Edvard Munch, Self-Portrait: Between the Clock and the Bed,
1940-1943, Munch Museum. Κάτι
περισσότερο από αυτοπροσωπογραφία. Αφήγηση της δημιουργικής πορείας της ζωής, με
το μυστήριό της, με την παρουσία της τέχνης και της γυναίκας, με το αίσθημα του
θανάτου και της κατάπτωσης.
Edvard Munch,
Self-Portrait with Hat (Right Profile) at Ekely, 1931, © Munch Museum
«Αρρώστια,
τρέλα και θάνατος ήταν οι σκοτεινοί φύλακες άγγελοι που στάθηκαν στο λίκνο μου
και με συντρόφεψαν όλη μου τη ζωή», είχε πει ο Edvard Munch (1863-1944) σε μία
φράση που συντάσσει, ίσως, το πιο πυκνό και μεστό αυτοβιογραφικό σημείωμα. Ήταν
Νορβηγός ζωγράφος και χαράκτης, ένας από τους κύριους προδρόμους του
εξπρεσιονισμού.
Edvard Munch, Portrait of Inger Munch, 1892
Γονείς
του ήταν ο Christian Munch, γιατρός και ιατρικός ανώτερος υπάλληλος, και η
Laura Cathrine Bjølstad, οι οποίοι είχαν παντρευτεί το 1861. Είχε μια
μεγαλύτερη αδελφή, την Johanne Sophie (γεννημένη το 1862), και τρία μικρότερα
αδέρφια, τους Peter Andreas (1865), Laura Cathrine (1867), και Inger Marie
(1868).
Edvard Munch, Self-Portrait with Skeleton Arm, 1895,
lithograph in black on grayish white China paper, National Gallery of Art,
Washington, Rosenwald Collection.
Ήταν
απόγονος του ζωγράφου Γιάκομπ Μουνκ (Jacob Munch) (1776-1839) και του ιστορικού
Peter Andreas Munch (1810-1863). Η οικογένεια μετακόμισε στην πόλη Kριστιανία
(σημερινό Όσλο) το 1864, όταν ο Christian Munch διορίστηκε ως ιατρικός ανώτερος
υπάλληλος στο φρούριο του Akershus. Η Laura Cathrine πέθανε από φυματίωση το
1868, όπως και η αγαπημένη αδελφή του Johanne Sophie Munch, το 1877. Ο πατέρας
του πέθανε επίσης νέος, το 1889. Μετά από το θάνατο της μητέρας τους, τα
μικρότερα αδέρφια του Munch ανατράφηκαν από τον πατέρα τους, που ενστάλαξε μέσα
τους έναν βαθιά ριζωμένο φόβο λέγοντάς τους επανειλημμένα ότι εάν αμαρτήσουν με
οποιαδήποτε τρόπο, θα καταδικάζονταν στην Κόλαση χωρίς πιθανότητα συγχώρεσης.
Μια από τις νεώτερες αδελφές του καλλιτέχνη διαγνώστηκε με διανοητική ασθένεια
σε νεαρή ηλικία. Ο ίδιος ήταν επίσης συχνά άρρωστος. Από τα πέντε αδέρφια, μόνο
ο Peter Andreas παντρεύτηκε, αλλά πέθανε μερικούς μήνες μετά το γάμο.
Edvard Munch, Self-Portrait with Cigarette, 1895, Oil
on canvas, 110.5 x 85.5 cm, The National Museum of Art, Architecture and
Design, Oslo.
Το
1879 εγγράφηκε σε τεχνικό κολλέγιο, με θέμα μελέτης την εφαρμοσμένη μηχανική,
αλλά διέκοψε τις σπουδές του λόγω συχνών ασθενειών. Το 1880 άφησε το κολλέγιο
για να γίνει ζωγράφος. Τον Αύγουστο του 1881 εγγράφηκε στη Σχολή Σχεδίου του
Όσλο. Οι δάσκαλοί του ήταν ο γλύπτης Julius Middelthun και ο ζωγράφος Christian
Krohg.
