος), π. 1925

Είχε κοιμηθή αποβραδύς ο Σιγουράντσας, ο καραβοκύρης. Εις τας δύο μετά τα μεσάνυκτα εξύπνησεν. Είχε χορτάσει τον ύπνον.

Έτριψε τα μάτια του, εχασμήθη, εγόγγυσεν, έρριψεν ολίγον νερόν εις τα βλέφαρα του, εφόρεσε την μικράν καπόταν του, και κατέβη.

Διευθύνθη εις το σπίτι της χαράς, εκεί οπού εγίνετο ο γάμος.

Δεν ήτο καλεσμένος, όχι, αλλ' ήτο καραβοκύρης της βάρκας... του Γιωργή και ήτο ναυλωμένος να μεταφέρη το νέον ανδρόγυνον πέραν. Η νύφη δεν είχε σπίτι ως προίκα. Η γριά της έδωκε δύο ή τρία μεταξωτά και ολίγα βαμβακερά φορέματα, δύο χαλκώματα, μισήν δουζίναν χουλιαράκια του γλυκού, δύο προσκέφαλα, τρία σινδόνια, μίαν σκάφη και μίαν ανεμοδούραν, έγραψεν εις το προικοσύμφωνον πεντακοσίας δραχμάς μέτρημα, τας οποίας είναι άδηλον αν είχε σκοπόν ποτέ να δώση, και με αυτά τους “εκουκούλωσε”.

Το να μη λάβη σπίτι ως προίκα η νύφη εσήμαινεν ότι δεν θα έμενεν εγκάτοικος εις την πατρίδα της. Ο γαμβρός, πέρα, στα χωρία τα δικά του, έλεγαν ότι είχε σπίτι και σπίτια πολλά. Και χωράφια όχι ολίγα. Οικοκύρης άνθρωπος.

Είχεν αποφασισθή, ευθύς μετά τον γάμον, άμα εξημέρωνε να μβαρκάρουν ο γαμβρός, η νύφη, συνοδευόμενοι από την γραίαν, και να περάσουν πέραν εις τον Πλατανιάν, σιμά εις την Σηπιάδα άκραν, εις τα χωρία του γαμβρού, εις τα σπίτια του κ' εις τα νοικοκυριά του.

Είχαν συμφωνήσει με πολλήν μυστικότητα από το δειλινόν της Κυριακής (την μυστικότητα την ήθελεν η γραία εις όλα, φυλαττομένη τας κακάς γλώσσας του χωρίου· ήθελε ν' αποκοιμίση την κοινήν περιέργειαν· δεν της ήρεσκε ν' ακούη σχόλια, διατί και πώς η γραία Μαρουδίτσα υπάνδρευσε την κόρην της και την έστειλεν εις ξένον μέρος, και την εξεπάτρισε, και την “εκαράβωσε” μέρα-μεσημέρι· και προσέτι αν η νύφη είχε καλά προικιά, και αν “εκαμάρωνεν” όταν θα επήγαινε να μβαρκάρη κτλ.), είχαν συμφωνήσει, λέγω, με τον Σιγουράντσαν, τον καραβοκύρην, πρωί-πρωί να τους πέραση πέρα με την βάρκαν, την βάρκαν του Γιωργή. Με αυτό το θάρρος επηγαινεν ο καπετάν Σιγουράντσας τας δύο μετά τα μεσάνυκτα εις της χαράς το σπίτι, χωρίς να είναι καλεσμένος. Είχε σκεφθή ότι καλόν θα ήτο να χορτάση τον ύπνον ενωρίς, αφού ήτον διά ταξίδι, και βαθιά την νύκτα, περί το δεύτερον λάληλα του πετεινού, να σηκωθή να υπάγη απροσκάλεστος εις της χαράς το σπίτι.

Ήρκει άπαξ να είπη:

— Έ! τί κάνουμε; Καλορρίζικα δα. Ας είναι στερεωμένα. Κοντεύει να φέξη. Ο αστέρας θα βγη. Η Πούλια πάγει μεσουρανίς. Να, τώρα θα χαράξη. Εγώ λέω να τραβιόμαστε αγάλι' αγάλια. Τώρα με το απόγειο, το πρωί, θα κολλήσουμε μια χαρά πέρα, πριν ψηλώση ένα κοντάρι ο ήλιος... Ας είναι στερεωμένα, καλορρίζικα! Με γυιούς! Εβίβα σας! Στερεωμένο το ανδρόγυνο! Στην υγειά σας! Καλορρίζικα!

Και ύστερον επί τρεις η τέσσαρας ώρας θα εκερνάτο και θα έπινεν ανέτως, ως καλεσμένος με τους καλεσμένους, υπενθυμίζων μόνον από καιρού εις καιρόν:

— Κοντεύει να φέξη... Να τραβιόμαστε σιγά-σιγά. Εβίβα σας! Καλορρίζικοι! Στερεωμένοι!

— Ας φέξη! θα απήντων εκάστοτε ο κουμπάρος και οι καλεσμένοι.

Και ούτω συνέβη. Ήτο ήδη τετάρτη μετά τα μεσάνυχτα. Γλυκοχαράματα, απόπασχα, Απρίλιος ο μην. Τα πουλιά εκελαδούσαν εις τα δένδρα, γύρω εις την ακρογιαλιάν. Η αυγή έδειχνε τα ρόδινα δάκτυλα της ψηλά από την κορυφήν του βουνού αντικρύ, και όλος ο αήρ εμοσχοβολούσεν από τα ρόδα των κήπων ολόγυρα, τα ρόδα τα οποία είχον πλασθή από τον Δημιουργόν χωρίς ακάνθας· και τώρα, διά να δρέψη τις έν από αυτά ανάγκη να ματώση τα δάκτυλα... και πάλιν, όταν το ρόδον είναι υψηλά πολύ, δεν το φθάνει όσον και αν τανυσθή τις, μόνον αδίκως ματώνει τα δάκτυλα... και καμμίαν φοράν πέφτει και σπάζει τα πόδια.

Ήτο τετάρτη ώρα γλυκοχαράματα, και κανείς ακόμη δεν είχε κινηθή από την οικίαν. Τέλος, η γραία Μαρουδίτσα, ήτις επεθύμει να γίνη το μπαρκάρισμα όσον το δυνατόν ενωρίτερα, επήρε δύο αβασταγές με ρούχα, τας οποίας είχεν ετοιμάσει, και, αφού συνεννοήθη με τον Σιγουράντσαν, τας έδωκεν εις δύο παιδία, ανεψιούς της, να τας κουβαλήσουν κάτω εις τον αιγιαλόν.

— Εκεί είν' η βάρκα, είπεν ο καραβοκύρης, δεικνύων διά του παραθύρου. Ο Γιωργής κοιμάται μέσα. Ας τον φωνάξουν να σηκωθή, να του παραδώσουν τα πράματα. Κι ό,τι άλλο έχετε, στείλετε το. Δώστέ μου κ' εμένα να κουβαλήσω τίποτα, τώρα που θα κατέβω. Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! Τέπερτε όλοι! Το ανδρόγυνο στερεωμένο!

