Το
Κάμα-σούτρα ή Το Εγχειρίδιο του Έρωτα είναι διάσημο σε όλο τον κόσμο, αλλά
παραμένει ταυτόχρονα βαθιά παραγνωρισμένο· ελάχιστοι το έχουν διαβάσει
ολόκληρο. Είναι ελάχιστες οι πλήρεις μεταφράσεις του κειμένου, και μάλιστα
απευθείας από τα σανσκριτικά. Η μοναδικότητά του έγκειται στο γεγονός ότι
πραγματεύεται το θέμα της σεξουαλικής απόλαυσης χωρίς την παραμικρή συστολή ή
ντροπή. The Kama Sutra is
an ancient Indian text which is considered the primary Sanskrit work on human
sexuality. It was written by Mallanaga Vatsyayana in the 2nd century CE. This
is one of the first systematic studies of human sexual behavior in world
literature. It also documents the sociology of sex in India eighteen centuries
ago.

Στο
άκουσμα της λέξης Κάμα-Σούτρα, το πρώτο πράγμα που έρχεται στο νου
-του δυτικού ανθρώπου τουλάχιστον- είναι εικόνες ενός εξωτικού κι εντελώς
αποενοχοποιημένου ερωτισμού. Εικόνες όπου σώματα ανδρών και γυναικών, πλεγμένα
μεταξύ τους σε στάσεις που απαιτούν απίστευτη ευλυγισία, επιδίδονται στο
παιχνίδι της ηδονής σαν ν’ αναζητούν μια απρόσιτη, γλυκιά απελευθέρωση. Ωστόσο,
πίσω απ’ αυτές τις εικόνες -που ενίοτε πυροδοτούν κι αστεϊσμούς- υπάρχει ένα
αρχαίο ινδικό κείμενο διαπαιδαγώγησης. Πέρα
από την ερωτική ανάπτυξη υποθετικών και μυστηριωδών απολαύσεων, το Κάμα-σούτρα
αποτελεί, με εντυπωσιακό τρόπο, ένα ασύγκριτο κείμενο πολιτισμού.

Ο
πουριτανισμός, η θρησκευτικότητα και ο λανθάνων μυστικισμός της σύγχρονης
Ινδίας απουσιάζουν από τον κοινωνία που περιγράφεται στο «Κάμα-Σούτρα». Την εποχή,
όμως, που ο Βατσιαγιάνα, ο βραχμάνος συντάκτης του «Κάμα-Σούτρα»,
συμπύκνωνε σ’ αυτό κείμενα συγγραφέων που είχαν ζήσει χίλια ή και δύο χιλιάδες
χρόνια νωρίτερα, η ερωτική τέχνη αποτελούσε μέρος της εκπαίδευσης των παιδιών
και των εφήβων κι ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θρησκευτική παράδοση.

Πρώτης
τάξεως ντοκουμέντο για τις βάσεις της θρησκείας, της ηθικής και της κοινωνίας
της Ινδίας μεταξύ 1ου και 6ου μ.Χ αιώνα, το «Κάμα-Σούτρα», στην πλήρη εκδοχή
του, κυκλοφόρησε στη χώρα μας το 2008, σ’ έναν εικονογραφημένο, και δυστυχώς
δυσεύρετο πια, τόμο της Άγρας που στηριζόταν στη δουλειά του Γάλλου
ανθρωπολόγου Ζαν Παπέν. Ο Παπέν, μελετητής επί δεκαετίες κάθε έκφανσης του
ινδικού πολιτισμού, είχε δώσει από το 1991 μια συνολική μετάφραση του
Κάμα-Σούτρα από τα σανσκριτικά και την είχε πλαισιώσει με εισαγωγή, γλωσσάρι,
σχόλια και σημειώσεις τα οποία συνόδευσαν και την ελληνική έκδοση (μετ. Ι.
Λεκκάκου). Πιστή
στις διδασκαλίες των αρχαίων δασκάλων, η πραγματεία του Βατσιαγιάνα αναγνωρίζει
το «κάμα», την ικανοποίηση δηλαδή των αισθήσεων με τον έλεγχο της νόησης,
ως την τρίτη μετά το δίκαιο και την ιδιοκτησία από τις εγκόσμιες αρετές, που
όσο τις σέβεται κανείς τόσο περισσότερο πλησιάζει την ευτυχία. Το
«Κάμα-Σούτρα», βέβαια, απευθύνεται στις τρεις ανώτερες κάστες, τους βραχμάνους,
τους γαλαζοαίματους και τους εμπόρους, κι όχι απλώς δεν αμφισβητεί τα προνόμιά
τους αλλά υποστηρίζει συστηματικά την αύξηση του πλούτου τους. «Η κατάργηση των
καστών», σημειώνει ο Παπέν, είναι πρόσφατη διεκδίκηση δυτικής εμπνεύσεως…Οι
περισσότεροι Ινδοί είναι περήφανοι γι’ αυτόν τον χιλιετή θεσμό που τίποτε δεν
μπόρεσε και θα μπορέσει να τον διαπεράσει…»