Edvard Munch, August Strindberg, 1896, Lithographie
mit Kreide und Tusche, Schabeisen, auf dünnem gelblichem Japan, Städel Museum,
Frankfurt am Main.
Ταξίδεψε
στο Παρίσι και στη Νίκαια και κατόπιν στο Βερολίνο, όπου γνώρισε τον Αύγουστο
Στρίντμπεργκ και έγιναν φίλοι, αγγίζοντας μαζί τα υπέρτατα όρια της παραίσθησης
και της τρέλας.
Στην
Έκθεση του Βερολίνου του 1892 αποβλήθηκε από την Εταιρεία Καλλιτεχνών της
Έκθεσης λόγω της χρησιμοποίησης μιας «υπερβολικά αισθησιακής τεχνικής». Γρήγορα
όμως ο εξπρεσιονισμός του Μουνκ έγινε αποδεκτός και ο ίδιος αναδείχθηκε σε
διασημότητα της Ευρώπης.
Edvard Munch, The Sick Child I, 1896/1896-1897, color
transfer lithograph in red, cherry, and yellow with hand coloring on thin tan
card, Collection of Catherine Woodard and Nelson Blitz Jr.
Edvard Munch, The Sick Child, 1896, Oil on canvas,
121.5 x 118.5 cm, Göteborg Museum of Art, Göteborg, Sweden. Σημαδεμένος από την αρρώστια και τον
θάνατο, προσπαθεί να τα αποδώσει στους πίνακές του, και αυτό το θέμα επιστρέφει
επί σαράντα χρόνια, επαναλαμβάνοντας τη σύνθεση αυτή σε τέσσερεις εκδοχές
(1896, 1906, 1907 και 1926). Ο πίνακας αυτός παίζει με τους πρασινογαλάζιους
τόνους, με πινελιές που ξεφτίζουν πάνω στο πανί, απεικονίζοντας τον πόνο και
την απελπισία της γυναίκας που κλαίει πλάι στο κρεβάτι της κοπέλας της οποίας
το προφίλ σχεδιάζεται καθαρό πάνω στο μαξιλάρι.
Οι
δύσκολες συνθήκες της ζωής τους επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ψυχολογική του
κατάσταση, η οποία όμως έγινε και η αφορμή για τη σύλληψη των κυριότερων
θεμάτων του ζωγραφικού του έργου.
Edvard Munch, Death in the Sickroom, 1893, Oil on
canvas, 134.5 x 160 cm, Munch Museum, Oslo.
Ο
Munch έγινε ο ζωγράφος του φάσματος του θανάτου και της αναπόδραστης αρρώστιας.
Το επιβεβαιώνουν και τα θέματα των έργων του: «Το άρρωστο παιδί», «Ο νεκροθάλαμος», «Πλάι στο νεκροκρέβατο», «Νεκρή
μάνα», «Θάνατος στο δωμάτιο της
άρρωστης».
Edvard Munch, The Scream. Pastel on board. 1895. © 2012 The Munch Museum. The
version we are looking at here, and easily the most colorful one. It is in its
original frame, on which Munch inscribed the following:
"I was walking along
the road with two friends. The Sun was setting –
The Sky turned a
bloody red
And I felt a whiff
of Melancholy – I stood
Still, deathly
tired – over the blue-black
Fjord and City hung
Blood and Tongues of Fire
My Friends walked
on – I remained behind
– shivering with
Anxiety – I felt the great Scream in Nature."