*

Νυφικό μαξιλάρι με παράσταση γάμου. Aπό τα Ιωάννινα, 18ος αι.

Να σηκωθή... Να τρέξη... Να την αρπάξη μέσ' από τα χέρια τους... Η γρια θα τον σχίση με τα νύχια της... Αυτός θα την αρπάξη από τον λαιμόν να την πνίξη... Οι καλεσμένοι θα του ριχθούν με τις μπουκάλες, με τους γρόνθους και με τα ρόπαλα... Αυτός θα τους κυνηγήση μ ένα σκαρμόν, μ' ένα μπάγκον, με μιαν τροπωτήρα, οπού μπορεί να πάρη μαζί του από την φελούκαν... Αι γυναίκες θα βάλουν τες φωνές... Ο γαμβρός θα τας καταπραΰνη. “Σιωπάτε! σιωπάτε!”. Είναι ειρηνικός άνθρωπος, φρόνιμος νοικοκύρης.

Δεν εσηκώθη... Δεν έτρεξε. Δεν ήτο πλέον καιρός. Ο μακρός εφιάλτης τον είχε προδώσει.

Τα δύο παιδία κατέβησαν κάτω εις την άκρην του βράχου, φέροντα τας δύο δέσμας των φορεμάτων. Δύο φανάρια υπήρχον εξ αρχής κρεμασμένα εις το μπαλκόνι της οικίας. Τρίτον φανάριον προσετέθη τώρα έξω από την θύραν της αυλής, διά να φέγγη τον δρόμον εις αυτούς οπού ήρχισαν να κουβαλούν την αποσκευήν. Το ουράνιον δρέπανον, λευκόν, εστιλπνωμένον, είχεν ανατείλει προ ώρας, και τώρα είχεν ωχριάσει από τας ερυθράς και κυανάς λάμψεις του λυκαυγούς. Και τα ρόδα της αυγής εκοκκίνιζαν υψηλά, πρωτογενή, άφθαστα ρόδα... φλογίνη ρομφαία εις την πύλην του φωτός!

Τα δύο παιδία εφώναξαν τον Γιωργήν. Αλλ' ο νέος είχε σηκωθή πριν τον φωνάξουν.

— Μπάρμπα, ειπ' ου καπιτάνιους, να πάρ'ς, λέει τα ρούχα μέσ' τ' βάρκα.

— Είπε, λέει, η θειά μ' η Μαρουδίτσα, να τα βάνης, λέει, σε καλή μεριά, τα ρούχα, να μη βραχούνε.

— Να τα βάνης, λέει, απουκάτ' απ' την πλώρ' τς βάρκας, όμορφα - όμορφα.

— Τα ρούχα, λέει, κι τα μάτια σ'.
   Και συγχρόνως ηκούσθη από το ύψος του βράχου κατερχομένη η μεγάλη φωνή του Σιγουράντσα:


— Αλέστα, Γιωργή! Τα πήρες τα πράματα μέσα;

Είχεν εξέλθει έξω από την θύραν της αυλής, κ' εκεί προπεμπόμενος και ξεκολλών αργά-αργά, εξηκολούθει να κερνάται ακόμη.

— Γεια μας! Στερεωμένο τ' ανδρόγυνο! Καλορρίζικοι! Καλό μας καταυόδιο!

Και μετ' ολίγα λεπτά κατήρχετο βραδύς την κλιτύν του βράχου, εξακολουθών να φωνάζη καθ' οδόν:

— Ασένιο, Γιωργή! Θά 'χουμε καλό ταξίδι.

*

Νίκος Λύτρας, Θαλασσογραφία, π. 1925

Δεν ήτο πλέον ψέμα, ήτον αλήθεια. Ο Γιωργής έπλεε με την βάρκαν του και με τον Σιγουράντσαν. Έπλεε και μετέφερε την Αρχόντω, με την μητέρα της και με τον γαμβρόν, την ώραν της αυγής. Τους μετέφερεν εις την Σηπιάδα άκραν, εις τα χωρία του γαμβρού, εις τα σπίτια του, εις τα νοικοκυριά του.

Και πάλιν ημπορεί να ήτον ψέμα, τίς δύναται να είναι βέβαιος; Ήτο όνειρον μαγικόν, απαίσιον και τρομερόν, όνειρον το οποίον έβλεπε με ανοικτά τα μάτια. Κ' εσφαλούσε τα μάτια και ακόμη το έβλεπε.

Τα ρόδα της αυγής εφυλλορροούσαν κ' εκοκκίνιζαν αι παρειαί της Αρχόντως, ή εκοκκίνιζαν μόναι των εις την θέαν του Γιωργή; Αυτός ήτο χλωμός, μαραμμένος, αδρανής.

Τα ρόδα της αυγής δεν ήρκουν διά να τον κάμουν να κοκκινίση. Τα χέρια του μηχανικώς, ως ξυλιασμένα, ετραβούσαν το κουπί. Ξύλον κολλημένον επάνω εις το ξύλον.

Μίαν φοράν μόνον εκοίταξε την Αρχόντω. Το βλέμμα εκείνο ήτον η τελευταία συγκεντρωμένη ακτίς της ψυχής του. Είτα εκείνη κατεβίβασε τα όμματα, και το ιδικόν του όμμα κατέστη απλανές.

— Καλό κατευόδιό σας!

— Παναγία μπροστά σας!

— Δούλευέ τα, καπετάνιο.

— Δούλευέ τα! δούλευέ τα.

Εμακρύνθησαν, επελαγώθησαν, κ' έφευγαν, έφευγαν.

Δεν ημπορούσε να συνάψη ιδέαν πλέον. Δεν ήτο τάχα πλέον καιρός παλληκαριάς; Παρήλθεν η ευκαιρία διά να ορμήση επάνω εις το σπίτι, να την αρπάξη από τας χείρας όλων, με τους γρόνθους και με τους οδόντας και με τους όνυχας.
   Η γραία δεν θα τον έσχιζε πλέον με τα νύχια της τα μαύρα... Αυτός ημπορούσε ακόμη να την πνίξη... να την πνίξη... Έβλεπε τον γαμβρόν και του εφαίνετο ως όρνεον, το οποίον είχεν έλθει από ξένον τόπον διά ν' αρπάξη την περιστέραν, την τρυγόνα.

Του ήρχετο να ξεστηθωθή, να πτύση εις τας χείρας, και να του είπη:

— Παλεύουμε, μπάρμπα;

Του ήρχετο να συγχαρή την γραίαν διά τον γάμον της τάχα — προσποιούμενος ότι επίστευεν ότι αυτή ήτο η νύφη... διότι η ηλικία του γαμβρού εφαίνετο διά να είναι σχεδόν πατήρ της κόρης.

Και να συγχαρή την νέαν διότι, μετά τόσα έτη ορφάνιας, είχεν αποκτήσει τάχα δεύτερον πατέρα.