Ο
γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Ονφρέ στο βιβλίο του «Η αναζήτηση των ηδονών. Δημιουργία ενός ηλιακού ερωτισμού» καταγγέλλει
τον χριστιανισμό ότι μόλυνε τη σεξουαλική ζωή και προτείνει ως αντίδοτο τον
ερωτισμό του κάμα-σούτρα:

Είμαστε
ψυχροί, ασθενικοί και αγχώδεις διότι έχουμε οικοδομήσει μια εντελώς αφύσικη
σχέση με το σώμα μας και με το σώμα των άλλων. «Ο χριστιανισμός αρνήθηκε το
σώμα, τα σώματα, απαίτησε την αγαμία, την εγκράτεια, την αγνότητα.
Θεωρητικοποίησε το μίσος κατά των γυναικών, έχτισε ένα εννοιολογικό οικοδόμημα
αντιφεμινιστικό και φαλλοκρατικό. Στιγμάτισε δημοσίως την επινόηση της ευφυΐας,
ένα προϊόν που σφραγίστηκε ρητά από την Εύα. Δόξασε το άρρωστο, ακρωτηριασμένο,
βασανισμένο, εξευτελισμένο σώμα. Απόλαυσε το μαρτύριο. Μετέτρεψε τη
σεξουαλικότητα σε κατάρα. Καταδίωξε μέχρι θανάτου κάθε εραστή της ζωής, κάθε
αγάπη για το σώμα, κάθε ενθουσιασμό για τη ζωή (...) διακήρυξε τη μη καθαρότητα
των γυναικείων οργάνων, αυτών των απαράμιλλων ανθών της σάρκας. Απαγόρευσε τα
μοναδικά χάδια, τα φιλιά του φωτός, τις σαρκικές τρυφερότητες, το μοίρασμα των
ηδονών. Εφηύρε έναν νυχτερινό έρωτα που μέσα στο σκοτάδι του τα σώματά μας
συνεχίζουν να κείτονται σαν μέσα σε ένα σάβανο χωρίς αρώματα».

Παραμένουμε
ερωτευμένοι με το απονεκρωμένο σώμα του μυθικού Ιησού, ένα σώμα που δεν τρώει,
που δεν πίνει, δεν απολαμβάνει τον έρωτα. Και φθάνουμε (μέσω του Παύλου από την
Ταρσό, στη διδασκαλία του οποίου βασίζεται ο χριστιανισμός) στην πρόταση της
μίμησης ενός δεύτερου προτύπου, του σώματος του Χριστού, δηλαδή ενός πτώματος.
Με άλλα λόγια, ο χριστιανός καλείται «να ζήσει κατά το δυνατόν σύμφωνα με αυτόν
τον θανατηφόρο, θανατοφιλικό, εξιλεωτικό κανόνα. Κάθε ύπαρξη που τίθεται υπό το
σύμβολο του Γολγοθά, του Σταυρού, του Πάθους, της Σταύρωσης, επισπεύδει το
ένδοξο πεπρωμένο».

