Το ιστολόγιο "Τέχνης Σύμπαν και Φιλολογία" είναι ένας διαδικτυακός τόπος που αφιερώνεται στην προώθηση και ανάδειξη της τέχνης, της επιστήμης και της φιλολογίας. Ο συντάκτης του ιστολογίου, Κωνσταντίνος Βακουφτσής, μοιράζεται με τους αναγνώστες του τις σκέψεις του, τις αναλύσεις του και την αγάπη του για τον πολιτισμό, το σύμπαν και τη λογοτεχνία.
Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.
Επίτευγμα
ελλήνων και αλλοδαπών επιστημόνων. Methane in shale gas can be turned
into hydrocarbon fuels using an innovative platinum and copper alloy catalyst,
according to new research led by UCL and Tufts University. STM imaging of
reaction intermediates on Cu(111) and Pt/Cu SAA surfaces. Credit: Sykes
Το
μεθάνιο του σχιστολιθικού αερίου μετατρέπει αποτελεσματικά σε καύσιμα
υδρογονανθράκων ένας καινοτόμος καταλύτης, τον οποίο δημιούργησαν έλληνες
χημικοί μηχανικοί σε Βρετανία και ΗΠΑ, σε συνεργασία με ξένους συναδέλφους
τους. O καταλύτης αποτελείται
από ένα νέου τύπου κράμα πλατίνας και χαλκού.
Η
πλατίνα ή το νικέλιο διασπά τους χημικούς δεσμούς άνθρακα-υδρογόνου του
μεθανίου, το οποίο υπάρχει στο σχιστολιθικό αέριο, όμως η διαδικασία αυτή
προκαλεί τη λεγόμενη οπτανθρακοποίηση, δηλαδή το μέταλλο σταδιακά καλύπτεται
από ένα στρώμα άνθρακα, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη πλέον η χημική διαδικασία
της κατάλυσης πάνω στην επιφάνεια του μετάλλου.
Ο
νέος καταλύτης, χάρη στο πρωτοποριακό κράμα του, είναι ανθεκτικός στην
οπτανθρακοποίηση, συνεπώς διατηρεί την αποτελεσματικότητά του και επιπλέον
απαιτεί λιγότερη ενέργεια για να διασπάσει τους χημικούς δεσμούς των άλλων
υλικών.
Σήμερα
οι διαδικασίες μετατροπής του μεθανίου σε καύσιμα είναι άκρως ενεργοβόρες,
απαιτώντας θερμοκρασίες περίπου 900 βαθμών Κελσίου. Με το νέο καταλύτη δε
χρειάζεται να ξεπερνούν τους 400 βαθμούς, πράγμα που επιτρέπει σημαντική
εξοικονόμηση ενέργειας.
Οι
ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Μιχαήλ Σταματάκη της Σχολής Χημικών
Μηχανικών του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου (UCL), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο
περιοδικό Χημείας "NatureChemistry", συνδύασαν πειραματικές και
υπολογιστικές μεθόδους, για να δείξουν την αποτελεσματικότητα του νέου
καταλύτη.
Διαπιστώθηκε
ότι η πλατίνα διασπά τους δεσμούς άνθρακα-υδρογόνου του μεθανίου και ο χαλκός
βοηθά στο «ζευγάρωμα» μορίων υδρογονανθράκων διαφορετικού μεγέθους, κάτι που
ανοίγει το δρόμο για τη μετατροπή του μεθανίου σε χρήσιμα καύσιμα. Ακόμη, οι
επιστήμονες έδειξαν ότι το κράμα είναι πολύ σταθερό και απαιτεί μόνο μια πολύ
μικρή ποσότητα πλατίνας για να δουλέψει, κάτι σημαντικό για το κόστος του
καταλύτη.
«Χρησιμοποιήσαμε υπερυπολογιστές για να
μοντελοποιήσουμε πώς συμβαίνουν οι χημικές αντιδράσεις, δηλαδή τη διάσπαση και
τη δημιουργία των δεσμών σε μικρά μόρια πάνω στην επιφάνεια του κράματος του
καταλύτη, καθώς επίσης να προβλέψουμε την απόδοσή του σε μεγάλες κλίμακες»
δήλωσε ο Σταματάκης.
Maria
Flytzani-Stephanopoulos. Photo: Kelvin Ma
Σημαντική
συμβολή στην ανακάλυψη είχε και η άλλη επικεφαλής της έρευνας, η διακεκριμένη
καθηγήτρια Μαρία Φλυτζάνη - Στεφανοπούλου του Τμήματος Χημικών & Βιολόγων
Μηχανικών και διευθύντρια του Εργαστηρίου Νανοκατάλυσης και Ενέργειας του
Πανεπιστημίου Ταφτς των ΗΠΑ. Όπως είπε, «ο επόμενος στόχος θα είναι η
αξιοποίηση του καταλύτη σε βιομηχανικές εφαρμογές».
Στη
μελέτη συμμετείχε και ο καθηγητής Θεωρητικής Χημείας του UCL Άγγελος Μιχαηλίδης. Η ερευνητική ομάδα,
σύμφωνα με πληροφορίες του Αθηναϊκού και Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων,
σχεδιάζει τώρα να αναπτύξει περαιτέρω καταλύτες που θα είναι εξίσου ανθεκτικοί
στην οπτανθρακοποίηση, η οποία παραδοσιακά πλήττει τα μέταλλα που
χρησιμοποιούνται για κατάλυση.
Dr Michail
Stamatakis obtained his Diploma in Chemical Engineering from the National
Technical University of Athens (Greece) in 2004, having graduated 1st in his
cohort. He subsequently joined Rice University (Houston, Texas, USA) for his
Doctoral studies which he completed under the advising of Prof. Kyriacos
Zygourakis in 2009. From 2009 to 2012, Dr Stamatakis performed post-doctoral
research at the University of Delaware (Newark, Delaware, USA) in the research
group of Prof. Dionisios G. Vlachos. He joined UCL in August 2012, where he is
currently a Lecturer in Chemical Engineering.
Ο
Μ. Σταματάκης αποφοίτησε από τη Σχολή Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ το 2004, πήρε
το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο Ράις του Χιούστον (Τέξας) και από το
2012 διδάσκει στο UCL.