Το
διασημότερο ίσως έργο του Μουνκ είναι ένα σύμβολο της πνευματικής αγωνίας του
ανθρώπου. Προαναγγέλλει την προκλητική βία της γερμανικής εξπρεσιονιστικής
ζωγραφικής των αρχών του 20ού αιώνα, και τη συγκλονιστική πραγματικότητα ενός
άλλου σύγχρονου συμβόλου, της Γκερνίκα (1937). Παρατηρώντας μας δίνεται η
αίσθηση ότι η ζωγραφική αφορά όχι μόνο την όραση, αλλά και τις άλλες αισθήσεις,
και ιδίως την ακοή. Ο θεατής εμπλέκεται και τυλίγεται με τα ακουστικά κύματα
που φαίνονται να βγαίνουν από τον πίνακα, για να εισβάλουν στον χώρο που
συνεχίζει και πέρα από τη γέφυρα. Χρώμα και ήχος: τα κύματα της κραυγής
τρεμοπαίζουν στον αέρα, εξελίσσονται, διπλώνονται κατά μήκος της άκρης του
πίνακα και ύστερα εκρήγνυνται πέρα από το πανί…
Edvard Munch, The Scream, 1893. The
National Museum of Art, Architecture and Design, Oslo.
Το
1893 δημιούργησε την "Κραυγή",
το διασημότερο έργο του. Όπως αναφέρει ο Gombrich, μέσα από αυτό στόχος του
ήταν να εκφράσει πως μία ξαφνική συγκίνηση μεταβάλλει όλες τις εντυπώσεις της
αίσθησης. Όλες οι γραμμές μοιάζουν να οδηγούν προς τη μοναδική οπτική εστία –το
κεφάλι που φωνάζει. Όλο το τοπίο μοιάζει να συμμερίζεται την αγωνία και τη
συγκίνηση αυτής της κραυγής. Το πρόσωπο που φωνάζει είναι πράγματι
παραμορφωμένο, όπως το πρόσωπο μιας γελοιογραφίας. Τα γουρλωμένα μάτια και τα
σκαμμένα μάγουλα θυμίζουν το πρόσωπο του θανάτου.
Edvard Munch, The Scream, 1895, Lithograph in black
ink on cream card. Image: 35.5 x 25.3 cm, sheet: 51 x 38.5 cm, The Art
Institute of Chicago, Clarence Buckingham Collection.
Μέσα στα επόμενα χρόνια, την ίδια σύνθεση μετέφερε σε χαρακτικό, πρακτική που ακολουθούσε για πολλές συνθέσεις του. Οι επαναλήψεις αυτές οφείλονταν στο γεγονός ότι επιθυμούσε αναμφίβολα να συγκινήσει με το καλλιτεχνικό και ανθρώπινο μήνυμά του ένα όσο το δυνατόν πλατύτερο κοινό.
Edvard Munch in his
studio in Ekely, Photo, © Munch Museum
Αν
και ο Munch ήταν αναγκασμένος να ζει από την τέχνη του, η πώληση πινάκων δεν
αποτελούσε ποτέ γεγονός για τον ίδιο. Θεωρούσε πρώτιστα την τέχνη σαν ένα μέσο
επικοινωνίας και ήταν σημαντικό γι' αυτόν να παρουσιάσει όσο το δυνατόν
περισσότερη από τη δουλειά του συγκεντρωμένη.
Edvard Munch, Moonlight, 1895, Oil on canvas, 93 x 110
cm, The National Museum of Art, Architecture and Design, Oslo.
Πίστευε
ότι με τον τρόπο αυτό οι ιδέες και τα συναισθήματα που γέννησαν τα διάφορα έργα
θα έφθαναν ευκολότερα στους άλλους. Σε ένα σημείωμά του γύρω στο 1930
προσπάθησε να εξηγήσει το γεγονός: «Με την τέχνη μου προσπάθησα να φτάσω σε μία
εξήγηση της ζωής και στόχευα να δώσω μια καθαρότητα στον τρόπο της ζωής μου.
