Lucian Freud, Reflection with Two Children (Self-Portrait),
1965. Με
τον καθρέφτη στο πάτωμα, ο καλλιτέχνης αρνείται να προκαλέσει βαθύτερη
ψευδαίσθηση, δεν υποκρίνεται κάτι που δεν είναι, δεν αναζητά φτιασιδώματα ή
υπερβολές στα χρώματα. Θαρρείς και ετοιμάζεται να δώσει εξηγήσεις στα παιδιά
μας, σε όσους βλάψαμε, κι ίσως έτσι να πλησιάζει η αλληγορία του φωτιστικού σε
ανακριτική λάμπα...
"Girl with a White Dog", 1951-52.
«Eίναι ο Ενγκρ του υπαρξισμού», «καλλιτέχνης γνωστός για τη μεγέθυνση των χαρακτηριστικών εκείνων
που οι άνθρωποι προσπαθούν με κάθε τρόπο να κρύψουν», «κάνει τα γυμνά του
Ρούμπενς να μοιάζουν υποσιτισμένα»: Το να ισχυριστεί κανείς ότι οι απόψεις
για το έργο του Λούσιαν Φρόιντ διίστανται θα ήταν παραπλανητικό. Αναντίρρητα
πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους του δεύτερου μισού του
20ού αιώνα. Ωστόσο, ακόμη και εκείνοι που είναι έτοιμοι για ουρανομήκεις
ζητωκραυγές στο άκουσμα του ονόματός του δεν είναι απολύτως σίγουροι για το
περιεχόμενο των επαίνων τους – εκτός από τον ακραίο ενίοτε νατουραλισμό του και
την αόριστη αίσθηση ανησυχίας που προξενεί στον θεατή του έργου του. «Τίποτε
δεν εξιδανικεύεται, τίποτε δεν τυποποιείται σε όσα παρουσιάζονται. Οι στάσεις
είναι συχνά αμήχανες και τα πρόσωπα που απεικονίζονται κάθονται ανακούρκουδα ή
με τα πόδια ανοιχτά. Τα γεννητικά όργανα μπορεί να εκτίθενται, κάθε άλλο όμως
παρά ερωτισμό αποπνέουν» παρατηρεί ο Μάλκομ Ρούελ σε ένα κείμενο όπου
συγκρίνει πτυχές της αναπαράστασης στον Φρόιντ και στον Ροντέν.
Έχοντας
βγει νωρίς από την αφάνεια, ζωγραφίζοντας συχνά φίλους και οικείους και σπανίως
μοντέλα, δηλώνοντας στο «Los Angeles Magazine», τον Απρίλιο του 2003, ότι «για μένα ο πίνακας είναι ο άνθρωπος», ο
Λούσιαν Φρόιντ προδιαθέτει όποιον ασχολείται με την προσωπικότητά του να
υποθέσει ότι δεν στερείται εκκεντρικότητας – και αυτή η εκτίμηση δεν είναι
λανθασμένη.
"Large Interior", 1981.
Ο
αναπάντεχος αυτός Βρετανός (τελικά) μας έβαλε να ξαπλώσουμε στον καναπέ,
απαράλλαχτα όπως ο παππούς του Sigmund,
καλά και σώνει να δούμε τη σάρκα και το είναι της. Ίσως ο πλέον αλληγορικός
ζωγράφος μεταπολεμικά, επιθετικός και αμφιλεγόμενος θέλησε να ακούσει τη μόνη
συμβουλή που πήρε από τον μέγα ψυχαναλυτή παππού του “να μην τρελαίνεσαι με την
υπογραφή σου”. Πρόσεξε ο εγγονός, και πράγματι το 2008 ένας πίνακάς του
πουλήθηκε από τους Christie’s για 34 εκ. λίρες σε ένα Ρώσο μεγιστάνα,
κάνοντάς τον, τον πλουσιότερο εν ζωή κολορίστα, κάτοικο Notting Hill London.
Naked Girl With Egg, 1980-81.
Χαρακτήρας
ερμητικός, σεξουαλικός από κούνια, έζησε μια μακρά αντισυμβατική ζωή. Χτίστηκε
ένας μύθος γύρω του, και γύρω από το φουλάρι που έδενε το πουκάμισό του.
Επάξια, για έναν κυρίως λόγο: πέτυχε το στόχο που σημάδευε ισοβίως, να
ζωγραφίσει με έναν τρόπο που κανείς άλλος ποτέ δεν είχε ζωγραφίσει.
Painter And Model, 1987.