Η
Μ. Φλυτζάνη - Στεφανοπούλου αποφοίτησε επίσης από τους Χημικούς Μηχανικούς του
ΕΜΠ και πήρε το διδακτορικό της από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, ενώ από το
1994 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Ταφτς, έχοντας προηγουμένως εργαστεί στο ΜΙΤ και
στη NASA. Θεωρείται μια από
τις σημαντικότερες ερευνήτριες στο πεδίο των καταλυτών διεθνώς και έχει κατ'
επανάληψη βραβευτεί για το έργο της.
Κατακλυσμική
πρόσκρουση - Παραμένει το μυστήριο του χαμένου κρατήρα. A
kilometer-size asteroid slammed into Earth about 800,000 years ago with so much
force that it scattered debris across a 10th of our planet’s surface. Yet its
impact crater remains undiscovered. Now, glassy remains believed to have come
from the strike suggest the asteroid hit southeast Asia as our close ancestors
walked the Earth. An artist’s representation of a large impact on Earth. Credit:
John R. Foster/Science Source
Αυστραλοί
επιστήμονες πιστεύουν ότι ανακάλυψαν νέες βάσιμες γεωλογικές ενδείξεις για την
κατακλυσμική πρόσκρουση στη Γη, κατά πάσα πιθανότητα στη νοτιοανατολική Ασία,
ενός μεγάλου αστεροειδούς διαμέτρου ενός χιλιομέτρου πριν από περίπου 800.000
χρόνια.
Εκτιμάται
ότι έπεσε με τόση δύναμη, που τα υλικά της πρόσκρουσης κάλυψαν σχεδόν το ένα
δέκατο της επιφάνειας του πλανήτη μας. Όμως, ο ίδιος ο κρατήρας που
δημιουργήθηκε από την πτώση, δεν έχει βρεθεί ακόμη.
Οι
ερευνητές, με επικεφαλής τον αστροβιολόγο και γεωχημικό Aαρον Καβόζι του Πανεπιστημίου Κέρτιν του
Περθ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο επιστημονικό έντυπο Geology,
σύμφωνα με το Science, ανακάλυψαν στην Ταϊλάνδη απομεινάρια που
μαρτυρούν το καταστροφικό συμβάν.
«Η πρόσκρουση είναι η πιο πρόσφατη τέτοιου
μεγέθους και με πιθανές παγκόσμιες επιπτώσεις στη διάρκεια της εξέλιξης του
ανθρώπου», δήλωσε ο γεωχημικός Μάριο Τρίλοφ του γερμανικού Πανεπιστημίου
της Χαϊδελβέργης.
Τόσο
μεγάλες προσκρούσεις ουράνιων σωμάτων -αστεροειδών ή κομητών- μπορούν να διαταράξουν
σοβαρά το κλίμα της Γης, καθώς καλύπτουν την ατμόσφαιρα με ένα πυκνό στρώμα
σκόνης και άλλων αερίων, μπλοκάροντας έτσι το φως του Ήλιου για μήνες ή και για
χρόνια.
Στο
παρελθόν, οι επιστήμονες είχαν βρει στην Ασία, στην Αυστραλία και στην Ανταρκτική
διάσπαρτες και άλλες ενδείξεις ότι υπήρξε μια τέτοια πρόσκρουση. Πρόκειται για
τηκτίτες, υαλώδη σώματα βάρους άνω των 20 κιλών, που εκτιμάται ότι
δημιουργήθηκαν κατά την πτώση του αστεροειδούς και εκτοξεύθηκαν σε μεγάλες
αποστάσεις.
A tektite, a piece
of glassy debris created during a large impact. Credit:PjrStudio/Alamy Stock Photo
Ο
Καβόζι μελέτησε τη χημική σύνθεση τέτοιων τηκτιτών από την Ταϊλάνδη και ιδίως
των μικροσκοπικών κρυστάλλων ζιρκονίου που υπάρχουν μέσα στους τηκτίτες και
έχουν ο καθένας πλάτος όσο μισή ανθρώπινη τρίχα. Οι ερευνητές συμπέραναν ότι οι
κρύσταλλοι αυτοί είχαν δημιουργηθεί σε συνθήκες τρομερά υψηλών πιέσεων και
θερμοκρασιών, οι οποίες παραπέμπουν σε μια πρόσκρουση αστεροειδούς.
Παραμένει,
όμως, το μυστήριο του χαμένου κρατήρα και της ακριβούς τοποθεσίας του. Οι
επιστήμονες προβληματίζονται γιατί δεν έχει βρεθεί ακόμη ένας μεγάλος και
γεωλογικά νέος κρατήρας εκτιμώμενης διαμέτρου 50 έως 100 χιλιομέτρων. Αν πάντως
ποτέ ανακαλυφθεί, θα φωτίσει και άλλα ερωτήματα, όπως αν και πώς επηρέασε τους
προγόνους μας εκείνης της εποχής.
Με
αφορμή την πρόσφατη αλλαγή «χρόνου», έχει ελπίζουμε κάποιο ενδιαφέρον να
εξετάσουμε το πώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος αντιλαμβάνεται και επιχειρεί να
κατανοήσει τη φύση και τη λειτουργία αυτού του τόσο σκοτεινού αντικειμένου της
ανθρώπινης γνώσης.
Εξάλλου,
ο χρόνος απασχολεί τους πάντες: όλοι παραπονιόμαστε ότι «δεν έχουμε χρόνο» ή
πως ο χρόνος «κυλά» και «φεύγει» ανεπιστρεπτί, χωρίς όμως ποτέ να
προσδιορίζουμε τι είδους «πράγμα» είναι αυτό που ρέει και μας διαφεύγει
ασταμάτητα.