Έπειτα του ήλθεν να είπη εις τον γαμβρόν, δεικνύων την θάλασσαν:

— Παραβγαίνουμε στο κολύμπι;

*

Πήλινο ειδώλιο Έρωτα. Β' μισό 2ου αι. π.Χ.

Εκείνος θα εκάγχαζε με την τρέλαν του νέου. Δεν είχεν όρεξιν διά θαλάσσιον λουτρόν. Ήτο χερσαίος, θα επήγαινεν ως μολυβήθρα κάτω εις τον βυθόν. Οικοκύρης άνθρωπος, με τα χωράφια του, με τα σπίτια του, με τα καλά του.

Το απόγειον εφύσα. Ο άνεμος εδυνάμωνε. Θα εδυνάμωνε πολύ. Ήτο ήμερα πλέον, και ο ήλιος θ' ανέτελλε πυριφλεγέθων επάνω. Και τα ρόδα των παρειών της νύμφης δεν θα εξηλείφοντο. Και η χλωμάδα η ιδική του ενίκα την ηλιοκαΐαν του προσώπου του, την παιδιόθεν κτηθείσαν.

Ο άνεμος εδυνάμωνε. Σαβούραν δεν εφρόντισαν να βάλουν. Ποίος να το ενθυμηθή; Αυτόν δεν τον έμελεν. Ο Σιγουράντσας ήτο “καπνισμένος”. Ο γαμβρός δεν ήξευρεν από τέτοια. Ήτο στεργιώτης άνθρωπος, με τα χωράφια του, με τα υπάρχοντά του.

Ο άνεμος εδυνάμωνε. Τάχα δεν ημπορούσε να δυναμώση αρκετά, ώστε μ' ένα σαγανίδι ν' αναποδογυρίση την ασαβούρωτην βάρκαν;

Μ' ένα σαγανίδι μόνον. Με μικράν ανεπιτηδειότητα του Σιγουράντσα εις το τιμόνι, μ' ελαφράν απροσεξίαν του Γιωργή εις το πανί.

Και τότε όλα θα έπλεαν εις την θάλασσαν... όλοι θα έπεφταν εις το κύμα. Ο γαμβρός θα επήγαινε μολύβι εις τον πάτον, χερσαίος, αθαλάσσωτος άνθρωπος. Την γριαΜαρουδίτσαν ας την εγλύτωνεν, αν ήθελεν, ο Σιγουράντσας. Ο Γιωργής θα εγλύτωνε την Αρχόντω κολυμβών. “Κ' εσένα να γλυτώσω, κορμί μ' αγγελικό”.

Ένα σαγανίδι, ένα σαγανιδάκι μόνον. Και τούτο τί εχρειάζετο; Μία παρατιμονιά του Σιγουράντσα δεν ήρκει; Και αυτή τί εχρειάζετο; Ένα καργάρισμα του πανιού δεν ήτο αρκετόν; Και δεν ήτο αυτό εις το χέρι του Γιωργή και μόνον;

Με το χέρι του ημπορούσε να βιάση το πανί, και με το πόδι του ημπορούσε να βγάλη τον πίρον της βάρκας. Η βάρκα είχεν οπήν φραγμένην διά πίρου, δίπλα εις την καρίναν. Ήτο τούτο σχέδιον του Γιωργή, όστις έσωζεν ακόμη παιδικάς τινας κλίσεις εις τα θαλασσινά του, και επεθύμει, καθώς βουλιούν τα παιδιά τες μικρές φελούκες κολυμβώντα, να βουλιά συχνά την βάρκαν του, διά να χορταίνη εκείνη θάλασσαν και αυτός κολύμβημα.

Με εν λάκτισμα, ακόμη ολιγώτερον, με εν κτύπημα του δακτύλου του ποδός, ημπορούσε να στείλη εις τον άλλον κόσμον άναυλα τρεις ψυχάς, τον γαμβρόν, την πενθεράν και την νύφην... εάν δεν ήθελε να γλυτώση την τελευταίαν.

Ο κυβερνήτης, αν και βαρύς, θα εκολύμβα όπως-όπως και θα εγλύτωνε. Δεν απείχον ήμισυ μίλιον από την ακτήν. Ο γαμβρός θα επήγαινε βολίς εις τον πάτον με όλα τα σπίτια του... ή μάλλον χωρίς τα σπίτια του, χωρίς τα χωράφια του και τα υπάρχοντα του. Η γραία Μαρουδίτσα... αυτή το ψωμί της το είχε φάγει. Την κόρην της την είχε “κουκουλώσει” και την είχε κάμει νοικοκυρά. Θα εφρόντιζεν αυτός να της κάμη τα κόλλυβα... μαζί με την Αρχόντω.

Εμπρός! Καρδιά! θάρρος!
   Όχι, δεν έπρεπε να βουλιάξη την βάρκαν διά του ανοίγματος της οπής. Το μέσον δεν μετείχε παλληκαριάς, ήτο δε και απαίσιον. Έπειτα δεν θα ήτο πολύ ασφαλές, διά την εις τον άλλον κόσμον προπομπήν.

Με βουλιαγμένην βάρκαν εσώθησαν πολλοί μη γνωρίζοντες να κολυμβούν. Με αναποδογυρισμένην βάρκαν πολλοί και δεξιοί κολυμβηταί εχάθησαν.

Όχι, δεν θα εβούλιαζεν την βάρκαν θα την αναποδογύριζε!

*

Θεόδωρος Βρυζάκης. Πορτραίτο κόρης με ελληνική ενδυμασία

Θα έβλεπεν τερπνόν θέαμα, τον Σιγουράντσαν να κολυμβά ως φώκη μακράν του. Θα εξεπιάνετο από τον γαμβρόν, θα απηλλάσσετο από την πενθεράν, διά να ριφθή εις την θάλασσαν. Η γραία μόλις θα επρόφθανε να κάμη τον τελευταίον σταυρόν της, και η φωνή της αγωνίας της θα επνίγετο βαθιά κάτω.

Την επαύριον εις το χωρίον, οι ιερείς θα της έψαλλον τον “κανόνα” της, και θα προέτρεπον τους παρεστώτας να κάμουν μετανοίας διά την ψυχήν της. Και επί σαράντα ημέρας, όλαι αι ευλαβείς γραίαι του χωρίου θα έπαυον να τρώγουν οψάρια, με την υποψίαν ότι αυτά είχον εγγίσει την πνιγμένην.
   
Να δράξη την Αρχόντω από τον βραχίονα... από την μασχάλην... όχι, από την μέσην, Και έπλεεν ήδη, έπλεε κ' εκολυμβούσε μαζί της. Δια μίαν φοράν ας γίνη γλυκιά η πικρή και αλμυρά θάλασσα.