Ο μηδενισμός της σάρκας φθάνει σε μας και από τον Σαντ και ύστερα με τον Μπατάιγ, δύο απρόσμενους υποστηρικτές του χριστιανικού νυχτερινού έρωτα. Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ επιδιώκει μια εντελώς εγωιστική απελευθέρωση της σάρκας, ενώ για τον Μπατάιγ η ηδονή ενεργοποιείται με την αγωνία, η ερωτική πράξη με τη θυσία, ο οργασμός με τη θλίψη, η εκσπερμάτιση με την αγωνία του θανάτου, η απόλαυση με τον πόνο, η γυναίκα με τον βιασμό. Όλα παραλλαγές του ίδιου μοτίβου: κάθε πόθος κινητοποιεί την επιθυμία του φόνου.
Ο
Μισέλ Ονφρέ, φοιτητής ακόμη, διαβάζοντας για την Ελλάδα και τη Ρώμη ανακάλυψε
βιβλία που έδιναν τη δυνατότητα για μια ενασχόληση με την «τέχνη του έρωτα» με
μη χριστιανικό τρόπο. Έτσι βρέθηκε μπροστά στο κάμα-κάλα, με υπότιτλο
«Φιλοσοφική ερμηνεία των ινδουιστικών ερωτικών γλυπτών».
Το
ερωτικό μάθημα ξεκινάει από τα γλυπτά των ινδικών ναών. Φιλιά, πεολειχίες,
ομαδικές συνουσίες, ακροβατικά συμπλέγματα, αυνανισμοί. Το μοναδικό αντίδοτο
στην απονεκρωμένη, καταπιεσμένη, όλο ταμπού σεξουαλικότητα της Δύσης.
Στην
ινδική εικονογραφία το γυναικείο στήθος είναι χυτό, διογκωμένο, προκλητικό,
στρογγυλό σαν τον κόσμο, προκαλεί το χέρι του άνδρα να το χαϊδέψει, όχι το
στόμα το βρέφους να το θηλάσει. Η εξύμνηση της ζωής, η συντροφικότητα των
σωμάτων, η θετικότητα της ηδονής, η φυσική έκσταση, οι γυναίκες συνένοχοι, οι
δυνατότητες του σπέρματος, «όλα οδηγούν
σε ένα είδος οικοσοφίας, παγκόσμιας, κοσμικής σοφίας, όπου τα μέρη της φύσης
συνυπάρχουν αρμονικά σε μια μεγάλη σπινοζική Ενότητα».

"Ce qu'il y a de
bien avec Onfray, c'est qu'il creuse un sillon, toujours le même, en
l'approfondissant depuis une cinquantaine de livres. L'inépuisable et fécond
sillon du nietzchéisme. Certes remixé pour cause d'adaptation aux temps
modernes mais c'est le propre des grands systèmes de pensée de bien résister à
ces modulations. Une fois encore, il le met au service de sa dénonciation du
christianisme. Sauf que cette fois, il s'agit de montrer en quoi il fut et
demeure un attentat contre la vie puisqu'il est coupable d'avoir fait de la
sexualité une chose impure. Onfray brasse de références philosophiques et
religieuses, tapant toujours sur le même clou non sans talent. Pour aboutir à
quoi au fond?

A conclure que
l'éros indien rend bien plus libre et heureux que l'éros chrétien, que Shiva
est une divinité hédoniste et que le Kâma-Sûtra devrait chasser de nos têtes la
Cité de Dieu d'Augustin. Pas seulement les images du Kâma-Sûtra et les
techniques de position qui y sont inventoriées, mais bien son texte, largement
ignoré, aux antipodes du nihilisme chrétien de la chair.
A le suivre, on en
finirait par se demander si ce n'est pas là que le sacré s'est finalement
réfugié ! Il n'est de meilleur bible à ses yeux pour épuiser le champ
des possibles. Il y voit l'antidote au culte de Jésus, corps qui ne boit, ne
mange, ni ne rit, pas plus qu'il ne fait l'amour, "autrement dit un
anticorps". Pierre Assouline.
Ο
συγγραφέας της «Τέχνης του Έρωτα» Vatsyayana έγραψε αυτό το έργο κατά τον 3ο ή
4ο αιώνα μ.Χ. Μέσα από 1.250 στίχους διδάσκει σε άνδρες και γυναίκες την τέχνη
του έρωτα μαζί με συμβουλές, συνταγές για ερωτικά φίλτρα, αλλά και συνταγές για
τόνωση και βελτίωση του ανδρικού οργάνου! Την εποχή που έγινε η συγγραφή του
βιβλίου ο Vatsyayana ήταν αναχωρητής και βρισκόταν στην τέταρτη περίοδο της
ανθρώπινης ζωής του.
Σε
μια εποχή όπου οι γάμοι γίνονταν από συνοικέσιο και τα ζευγάρια συναντιόνταν
συνήθως μετά τον γάμο, το βιβλίο αυτό ήταν κατά κάποιον τρόπο ένα βοήθημα με
σκοπό να στηρίξει τις σχέσεις του ζευγαριού αλλά και να διαχωρίσει την ερωτική
πράξη από τα ζωώδη ένστικτα και να αναγάγει ακόμη και την πιο μικρή της
λεπτομέρεια σε ανώτερη τέχνη.
Χαιρετίζοντας
και τιμώντας κατ’ αρχήν το Ντάρμα (τάξη του κόσμου), την Άρθα (πλούτο), και τον
Κάμα (έρωτα), θέτει τους ερωτικούς κανόνες και προτείνει τρόπους διέγερσης και
ερωτικές στάσεις, πάντα σε αρμονία με αυτές τις τρεις δυνάμεις.
Χωρίς
να εγκαταλείπει ποτέ το διδασκαλικό ύφος, υμνεί το ανδρικό όργανο – lingam –
σαν σύμβολο της γονιμότητας αλλά και του θεού Σίβα, και το γυναικείο – yoni –
της θεάς Παρβάτι, γυναίκας του Σίβα, και διδάσκει ερωτικές στάσεις που αρκετές
φορές είναι ακροβατικές και χρειάζονται βοηθούς για την ολοκλήρωσή τους
(άλλωστε την εποχή εκείνη οι άνδρες είχαν τη δυνατότητα να έχουν πολλές
συζύγους, ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση).
Οι
είκοσι αιώνες χριστιανισμού έχουν δημιουργήσει ένα σώμα αξιοθρήνητο και μια
σεξουαλικότητα καταστροφική. Από τον μύθο του Υιού του Θεού που ενσαρκώνεται ως
Υιός του Ανθρώπου, ένας μύθος με το όνομα Ιησούς χρησιμεύει ως πρωταρχικό
παράδειγμα προς μίμηση: ένα σώμα που δεν πίνει, δεν τρώει, δεν γελά, δεν έχει
σεξουαλικότητα, με άλλα λόγια, ένα "αντίσωμα".
Η
νεύρωση του Παύλου από την Ταρσό, ενός σεξουαλικά ανίκανου που επιδιώκει να
επεκτείνει την ολέθρια μοίρα του σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, καταλήγει στην
πρόταση της μίμησης ενός δεύτερου προτύπου: του σώματος του Χριστού, δηλαδή
ενός "πτώματος".
Με
βάση την αρχή της διπλής αυτής μίμησης, δηλαδή ένα αγγελικό αντίσωμα το οποίο
μπορεί κανείς να επιτύχει θανατώνοντας το σώμα του επί γης, οι Πατέρες της
Εκκλησίας, ένας από τους οποίους είναι και ο Άγιος Αυγουστίνος, αναπτύσσουν μια
θεολογία του χριστιανικού έρωτα που συνιστά έναν "μηδενισμό της
σάρκας".
Πρότυπο
της αγαλλίασης γίνεται ο μάρτυρας που απολαμβάνει τον πόνο και τον θάνατο για
να κερδίσει μια θέση στον παράδεισο. Μια δεύτερη θεολογία του χριστιανικού
έρωτα περνά από τον Σαντ και τον Μπατάιγ, δυο απρόσμενους υποστηρικτές του
χριστιανικού νυχτερινού έρωτα: ταύτιση του πόνου με την απόλαυση, περιφρόνηση
για τις γυναίκες, μίσος για τη σάρκα, αποστροφή για το σώμα, ηδονή στον
θάνατο...

Η
εξουδετέρωση αυτού του μηδενισμού της σάρκας βρίσκεται στο Κάμα-Σούτρα, ένα
ισχυρό αντίδοτο στο δηλητήριο των Πατέρων της Εκκλησίας. Κάτω από τον ήλιο της
Ινδίας, ο ηλιακός ερωτισμός προϋποθέτει μια ερωτική πνευματικότητα της ζωής,
την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, τις τεχνικές του ερωτικού σώματος, την
κατασκευή ενός σώματος που συνεργάζεται με τη φύση, την προώθηση όμορφων
ατομικοτήτων, αρσενικών και θηλυκών, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ακτινοβόλο
σώμα για μια χαρούμενη ύπαρξη. Η "Αναζήτηση
των ηδονών" μιλά για τον χριστιανικό σκοταδισμό της σάρκας και
προτείνει τη φιλοσοφία ενός αισθησιακού Διαφωτισμού.

Η
μεγάλη πρωτοπορία του Κάμα-Σούτρα ήταν η αντίληψη για τη θέση της γυναίκας.
Όταν στην Ευρώπη του 3ου αιώνα, οι γυναίκες θεωρούνταν «κατώτερα όντα», το
ινδικό κείμενο τις παρουσίαζε ως ισάξιες του άντρα και αφιέρωνε μεγάλο κομμάτι
στη γυναικεία ικανοποίηση. Έλεγε, μάλιστα, ότι αν ο άντρας δεν μπορεί να
προσφέρει απόλαυση στη γυναίκα του, εκείνη ήταν ελεύθερη να την αναζητήσει
αλλού.
Η
γλώσσα του κειμένου, όμως, ήταν μία αρχαϊκή μορφή των Σάνσκριτ. Ήταν τόσο
δύσκολη στην κατανόηση, που το κείμενο ξεχάστηκε με το πέρασμα του χρόνου.
Διατηρήθηκε μόνο μια πιο σύγχρονη μορφή του, που κυκλοφόρησε τον 15ο αιώνα, με
τον τίτλο «Ανάνγκα-Ράνγκα».
Η
σύγχρονη έκδοση, όμως, είχε τροποποιήσει αρκετά σημεία του αρχαίου κειμένου,
για να συμβαδίσει με την πιο συντηρητική κοινωνία του 15ου αιώνα. Ειδικά τα
σημεία που αναφέρονταν σε αυξημένη ελευθερία και δύναμη των γυναικών, είχαν
μειωθεί σημαντικά, ή ακόμα και εξαλειφθεί. Στην πραγματικότητα , το αρχαίο
ινδικό κείμενο είχε μεγαλύτερη σημασία από ότι ένας απλός οδηγός του σεξ.
Ο
μύθος λέει, ότι τα κείμενα του Κάμα-Σούτρα είχαν θεϊκή προέλευση. Ο Νάντι, ο
ιερός ταύρος που προστάτευε το Θεό Σίβα, είχε δει τον Θεό να κάνει έρωτα με τη
γυναίκα του, Παρβάτι. Η σκηνή ενέπνευσε τον ιερό ταύρο, ο οποίος έδωσε στους
ανθρώπους τις οδηγίες για μία ευτυχισμένη ζωή. Η σοφία του ταύρου μεταφερόταν
από στόμα σε στόμα για πολλούς αιώνες, μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. Τότε, ο Ινδός
σοφός, Βατσιαγιάνα, συνέλλεξε τη λαϊκή σοφία και έγραψε το Κάμα-Σούτρα.
Το
όνομα του κειμένου σημαίνει κυριολεκτικά «Οδηγίες για σεξουαλική απόλαυση». Το
περιεχόμενό του, όμως, δεν αποτελείται μόνο από τεχνικές οδηγίες για καλύτερο
σεξ. Το κομμάτι που γνωρίζουμε σήμερα, η αρχαία μορφή του «Κοσμοπόλιταν», είναι
μόνο ένα κεφάλαιο απ’ το αρχαίο βιβλίο. Τα υπόλοιπα μιλάνε, για το πώς ο
άνθρωπος μπορεί να ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή με τον σύντροφό του, αλλά και ως
μέλος της ευρύτερης κοινωνίας....

Στο
πρώτο από τα επτά συνολικά μέρη του έργου, ο Βατσιαγιάνα απαριθμεί τις
εξηντατέσσερις τέχνες που κάθε κορίτσι καλής οικογενείας πρέπει να κατέχει, και
των οποίων ο άριστος χειρισμός εξασφαλίζει άνεση και εκτιμάται στις εταίρες
υψηλής τάξης: από το τραγούδι, το χορό και τη ζωγραφική, μέχρι το μασάζ, τη
γνώση της αγιουβέρδικης ιατρικής και τα παιχνίδια με ζάρια. Κι αφού καταγράψει
την καθημερινότητα ενός «εξέχοντος άνδρα» μαζί με σκέψεις γύρω από τις γυναίκες
που πρέπει να συναναστρέφεται, περνά στο δεύτερο και διασημότερο μέρος του
«Κάμα-Σούτρα», αυτό που αφιερώνεται στην ερωτική ένωση.
Στο
«Κάμα-Σούτρα» αποτυπώνονται εύκολες και περίπλοκες ερωτικές στάσεις, μικρές και
μεγάλες διαστροφές, επιδέξιες πεολειξίες και σαδομαζοχιστικές τεχνικές, αλλά ο
συντάκτης του εγχειριδίου υπενθυμίζει πως «στη φλόγα του έρωτα μόνο το πάθος
εμπνέει τις πράξεις».
Κι
ακόμα, ότι οι παραπάνω ερωτικές πρακτικές ούτε σ’ όλον τον κόσμο ταιριάζουν,
ούτε εφαρμόζονται σε κάθε στιγμή. Ο Βατσιαγιάνα επιμένει πως η ερωτική
συμπεριφορά «πρέπει να υπαγορεύεται από έναν συμβιβασμό των θρησκευτικών νόμων,
των τοπικών συνηθειών και των προσωπικών προτιμήσεων του καθενός».
«Σύμφωνα
με τα χαρακτηριστικά και τις διαστάσεις του πέους του», διαβάζουμε, «ο άνδρας
είναι λαγός, ταύρος ή άλογο. Ομοίως, η γυναίκα είναι αντιλόπη, φοράδα ή
ελεφαντίνα, σύμφωνα με το βάθος του κόλπου της».
Δεν
είναι όμως μόνο οι ταιριαστές μεταξύ τους διαστάσεις που χαρίζουν ισορροπημένη
απόλαυση. Αυτή εξαρτάται κι από την θέρμη του πάθους, όπως και από τη
διάρκεια της ένωσης. Οι τεχνικές της προσέγγισης, οι ερεθιστικές προετοιμασίες,
τα διαφορετικά είδη φιλιού, η χρήση νυχιών και δοντιών, οι δαγκωνιές, τα
χτυπήματα, οι ήχοι του έρωτα και οι αναστεναγμοί, όλα μπαίνουν στο μικροσκόπιο.

Στο
δεύτερο μέρος γίνεται επίσης εκτενής λόγος για τους ευνούχους που, όπως
επισημαίνει ο Παπέν, σε καμιά περίπτωση δεν είχαν την ευθύνη φύλαξης του
χαρεμιού όπως νομίζαμε, και των οποίων η κοινωνική θέση, στους αιώνες που
μεσολάβησαν, δεν εξελίχθηκε καθόλου. Το πιο λάγνο μέρος του «Κάμα-Σούτρα»
ολοκληρώνεται μ’ ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στους ερωτικούς καβγάδες, όπου η
ζήλια, η υστερία, ο θυμός, μαζί με τα τεχνάσματα της συμφιλίωσης, λες και
υπακούουν σ’ ένα τελετουργικό που παραπέμπει σε παιχνίδι ερωτευμένων πουλιών.
Από δω και πέρα, όμως, η λαγνεία δίνει τη θέση της στην …αδιακρισία, καθώς
εισβάλουμε διαδοχικά απ’ τα δωμάτια των συζύγων σ’ εκείνα των παράνομων
ζευγαριών, για να καταλήξουμε στα χαρέμια και το περιβάλλον των εταίρων.

Πώς
επιλέγει κανείς το κορίτσι που θα παντρευτεί; Πώς κερδίζεται η εμπιστοσύνη της
νεαρής συζύγου; «Εκείνος που αγνοεί μια νεαρή γυναίκα επειδή φαίνεται πολύ
σεμνή, κερδίζει μόνο την περιφρόνησή της. Τον αντιμετωπίζει σαν ζώο ανίκανο να
τη σαγηνεύσει». Όσο για τους «ηλίθιους που δεν γνωρίζουν τίποτε από γυναικεία
ψυχολογία και παίρνουν τα κορίτσια δια της βίας, θα ΄ρθουν αντιμέτωποι με
καταθλιπτικές συζύγους που θ’ αποστρέφονται τον άντρα τους»…