Ο
«χρόνος» ήταν και παραμένει το πιο φευγαλέο, ασαφές και άπιαστο αντικείμενο της
ανθρώπινης σκέψης, φυσικής και μεταφυσικής. Είτε ως ποτάμι που ρέει ατέρμονα,
όπως ήθελε να τον βλέπει ο Ηράκλειτος, είτε ως παγωμένος σκοτεινός ωκεανός μέσα
στον οποίο φαίνεται να ταξιδεύει το Σύμπαν, όπως πίστευε ακράδαντα ο Πλάτων
(και όλοι οι μετέπειτα πλατωνιστές), ο «χρόνος» ήταν και παραμένει η πιο
αδιαφανής κατηγορία του ανθρώπινου νου.
Οι
σύγχρονες επιστήμες του εγκεφάλου και του νου αρχίζουν να κατανοούν το γιατί
και κυρίως το πώς η ψυχολογική μας διάθεση μπορεί να επηρεάζει την υποκειμενική
μας αντίληψη του χρόνου. Αυξάνοντας ή, εναλλακτικά, μειώνοντας τα νευρωνικά
σήματα, ο εγκέφαλός μας μπορεί να θέτει σε κίνηση ή να σταματά τους
χρονοδείκτες ενός εγκεφαλικού ωρολογιακού μηχανισμού.
Ο
αντικειμενικός φυσικός χρόνος της κλασικής επιστήμης, σε αντίθεση με τον
υποκειμενικό ανθρώπινο χρόνο της Ιστορίας, δεν κυλάει προς κάποια κατεύθυνση
και δεν παράγει ποτέ τίποτα νέο.
The conception of
time as absolute is usually attributed to Sir Isaac Newton and his English
contemporaries.
Όπως
το έθεσε πρώτος ο Νεύτων στην εισαγωγή του περίφημου βιβλίου του «Philosophiae Naturalis Principia Mathematica»
(Μαθηματικές Αρχές Φυσικής Φιλοσοφίας):
«Ο απόλυτος, αληθινός και μαθηματικός χρόνος, αφεαυτού και από την ίδια του τη
φύση, ρέει ομοιόμορφα χωρίς να εξαρτάται από τίποτα το εξωτερικό…».
Με
άλλα λόγια, ο υποκειμενικός χρόνος που βιώνουν οι άνθρωποι, για τον Νεύτωνα
(αλλά και την κλασική Φυσική συνολικά) είναι απλώς μια ψευδαίσθηση που δεν έχει
την παραμικρή σχέση με τον απόλυτο κοσμικό χώρο και χρόνο.
Άποψη
που, παραδόξως, συμμερίζεται και ο Αϊνστάιν, ο βασικός υπαίτιος της
«δολοφονίας» του απόλυτου χρόνου στη σύγχρονη φυσική.
The idea of
relativistic time is a direct result of Albert Einstein’s Theory of Relativity.
Όπως
θα εκμυστηρευτεί ο ίδιος ο Αϊνστάιν σε ένα περίφημο γράμμα του: «Η διάκριση
ανάμεσα σε παρελθόν και σε μέλλον αποτελεί μόνο μια ψευδαίσθηση, μολονότι
πρόκειται για μια επίμονη ψευδαίσθηση»!
Για
τον πατέρα της θεωρίας της σχετικότητας ο χρόνος δεν είναι τίποτα άλλο από μία
επιπλέον μαθηματική παράμετρο στην περιγραφή του φυσικού κόσμου.
Τίποτα
περισσότερο από μία διάσταση στο ενοποιημένο τετραδιάστατο συνεχές που σήμερα
ονομάζεται «χωροχρόνος».
Αν
όμως ο χρόνος είναι μόνο ό,τι μετράνε τα ρολόγια, τότε γιατί μας φαίνεται
ατελείωτος όταν πλήττουμε και αδυσώπητος όταν γερνάμε;
Ποιοι
νευροψυχολογικοί μηχανισμοί επιτρέπουν στους περισσότερους υγιείς ανθρώπους να
έχουν μια «ακριβή» αίσθηση του χρόνου ή στους καλούς μουσικούς και τους
χορευτές να βρίσκουν πάντα τον «σωστό» χρονικά ρυθμό;
Χάρη
στις πρωτοποριακές έρευνες της σύγχρονης Νευροεπιστήμης, αρχίζουμε να
κατανοούμε τόσο τους μη συνειδητούς ψυχοβιολογικούς όσο και τους αδιαφανείς εγκεφαλικούς
μηχανισμούς που ρυθμίζουν ή απορρυθμίζουν το εγκεφαλικό μας χρονόμετρο.
Η
εγκεφαλική κλεψύδρα
(Credit:
agsandrew via Shutterstock)
Όλοι
έχουμε διαπιστώσει ότι η αίσθησή μας του χρόνου εξαρτάται και επηρεάζεται από
την ψυχολογική μας διάθεση ή από τη νοητική μας κατάσταση.
Για
παράδειγμα, ενώ ο χρόνος διάρκειας ενός ονείρου είναι μόλις λίγα λεπτά, έχουμε
την εντύπωση ότι διήρκεσε πολλές ώρες. Επίσης, το αλκοόλ, το όπιο και ο έρωτας
μπορούν να μας δημιουργούν μια ανάλογη ψευδαίσθηση διαστολής ή συστολής του
βιωμένου χρόνου.
«Όταν
περνάς δύο ώρες συντροφιά με μια όμορφη κοπέλα νομίζεις ότι πέρασε μόνο ένα
λεπτό. Όταν όμως κάθεσαι ένα λεπτό πάνω σε μια σόμπα που καίει, νομίζεις ότι
πέρασαν δύο ώρες».
Με
αυτό το διασκεδαστικό παράδειγμα ο Άλμπερτ Αϊνστάιν θέλησε να αναδείξει την
τυπικά ανθρώπινη αίσθηση του χρόνου.
Γιατί
όμως όταν νιώθουμε ανία έχουμε την εντύπωση ότι ο χρόνος δεν περνά, ενώ όταν
κάνουμε κάτι ενδιαφέρον ή διασκεδάζουμε ο χρόνος κυλά χωρίς να το
καταλαβαίνουμε;
Η
εντύπωσή μας ότι ο ανθρώπινος χρόνος «ρέει», «φεύγει» και «κυλά» με
διαφορετικούς ρυθμούς είναι στην πραγματικότητα μια «μεταφορά» ή, ακριβέστερα,
μια αληθοφανής ψευδαίσθηση.