Έφευγεν, έφευγεν ως δελφίνι, εφύσα κ' εξέρνα το νερόν ως φάλαινα, και προέβαλλε κοπτερόν τον βραχίονα ως ξιφίας. Έπλεε με τον δεξιόν βραχίονα, κ' εσφιχταγκάλιαζε την νέαν με τον αριστερόν. Άνω την κεφαλήν της, άνω. Ν' αναπνέη το δακτυλιδένιο στοματάκι της... “Μη φοβάσαι, αγάπη μου!” Και μικρόν κατά μικρόν θα εξετοπίζετο οργυιάς και οργυιάς... θα εζύγωνε, θα επλησίαζεν εις την ξηράν. “Τώρα, τώρα, εφτάσαμε, ψυχή μου”. Κανέν δυστύχημα δεν έμελλε να συμβή. Όλος ο κόσμος θα εσώζετο. “Εζαλίσθης, ψυχή μου; Όλα καλά τώρα. Επνίγη κανείς; Όχι, αφού εγλύτωσες συ”. Ώ, πώς θα έπεφταν αφανισμένοι, μισοπνιγμένοι, στάζοντες θάλασσαν, επάνω εις την άμμον. Αναπλασμένοι και αναβαπτισμένοι. Νέος Αδάμ και νέα Εύα, φέροντες τους χιτώνας θαλασσοβρεγμένους κολλητά εις την επιδερμίδα των, περισσότερον παρά γυμνοί.

“Εκεί εις τον βράχον είναι μία σπηλιά. Ύπαγε εκεί μέσα, φιλτάτη μου, ν' αλλάξης”. Εκείνη, αν είχε δύναμιν να τον ακούη, θα τον εκοίταζε κατάπληκτος. Ν' αλλάξη με τί; “Να στέγνωσης, θα σου φέρω εγώ φύλλα, απ' όλα τα δένδρα του δάσους, αγάπη μου, να σκεπασθής”.

*

Το άγαλμα του Έρωτα τοξότη είναι γνήσιο αντίγραφο του χάλκινο αγάλματος που είχε φιλοτεχνήσει ο Λύσιππος για το ιερό του Έρωτα στις Θεσπιές το 338-335 π.Χ.

Τέλος, αναποδογύρισε την βάρκαν; Έπνιξε τους επιβάτας; Την έσωσεν εκείνην;

Δεν ισχύει τηλαισθησία ούτε τηλεπάθεια, διά να ζητήσωμεν τας ψήφους των αναγνωστών, νοερώς, ακαριαίως, ουδέ Κοινοβουλίου τέμενος είναι παρ' ημίν ιερόν, αλλά ναός Ευβουλίας. Πας συγγραφεύς υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει την μέσην κρίσιν και το μέσον αίσθημα των αναγνωστών του. Δεν την αναποδογύρισε, δεν τους έπνιξε. Ολίγον ακόμη ήθελε διά να το κάμη, αλλά το ολίγον αυτό έλειψεν.

Έξαφνα είδε νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του της Μπούρμπαινας, εναέριον, παλλομένην. Ετράβα τα μαλλιά της κλαίουσα και του έλεγε: “Αχ! γυιέ μου! γυιέ μου! Τ' είν' αυτό που θα κάμης;”

Έκαμε κρυφά το σημείον του σταυρού επί της καρδίας, από μέσα από το υποκάμισον του. Ενθυμήθη και είπε τρεις φορές το “Κύριε Ιησού Χριστέ”, οπού του το είχε μάθει, όταν ήταν μικρός, η μήτηρ του, και αυτός έκτοτε το είχε ξεχάσει. Είπεν: “Ας πάγη, η φτωχή, να ζήση με τον άνδρα της! Με γεια της και με χαρά της!”

Κατέστειλε το πάθος, επραΰνθη, κατενύγη, έκλαυσε κ' εφάνη ήρως εις τον έρωτά του — έρωτα χριστιανικόν, αγνόν, ανοχής και φιλανθρωπίας.

(1897)


















































Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Kώστας Βάρναλης, «Οι Μοιραίοι»

Ernst Ludwig Kirchner, Tavern, 1909

Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Vincent van Gogh, Lupanar Tavern Scene, 1888

(από τα Ποιητικά, O Kέδρος 1956)

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Το δηλητήριο του πλατύποδος «κλειδί» για θεραπεία του διαβήτη. Platypus Venom Could Hold Key to Successful Treatment of Type 2 Diabetes

Το συγκεκριμένο ενδημικό ζώο της Αυστραλίας όπως και η έχιδνα έχουν αναπτύξει ένα διαφορετικό σύστημα ρύθμισης της ινσουλίνης, το οποίο ανοίγει τον δρόμο για καλύτερη αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2 στον άνθρωπο. The same hormone produced in the gut of the duck-billed platypus (Ornithorhynchus anatinus) to regulate blood glucose is also produced in the animal’s venom, a team of scientists led by University of Adelaide researchers has found — and that hormone could be used in new treatments for type 2 diabetes. This image is a digital reproduction of a painting by John Lewin of a platypus in 1808.

Ερευνητές στην Αυστραλία ανακάλυψαν σημαντικές εξελικτικές αλλαγές στη ρύθμιση της ινσουλίνης σε δύο ενδημικά είδη «σύμβολα» της χώρας - τον πλατύποδα ή ορνιθόρυγχο και την έχιδνα. Οι νέες ανακαλύψεις ανοίγουν τον δρόμο για καινούργιες θεραπείες του διαβήτη τύπου 2 στους ανθρώπους.

Στο έντερο και στο… δηλητήριο

Σύμφωνα με τα ευρήματα που δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση «Scientific Reports» του ομίλου Nature, η ίδια ορμόνη που παράγεται στο έντερο του πλατύποδος προκειμένου να ρυθμίζεται η γλυκόζη του αίματός του παράγεται (κατά… αναπάντεχο τρόπο) και στο δηλητήριό του.

Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, επικεφαλής των οποίων ήταν ο καθηγητής Φρανκ Γκρούτσνερ του Πανεπιστημίου της Αδελαΐδας καθώς και η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Φλίντερς Μπράιονι Φορμπς, η ορμόνη, γνωστή ως προσομοιάζον με τη γλυκαγόνη πεπτίδιο-1(GLP-1), εκκρίνεται υπό φυσιολογικές συνθήκες από το έντερο τόσο των ανθρώπων όσο και των ζώων, ενεργοποιώντας την έκλυση ινσουλίνης με στόχο τη μείωση της γλυκόζης του αίματος. Ωστόσο η συγκεκριμένη ορμόνη αποδομείται ταχύτατα με αποτέλεσμα τα επίπεδά της να πέφτουν μέσα σε λίγα λεπτά. Στα άτομα με διαβήτη τύπου 2 λοιπόν, το σύντομο ερέθισμα που προκαλείται από το GLP-1 δεν είναι αρκετό ώστε να υπάρξει ισορροπία στα επίπεδα σακχάρου του αίματος. Έτσι, χρειάζονται θεραπείες οι οποίες θα περιέχουν μια μορφή της ορμόνης με πιο μακροπρόθεσμη δράση ώστε να επιτυγχάνεται επιμήκυνση στην έκλυση ινσουλίνης.

