Καλλιτεχνική
απεικόνιση του HD 52265 και του γίγαντα αερίου που βρίσκεται σε τροχιά γύρω
του. Οι αναλύσεις των ταλαντώσεων του άστρου επέτρεψαν στους επιστήμονες να
κάνουν διάφορες μετρήσεις για τα δύο σώματα. A team of
researchers has devised a way to measure the internal properties of stars -- a
method that offers more accurate assessments of their orbiting planets. The
researchers examined HD 52265 and a single planet in the star's orbit. This is
an artistic rendering of HD 52265 and its orbiting Jupiter-like planet. Credit: MPI for Solar System Research/Mark
A. Garlick
Το
φαινόμενο των αστρικών ταλαντώσεων ανακαλύφθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970
και αποτέλεσε τη βάση για τον κλάδο της ηλιακής σεισμολογίας, τη μελέτη της
κίνησης και της μεταφοράς θερμότητας μέσα και γύρω από τα άστρα. Ερευνητές στη
Γερμανία κατάφεραν αναλύοντας αστρικές ταλαντώσεις να ανακαλύψουν στοιχεία και
για ένα πλανήτη εξέλιξη που αναμένεται να ανοίξει νέους δρόμους στην διαστημική
εξερεύνηση.
H
ανακάλυψη
Researchers
examined HD 52265 and a single planet in the star’s orbit using the COROT space
telescope, above, part of a space mission led by the French Space Agency in
conjunction with the European Space Agency. (Credit: CNES/D. Ducros)
Οι
ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα που έχει καταγράψει το διαστημικό παρατηρητήριο COROT από ένα πλανήτη και το μητρικό του άστρο.
Πρόκειται για το άστρο HD
52265 που βρίσκεται σε απόσταση 90 ετών φωτός από εμάς στον αστερισμό του
Μονόκερου. Το HD
52265 ανήκει στο ίδιο είδος άστρων με τον Ήλιο, έχει παρόμοιο μέγεθος με αυτόν
αλλά είναι πολύ νεότερο αφού υπολογίζεται ότι έχει ηλικία 2,1-2,7 δισ. ετών.
Μέχρι στιγμής έχει εντοπιστεί να κινείται γύρω από το HD 52265 ένας πλανήτης. Αναλύοντας τις
αστρικές ταλαντώσεις οι ερευνητές υπολόγισαν την ταχύτητα περιστροφής του
άστρου.
Η
ταχύτητα περιστροφής είναι παράγοντας που παίζει καθοριστικό στα φαινόμενα που
παράγονται σε ένα άστρο. Κατάφεραν επίσης να υπολογίσουν το μέγεθος του
πλανήτη. Πρόκειται για ένα γίγαντα αερίου με μάζα 1,85 φορές μεγαλύτερη από
αυτή του Δία. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «PNAS».