Σκέφτηκα επίσης ότι αυτό θα βοηθούσε ίσως και τους άλλους να ξεκαθαρίσουν τη
ζωή τους. Πάντα δούλευα καλύτερα συντροφιά με τους πίνακές μου – αισθανόμουνα
ότι οι πίνακες με το περιεχόμενό τους ήταν δεμένοι μεταξύ τους. Όταν τους
τοποθετούσα όλους μαζί αποκτούσαν ένα δέσιμο που δεν είχαν σαν ξεχωριστά έργα –
σαν να μην μπορούσαν να εκτεθούν με άλλα. Γι' αυτό τα βάζω όλα μαζί σε σειρές».
Edvard Munch, Vampire II, 1895/c. 1913, color
lithograph in black and red, and one woodblock sawn into four pieces in blue,
green, and beige with hand coloring on thin golden Japan paper, The Epstein
Family Collection.
Πολλά
από τα έργα του οραματίζονται το αίσθημα του έρωτα, την έλξη μεταξύ άνδρα και
γυναίκας καθώς διασταυρώνονται εκστατικά τα βλέμματά τους, όπως στα «Έλξη» και
«Η φωνή».
Edvard
Munch, Attachement (Attraction), 1896
Ο ίδιος περιέγραψε τη διάθεση των συνθέσεων αυτών σε αρκετά κείμενα,
όπως το ακόλουθο:
Edvard Munch, Summer Night’s Dream: The Voice, 1893,
Oil on canvas, 87.9 x 108 cm, Museum of Fine Arts, Boston, Ernest Wadsworth
Longfellow Fund.
«Μια
χρυσή κολώνα κλυδωνίστηκε πάνω-κάτω μέσα στο νερό, λιώνοντας μέσα στη
λαμπρότητά της και απλώνοντας στην επιφάνειά του. Όταν συναντήθηκαν τα μάτια
μας, αόρατα χέρια ύφαναν λεπτούς ιστούς που χύθηκαν από τα υπέροχα μάτια σου
μέσα στα δικά μου, μπλέκοντας μαζί τις καρδιές μας...».
Edvard Munch, Waves of Love, 1896, lithograph in black
with hand coloring on thick whitish China paper, The Epstein Family Collection.
«Πόσο
χλωμή είσαι στο φεγγαρόφωτο και πόσο σκοτεινά τα μάτια σου – τόσο μεγάλα που θα
μπορούσαν να καλύψουν το μισό ουρανό».
Edvard Munch, Separation, 1896
Συνεχίζοντας
μίλησε για την αγωνία του χωρισμού στο έργο του «Αποχωρισμός»:
Edvard Munch, Zwei Menschen. Die Einsamen, 1899,
Farbholzschnitt von einem in drei Teile gesägten Druckstock in Schwarz und
Blaugrün, auf geripptem Japan, 455 x 590 mm, Städel Museum, Frankfurt am Main.
«Όταν
μ' εγκατέλειψες πέρα από τη θάλασσα αισθάνθηκα να μας ενώνουν ακόμα λεπτές
κλωστές. Με πόνεσαν αβάσταχτα, σαν πληγή».
Edvard Munch, Madonna, 1894/1895
Ο
απόλυτος έρωτας, δεν υπήρχε χωρίς τα προβλήματά του. Ήταν ένας καλλιτέχνης που
ο φόβος του θανάτου και ο φόβος της ζωής συνυπήρχαν τόσο έντονα. Το παρακάτω
κείμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί κατάλληλο συμπλήρωμα για τα έργα «Μαντόνα» και «Εραστές στα Κύματα»:
Edvard Munch, Madonna, 1895, Lithograph in black ink
with additions in brush and red, green, blue, black, and yellow watercolor on
mottled gray-blue wove paper (discolored to gray-green), laid down on
heavyweight white wove paper Image: 60.3 x 44 cm, sheet: 60.7 x 44.4 cm, The
Art Institute of Chicago, Print and Drawing Department Purchase Fund.
Tulla Larsen & Edvard Munch, 1899
Το
1897, γνώρισε και συνδέθηκε με την κόρη ενός μεγάλου εμπόρου κρασιών, την
εντυπωσιακή 30χρονη Tula Larsen. Αρχικά η σχέση τους ήταν σοβαρή και ήρεμη.