Ήταν
μια εικαστική ιδιοφυΐα και χάθηκε στα 88 του, μόλις τον Ιούλιο του 2011,
αφήνοντας πίσω μια περιουσία περίπου 125 εκ. λιρών για τα 14 από τα επίσημα
παιδιά του (ίσως μέχρι και 40 να φθάνει ο μαγικός αριθμός τεκνοποιίας με
νόμιμες συζύγους και αστεφάνωτες ερωμένες).
Ανθρωποκεντρικός, ωμός, ούτε που τον αγγίζει η αιώνια ομορφιά, δεν χαρίζεται, με αφετηρία την επιδερμίδα ξεκινά η διεισδυτικότερη ματιά ενός παράξενα. απογυμνωμένου κόσμου. Η κίνηση δεν είναι το φόρτε του. Εμμένει στις μελαγχολικές πόζες ανθρώπων αναπαυόμενων, κοιμισμένων, σκεπτόμενων, θέλει να μας βάλει στην περιπέτεια να βρούμε το πώς, το γιατί, το τι σκέφτεται έτσι αραχτός/ή.
Artist's muse:
Lucian Freud poses with Alexi Williams-Wynn, a lover, for a photo entitled The
Painter Surprised.
Ανθρωποκεντρικός, ωμός, ούτε που τον αγγίζει η αιώνια ομορφιά, δεν χαρίζεται, με αφετηρία την επιδερμίδα ξεκινά η διεισδυτικότερη ματιά ενός παράξενα. απογυμνωμένου κόσμου. Η κίνηση δεν είναι το φόρτε του. Εμμένει στις μελαγχολικές πόζες ανθρώπων αναπαυόμενων, κοιμισμένων, σκεπτόμενων, θέλει να μας βάλει στην περιπέτεια να βρούμε το πώς, το γιατί, το τι σκέφτεται έτσι αραχτός/ή.
Γεννημένος το 1922 στο Βερολίνο, ως το ’46 θα έχει επιστρέψει και από την Αμερική, ταξιδεύοντας τις μποέμικες ανησυχίες του μέχρι το Παρίσι του Πικάσο, τη Γενεύη του Τζιακομέτι, τον Πόρο του Σεφέρη. Τους γνώρισε όλους και φρόντιζε να κλέβει για τον εαυτό του προκλήσεις. Ίσως από το ελληνικό φως που τον συνάρπασε να τυφλωνόμαστε σήμερα όταν σταματάμε στη ράχη του γυμνού άνδρα. Δεν είναι απλώς σα να άστραψε ένα φλας πάνω στο ρυτιδωμένο κορμί, η όλη σύλληψη απέχει μόλις ένα κλικ απ΄ το να γίνει ακτινογραφία και ψυχογράφημα ταυτόχρονα. Έτσι άλλωστε κράτησε αποστάσεις από τις ανεικονικές τρέλες του Τζάκον Πόλοκ που ξεσήκωναν τους φιλότεχνους της εποχής του με την ανερμήνευτη μυσταγωγία του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Αυτός σίγουρα θα διάλεγε έναν Κουρμπέ, το σφαγμένο βόδι του Ρέμπραντ ίσως, τον αισθαντικό Ένγκρ γιατί όχι αν θέλουμε να μη το χοντρύνουμε άλλο.
Naked Portrait With Reflection, 1980.
Επέμενε
να κοιτάμε με τις ώρες τα αντικείμενα, έχουν ψυχή, έχουν προσωπικότητα, ζωή
έλεγε, άνθρωποι ζώα έπιπλα δεν διαφέρουν όταν στους καμβάδες του γίνονται
πορτρέτα. Μάλιστα όσο τραχιές κι αν μοιάζουν οι πινελιές του, εκείνος κοπιάζει,
δίνει σημασία και στις μικρότερες λεπτομέρειες τις αναδεικνύει. Καλλιτέχνης
ενός άλλου βεληνεκούς, επιστρέφει σχεδόν
πάντα στο ατελιέ του, στο δωμάτιο για μια ακόμη πόζα ενός προσφιλούς προσώπου ή
μιας βασίλισσας. Ρεαλιστής σε βαθμό που να απεχθάνεται την ταμπέλα, προτιμά να
χαθεί στη σιωπή δεκαετιών, δεν ξεμαγεύτηκε ποτέ από τα ασυμβίβαστα κορμιά με τα
σημάδια των ηλικιών τους ή τις εγκυμοσύνες. “Ζωγραφίζω αυτό που βλέπω και όχι
αυτό που ελπίζετε να βλέπω”.