Και
το γεγονός ότι αυτή η μεταφορά μάς φαίνεται τόσο ρεαλιστική οφείλεται στο ότι η
«ρεαλιστικότητά» της διαμορφώνεται και εξαρτάται από ενδογενείς εγκεφαλικούς
μηχανισμούς, οι οποίοι προφανώς παραμένουν αδιαφανείς στην καθημερινή εμπειρία
μας.
Εξάλλου,
γενικότερα, τόσο οι λεγόμενες «μεταφορές» όσο και οι «ψευδαισθήσεις» μας δεν
είναι σχεδόν ποτέ αυθαίρετες αφού, κατά κανόνα, προκύπτουν από κάποια εγγενή
δομικά χαρακτηριστικά της λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Εκτός
από τα αφηρημένα μαθηματικά μοντέλα σχετικά με τη φύση του κοσμικού χρόνου, τις
τελευταίες δεκαετίες έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται επιστημονικές θεωρίες και
να πραγματοποιούνται συγκεκριμένα πειράματα που επιχειρούν να κατανοήσουν τον
υποκειμενικό ή νοητικό χρόνο, όπως αυτός βιώνεται από τους ανθρώπους στην
καθημερινή τους ζωή.
Επιστημονικά
μοντέλα σχετικά με την αντίληψη του χρόνου που λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τόσο
τις καθημερινές εμπειρίες και τις ανάγκες των προσώπων όσο και την επιρροή των
συναισθηματικών τους καταστάσεων.
Κοινός
παρονομαστής αλλά και αφετηρία των σύγχρονων νευροψυχολογικών μοντέλων της
αντίληψης του χρόνου είναι η παραδοχή ότι υπάρχει ένας κεντρικός εγκεφαλικός
μηχανισμός για τη μέτρηση του χρόνου, ένα είδος «εγκεφαλικής κλεψύδρας» που
συσσωρεύει και «καταμετρά» τις στιγμές του νοητικού μας χρόνου.
Marc Wittmann is a
Research Fellow at the Institute for Frontier Areas of Psychology and Mental
Health in Freiburg, Germany. He studied Psychology and Philosophy at the
Universities of Fribourg and Munich, and received his Ph.D. at the Institute of
Medical Psychology, University of Munich. From 2004 to 2009 he was Research
Fellow in the Department of Psychiatry at the University of California, San
Diego. His book Felt Time was
published by MIT Press in February 2016.
Ένας
«συσσωρευτής δευτερολέπτων», όπως τον αποκαλεί αφελώς ο Μαρκ Γουίτμαν (Marc
Wittmann), κορυφαίος νευροψυχολόγος στην Ψυχιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της
Καλιφόρνιας, που εδώ και πολλά χρόνια μελετά τις εγκεφαλικές προϋποθέσεις της
αίσθησης του χρόνου.
We have widely
varying perceptions of time. Children have trouble waiting for anything. (“Are
we there yet?”) Boredom is often connected to our sense of time passing (or not
passing). As people grow older, time seems to speed up, the years flitting by
without a pause. How does our sense of time come about? In Felt Time,
Marc Wittmann explores the riddle of subjective time, explaining our perception
of time—whether moment by moment, or in terms of life as a whole.
Η
αφέλεια στο μοντέλο του Γουίτμαν συνίσταται στο ότι παρομοιάζει το εγκεφαλικό
μας χρονόμετρο με ένα «νευρωνικό εκκρεμές» που η κάθε του αιώρηση αντιστοιχεί
στο τικ-τακ ενός μηχανικού ρολογιού. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλά
εξειδικευμένα νευρωνικά κυκλώματα, η λειτουργία των οποίων συνίσταται απλώς στο
να καταγράφουν νευρικές ώσεις, ενώ ο συνολικός αριθμός των καταγεγραμμένων
νευρικών ώσεων αντιστοιχεί στη χρονική διάρκεια στην οποία έλαβε χώρα μια
πράξη.
Το
μεγάλο ερώτημα βέβαια είναι αν αυτά τα νευρωνικά χρονόμετρα «καταγράφουν»
παθητικά χρονικές στιγμές ή αν, αντίθετα, τις δημιουργούν.
In the moment:
world clocks in the Parque do Pasatempo, Betanzos, Spain. Credit: leoplus/Flickr
Εξάλλου,
τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, οι ώρες και τα χρόνια είναι αυθαίρετες ανθρώπινες
υποδιαιρέσεις του χρόνου.
Πάντως,
από τις σχετικές έρευνες αυτού του μηχανισμού προκύπτουν μερικά εξαιρετικά
ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
«Σύμφωνα με το καθιερωμένο γνωστικό μοντέλο,
όσο περισσότερη προσοχή δίνουμε στον χρόνο τόσο αυξάνεται η υποκειμενική
αίσθηση της διάρκειάς του», υποστηρίζει ο Γουίτμαν.
Αυτό
συμβαίνει επειδή τα «τικ-τακ» του νευρωνικού μας χρονόμετρου συσσωρεύονται
μονάχα όποτε εστιάζουμε την προσοχή μας στον χρόνο ή όταν βρισκόμαστε σε
κατάσταση επιφυλακής.
Πράγματι,
όπως επιβεβαίωσαν πειραματικά, όποτε εστιάζουμε την προσοχή μας σε κάτι, η
συχνότητα των νευρικών ώσεων αυξάνει, συνεπώς αυξάνει και η συχνότητα των ώσεων
που καταγράφονται από την εγκεφαλική μας «κλεψύδρα».
Η
νευρωνική χρονομηχανή
Credit:
@GilCosta
Αρχίζουμε
λοιπόν να υποψιαζόμαστε το γιατί και κυρίως το πώς η ψυχολογική μας διάθεση
μπορεί να επηρεάζει την υποκειμενική μας αντίληψη του χρόνου.
Αυξάνοντας
ή, εναλλακτικά, μειώνοντας τα νευρωνικά σήματα, θέτουμε σε κίνηση ή
αδρανοποιούμε τους χρονοδείκτες του εγκεφαλικού ωρολογιακού μηχανισμού, δηλαδή,
σαν να λέμε, θέτουμε σε κίνηση τους «κόκκους άμμου» στην εγκεφαλική μας
κλεψύδρα!
Ίσως
γι’ αυτό, όταν βαριόμαστε ή όταν βιώνουμε κάτι παθητικά, έχουμε την εντύπωση
ότι ο χρόνος δεν περνά: η προσοχή μας παγιδεύεται και παγώνει σε ένα ατέρμονα
μονότονο παρόν.
Πού
όμως εντοπίζονται αυτά τα εγκεφαλικά χρονόμετρα; Και από ποια εγκεφαλικά υποστρώματα
αναδύεται η ανθρώπινη αίσθηση του χρόνου; Δυστυχώς, σε αυτά τα αποφασιστικά
ερωτήματα δεν υπάρχουν ακόμη οριστικές απαντήσεις.
Και
οι απόψεις των ειδικών διίστανται για την ώρα: ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η
εγκεφαλική μας κλεψύδρα βρίσκεται κάπου μεταξύ της παρεγκεφαλίδας και των
βασικών γαγγλίων.
Άλλοι
θεωρούν ότι υπάρχουν πολλές τέτοιες «κλεψύδρες» που είναι διάσπαρτες σε
διάφορες περιοχές του εγκεφάλου μας: πρόκειται δηλαδή για ειδικά νευρωνικά
κυκλώματα που είναι κατανεμημένα στο σύνολο του εγκεφάλου.
Why time seems to
fly during good times, and crawl during bad? Joe Paton, principal investigator
at the Champalimaud Centre for the Unknown, is one step closer to explaining
how and why, neurologically speaking, our brain keeps track of time. By
training mice on tasks that depend on their sense of time, Joe’s team was able
to identify specific neurons involved with the processing of time in the mouse
brain.
Πριν
από δύο εβδομάδες, μια πρωτοποριακή ομάδα ερευνητών από την Πορτογαλία
ανακοίνωσε επίσημα ότι επεμβαίνοντας επιλεκτικά σε συγκεκριμένες περιοχές του
εγκεφάλου των ποντικών μπορούν να αλλάζουν την αντίληψη του χρόνου. Πρόκειται
για τη γνωστή ερευνητική ομάδα του Τζο Πάτον (Joe Paton) που εργάζεται στο
Champalimaud Centre for the Unknown της Λισαβόνας.
Sofia Soares et al
investigated midbrain dopamine neurons during timing behavior in mice; when
measuring and manipulating mouse activity, the team observed that dopamine
neurons controlled temporal judgments on a time scale of seconds. Image credit: Geralt.
Η
έρευνά τους, που ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια και μόλις δημοσιεύτηκε στο
περιοδικό «Science», περιγράφει το
πώς αυτοί οι ερευνητές κατάφεραν, πρώτη φορά, να εντοπίσουν ορισμένα νευρωνικά
κυκλώματα που ρυθμίζουν την προσωπική αντίληψη του πώς περνά ο χρόνος.
Επιπλέον,
οι ερευνητές αυτοί κατάφεραν να χειραγωγήσουν, δηλαδή να ρυθμίσουν ή να
απορρυθμίσουν, αυτό το εγκεφαλικό κύκλωμα από ντοπαμινεργικούς νευρώνες, έτσι
ώστε τα πειραματόζωα να υπερεκτιμούν ή, εναλλακτικά, να υποτιμούν τη διάρκεια
ενός προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος!
Το
αποφασιστικό ερώτημα όμως παραμένει μέχρι σήμερα αναπάντητο: πώς και κυρίως
γιατί ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους, αυτή η πολύπλοκη βιολογική χρονομηχανή,
απέκτησε εξελικτικά τη μοναδική ικανότητα να παραβιάζει νοητικά αλλά
συστηματικά κάθε χρονικό περιορισμό. Γεγονός που υποδηλώνει ότι, σε όλο το
ζωικό Βασίλειο, μόνο ο ανθρώπινος νους φαίνεται να μπορεί να υπερβαίνει το
φράγμα του χρόνου, επιτρέποντάς μας να πραγματοποιούμε απαγορευμένα ταξίδια:
όχι μόνο να ανασυγκροτούμε νοητικά το μακρινό παρελθόν μας, αλλά και να
σχεδιάζουμε το απώτερο μέλλον μας.
Αν
και, στο τέλος, ο χρόνος συνήθως περιγελά την έπαρση των ανθρώπινων σχεδίων.
Αύξηση
κλειστών θαλασσών χωρίς οξυγόνο. In the past 50 years, the amount of
water in the open ocean with zero oxygen has gone up more than fourfold. In
coastal water bodies, including estuaries and seas, low-oxygen sites have
increased more than tenfold since 1950. Scientists expect oxygen to continue
dropping even outside these zones as Earth warms. Low oxygen caused the death
of these corals and others in Bocas del Toro, Panama. The dead crabs pictured
also succumbed to the loss of dissolved oxygen. Credit: Arcadio Castillo/Smithsonian
Όλο
και πιο δύσκολα «αναπνέουν» οι ωκεανοί της Γης, καθώς λιγοστεύει το οξυγόνο
τους. Μέσα στα τελευταία 50 χρόνια έχει αυξηθεί πάνω από τέσσερις φορές η
ποσότητα του νερού των ανοικτών θαλασσών που έχουν μηδενικό οξυγόνο, σύμφωνα με
μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα.
Παράλληλα,
στα παράκτια ύδατα και στις κλειστές θάλασσες οι περιοχές με χαμηλό έως
μηδενικό οξυγόνο έχουν τουλάχιστον δεκαπλασιασθεί από το 1950 έως σήμερα.
Οι
ερευνητές της ομάδας GO2NE (Global Ocean Oxygen Network) της Διακυβερνητικής
Ωκεανογραφικής Επιτροπής του ΟΗΕ, με επικεφαλής τη Ντενίζ Μπράιτμπουργκ του
Ερευνητικού Περιβαλλοντικού Κέντρου Σμιθσόνιαν, που έκαναν τη σχετική
δημοσίευση στο Science,
προβλέπουν ότι το οξυγόνο θα συνεχίσει να μειώνεται ακόμη και έξω από τις ζώνες
ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη.
Η
άνοδος της θερμοκρασίας των επιφανειακών υδάτων λόγω της κλιματικής αλλαγής
καθιστά πιο δύσκολο για το οξυγόνο να εισχωρήσει βαθύτερα στο νερό. Επιπλέον,
καθώς ο ωκεανός θερμαίνεται, διακρατεί συνολικά λιγότερο οξυγόνο.
Η
κατάσταση επιδεινώνεται πιο κοντά στις ακτές εξαιτίας των απορροών θρεπτικών
συστατικών, που από την ξηρά καταλήγουν στα νερά, με αποτέλεσμα τον
πολλαπλασιασμό των μικροφυκών και του πλαγκτού, που απορροφούν το θαλάσσιο
οξυγόνο.
Για
να σταματήσει αυτή η συνεχής μείωση του οξυγόνου, οι επιστήμονες τόνισαν ότι ο
κόσμος πρέπει να καταβάλει μεγαλύτερες προσπάθειες για να θέσει υπό έλεγχο τόσο
την κλιματική αλλαγή όσο και τη ρύπανση των θαλασσών με θρεπτικά συστατικά
(ευτροφισμός).
«Το οξυγόνο είναι ουσιώδες για τη ζωή στους
ωκεανούς. Η μείωση του συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο σοβαρές επιπτώσεις των
ανθρωπίνων δραστηριοτήτων στο περιβάλλον της Γης», δήλωσε η Μπράιτμπουργκ.
«Περίπου το μισό οξυγόνο της Γης προέρχεται
από τον ωκεανό. Όμως οι συνδυασμένες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και της
θαλάσσιας ρύπανσης με θρεπτικά συστατικά αυξάνουν σημαντικά τον αριθμό και το
μέγεθος των "νεκρών" ζωνών στον ανοιχτό ωκεανό και στα παράκτια
ύδατα, όπου το οξυγόνο είναι ανεπαρκές για να υποστηρίξει το μεγαλύτερο μέρος
της θαλάσσιας ζωής», επισήμανε ο Βλαντιμίρ Ριαμπίνιν, εκτελεστικός
γραμματέας της Διακυβερνητικής Ωκεανογραφικής Επιτροπής.
Low-oxygen zones
are spreading around the globe. Red dots mark places on the coast where oxygen
has plummeted to 2 milligrams per liter or less, and blue areas mark zones with
the same low-oxygen levels in the open ocean. Credit: GO2NE working group. Data
from World Ocean Atlas 2013 and provided by R. J. Diaz
Στις
συνεχώς διευρυνόμενες «νεκρές» θαλάσσιες ζώνες το οξυγόνο μειώνεται σε βαθμό
που πολλοί θαλάσσιοι οργανισμοί ασφυκτιούν και πεθαίνουν, με αποτέλεσμα τα
ψάρια να αποφεύγουν αυτές τις ζώνες. Πέρα όμως από το πρόβλημα στις ζώνες
αυτές, ακόμη και μικρότερες μειώσεις των επιπέδων του οξυγόνου μπορούν να
"φρενάρουν" την ανάπτυξη των ζώων της θάλασσας, να εμποδίσουν την αναπαραγωγή
τους και να τους προκαλέσουν αρρώστιες ή και πρόωρο θάνατο.
Ακόμη
η μείωση του οξυγόνου μπορεί να πυροδοτήσει την έκλυση επικίνδυνων χημικών
ουσιών όπως το οξείδιο του αζώτου (ένα «αέριο του θερμοκηπίου» έως 300 φορές
ισχυρότερο από το διοξείδιο του άνθρακα) και το τοξικό σουλφίδιο του υδρογόνου.
Παρόλο που μερικά πλάσματα καταφέρνουν να τα βγάζουν μια χαρά πέρα στις
‘νεκρές' ζώνες, συνολικά η βιοποικιλότητα σε αυτές συνεχώς περιορίζεται.
René Magritte, The Lovers, 1928. Καταπραΰνει το στρες. The
scent of a romantic partner can help lower stress levels, new psychology
research from the University of British Columbia has found.
Η
μυρωδιά του/της συντρόφου μπορεί να λειτουργήσει κατευναστικά σε περίπτωση
άγχους, υποστηρίζουν καναδοί ερευνητές σε άρθρο που δημοσίευσαν στο
επιστημονικό έντυπο Journal of
Personality and Social Psychology.
Επιστημονική
ομάδα του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας, με επικεφαλής την Δρ Μαρλις
Χοφερ, διαπίστωσε ότι οι γυναίκες ηρεμούσαν όταν μύριζαν την φυσική οσμή του
συντρόφου τους. Αντιθέτως, όταν εκτέθηκαν στην μυρωδιά ενός αγνώστου τα επίπεδα
της ορμόνης τους στρες, της κορτιζόλης, αυξάνονταν.
«Πολλοί άνθρωποι φορούν κάποιο ρούχο του/της
συντρόφους τους ή κοιμούνται στη δική του/της πλευρά του κρεβατιού όταν
αυτος/αυτή λείπει, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι αυτή η πρακτική τους προσφέρει
ηρεμία. Η μελέτη μας δείχνει ότι η φυσική μυρωδιά του αγαπημένου μας ανθρώπου
ακόμα και εν τη απουσία του μπορεί να είναι ένα καλό εργαλείο μείωσης του στρες»,
εξηγεί η ερευνήτρια.
Στο
πλαίσιο της μελέτης, οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε 96 ετερόφυλα ζευγάρια. Οι
άνδρες έπρεπε να φορέσουν ένα καθαρό μπλουζάκι για 24 ώρες και δεν επιτρεπόταν
να χρησιμοποιήσουν αποσμητικό ή άλλες τεχνητές αρωματικές ουσίες, καθώς και να
καπνίσουν ή να φάνε κάτι που θα επηρέαζει την φυσική οσμή του δέρματός τους. Τα
μπλουζάκια στη συνέχει συλλέχθηκαν και διατηρήθηκαν σε ειδικές συνθήκες ώστε να
μην αλλοιωθεί η οσμή τους.
Οι
γυναίκες με τυχαία επιλογή είτε μύρισαν ένα αφόρετο μπλουζάκι, είτε ένα που
είχε φορέσει ο σύντροφός τους ή ένας άγνωστος, χωρίς να γνωρίζουν ποιο τους
είχε δοθεί. Επίσης υποβλήθηκαν σε τεστ άγχους λαμβάνοντας μέρος σε μια
διαδικασία προσομοίωσης συνέντευξης για εργασία καθώς μια απαιτητική
πνευματικά εργασία, ενώ απάντησαν και σε ερωτήσεις για το πόσο αγχωμένες
αισθάνονταν και έδωσαν δείγματα σιέλου για την μέτρηση των επιπέδων της
κορτιζόλης.
The study found
women feel calmer after being exposed to their male partner’s scent. NeuroscienceNews.comimage is in the
public domain.
Από
την αξιολόγηση του συνόλου των δεδομένων προέκυψε ότι, οι γυναίκες που είχαν
μυρίσει το μπλουζάκι του συντρόφου τους ήταν λιγότερο αγχωμένες τόσο πριν όσο
και μετά το τεστ άγχους. Εκείνες που είχαν μυρίσει το μπλουζάκι του συντρόφου
τους και το αναγνώρισαν ως δικό του επίσης είχαν χαμηλότερα επίπεδα κορτιζόλης,
γεγονός που δείχνει ότι η θετική επίδραση της οσμής του συντρόφου είναι
ισχυρότερη όταν οι γυναίκες γνωρίζαν τι μύριζαν.
Αντιθέτως,
όταν οι γυναίκες μύρισαν τα μπλουζάκια αγνώστων τα επίπεδα της κορτιζόλης ήταν
υψηλότερα.
Οι
επιστήμονες εικάζουν ότι εξελικτικοί παράγοντες επηρεάζουν την επίδραση της
οσμής του αγνώστου τα επίπεδα της κορτιζόλης της γυναίκας.
«Από νεαρή ηλικία, οι άνθρωποι αισθάνονται
φόβους για τους άγνωστους ανθρώπους, ειδικά όταν αυτοί είναι άνδρες. Άρα είναι
πιθανόν η μυρωδιά ενός ξένου να συντελεί σε αύξηση της κορτιζόλης, δηλαδή του
άγχους. Και αυτό μπορεί να συμβαίνει ασυναίσθητα», εξηγεί η Δρ Χοφερ.
Η
υπόθεση ότι η αυξομείωση της ακτινοβολίας του άστρου οφείλεται σε εξωγήινη
κατασκευή δεν έχει επιστημονική βάση. Astronomers are now certain it is not
an alien megastructure orbiting star KIC 8462852. Instead, it is a giant cloud
of dust. Illustration: Nasa/JPL-Caltech
Οι
εξωγήινοι δεν έχουν βάλει το «χεράκι» τους στο ασυνήθιστο άστρο που σποραδικά
αυξομειώνει τη φωτεινότητά του και έχει αποκληθεί «το πιο μυστηριώδες άστρο στο
Σύμπαν».
Η
υπόθεση ότι η αυξομείωση της ακτινοβολίας του άστρου οφείλεται σε κάποια
τεράστια εξωγήινη κατασκευή γύρω του δεν έχει καμία βάση, αποφάνθηκαν οι
επιστήμονες μετά από συστηματική μελέτη του άστρου το 2016 και το 2017 από
τηλεσκόπια της Χαβάης και των Καναρίων Νήσων.
Ως
πιθανότερη αιτία για την περίεργη συμπεριφορά του, οι αστρονόμοι, που έκαναν τη
σχετική δημοσίευση στο επιστημονικό έντυπο TheAstrophysicalJournalLetters, θεωρούν
την ύπαρξη μεγάλων νεφών σκόνης που παρεμβάλλονται ανάμεσα στη Γη και σε αυτό.
Το
άστρο της... αστροφυσικού
Το
άστρο KIC 8462852 είναι
ευρύτερα γνωστό ως «άστρο της Τάμπι» από το υποκοριστικό τής αστροφυσικού
Ταμπίθα Μπογιατζιάν του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Λουιζιάνα, η οποία πρώτη
το παρατήρησε 2015.
Βρίσκεται
σε απόσταση περίπου 1.280 ετών φωτός από τον πλανήτη μας στον αστερισμό του
Κύκνου και είναι περίπου 40% μεγαλύτερο και 1.000 βαθμούς Κελσίου πιο καυτό από
τον Ήλιο μας. Τα τελευταία χρόνια έχει εμφανίσει μείωση της φωτεινότητάς του
έως κατά 22%.
Κύρια
υπαίτια η σκόνη
The star KIC
8462852 has baffled astronomers with its erratic dimming, causing some to
speculate it is orbited by an ‘alien megastructure’, built by an
extraterrestrial civilisation. Photograph:
Danielle Futselaar/SETI International
«Η σκόνη αποτελεί την πιθανότερη αιτία που το
φως του άστρου φαίνεται τη μία πιο αχνό και την άλλη πιο φωτεινό. Οτιδήποτε
μεσολαβεί ανάμεσα σε μας και στο άστρο, δεν είναι αδιαφανές, όπως θα ήταν ένας
πλανήτης ή μία εξωγήινη κατασκευή» δήλωσε η κ. Μπογιατζιάν, η οποία ήταν
επικεφαλής της νέας μελέτης.
Αυτή
η ετυμηγορία συμφωνεί με εκείνη μίας άλλης ερευνητικής ομάδας, η οποία στο
τέλος του 2017 είχε αποφανθεί ότι γύρω από το εν λόγω άστρο βρίσκεται ένα νέφος
σκόνης που ολοκληρώνει μία πλήρη τροχιά γύρω από το άστρο κάθε 700 γήινες
ημέρες.
Léonard de Vinci,Etude de têtes grotesques, 1490. Τα πρόσωπα που δείχνουν κυριαρχία, απειλή και αξιοπιστία είναι
εκείνα που καταγράφει πρώτα ο ανθρώπινος εγκέφαλος, σύμφωνα με νέα μελέτη. Hebrew
University researcher discovers dominance and threat top the list of faces a
brain will quickly register within a crowd.