Ταξίδεψαν στην Ιταλία και επιστρέφοντας στη Νορβηγία συνέχισαν μια ξέφρενη
κοσμική ζωή με ατέλειωτα ξενύχτια κι ατέλειωτη χρήση οινοπνευματωδών ποτών.
Edvard Munch, The Wedding of the Bohemian, Munch
Seated on the Far Left, 1925
Παράλληλα
η Larsen τον πίεζε να παντρευτούν. Κατόπιν ταξίδεψαν στο Βερολίνο όπου
συνέχισαν τις διασκεδάσεις και την υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών. Στις
αλλεπάλληλες πιέσεις για γάμο ο Munch αρνιόταν συνεχώς. Στις σημειώσεις του
εξηγεί τα αίτια της άρνησής του, γράφοντας σε τρίτο πρόσωπο: «Από μικρός
μισούσε το γάμο. Το αρρωστημένο και νευρωτικό περιβάλλον του σπιτιού του τού
είχε δημιουργήσει το συναίσθημα ότι δεν είχε δικαίωμα να παντρευτεί». Με τις
συνεχείς αρνήσεις του η σχέση τους είχε φτάσει σε μια κατάσταση απάθειας -
εξάντλησης. Έπιναν όλη την ημέρα κι έκαναν έρωτα.
Edvard Munch, Autoportrait après la grippe, 1919
Αποτέλεσμα όλης αυτής της
"επικίνδυνης διαδρομής" ήταν να κλονιστεί η υγεία του (σοβαρή
βρογχίτιδα, εισαγωγή σε σανατόριο) κι έτσι, εξασθενημένος υποχώρησε στις
πιέσεις της. Αυτή ανέλαβε να τακτοποιήσει τα σχετικά του γάμου.
Edvard Munch cut
his Self-portrait with Tulla Larsen, his ex-lover, in half to separate their
faces. (1905, Munch Museum,
Oslo)
Αλλά
ο Munch τρέμοντας στην ιδέα του γάμου οδήγησε, τελικά, τη σχέση στη διάλυση.
Πάνω στη διαμάχη του χωρισμού τους η Larsen έβγαλε ένα περίστροφο κι απείλησε
να αυτοκτονήσει. Ο Munch προσπάθησε να το αποσπάσει από τα χέρια της με
αποτέλεσμα το όπλο να εκπυρσοκροτήσει και να του κόψει μέρος από το δάχτυλό
του. Το τραγικό τέλος του δεσμού κι ο τραυματισμός του τού έγιναν έμμονη ιδέα
και τον ακολούθησαν μέχρι τον τελικό νευρικό κλονισμό του, το 1908.
Είναι
γεγονός ότι ζούσε μόνο για τη ζωγραφική του. Συχνά έλεγε ότι «η τέχνη είναι ο
μόνος λόγος για τον οποίο ζω» Το τέλος τον βρήκε περιτριγυρισμένο από τους
πίνακές του, τους οποίους από πολύ νέος αποκαλούσε «τα αγαπημένα μου παιδιά». Ο
Munch άφησε πίσω του μια τεράστια πνευματική και καλλιτεχνική παρακαταθήκη,
σχεδόν 1000 λάδια, 4.500 σχέδια κι υδατογραφίες, 15.400 χαρακτικά και 6 γλυπτά,
αποτέλεσμα μιας ασταμάτητης δημιουργίας 70 περίπου χρόνων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Γκερντ
Βολλ, Έντβαρντ Μουνκ, Εθνική
Πινακοθήκη, Μουσείο Αλ. Σούτζου, 7 Οκτωβρίου-17 Νοεμβρίου, Αθήνα 1985.
Ζόγκαρη
Εύα, Ο ζωγράφος Έντβαρντ Μουνκ
(1863-1944) - η ζωή και το έργο του, εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, Αθήνα 1985.
Gombrich
E., Το χρονικό της τέχνης, Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου