Γιάννης
Σκαρίμπας, Φαντασία
Nάναι
σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς
έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη,
και
σένα του καπέλλου σου βαμμένη φανταιζί
κάποια
κορδέλλα του, τρελλά να χαιρετάει.
Kαι
νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι’
άστρα τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι’
αυτός ο άνεμος τρελλά, –τρελλά να μας σκουντά
όλο
προς τη γραμμή των οριζόντων.
Kι’
όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός
για
ένα –με γυάλινα πανιά– πλοίο που πάει
όλο
βαθειά, όλο βαθειά, όσο που πέφτει εκτός :
όξ’
απ’ τον κύκλο των νερών –στα χάη.
Kι’
όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
πέρ’
από τόπους και καιρούς έως ότου –φως μου–
–καθώς
τρελλά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλλα η φανταιζί,–
βγούμε
απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου…
(από
το "Ουλαλούμ", 1936)
Mανόλης
Aναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
Στην
οδό Αιγύπτου ―πρώτη πάροδος δεξιά―
Τώρα
υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά
γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και
τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε
τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα
πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα
επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες,
καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
Θυμούνται
τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν
έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά
τους
Ελπίζοντας
πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως
στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς
το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται Η Τράπεζα Συναλλαγών
―εγώ
συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται―
Τουριστικά
γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
―εμείς
μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν―
Όπου
και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η
Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές
Η
Ελλάς των Ελλήνων.
(από
το «Ποιήματα 1941-1971», Νεφέλη 2000)
Άκανθος,
"Έτος ιδρύσεως"
ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΜΑΓΟΥΛΑ
ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΣΤΑΖΟΥΝ ΧΡΩΜΑΤΑ
ΑΓΟΡΑΣΜΕΝΑ
ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ
ΑΣΤΙΡΙΚΤΕΣ ΦΟΡΜΕΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΒΑΣΑΝΟ
ΚΑΡΜΙΝΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΗ
ΡΑΚΙ
ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΜΕ
ΔΥΛΙΤΙΡΙΑΖΕΙ
ΟΙ ΜΕΤΑΚΙΝΟΥΜΕΝΕΣ
ΠΑΥΣΕΙΣ
ΟΡΓΑΝΩΝΟΥΝ ΤΗΝ
ΑΣΤΑΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ
ΑΥΤΟΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕΝΟΙ
ΦΙΛΟΙ
ΠΙΝΟΥΝ ΥΓΡΑ ΣΤΟ
ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ
ΠΟΥ ΑΛΑΖΕΙ ΜΕ ΤΟΝ
ΚΑΙΡΟ
ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ
ΦΩΡΜΙΟΝΑΣ ΠΑΓΚΡΑΤΙ ΜΕΤΣ
ΤΟ ΧΙΛΙΑ
ΕΝΙΑΚΟΣΣΙΑ ΟΓΔΟΝΤΑΚΙΤΡΙΝΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ
Ο ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΗΣ
ΖΩΓΡΑΦΙΖΩΝ
ΧΑΡΤΙ ΤΗΣ
ΛΙΘΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΥ
ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΜΕΤΡΗΜΕΝΑ
ΑΠΟΡΟΣ
ΚΑΙ ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟΣ
ΠΑΤΩ ΣΙΓΑΝΑ ΤΗΝ
ΑΓΡΙΑ ΑΤΤΙΚΗ ΓΗ
ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΚΑΤΑΠΙΕΙ
ΚΙ ΕΜΕΝΑ ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
ΕΤΟΣ ΓΕΝΗΣΕΩΣ
ΚΙΤΡΙΝΟ ΜΕ ΣΤΙΓΜΑΤΑ ΠΡΑΣΙΝΟΥ
ΤΟΥ ΒΕΡΟΝΕΖΕ
ΕΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ 25
ΜΑΥΡΑ ΚΑΙ ΟΛΗ Η ΓΚΑΜΑ ΤΩΝ ΓΚΡΙΖΩΝ
ΚΑΙ 10 ΠΙΝΕΛΙΕΣ
ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΗΣ ΑΛΙΖΑΡΙΝΗΣ
ΔΙΑΦΑΝΟ ΣΑΝ ΤΗΝ
ΧΛΩΡΙΝΗ ΕΝΟΣ ΚΑΘΑΡΙΣΤΗ
ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Nίκος
Εγγονόπουλος, Σύντομος Βιογραφία του Ποιητού Kωνσταντίνου Kαβάφη (και του
καθενός μας – άλλωστε)
...δεν
έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
K. KABAΦH H πόλις
νταλγκαδιασμένος
και βαρύς
γυρνάει
τα στενορρύμια
της
πολιτείας της άχαρης
που
τρώει τα σωθικά του
σ'
αυτήν εδώ γεννήθηκε
σ'
αυτή θε ν' αποθάνη
εδώ
πίκρες τον πότισαν κρουνηδόν
εδώ
τον βασανίσαν
μόνος
του
πίστεψε
- φορές -
πως
τη χαράν ευρήκε σπανίως
κάποτε
θέλησε κι' αυτός
κάπου
μακρυά να φύγη
μα
εκατέβη στο γιαλό
και
δεν είχε καράβι
Καλλιόπη Εξάρχου, Σιωπή
Μύριζαν σιωπή
από μακριά
Ούτε μια λέξη
που να μοσχοβολάει
φρεσκάδα
ούτε ένα φωνήεν
από εκείνα τα αλαφροΐσκιωτα
που ενοχλούν
τα ανάπηρα αυτιά
Κι όμως είναι μαζί
αιώνες τώρα
μια κοψιά
ένας τάφος
Στόματα
σώματα
σιγαστήρες
Καλλιόπη Εξάρχου, "Μάχιμα Χείλη", Εκδόσεις Σοκόλη, 2014
Γιώργος
Δάγλας, Τα πουλιά
Τα
πουλιά,
σκέφτεται
ο Μήτσος,
όταν
τη μαύρη νύχτα
γυρνάνε
στο ρημάδι τους
κινάνε
για ένα άλλο ταξίδι.
Χωρίς
άρμπουρα πλοίων
σ'
εξωτικά νησιά
Χωρίς
καραβάνια να διασχίζουν
νύχτα
την έρημο
Χωρίς
έλκηθρα στις παγωμένες στέπες.
Τα
πουλιά
σκέφτεται
ο Μήτσος,
μελαγχολούν
κι αυτά,
και
γέρνει σε κάτι ξερόκλαδα
να
ξεχαστεί.
Γιώργος
Δάγλας, Άσυλο
Τις
μίζερες συνοικίες και τα σαλόνια των ηθοποιών.
Σ’
αυτή τη νύχτα που δεν έχει τέλος.
Απ’
τη χαραμάδα του κόσμου ακούω τους
Πιάνω
τα χέρια της Αστυπάλαιας.
Βλέπω
τα μάτια που πνίγονται.
Αυτό
το άσυλο σχιζοφρενών ήταν η κατοικία του
Το
αόρατο μουσείο της λήθης.
κεντημένα
στα κλειστά μας βλέφαρα.
(απ’
τη συλλογή «Το μαύρο χιόνι» εκδ. Ελλέβορος)
Γιώργος
Δάγλας, Απεργία Πείνας
Δεν έρχονται στα χέρια μου
σφυριά
δεν πιάνονται περίστροφα
Στιγμή τη στιγμή
σφιγγομαι
στις κουρτινες και τα ξυραφακια
ψαχνοντας
έναν ησυχο πλανητη
να
πιω καφέ χωρίς εφημερίδα.
Δεν τρώω πια.
Φωτογραφίες:
© Κωνσταντίνος Βακουφτσής
Ποίηση:
Mανόλης Aναγνωστάκης, Γιώργος Δάγλας, Γιάννης Σκαρίμπας, Άκανθος, Καλλιόπη Εξάρχου, Nίκος
Εγγονόπουλος.