Μοριακή «πάλη» στη λειτουργία της ορμόνης

Australian researchers have discovered remarkable evolutionary changes to insulin regulation in two of the nation's most iconic native animal species -- the platypus and the echidna -- which could pave the way for new treatments for type 2 diabetes in humans. The findings reveal that the same hormone produced in the gut of the platypus to regulate blood glucose is also surprisingly produced in their venom. Platypus (stock image). Credit: © susan flashman / Fotolia

«Η ερευνητική ομάδα μας ανακάλυψε ότι ο πλατύπους και η έχιδνα έχουν εμφανίσει αλλαγές στην ορμόνη GLP-1 με αποτέλεσμα να προκαλείται αντίσταση στην ταχεία αποδόμηση της ορμόνης που παρουσιάζεται στους ανθρώπους» σημείωσε ο καθηγητής Γκρούτσνερ από τη Σχολή Βιολογικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Αδελαΐδας και του Ερευνητικού Ινστιτούτου Robinson και πρόσθεσε: «Ανακαλύψαμε ότι το GLP-1 αποδομείται σε αυτά τα ζώα μέσω ενός εντελώς διαφορετικού μηχανισμού. Περαιτέρω γενετική ανάλυση αποκάλυψε πως φαίνεται να υπάρχει ενός είδους μοριακή "πάλη" μεταξύ της λειτουργίας του GLP-1 που παράγεται στο έντερο αλλά και κατά αναπάντεχο τρόπο και στο δηλητήριο των συγκεκριμένων ζώων».

Σταθερή μορφή του GLP-1, ελπίδα για θεραπεία

Οι πλατύπους παράγει ένα ισχυρό δηλητήριο κατά την περίοδο αναπαραγωγής του το οποίο και αποτελεί «όπλο» στον ανταγωνισμό ανάμεσα στα αρσενικά για τη διεκδίκηση των θηλυκών. «Εντοπίσαμε αλληλοσυγκρουόμενες λειτουργίες του GLP-1 στον πλατύποδα: στο έντερο δρα ως ρυθμιστής της γλυκόζης του αίματος ενώ στο δηλητήριο ως όπλο ενάντια στα υπόλοιπα αρσενικά κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Αυτός ο πόλεμος μεταξύ των διαφορετικών λειτουργιών της ορμόνης έχει οδηγήσει τελικώς σε πολύ σημαντικές αλλαγές του συστήματος παραγωγής του GLP-1» εξήγησε από την πλευρά της η καθηγήτρια Φορμπς από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Φλίντερς. Πρόσθεσε ότι «η λειτουργία της ορμόνης στο δηλητήριο πιθανότατα οδήγησε στην εξέλιξη μιας σταθερής μορφής της. Ακριβώς τέτοιες σταθερές μορφές των μορίων του GLP-1 είναι αυτές που χρειαζόμαστε ως εν δυνάμει θεραπείες για τον διαβήτη τύπου 2».

Η εξέλιξη και η βελτίωση των μορίων

A platypus. The same hormone produced in the gut of the platypus to regulate blood glucose is also produced in their venom, researchers have found -- and that hormone could be used in possible type 2 diabetes treatments. Credit: University of Adelaide

Σύμφωνα με τον καθηγητή Γκρούτσνερ «το συγκεκριμένο είναι ένα εκπληκτικό παράδειγμα σχετικά με το πώς εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης μπορούν να μετασχηματίσουν διαφορετικά μόρια βελτιώνοντας τη λειτουργία τους». Πάντως, ο καθηγητής τόνισε πως παρότι τα ευρήματα φαίνονται υποσχόμενα σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές θεραπείες για τον διαβήτη, το πώς ακριβώς μπορούν να μεταφραστούν όντως σε μια θεραπεία για τον άνθρωπο πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μελλοντικής έρευνας.

Το GLP-1 εντοπίστηκε επίσης στο δηλητήριο της έχιδνας που είναι ένα άλλο ζώο-«σύμβολο» της Αυστραλίας. Ωστόσο ενώ οι αρσενικοί πλατύποδες διαθέτουν σπιρούνια στα πίσω άκρα ώστε να μπορούν να μεταφέρουν μεγάλη ποσότητα δηλητηρίου στους εχθρούς τους, οι έχιδνες δεν διαθέτουν σπιρούνια. «Αυτή η έλλειψη στις έχιδνες παραμένει ένα εξελικτικό μυστικό. Σε κάθε περίπτωση όμως το γεγονός ότι τόσο ο πλατύπους όσο και η έχιδνα έχουν αποκτήσει στο πλαίσιο της εξέλιξης την ίδια μορφή της ορμόνης GLP-1… μακράς διαρκείας είναι αρκούντως συναρπαστικό» κατέληξε ο καθηγητής Γκρούτσνερ.

Πηγή: Enkhjargal Tsend-Ayush, Chuan He, Mark A. Myers, Sof Andrikopoulos, Nicole Wong, Patrick M. Sexton, Denise Wootten, Briony E. Forbes, Frank Grutzner. Monotreme glucagon-like peptide-1 in venom and gut: one gene – two very different functionsScientific Reports, 2016; 6: 37744 DOI: 10.1038/srep37744

Το πείραμα ALPHA παρατήρησε το φάσμα εκπομπής της αντιύλης για πρώτη φορά. ALPHA observes light spectrum of antimatter for first time

Oι εγκαταστάσεις του πειράματος ALPHA στο CERN. Measuring the antihydrogen spectrum with high-precision offers an extraordinary new tool to test whether matter behaves differently from antimatter and thus to further test the robustness of the Standard Model (Image: Maximilien Brice/CERN)

Το αντιυδρογόνο είναι το απλούστερο άτομο αντιύλης και συνίσταται από ένα αντι-πρωτόνιο και ένα αντι-ηλεκτρόνιο (ποζιτρόνιο). Το αντίστοιχο σωματίδιο ύλης είναι το άτομο του υδρογόνου – ένα πρωτόνιο και ένα ηλεκτρόνιο.

“Using a laser to observe a transition in antihydrogen and comparing it to hydrogen to see if they obey the same laws of physics has always been a key goal of antimatter research,” said Jeffrey Hangst, spokesperson of the ALPHA collaboration (Image: Maximilien Brice/ CERN)

Οι φυσικοί του πειράματος ALPHA στο CERN χρησιμοποιώντας λέιζερ υπεριώδους φωτός, διέγειραν τα άτομα αντι-υδρογόνου, που βρίσκονταν στη θεμελιώδη κατάστασή τους, προς την αμέσως επόμενη στάθμη ενέργειας και δεν βρήκαν καμία διαφορά σε σχέση με την αποδιέγερση των ατόμων του υδρογόνου. Η ενεργειακή μετάβαση στο αντιυδρογόνο συμφωνεί με αυτή του υδρογόνου με μια ακρίβεια 2 μέρη στα 10 δισεκατομμύρια σύμφωνα με τη δημοσίευση στο περιοδικό Νature (“Observation of the 1s-2s transition in trapped antihydrogen”).

Τα αρχικά CPT αναφέρονται: 
C: στην συζυγία φορτίου, τον μετασχηματισμό όπου ένα σωματίδιο αντικαθίσταται από το αντισωματίδιό του, P: στην ομοτιμία, η οποία συνδέεται με τον μετασχηματισμό αναστροφής του χώρου, και T: στη συμμετρία αναστροφής του χρόνου, όπου εναλλάσσονται οι χρονικές συντεταγμένες t και -t.

Oι ισχυρές και οι ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις παραμένουν αναλλοίωτες κάτω από τους προαναφερθέντες μετασχηματισμούς C, P και T, ενώ οι ασθενείς αλληλεπιδράσεις παραβιάζουν μεμονωμένα και τις 3 αυτές συμμετρίες. Όμως, όταν οι μετασχηματισμοί C, P, Τ εφαρμόζονται μαζί, ως μετασχηματισμός CPT, τότε όλες οι αλληλεπιδράσεις – ασθενείς, ισχυρές και ηλεκτρομαγνητικές – παραμένουν αναλλοίωτες.

Artist’s impression of a cloud of trapped antihydrogen atoms. Image credit: Chukman So.

Αυτό είναι το θεώρημα CPΤ και διατυπώνεται απλούστερα ως εξής: ένα σύστημα παραμένει αμετάβλητο αν τα σωματίδια αντικατασταθούν από τα κατοπτρικά συμμετρικά αντισωματίδιά τους και αντιστραφεί η ροή του χρόνου. To «αναλλοίωτο CPT» μας εγγυάται ότι ένα σωματίδιο και το αντισωματίδιό του έχουν ίσες μάζες, ίσους χρόνους ζωής, ίδιο σπιν, αλλά αντίθετους προσθετικούς κβαντικούς αριθμούς όπως το ηλεκτρικό φορτίο, η z συνιστώσα του ισοσπίν, ο κβαντικός αριθμός της παραξενιάς κ.ά.

ALPHA is an antimatter experiment set up in late 2005. ALPHA makes, captures and studies atoms of antihydrogen and compares these with hydrogen atoms. ALPHA spokesperson, Jeffrey Hangst, explains the latest results. (Video: Jacques Herve Fichet/CERN)

Όλα τα πειράματα που έχουν γίνει μέχρι σήμερα δείχνουν ότι δεν παραβιάζεται η συμμετρία CPT.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Η ψυχοδιαβρωτική λαίλαπα των Χριστουγέννων. Christmas and Psychopathology

«Η διερεύνηση των ανθρώπινων ψυχοσωματικών αντιδράσεων στην υπερβολικά παρατεταμένη -από καταναλωτικές και κερδοσκοπικές σκοπιμότητες- περίοδο εορτασμού της γέννησης του Χριστού και της έλευσης του Νέου Έτους μας αποκαλύπτει μια απρόσμενη εικόνα δυσφορίας και μαζικής ψυχολογικής κατάρρευσης. Πρόκειται για το περίφημο «σύνδρομο» ή «φαινόμενο των Χριστουγέννων», τα αρνητικά συμπτώματα του οποίου επιδεινώνονται σε περιόδους μεγάλης οικονομικής ύφεσης και κοινωνικής αποσάθρωσης, όπως αυτή που διανύουμε»...

Τα Χριστούγεννα εξακολουθούν, τον εικοστό πρώτο αιώνα, να θεωρούνται από την πλειονότητα των ανθρώπων στη Δύση η πιο δημοφιλής θρησκευτική γιορτή. Γεγονός που αποτυπώνεται στην πολυδάπανη φωταγώγηση και διακόσμηση των πόλεων, στον στολισμό δένδρων σε κάθε σπίτι και στην αυξημένη καταναλωτική διάθεση που μας επιβάλλεται αυτές τις «άγιες» ημέρες.

Μία σχεδόν πλανητικής κλίμακας εορταστική συγκυρία που, κάθε χρόνο, μετατρέπεται σε μια πλανητικής κλίμακας καταναλωτική ευκαιρία για αύξηση του εμπορικού κέρδους. Ομως, όπως θα δούμε, αυτό το ανάρμοστο μείγμα θρησκευτικής «μέθεξης» και καταναλωτικής παράκρουσης μας δημιουργεί ουκ ολίγα ψυχοσωματικά προβλήματα.

Η επιστημονική διερεύνηση των ανθρώπινων αντιδράσεων στην υπερβολικά παρατεταμένη -από αμιγώς καταναλωτικές και κερδοσκοπικές σκοπιμότητες- περίοδο εορτασμού της γέννησης του Χριστού και της έλευσης του Νέου Ετους μάς αποκαλύπτει μιαν απρόσμενη εικόνα δυσφορίας και μαζικής ψυχολογικής κατάρρευσης.

Πρόκειται για το πολυσυζητημένο «σύνδρομο» ή «φαινόμενο των Χριστουγέννων», τα αρνητικά συμπτώματα του οποίου επιδεινώνονται δραματικά σε περιόδους μεγάλης οικονομικής ύφεσης και κοινωνικής αποσάθρωσης, όπως αυτή που διανύουμε.

Aνάμεσα στα «δώρα» του Αϊ-Βασίλη είναι και μια σειρά από σοβαρές παθήσεις που εκδηλώνονται εντονότερα κατά τη διάρκεια των εορτών. Ακόμη και σε μια εποχή «ανίερη», όπως αυτή που διανύουμε, οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς γεννούν στους περισσότερους από εμάς ανομολόγητους συνειρμούς και προσδοκίες.

Πρόκειται για ένα ετήσιο εορταστικό ραντεβού που, όσο αποστασιοποιημένοι ή κυνικοί κι αν είμαστε, μας είναι αδύνατο να το αποφύγουμε. Χάρη σε έναν περίεργο και τεχνητά συντηρούμενο παλιμπαιδισμό, νιώθουμε την ανάγκη να μας συμβεί, τις ημέρες αυτές, κάτι πολύ ξεχωριστό και ίσως… «μαγικό».

Και όταν, όπως κατά κανόνα συμβαίνει, δεν καταφέρνουμε για αντικειμενικούς κοινωνικούς ή ιδιωτικούς ψυχολογικούς λόγους να βιώσουμε την πολυδιαφημισμένη -και άρα πολυπόθητη- «μαγεία» των χριστουγεννιάτικων εορτών, τότε τιμωρούμε τον εαυτό μας ή και τους γύρω μας.

Τελικά, όπως θα δούμε, οι ημέρες των Χριστουγέννων δεν είναι για όλους μια περίοδος έκφρασης των πιο ευγενικών συναισθημάτων αγάπης, ανιδιοτελούς προσφοράς και οικογενειακής θαλπωρής.

Η νόσος των Χριστουγέννων

Frida Kahlo, Diego et moi, Détail l'oeil, Diego and me, Detail the eye. 1949

Οι ημέρες των Χριστουγέννων για τους περισσότερους ανθρώπους δεν ταυτίζονται με την πολυδιαφημιζόμενη από τα σχολεία και τα ΜΜΕ περίοδο έκφρασης των πιο ευγενικών συναισθημάτων αγάπης, οικογενειακής θαλπωρής, αλληλεγγύης και ανιδιοτελούς προσφοράς.

Οι ενοχές για την απώλεια των παιδικών μας ψευδαισθήσεων, σε συνδυασμό με το άγχος ή τον πανικό για τις ανεπιθύμητες εορταστικές συνεστιάσεις και το άχθος των κοινωνικών συμβάσεων οι οποίες μας επιβάλλουν να επιδεικνύουμε διαρκώς μια προσποιητή χαρά ή και ευτυχία, αποτελούν τελικά ένα καταστροφικό μείγμα που βλάπτει σοβαρά την υγεία μας.

Τα συμπτώματα της χριστουγεννιάτικης ψυχοσωματικής δυσφορίας είναι τόσο εξόφθαλμα και μαζικά, ώστε, πριν από τρεις δεκαετίες, οι Αμερικανοί ψυχίατροι επινόησαν τον όρο «φαινόμενο των Χριστουγέννων» (αγγλιστί «Christmas effect») για να περιγράψουν το έντονο άγχος, τη βαθιά κατάθλιψη, τα αισθήματα δυστυχίας και ενοχής που βιώνει ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων αυτή την περίοδο του έτους.

Πράγματι, οι γιορτές των Χριστουγέννων γεννούν στους περισσότερους ανθρώπους ανομολόγητους συνειρμούς και προσδοκίες. Πρόκειται για ένα ετήσιο εορταστικό ραντεβού που, όσο αποστασιοποιημένοι ή κυνικοί κι αν είμαστε, μας είναι αδύνατο να το αποφύγουμε. Ίσως γι’ αυτό η κατάσταση των ατόμων που υποφέρουν από ψυχολογικά προβλήματα επιδεινώνεται αυτήν την εορταστική περίοδο.

Αυτές τις παθολογικές καταστάσεις και δυσλειτουργίες περιγράφει το περιβόητο «φαινόμενο των Χριστουγέννων» που ο ψυχίατρος Τζέιμς Ρ. Χίλαρντ (J. R. Hillard) περιέγραψε στις ΗΠΑ ήδη από το 1981, ενώ πιο πρόσφατες κλινικές και στατιστικές μελέτες έδειξαν ότι πάνω από το 45% των ασθενών που εισάγονται κατά την περίοδο των Χριστουγέννων σε κάποια ψυχιατρική κλινική υποφέρει από ψυχικές διαταραχές οι οποίες δεν είχαν εκδηλωθεί πριν από την «εορταστική» περίοδο.

Όσοι εργάζονται στα νοσοκομεία γνωρίζουν καλά ότι τις ημέρες των Χριστουγέννων παρατηρείται σαφώς αυξημένος αριθμός εισαγωγών στα έκτακτα ιατρικά περιστατικά που σχετίζονται στενά και εκδηλώνονται στις γιορτές.

Σε μια κλασική ιατρική μελέτη του 1999, ο κορυφαίος Αμερικανός καρδιολόγος Ρόμπερτ Κλόνερ (Robert Kloner) επισήμανε πρώτος την αυξημένη εκδήλωση των σοβαρών καρδιαγγειακών παθήσεων κατά την ημέρα των Χριστουγέννων.

Κατοπινές ιατρικές έρευνες στις ΗΠΑ, όπως π.χ. αυτές που συντονίστηκαν από τον Ντέιβιντ Φίλιπς (D.P. Philips), έδειξαν ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα (1973-2001), ο αριθμός θανάτων λόγω καρδιαγγειακών κρίσεων αυξάνει κατά 4,6% κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Γεγονός που μας επιβάλλει να θεωρήσουμε τις γιορτές των Χριστουγέννων ως περίοδο υψηλού κινδύνου για όσους πάσχουν από καρδιακές παθήσεις!

Σύμφωνα με τον Κλόνερ, τα αίτια της αυξημένης θνησιμότητας κατά την περίοδο των Χριστουγέννων θα πρέπει ασφαλώς να αναζητηθούν στο έντονο συναισθηματικό άγχος που προκαλείται από την υποχρεωτική συνεύρεση και την επαφή με κάποια δυσάρεστα οικογενειακά πρόσωπα.

Χωρίς, όμως, να παραβλέπουμε ανάμεσα στα πιθανά αίτια την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και τροφής κατά τις ημέρες των εορτών από τα άτομα που υποφέρουν από καρδιαγγειακές παθήσεις. Κάτι που εξάλλου επιβεβαιώθηκε, μετέπειτα, από σειρά ιατρικών ερευνών όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στη Βόρεια Ευρώπη και την Αυστραλία.

Επιπλέον, όπως επιβεβαιώνεται από τις έρευνες των κοινωνικών ψυχολόγων, κατά την περίοδο των εορτών τα φαινόμενα της έντονης ψυχολογικής πίεσης και της δυσφορίας επιδεινώνονται σε περιόδους παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης και ανεργίας: το «θα όφειλα να νιώθω χαρά αλλά δεν μπορώ» σε συνδυασμό με τη χρηματική στέρηση και την κοινωνική απαξίωση δημιουργούν ένα καταστροφικό κοκτέιλ.

Πρόκειται για αβάσταχτη κατάσταση που οδηγεί αρκετούς ανθρώπους σε απελπισία, η οποία εκδηλώνεται τόσο ως βαθιά κατάθλιψη όσο και με σοβαρές σωματικές παθήσεις.

Τα άτομα αυτά όχι μόνο παθαίνουν πανικό λίγο πριν ή κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, αλλά, επιπρόσθετα, είναι και κοινωνικά ή οικογενειακά υποχρεωμένα να επιδεικνύουν το ευχάριστο και εορταστικό προσωπείο που αρμόζει στην εορταστική συγκυρία.

Η εορταστική δυσφορία

Roy Lichtenstein, Hopeless, 1964

Τις «άγιες μέρες» των Χριστουγέννων οι ώριμοι (ηλικιακά) καταναλωτές διαπιστώνουν και επανασυνειδητοποιούν την οριστική απώλεια των παιδικών τους ψευδαισθήσεων. Η Πρωτοχρονιά, πάλι, είναι η οδυνηρή στιγμή για τον απολογισμό του χρόνου που πέρασε ανεπιστρεπτί!

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αυτές οι ανομολόγητες αλλά κοινότοπες ψυχολογικές διεργασίες μεταμορφώνουν ό,τι θα έπρεπε να είναι μια μεγάλη γιορτή σε έναν ετήσιο και συνήθως επώδυνο προσωπικό απολογισμό. Σε αυτό το κοινωνικό-ιδιωτικό πλαίσιο ακόμη και η ανταλλαγή δώρων μετατρέπεται σε αγχώδη καταναλωτική παράκρουση και όχι σε αναζήτηση και προσφορά πραγματικά πολύτιμων προσωπικών δώρων.

Στο τέλος κάθε χρόνου, το πλησίασμα των εορτών συνοδεύεται από την ανάδυση των συσσωρευμένων απογοητεύσεων, των προσωπικών αποτυχιών και των τραυμάτων της παιδικής ηλικίας: αισθήματα στέρησης στοργής, δώρων και προσοχής από το στενό οικογενειακό ή φιλικό μας περιβάλλον.

Συνήθως αυτά τα αρνητικά αισθήματα είναι δικαιολογημένα, άλλες φορές όμως είναι προϊόν νευρώσεων οι οποίες, ωστόσο, δεν είναι λιγότερο επώδυνες ή τραυματικές από τα «πραγματικά» γεγονότα.

Ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός ιατρικών-ψυχολογικών ερευνών επιβεβαιώνουν αυτό που κάθε ενήλικος έχει ή θα έπρεπε να έχει υποψιαστεί: η δυσφορία από τους εορτασμούς των Χριστουγέννων δεν οφείλεται τόσο στην υπερκατανάλωση τροφής και αλκοόλ, ούτε στο άγχος για την αγορά των κατάλληλων δώρων, αλλά μάλλον στη διάψευση και την απομάγευση των επίπλαστων εορταστικών προσδοκιών μας.

Έτσι, κάθε χρόνο στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, μια εορταστική συγκυρία όπως τα Χριστούγεννα ή η Πρωτοχρονιά μετατρέπεται σε πλανητικής κλίμακας ευκαιρία για περισσότερο κέρδος και εκμετάλλευση.

Σε αυτά τα αρνητικά -αλλά δικαιολογημένα!- συναισθήματα θα πρέπει να αποδοθεί και το διογκούμενο κίνημα «Μισώ τα Χριστούγεννα» («I hate Christmas», αγγλιστί), το οποίο ξεκίνησε από το Διαδίκτυο πριν από αρκετά χρόνια.

Σήμερα, δεν είναι λίγοι αυτοί που εκφράζουν ή προπαγανδίζουν ανοιχτά τις «αντι-χριστουγεννιάτικες» αντιλήψεις τους, δηλώνοντας αλλεργικοί όχι μόνο στους παιδαριώδεις και υποκριτικούς ετήσιους εορτασμούς αλλά και στις εντελώς κιτς ή αντιαισθητικές διακοσμήσεις των πόλεων και των σπιτιών με φωτάκια και στολισμένα κινέζικα δέντρα.

Πράγματι, οι πρόσφατες μελέτες των ανθρώπινων αντιδράσεων στην παρατεταμένη -από καταναλωτικές και κερδοσκοπικές σκοπιμότητες- περίοδο εορτασμού των Χριστουγέννων μας αποκαλύπτουν μία κάθε άλλο παρά απρόσμενη εικόνα ψυχολογικής δυσφορίας και παρακμής: για έναν πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων, οι παραδοσιακές χριστουγεννιάτικες γιορτές αποτελούν πλέον πηγή άγχους ή και πανικού.

Άγχος για τις ανεπιθύμητες αλλά υποχρεωτικές οικογενειακές ή φιλικές συνευρέσεις, για την οργάνωση των ετήσιων δεξιώσεων, για την αγορά δώρων. Και πανικός για την ανάγκη να εμφανίζουμε ένα ευχάριστο-εορταστικό προσωπείο που δεν είναι πάντα ικανό να συγκαλύπτει την κατάθλιψή μας για τα επαγγελματικά, οικογενειακά και κοινωνικά δεινά που μας ταλανίζουν ή για τον χρόνο που κυλά ανεπιστρεπτί.

Μόνο η Πρωτοχρονιά είναι χειρότερη από τα Χριστούγεννα

James Rosenquist, Win a new House this Christmas, 1964

Όλο και μεγαλύτερος αριθμός ιατρικών-ψυχολογικών και κοινωνικών ερευνών επιβεβαιώνουν αυτό που κάθε ενήλικος οφείλει κάποτε να υποψιαστεί: η δυσφορία από τους εορτασμούς των Χριστουγέννων δεν οφείλεται τόσο στην υπερκατανάλωση τροφής και αλκοόλ, ούτε στο άγχος για την αγορά των κατάλληλων αλλά οικονομικά απαγορευμένων δώρων, αλλά μάλλον στη διάψευση ή στην απομάγευση των επίπλαστων «εορταστικών» προσδοκιών που μας έχουν επιβληθεί κοινωνικά.

Πράγματι, οι πιο πρόσφατες μελέτες των ανθρώπινων αντιδράσεων στην παρατεταμένη -από καταναλωτικές και κερδοσκοπικές σκοπιμότητες- περίοδο εορτασμού των Χριστουγέννων μας αποκαλύπτουν μια εντελώς απρόσμενη εικόνα γενικευμένης ψυχολογικής δυσφορίας ή και κατάρρευσης.

Σήμερα στη Δύση, για έναν πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων οι χριστουγεννιάτικες γιορτές αποτελούν μόνο πηγή άγχους και πανικού: άγχους για τις υποχρεωτικές αλλά ανεπιθύμητες οικογενειακές συνευρέσεις, για την οργάνωση των δαπανηρών δεξιώσεων ή για την αγορά δώρων.

Και πανικού, για την ανάγκη να εμφανίζουμε ένα ευχάριστο-εορταστικό προσωπείο ικανό να συγκαλύπτει τη βαθύτερη θλίψη μας για τα επαγγελματικά, οικογενειακά και κοινωνικά δεινά που βιώνουμε ή για τον χρόνο που κυλά ανεπιστρεπτί.

Πράγματι, πλήθος κοινωνικών ψυχολογικών μελετών δείχνουν ότι τόσο τα Χριστούγεννα όσο και η Πρωτοχρονιά θεωρούνται από τα άτομα που βρίσκονται σε δεινή οικονομική και ψυχολογική κατάσταση η πιο δύσκολη ίσως περίοδος του χρόνου.

Απ’ ό,τι φαίνεται, μάλιστα, μόνο η Πρωτοχρονιά είναι χειρότερη από την ψυχοδιαβρωτική λαίλαπα των Χριστουγέννων, όπως έδειξαν οι Βρετανοί Έλεν Μπέργκεν (Hellen Bergen) και Κιθ Χότον (Keith Hawton) με τις πρωτοποριακές έρευνες που πραγματοποίησαν προ ετών στο Κέντρο Έρευνας των Αυτοκτονιών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Οι πολύχρονες στατιστικές μελέτες αυτών των δύο ερευνητών στη Βρετανία, μας αποκάλυψαν ότι: ενώ τρεις μέρες πριν από την ημέρα των Χριστουγέννων καταγράφεται αξιοσημείωτη μείωση των αυτοκτονιών κατά 80%, την πρώτη ημέρα του χρόνου διαπιστώνεται σαφής αύξηση των αυτοκτονιών κατά 100%.

Πηγή: efsyn.gr