Στο
τέταρτο και αρκούντως διδακτικό μέρος, το «Κάμα-Σούτρα» κωδικοποιεί τη
συμπεριφορά μιας πιστής γυναίκας, παρουσία και απουσία του συζύγου της, τόσο
απέναντι στον ίδιο και την οικογένειά του όσο και στις γυναίκες που εκείνος
έχει ήδη ή πρόκειται να παντρευτεί. Στο επόμενο κεφάλαιο, το επικεντρωμένο
στους μοιχούς εραστές, δίνεται αναλυτικός κατάλογος των ανδρών που γνωρίζουν
κατά κανόνα τη μεγαλύτερη επιτυχία. Ανάμεσά τους, οι καλοί ομιλητές, οι
γοητευτικά αρρενωποί, όσοι εμπνέουν εμπιστοσύνη και πρώτοι απ’ όλους, βέβαια,
όσοι γνωρίζουν το Κάμα-Σούτρα! Στον δε κατάλογο με τις γυναίκες που εύκολα
κατακτώνται, θα συναντήσουμε από εκείνες που «περνούν τον καιρό τους πάνω στις
ταράτσες κοιτάζοντας τον δρόμο», μέχρι τις νωθρές, τις καμπούρες, τις
ζηλόφθονες και τις διεφθαρμένες….

Ποιους
εραστές πρέπει ν’ αποφεύγουν οι εταίρες; Η απάντηση δίνεται στο τελευταίο μέρος
του εγχειριδίου, αυτό που περιγράφει έναν κόσμο όλο πονηριά, μηχανορραφίες και
υποκρισία, κι όπου πρωταγωνιστούν οι μόνες πραγματικά ελεύθερες γυναίκες. Οι
εταίρες, λοιπόν, οφείλουν να μένουν μακριά από τους φυματικούς, απ’ όσους
έχουν εντερικά προβλήματα ή δύσοσμη αναπνοή, από εκείνους που εγκαταλείπουν
τους γονείς αλλά και από μια κατηγορία ακόμη, τους πουριτανούς! Όπως πάντως
επισημαίνει ο Παπέν, το βασικότερο μέλημα για τις ιέρειες της ηδονής ήταν ν’
αποτιμούν τα κέρδη και τις ζημίες τους. Κι ενώ κατέστρεφαν τους εραστές τους,
αφιέρωναν ταυτόχρονα σεβαστό μέρος της περιουσίας τους για την ανέγερση ναών.

Το
«Κάμα-Σούτρα» αντιστάθηκε στο πέρασμα του χρόνου. Κάθε ιδιωτική βιβλιοθήκη στην
Ινδία που σέβεται τον εαυτό της διαθέτει αντίτυπό του και το βιβλίο συνεχίζει
να πωλείται στα καλύτερα βιβλιοπωλεία στο Δελχί, τη Βομβάη ή την Καλκούτα.
Ακόμη και οι αναλφάβητοι γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται κι ας αποφεύγουν από
σεμνότητα να το σχολιάζουν. Σύμφωνα πάντα με τον Γάλλο μελετητή, δεν πρέπει ν’
αναζητήσει κανείς «πνευματικότητα» στις σελίδες του. Όποιος όμως σκύψει πάνω
απ’ αυτό το αρχαίο κείμενο, με το στομφώδες αλλά και περιπαιχτικό κατά τόπους
ύφος, θ’ ανακαλύψει την εικόνα μιας κοινωνίας εύπορων, καλλιεργημένων και
θρησκευόμενων ανθρώπων, με τις χαρές, τις έγνοιες και τις ανησυχίες τους,
ανθρώπων που λαχταρούν ν’ απολαύσουν τα πάντα στο έπακρο, χωρίς να παραβούν
ούτε τους νόμους, ούτε την τρυφερότητα και την ευαισθησία τους.






«Οι
δάσκαλοι στο ζήτημα της απόλαυσης πιστεύουν ότι υπάρχουν τέσσερα είδη έρωτα ή
προτιμήσεων: Ο έρωτας ή η ικανοποίηση που προκύπτει από τη συνήθεια, η
ικανοποίηση που γεννιέται από τη φαντασία, ο έρωτας που προέρχεται από την
αμοιβαία εμπιστοσύνη και οι προτιμήσεις που απορρέουν από την επαφή με
αντικείμενα των αισθήσεων».
«Στην
ανάμειξη του γάλακτος με το νερό, οι εραστές, τυφλωμένοι από το πάθος και πέρα
από τα προσχήματα, κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον, είτε καθιστοί είτε
ξαπλωμένοι, μοιάζουν σαν να θέλουν να διεισδύσουν ο ένας στο κορμί του άλλου».
«Η
ανάμειξη του σουσαμιού με το ρύζι συμβαίνει όταν οι εραστές είναι ξαπλωμένοι σε
κρεβάτι και αγκαλιάζονται τόσο σφιχτά ώστε τα χέρια και τα πόδια τους είναι
απολύτως περιπλεγμένα και τρίβονται μεταξύ τους, δοκιμάζοντας αμοιβαία
διέγερση.»

