Φανταστείτε
ότι περπατάτε σε έναν πολυσύχναστο δρόμο. Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι γύρω
σας. Καθώς προχωράτε μέσα στο πλήθος ο εγκέφαλός σας παρατηρεί κάποια πρόσωπα
αλλά αγνοεί τα υπόλοιπα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ποιες είναι οι διεργασίες που
προσδιορίζουν ποια πρόσωπα «επιλέγει» να... δει ο εγκέφαλός μας και ποια αφήνει
να χαθούν στο φόντο;
Κυριαρχία,
απειλή, αξιοπιστία
Imagine you're
walking down a busy street like Times Square in New York. There are tons of
people around. As you make your way through the crowd, your brain notices
several faces but ignores the rest. Why is that? What are the processes that
determine which faces our brain 'chooses' to see and those it allows to fade
into the background? Researchers observed that the facial dimensions that were
most quickly registered by participants were ones that indicated power and
dominance. Credit: Hebrew University
Μια
νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «NatureHumanBehavior» από
ερευνητές του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ (HUJI) και του Πανεπιστημίου Πρίνστον στο Νιου
Τζέρσεϊ των ΗΠΑ δείχνει πώς ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τα ανθρώπινα πρόσωπα. Η
μελέτη αυτή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μέσα στο πλήθος ο ασυνείδητος νους
επιλέγει δύο τύπους προσώπων για να δει συνειδητά: εκείνα που εκπέμπουν
κυριαρχία και απειλή και, σε μικρότερο βαθμό, εκείνα που εκπέμπουν αξιοπιστία.
Η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον καθηγητή Ραν Χασίν του HUJI διεξήγαγε έξι πειράματα σε 174
συμμετέχοντες. Στα πειράματα αυτά οι ερευνητές εξέθεσαν τους εθελοντές σε 300
σετ εικόνων που εναλλάσσονταν πολύ γρήγορα. Το ένα μάτι των συμμετεχόντων
εξετίθετο σε εικόνες ανθρώπινων προσώπων ενώ το άλλο μάτι σε γεωμετρικά
σχήματα. Στη συνέχεια ζητήθηκε από τους εθελοντές να πατούν ένα πλήκτρο σε
υπολογιστή αμέσως μόλις έβλεπαν ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Εξαιτίας αυτού του
«κυκεώνα» ερεθισμάτων ο ασυνείδητος νους χρειαζόταν μερικά δευτερόλεπτα ώστε να
αντιληφθεί ότι βλέπει πρόσωπο και στη συνέχεια να «μεταφέρει» αυτή την εικόνα
στον συνειδητό εγκέφαλο για επεξεργασία. Οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι πιο
γρήγορα καταγράφονταν από τον εγκέφαλο των εθελοντών τα πρόσωπα που μαρτυρούσαν
δύναμη και κυριαρχία.
Ο
νοητικός αλγόριθμος
Experimental
paradigm and examples of stimuli. Credit: Hebrew University
«Στην περιπλάνησή του στον κόσμο ο
ασυνείδητος νους μας έχει να αντιμετωπίσει ένα πολύ δύσκολο καθήκον: να
αποφασίσει ποια ερεθίσματα αξίζουν συνειδητή προσοχή και ποια όχι» εξηγεί ο
καθηγητής Χασίν και προσθέτει: «Ο
νοητικός αλγόριθμος που ανακαλύψαμε δίνει καθαρά προτεραιότητα στην κυριαρχία
και στην πιθανή απειλή. Κυριολεκτικώς είδαμε την ταχύτητα με την οποία οι
συγκεκριμένες εικόνες "έσπαζαν" τα σύνορα του ασυνείδητου και
καταγράφονταν στο συνειδητό με κάθε πάτημα του κουμπιού».
Την
τελευταία δεκαετία ο δρ Χασίν έχει επικεντρώσει την έρευνά του στο ανθρώπινο
ασυνείδητο κυρίως σε ό,τι αφορά τη λήψη αποφάσεων, τη μνήμη, την κινητοποίηση
και τον σχηματισμό άποψης. «Η νέα αυτή
μελέτη ρίχνει φως στις ασυνείδητες διεργασίες που οδηγούν στον σχηματισμό της
συνείδησης. Οι διεργασίες αυτές είναι δυναμικές και συχνά βασίζονται σε
προσωπικά κίνητρα. Υποθετικά, αν κάποιος ψάχνει για σύντροφο, ο εγκέφαλός του
"βλέπει" τα πρόσωπα διαφορετικά από κάποιον άλλον που βρίσκεται ήδη
σε σχέση. Ασυνείδητα, ο εγκέφαλός του δίνει προτεραιότητα στα πρόσωπα των εν
δυνάμει συντρόφων σε σύγκριση με τα υπόλοιπα πρόσωπα των ανθρώπων γύρω του. Το
ίδιο πιθανώς συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις, όπως όταν κάποιος θέλει να
αποφύγει τον κίνδυνο. Τα μάτια του επιλέγουν ορισμένα "απειλητικά"
πρόσωπα από το πλήθος και προσπαθούν να τα αποφύγουν» σημειώνει ο
επικεφαλής της μελέτης.
Ελπίδα
για αυτισμό και διαταραχή μετατραυματικού στρες
Ο
καθηγητής ελπίζει ότι τα ευρήματα αυτά θα ανοίξουν τον δρόμο της καλύτερης
κατανόησης διαταραχών όπως ο αυτισμός και η διαταραχή μετατραυματικού στρες. «Ίσως είναι πιθανό να εκπαιδεύσουμε τους
ανθρώπους να μην αντιλαμβάνονται κάποια στοιχεία του προσώπου των άλλων ως
απειλητικά - κάτι τέτοιο θα ήταν πολύτιμο για άτομα που πάσχουν από διαταραχή
μετατραυματικού στρες ή από κατάθλιψη. Θα μπορούσαμε επίσης να εκπαιδεύσουμε
άτομα με αυτισμό ώστε να δείχνουν μεγαλύτερη ευαισθησία στα κοινωνικά
ερεθίσματα» καταλήγει ο δρ Χασίν.