«Πιστεύουμε ότι αγαπάμε, αλλά ενεργούμε ως
έρμαιο της φύσης, που μας οδηγεί όπου θέλει αυτή: να κάνουμε παιδιά, να
αναπαραχθούμε, να εξασφαλίσουμε τη διαιώνιση του είδους στον πλανήτη... Η έλξη
του Ρωμαίου για την Ιουλιέτα δεν αποκαλείται Έρωτας, αλλά ενστικτώδης τροπισμός
των αναπαραγωγικών όντων. Εξ ου και οι παρεξηγήσεις των δύστυχων που έχουν
πιαστεί στα δίχτυα του γάμου, μια πραγματική παγίδα, στην οποία πέφτουν οι
περισσότεροι: παντρευόμαστε πιστεύοντας ότι ενώνουμε τη ζωή μας με τη ζωή του
άλλου μας μισού, αγαλλιάζουμε στην ιδέα ότι έχουμε βρει το alter ego, κάνουμε
οικογένεια, φέρνουμε στον κόσμο παιδιά, και μόλις αυτός ο σκοπός
πραγματοποιείται και το είδος ικανοποιείται, τίποτα πλέον δεν δικαιολογεί τη
δέσμευση που η κοινωνία θέλει να συνεχίζεται μέχρι τον θάνατο ενός από τους
δύο. Εξ ου οι ψυχοπαθολογίες που συνδέονται με αυτή την κατάσταση: νεύρωση, ψύχωση,
διανοητικές παθήσεις, διάφορες διαταραχές...»

«Ο
ινδουιστικός πολυθεϊσμός παραπέμπει πάντα σε μια άφατη δύναμη που γίνεται
αντιληπτή από το σώμα και ασκείται πνευματικά μέσω του ερωτισμού. Μπορεί το
κάμα-σούτρα να είναι ένα διάσημο βιβλίο κυρίως λόγω των απεικονίσεων απίστευτα
δύσκολων σεξουαλικών στάσεων, αλλά η σημασία του βρίσκεται αλλού. Διδάσκει
ουσιαστικά μια ερωτική πνευματικότητα της ζωής που βρίσκει την εφαρμογή της στη
σεξουαλική πράξη: την κατασκευή ενός σώματος που συνεργάζεται με τη φύση, τη
δημιουργία μιας απόλαυσης για δύο, το ενδιαφέρον για τον άλλον, τις απαραίτητες
αρετές: λεπτότητα, προνοητικότητα, γλυκύτητα, στοργή, επινοητικότητα, φαντασία.
Αυτή η ινδική ισότητα υπαρξιακής μεταχείρισης ανδρών και γυναικών δεν απαλείφει
τις διαφορές. Αντιθέτως, μας κάνει να σκεφτούμε τις διαφορές σε σχέση με τη
φυσιολογία του καθενός.»

Vingt siècles de
christianisme ont imposé une conception du corps déplorable et une sexualité
catastrophique, par l'imitation d'un corps qui ne boit pas, ne mange pas, ne
rit pas et n'a pas de sexualité. Si les Pères de l'Eglise ont développé une
théologie de l'Eros chrétien avec la souffrance et la négation du corps, Sade
et Bataille seront les défenseurs du versant «nocturne» de cet Eros: mépris
des femmes, dégoût des corps, volupté
dans la mort. Quel antidote à ce nihilisme de la chair? À ce mépris d'un
Occident castrateur, Michel Onfray substitue un érotisme solaire, directement
inspiré du Kâma-Sûtra et de la spiritualité indienne. Un essai salvateur “Le souci des plaisirs: construction d'une
érotique solaire” propose une philosophie des Lumières sensuelle:
construire un corps radieux pour une existence jubilatoire.
Πηγές:
Κατερίνα Δαφέρμου, Αφήστε τα σώματα να ανθήσουν, "Το Βήμα"/
"Βιβλία", 8.2.2009 - https://www.lifo.gr/culture/vivlio/kama-soytra-erotismos-kai-arhaia-keimena - Μισέλ
Ονφρέ, «Η αναζήτηση των ηδονών. Δημιουργία ενός ηλιακού ερωτισμού». Μετάφραση Θεοδώρα Καραβάτζη, Δήμητρα Γεράση, Εκδόσεις Εξάντας.